Η Κάτω Γατζέα είναι ένα μικρό χωριό του Πηλίου στα παράλια του Παγασητικού κόλπου που συνδυάζει την παραδοσιακή πηλιορείτικη αρχιτεκτονική με το γαλάζιο της θάλασσας. Βρίσκεται σε απόσταση 15 χιλιομέτρων από τον Βόλο και 5 χιλιομέτρων από τις Μηλιές.
Τα Κάτω Δολιανά βρίσκονται δίπλα στην πεδιάδα της Θυρέας, στις πλαγιές της οροσειράς Ζάβιτσα, σε μία περιοχή κατάφυτη από ελαιόδεντρα.
Βρίσκεται στην μέση τριών μεγάλων πόλεων: της Κύπρου, της Λευκωσίας (50 χιλιόμετρα), της Λάρνακας (36 χιλιόμετρα) και της Λεμεσού (36 χιλιόμετρα). Ο Κάτω Δρυς δημιουργήθηκε σε λοφώδες έδαφος με στενές και βαθιές κοιλάδες, από τον οποίο ρέει ο ποταμός του Άγιου Μηνά.
Ο Κάτω Καλαμώνας είναι ένα μικρό χωριό της βορειοδυτικής Ρόδου με ελάχιστους μόνιμους κατοίκους. Μαζί με τον γειτονικό Άνω Καλαμώνα αποτελούσαν τον οικισμό Πεβεράνιο (Peveragno), ο οποίος δημιουργήθηκε από τους Ιταλούς το 1931.
Η Κάτω Καμήλα είναι ένα πεδινό χωριό του νομού Σερρών που απέχει 12 χιλιόμετρα από τις Σέρρες. Διοικητικά ανήκει στη Δημοτική Ενότητα Σκουτάρεως του Δήμου Σερρών και κατά την απογραφή του 2011 είχε 1.127 κατοίκους.
Μετόχι της κοινότητας Βουκολιών Κισάμου, του νομού Χανίων. Είναι κτισμένο σε απόσταση 2,5χμ. νότια των Βουκολιών και σε υψόμ. 310μ. Σήμερα κατοικείται από 61 άτομα, που ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Τα Κάτω Λεχώνια είναι χτισμένα στην παραλιακή ζώνη του Παγασητικού κόλπου, μέσα σε εύφορη πεδινή έκταση με ανθοκαλλιέργειες και οπωροκηπευτικά.
Οικισμός της κοινότητας Νταράτσου, της επαρχίας Κυδωνίας. Απέχει 1.900μ. βορειοανατολικά της κοινότητας. Ο οικισμός αυτός ανήκε στο Γετίμ Αγά ή Γετιμαγαδάκη, που τον είχε περιφράξει με τοίχο.
Χωριό της επαρχίας Ρεθύμνης του νομού Ρεθύμνου. Βρίσκεται σε απόσταση 22 χμ. από το Ρέθυμνο και σε υψόμ. 360-420 μ. Στο Κάτω Μαλάκι ζουν σήμερα 70 περίπου κάτοικοι.
To Κάτω Νευροκόπι είναι χτισμένο στο κέντρο του εύφορου λεκανοπεδίου του Νευροκοπίου και περιβάλλεται από τα βουνά Φαλακρό και Όρβυλος. Απέχει 47 χιλιόμετρα από τη Δράμα και 12 χιλιόμετρα από τα σύνορα με τη Βουλγαρία.
Ο Κάτω Νταράτσος είναι παραλιακός οικισμός της κοινότητας Νταράτσου, της επαρχίας Κυδωνίας.
Είναι μετόχι της κοινότητας Πολυρρηνίας Κισάμου. Βρίσκεται βόρεια της Πολυρρηνίας και κατοικείται από 15 άτομα. Βρίσκεται σε υψόμ. 150μ.
Τα Κάτω Πορόια είναι χτισμένα στους πρόποδες της οροσειράς Κερκίνη, η οποία αποτελεί το βόρειο σύνορο της Ελλάδας με τη Βουλγαρία.
Ο Κάτω Πόρος είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Ρεθύμνης. Απέχει 23 χμ. από το Ρέθυμνο. Βρίσκεται σε υψόμ. 250 μ. και έχει σήμερα 80 κατοίκους.
Η Κάτω Ροδωνιά είναι συνοικισμός του χωριού Τσάκοι και βρίσκεται κοντά στην Αριδαία Πέλλας.
To Κάτω Σαμικό είναι χτισμένο κοντά στα παράλια του Κυπαρισσιακού κόλπου και διαθέτει μια υπέροχη αμμώδη παραλία που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πόλος έλξης των επισκεπτών και των κατοίκων της Ηλείας.
Οικισμός της κοινότητας Σούδας, της επαρχίας Κυδωνίας. Ο οικισμός αυτός δημιουργήθηκε ως εξής: Όταν το 1873 τέλειωσε η κατασκευή του ναυστάθμου (τερσανά), ήλθε για επιθεώρηση ο τότε Σουλτάνος Αβδούλ Αζίζ, που αποβιβάστηκε στην προβλήτα και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από το τουρκικό στοιχείο.
Παραθαλάσσιος οικισμός της κοινότητας Σταλού της επαρχίας Κυδωνίας.
Το Κάτω Σχολάρι είναι ένα χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 210 μέτρων σε τοποθεσία με πλούσια βλάστηση και ρέματα. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την εθνική οδό Θεσσαλονίκης – Νέων Μουδανιών και απέχει 25 χιλιόμετρα από την πόλη της Θεσσαλονίκης.
Το Κάτω Τρίποδο είναι οικισμός της κοινότητας Μαργαριτών της επαρχίας Μυλοποτάμου. Είναι κτισμένος σε υψόμετρο 250 μ. και έχει μόνο 2 κατοίκους.
Το Κάτω Χωριό είναι οικισμός της κοινότητας Σασάλου Κισάμου και κατοικείται από 65 περίπου άτομα.
To Κατωμέρι είναι η πρωτεύουσα του Μεγανησίου, του μικρού καταπράσινου νησιού του Ιονίου που βρίσκεται μεταξύ Λευκάδας και Αιτωλοακαρνανίας. Είναι χτισμένο πάνω σε λόφο με τέτοιο τρόπο ώστε να μην είναι ορατό από χαμηλά λόγω της παλιότερης ανάγκης των κατοίκων του να προστατευτούν από τους πειρατές.
Είναι οικισμός της κοινότητας Βουλγάρω Κισάμου.
Οικισμός της κοινότητας Κοντοπούλων της επαρχίας Κυδωνίας. Το χωριό άρχισε να αξιοποιείται από το 1930 και μετά. Η εκμετάλλευση των επιφανειακών νερών κάνει εύφορους τους κάμπους, οι οποίοι φτάνουν σε έκταση 300 στρεμμάτων.