Ο Αθανάσιος Τσαγρής γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1951 στα Λεχαινά, από όπου κατάγεται όλη η οικογένειά του. Σήμερα είναι Συνταξιούχος. Έχει αποκτήσει δύο παιδιά.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Αθανάσιος Τσαγρής, γεννήθηκε το 1870 στα Τσαγρέικα, περιοχή που τότε υπαγόταν στην κοινότητα Ρετούνης και σήμερα στα Λεχαινά. Ήξερε λίγα γράμματα και ασχολήθηκε με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Το 1897 δεν πήγε στον πόλεμο, γιατί ήταν προστάτης οικογένειας. Το 1899 παντρεύτηκε με τη Μαρία Παπαντωνοπούλου, η οποία καταγόταν από τα Τσουκαλέικα. Απέκτησαν έντεκα παιδιά, τον Διαμαντή, την Κωνσταντίνα, τον Κωνσταντίνο, τη Χριστίτσα, την Αικατερίνη, τον Χρήστο, τον Παναγιώτη, την Κατίνα, τον Αριστοτέλη, που επειδή πέθανε έβγαλαν και το επόμενο παιδί Αριστοτέλη, και τέλος τον Ευστάθιο. Η Κωνσταντίνα πέθανε 20 ετών, ο Παναγιώτης πέθανε από εγκεφαλίτιδα σε ηλικία 15-16 ετών και τα δύο αγόρια με το όνομα Αριστοτέλης πέθαναν μωρά, όπως και ο Στάθης.
Ο Διαμαντής γεννήθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1900 στα Τσαγρέικα, που ανήκε στην περιφέρεια τότε, στην κοινότητα Ρετούνης, η οποία μετέπειτα ονομάστηκε Αρετή. Μεγαλώνοντας το αγόρι, οι γονείς του διαπίστωσαν ότι του άρεσαν τα γράμματα, γι’ αυτό τον έστειλαν στα Τσουκαλέικα Πατρών, στη γιαγιά του, τη μητέρα της μητέρας του, για να πάει στο σχολείο. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο, τέσσερις τάξεις, δύο στο ελληνικό και μία στο σχολαρχείο. Το Σχολαρχείο ήταν γνωστό ως Μαραγκοπούλειο σχολείο στα Βραχνέικα Πατρών. Στη συνέχεια φοίτησε στο γυμνάσιο, όπου τελείωσε τις τρεις πρώτες τάξεις και βρισκόταν στην τέταρτη, περί το μέσον της χρονιάς, οπότε και σταμάτησε γιατί με την είσοδο των ΗΠΑ στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έκλεισαν τα σύνορα, όπως έλεγαν, και έπαψαν να έρχονται τα εμβάσματα για την πληρωμή των σπουδών. Το 1919 επιστρατεύθηκε και παρουσιάστηκε στην Πάτρα, όπου κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης και επηρεασμένος από τον Εθνικό Διχασμό και τη Φιλοβασιλική προπαγάνδα και ενώ βρισκόταν στην Πάτρα, δραπέτευσε και λιποτάκτησε μαζί με τον Ιωσήφ Ζαρουχλιώτη, τον πρώτο του ξάδερφο.
Πήγε στα Τσουκαλέικα, όμως κάποιος ή κάποιοι τους κατέδωσαν στις αρχές, κυκλώθηκε το σπίτι και ο μεν Ζαρουχλιώτης που γνώριζε το μέρος, πήδηξε από το παράθυρο του πρώτου ορόφου στο παρακείμενο ρέμα και έφυγε, ο δε Διαμαντής άνοιξε την καταπακτή, κατέβηκε στο υπόγειο, όπου και συνελήφθη. Κατευθείαν μπήκε στο καράβι και πήγε στη Μικρά Ασία, καθώς η λιποταξία του στάθηκε η αιτία για να τον στείλουν εκεί, δεδομένου του ότι οι υπόλοιποι νεοσύλλεκτοι της σειράς του μετατέθηκαν στα βόρεια σύνορα της χώρας. Στη Μικρά Ασία κατατάχτηκε στην 11η Μεραρχία, με Μέραρχο τον Σομήλα και ειδικότερα στο 9ο Σύνταγμα Κρητών, όπου οι υπηρετούντες ήταν όλοι Κρητικοί, πλην τεσσάρων από την παλαιά Ελλάδα. Ήταν υπαξιωματικός οπλοβολητής με δύο βοηθούς, πρώτο και δεύτερο προμηθευτή, οι οποίοι ήταν πρώτα ξαδέρφια, Κρητικοί. Όταν αποφασίστηκε η προέλαση του στρατού προς το εσωτερικό της Μικράς Ασίας, έφθασε μέχρι το Εσκί Σεχίρ. Εκεί διατάχθηκαν να εκπορθήσουν τον εχθρό από ένα ύψωμα ακόμη και με την ξιφολόγχη κι έγινε φονική μάχη. Ξεκίνησαν εκατόν εβδομήντα και έφθασαν στην κορυφή και την κατέλαβαν τριάντα έξι. Οι υπόλοιποι εκατόν τριάντα τέσσερις ήταν νεκροί και τραυματίες, μεταξύ δε των νεκρών και ο λοχαγός Δανέζης από τις Καμάρες του Αιγίου. Συμμετείχε στην επιχείρηση σύλληψης του Κεμάλ. Σύμφωνα με το σχέδιο, ο λόχος του ξεκίνησε με το πρώτο σκοτάδι, βάδισε όλη τη νύκτα, την επόμενη ημέρα και στις τέσσερις τα ξημερώματα θα έφθανε στο σημείο που είχε οριστεί, για να καταστρέψει τη σιδηροδρομική γραμμή. Μετά την καταστροφή, άλλο τμήμα του στρατού θα επιχειρούσε επίθεση στο Ικόνιο, όπου βρισκόταν ο Κεμάλ, ο οποίος μην έχοντας άλλο δρόμο ή τρόπο διαφυγής και μη γνωρίζοντας φυσικά ότι η σιδηροδρομική γραμμή έχει καταστραφεί, θα συλλαμβανόταν αιχμάλωτος. Όμως, ο επικεφαλής που θα επιχειρούσε την επίθεση, ο Μέραρχος Σομήλας, ήθελε όλη τη δόξα δική του και κινήθηκε δύο ώρες νωρίτερα. Ο Κεμάλ μπροστά στον φόβο να συλληφθεί, διέφυγε ταχύτατα, παίρνοντας μόνο τη μηχανή και ένα βαγόνι. Ο Διαμαντής και ο υπόλοιπος λόχος έβλεπε το τρένο που τους ξέφυγε μέσα από τα χέρια τους. Στενοχωρήθηκαν, φώναζαν, αγανάκτησαν και καταράστηκαν αυτούς που κινήθηκαν νωρίτερα από την προβλεπόμενη ώρα. Αν είχαν αιχμαλωτίσει τον Κεμάλ, μπορεί να ήταν διαφορετική η έκβαση του πολέμου. Αφού δεν κατάφεραν να τον συλλάβουν, επέστρεψαν στη βάση τους. Ο Μέραρχος τέθηκε σε διαθεσιμότητα.
Τον Αύγουστο του 1922 οι Τούρκοι έκαναν επίθεση, έσπασε το μέτωπο και άρχισε η οπισθοχώρηση. Το 9ο Σύνταγμα που υπηρετούσε ο Διαμαντής ήταν οπισθοφυλακή, μπροστά δε από αυτούς βάδιζε ο γνωστός Συνταγματάρχης Ζήρας, από την Κάτω Κλειτορία Καλαβρύτων με το δικό του σύνταγμα. Στην είσοδο των Μουδανιών τους σταμάτησε Γαλλικό άγημα, ο επικεφαλής του οποίου τους είπε ότι δεν μπορούν να μπουν στην πόλη, γιατί είναι ουδέτερη. Στο λιμάνι των Μουδανιών είχαν αγκυροβολήσει δύο Γαλλικά θωρηκτά αντιτορπιλικά. Ένας έφεδρος γαλλομαθής λοχίας μετέφρασε τα λόγια του επικεφαλής του αγήματος. Ο Ζήρας είπε ότι σε κατάσταση πολέμου δεν αναγνωρίζει ουδετερότητα. Ο Γάλλος είπε ότι σε περίπτωση που εισέλθουν θα διατάξει να βάλλουν τα καράβια. Τότε, ο Ζήρας αποκρίθηκε ότι αν βάλλουν τα καράβια θα διατάξει τον στρατό να σφάξει σαν κατσίκια όλο το άγημα. Αμέσως διέταξε το πρώτο τάγμα να τεθεί σε παράταξη μάχης, το δεύτερο να υψώσει τη σημαία του συντάγματος και οι σάλπιγγες να χτυπήσουν. Ο διοικητής του αγήματος στάθηκε προσοχή και χαιρέτησε. Μπήκαν στα Μουδανιά και όσοι μπόρεσαν και χώρεσαν, επιβιβάστηκαν στα καράβια και μεταφέρθηκαν στην απέναντι ακτή της Ανατολικής Θράκης. Οι υπόλοιποι κατευθύνθηκαν νοτιοδυτικά για την Πάνορμο, από όπου πέρασαν απέναντι. Όλα αυτά συνέβησαν περί τη δύση του ηλίου και λίγο αργότερα. Την επόμενη ημέρα κατέβηκε η οπισθοφυλακή στην παραλία και έλαβε διαταγή από τον γνωστό Μέραρχο Σομήλα «παύσατε πυρ». Αμέσως διαδόθηκε ότι ο Μέραρχος παρέδωσε τον στρατό στους Γάλλους και αυτοί με τη σειρά τους θα τους παρέδιδαν στους Τούρκους. Γρήγορα οι στρατιώτες σκορπίστηκαν και προσπάθησαν με όποιο τρόπο μπορούσε ο καθένας να γλιτώσει. Ο Διαμαντής, ο Δημήτριος Γεωργιόπουλος, ο οποίος ήταν γιατρός και καταγόταν από το χωριό Κόκλας Ηλείας, το σημερινό Πηγάδι Τραγανού, ο οποίος αργότερα άνοιξε Κλινική στα Λεχαινά, ένας από το κ και άλλος ένας από την Ηλεία επίσης, καβάλησαν από ένα άλογο και έφυγαν προς τον Ελλήσποντο, στα Δαρδανέλια, όπου η θάλασσα είναι στενή, για να περνούσαν απέναντι κολυμπώντας. Δραπέτευσαν και άλλοι στρατιώτες. Οι Τούρκοι τους αντιλήφθηκαν και τους πήραν στο κυνήγι. Σκότωσαν το άλογο του Διαμαντή και τον τραυμάτισαν στον μηρό και στην κνήμη του δεξιού ποδιού, ευτυχώς χωρίς να του σπάσουν κόκαλα. Τα βλήματα ήταν κομμάτια από όλμο και τα αφαίρεσε αργότερα ένας λοχαγός με σουγιά, στην αιχμαλωσία.
Ο Διαμαντής και αυτός από το Κούμανι πιάστηκαν αιχμάλωτοι, οι άλλοι δύο έπεσαν στη θάλασσα και πέρασαν απέναντι. Όταν συνελήφθη ο Διαμαντής, φορούσε το αμπέχονο ενός σκοτωμένου λοχαγού. Ο Τούρκος που τον συνέλαβε, τον έπιασε από το πέτο, το τράβηξε και του είπε να το βγάλει. Ο Διαμαντής νόμιζε ότι του ζητούσε τσιγάρο, έβγαλε την ταμπακιέρα του και του την έδωσε. Ο Τούρκος έστριψε ένα τσιγάρο δικό του, έδωσε ένα στον Διαμαντή και έβαλε την ταμπακιέρα στην τσέπη του, του έπιασε το πέτο και το τράβηξε, και τότε ο Διαμαντής κατάλαβε και έβγαλε το αμπέχονο και το φόρεσε ο Τούρκος. Ύστερα τους συγκέντρωσαν και άρχισε η πορεία τους προς το εσωτερικό. Στα χωριά που περνούσαν, τους χτυπούσαν οι γυναίκες με ό,τι μπορούσαν: ξύλα, φτυάρια, τσεκούρια, πέτρες κλπ. Όποιος κατάφερνε να τρυπώσει στο κέντρο της πορείας, γλίτωνε. Συνάντησαν κάπου ένα ποτάμι και έπεσαν να πιουν νερό. Οι Τούρκοι από έξω τους έριχναν και άλλαξε χρώμα το νερό από το αίμα. Τελικά, όταν έφθασαν στο Κοράκιοϊ τους έκλεισαν σε ένα στρατόπεδο, που βρισκόταν σε μια χαράδρα. Εκεί έμεινε για έντεκα μήνες αιχμάλωτος. Στην αιχμαλωσία πέρασε δοκιμασίες πολύ σκληρές και βασανιστικές.
Η ζωή στο στρατόπεδο δεν μπορεί να περιγραφεί. Η πείνα, η δίψα, η ψείρα, οι κακουχίες και οι αγγαρείες ήταν πρωτόγνωρες. Λίγο φαγητό και νερό, ρούχα δεν υπήρχαν και μοναδικό τους ένδυμα ήταν ένα τσουβάλι. Τους είχαν δώσει ένα τσουβάλι, με μια τρύπα στη βάση για να περνά το κεφάλι και δύο τρύπες στα πλάγια για τα χέρια. Δεν έφθαναν όλα αυτά, έπεσε εξανθηματικός τύφος και από τους χίλιους τριακόσιους σαράντα έμειναν μόνο είκοσι έξι ζωντανοί. Στην αιχμαλωσία γνωρίστηκε με έναν Κωνσταντινουπολίτη, έναν άνθρωπο πολύ μορφωμένο, ο οποίος ήξερε άπταιστα τούρκικα. Τον είχαν για διερμηνέα και του ανέθεταν διάφορες δουλειές. Επειδή πριν στρατευθεί ήταν αρτοποιός, οι Τούρκοι τον είχαν τοποθετήσει υπεύθυνο στους φούρνους, που παρασκεύαζαν ψωμί για τους αιχμάλωτους και τον τουρκικό στρατό. Ένας γέρος Τούρκος που μετέφερε αλεύρια με αραμπά από τις αποθήκες στους φούρνους αρρώστησε και ο Κωνσταντινουπολίτης μεσολάβησε για να αναθέσουν τη μεταφορά στον Διαμαντή, ο οποίος στο μεταξύ είχε μάθει και μιλούσε τούρκικα. Όσον καιρό έμεινε εκεί, είχε μια υποφερτή ζωή. Τον αραμπά τον έσερναν δύο βόδια, έκανε περισσότερες μεταφορές γιατί ήταν παιδί και είχε τουλάχιστον ψωμί να φάει. Αργότερα επέστρεψε στο στρατόπεδο και στον προγενέστερο τρόπο ζωής. Ανέβαινε με προσοχή στο βουνό για ξύλα, γιατί ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τους άλλους, μπορούσε να τα μεταφέρει και να φυλαχτεί από τους λύκους. Τελικά, ο Διαμαντής βρισκόταν στη καλύτερη κατάσταση από όλους. Παρ’ όλα αυτά, αυτόν που βρισκόταν σε καλύτερη κατάσταση, σε λίγο καιρό δεν τον γνώρισε κανένας, φίλοι, χωριανοί, γνωστοί, συγγενείς, πατέρας, κανείς.
Όταν υπεγράφη η συνθήκη των Σεβρών, οι γυναίκες Τουρκάλες που έμεναν κοντά στο στρατόπεδο, τους είπαν ότι έγινε ειρήνη και θα έφευγαν να πάνε στην πατρίδα τους. Τους έβαλαν σε ένα καράβι και βγήκαν στον Πειραιά. Έφθασαν το πρωί της 6ης Αυγούστου 1923. Το μόνο ρούχο που φορούσαν ήταν εκείνο το τσουβάλι. Στο καράβι λογομάχησε για ασήμαντο λόγο με τον Αθανάσιο Κατσανιώτη από το Κουρτέσι, ο οποίος ήταν γνωστός χωριανός με κοινή καταγωγή, Σουβαρδίτικη, γιατί δεν γνώρισε ο ένας τον άλλο. Όταν έφθασαν στον Πειραιά, κάποιος ή κάποιοι ανεγκέφαλοι σκέφτηκαν λόγω εορτής της Σωτήρος, λόγω της ημέρας, να τους βγάλουν έξω την επόμενη, αλλά ύστερα από έντονες διαμαρτυρίες, αποβιβάστηκαν. Οι εκπρόσωποι της πολιτείας που τους περίμεναν, τους έδωσαν ένα παντελόνι, ένα πουκάμισο και επτάμισι δραχμές. Ο Διαμαντής μαζί με τον συνάδελφό του από το Κούμανι, με τον οποίο είχαν προσπαθήσει να περάσουν τον Ελλήσποντο και πιάστηκαν αιχμάλωτοι, αγόρασαν παπούτσια και μπήκαν στο τραμ στην Αθήνα. Ο εισπράκτορας ήθελε να πληρώσουν εισιτήρια και διαμαρτυρήθηκε ο κόσμος. Απορούσε ο κόσμος για τον εισπράκτορα που δεν μπορούσε να δει σε τι κατάσταση βρίσκονταν. Σηκώθηκε μια κυρία, μάζεψε λίγα χρήματα και τους τα έδωσε.
Κατέβηκαν στην Ομόνοια. Ο Διαμαντής γνώριζε από την αλληλογραφία που έπαιρνε πριν αιχμαλωτιστεί ότι η οικογένεια του Ιωσήφ Ζαρουχλιώτη είχε μαγαζί-εστιατόριο κοντά στην πλατεία και πήγαν εκεί. Παρήγγειλαν και έφαγαν ψάρι, όπως συνηθίζεται μέχρι σήμερα στην εορτή της Σωτήρος και κάλεσαν τον καταστηματάρχη να πιούνε ένα ποτήρι κρασί μαζί. Ο Ζαρουχλιώτης, ο πρώτος εξάδερφος, με τον οποίο είχε μεγαλώσει μαζί ο Διαμαντής από 7 ετών έως 17 ετών, που ήταν μαζί στα 19, δεν τον γνώρισε στα 23 του. Πήγε στην παρέα και λέει στον Διαμαντή ότι ήταν γιορτή εκείνη την ημέρα και δε γινόταν το αφεντικό να πίνει κρασί με τον καθένα, γιατί είχε πολύ κόσμο να εξυπηρετήσει. Τότε ο Διαμαντής του απάντησε ότι δεν είναι ο «καθένας», αλλά είναι ο Διαμαντής. Η σκηνή δεν μπορεί να περιγραφεί, ούτε η χαρά και η συγκίνηση. Τους πήρε τότε και τους δύο και πήγαν στο σπίτι του, πλύθηκαν, ξεβρόμισαν, ξεψειριάστηκαν, τους αγόρασε ρούχα και την άλλη μέρα έφυγαν με το τρένο. Ο Κουμανιώτης προχώρησε για τον Πύργο, ο Διαμαντής κατέβηκε στην Πάτρα και πήγε στα Τσουκαλέικα, στην αδελφή της μητέρας του, στην Αλεξία, κοντά στην οποία μεγάλωσε όταν πήγαινε στο σχολείο. Στο ίδιο σπίτι κατοικούσαν. Πήγε στον τόπο που μεγάλωσε να τον δούνε. Δεν τον γνώρισε και όταν κατάλαβε ποιος είναι, λιποθύμησε. Τη μεθεπόμενη ημέρα πήρε το τρένο και κατέβηκε στον Κουρτέση.
Όταν έφθασε στην Πάτρα, μια εφημερίδα της εποχής έγραφε: «Αφίχθησαν εις τας Πάτρας οι Α. Κατσανιώτης και Δ. Τσαγρής». Τότε τα νέα, τις πληροφορίες και ό,τι τέλος πάντων γινόταν, ο κόσμος κυρίως στην επαρχία το μάθαινε μέσω του σιδηροδρόμου και των σιδηροδρομικών σταθμών. Το άκουσε η οικογένειά του, το είπανε στον πατέρα του και αυτός όμως δεν το πίστευε˙ άλλωστε τόσα και τόσα είχε ακούσει. Μάλιστα, όταν ο ο μικρός γιος της οικογένειας ρωτούσε τον Χρήστο, τον πατέρα του βιογραφούμενου, πότε θα έρθει ο Διαμαντής, εκείνος απαντούσε: «Δεν πιστεύω ότι θα γυρίσει. Γύρευε ποιο τάφο θα έχει βουλώσει στη Μικρασία». Ωστόσο, μέσα του ποτέ δεν είχε πάψει να ελπίζει. Πάντα πίστευε ότι θα τον συναντούσε. Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι έλεγαν ότι η Ελπίδα είναι η μόνη Θεά, που δεν εγκαταλείπει ποτέ τον άνθρωπο.
Τις ελπίδες όμως τις αναπτέρωσε το γεγονός ότι στις 20 Ιουλίου 1923 στο πανηγύρι του Σουβάρδου, που είχαν μαζευτεί πολλοί Σουβαρδίτες και παραθεριστές, βρέθηκε μια γυναίκα που υπνωτιζόταν και έλεγε το μέλλον. Ο ετεροθαλής αδερφός του πατέρα του, Νικόλαος Τσαγρής, ο οποίος είχε δέκα με δώδεκα χρόνια διαφορά με τον Διαμαντή, της είπε ότι έχει έναν αδερφό που χάθηκε στη Μικρά Ασία, αλλά δεν ήξερε αν ζει ή αν έχει πεθάνει. Εκείνη υπνωτίστηκε και του απάντησε ότι αυτός που ψάχνει ζει, ότι δεν είναι αδερφός του, αλλά στενός συγγενής του και ότι θα γυρίσει σύντομα, ότι δε θα αργήσει να έρθει. Αυτά τα λόγια, σύμφωνα με όσα πίστευε εκείνη την εποχή ο κόσμος, ήταν ενθαρρυντικά. Ο Νικόλας Τσαγρής χόρεψε πολύ στο πανηγύρι. Ο πατέρας του όμως δεν συμμετείχε, δεν χόρεψε, δεν διασκέδασε, ήταν διστακτικός, είχε την ελπίδα, αλλά μέχρι εκεί. Πενθούσε και ήταν λυπημένος. Είχε χάσει πρόσφατα τη σύζυγό του, η οποία πέθανε από ισπανική γρίπη και είχε αφήσει γένια, μια γενειάδα ως το στήθος, ως ένδειξη πένθους.
Κατέβηκε στον σιδηροδρομικό σταθμό του Κουρτέση ο Διαμαντής μετά από δύο-τρεις ημέρες και πήρε τον δρόμο προς το σπίτι του. Βγήκε από το τυροκομείο του Χρήστου Σπηλιάδη ο Θεόδωρος Χονδρογιάννης, πολεμιστής των Βαλκανικών Πολέμων, τον έβλεπε πισώπλατα, δεν ήταν ο Διαμαντής που γνώριζε, αλλά «ας τον φωνάξω» σκέφτηκε κι ακολούθησαν αγκαλιές, κλάματα κλπ. Έφθασαν στα Χονδρογιαννέικα, είδαν τον πατέρα του Διαμαντή πιο πάνω στ’ αλώνι να χτυπάει τα φασόλια. Τον ρώτησε ο Χονδρογιάννης για τον Διαμαντή και εκείνος είπε ότι δεν ήξερε τίποτα. «Εγώ έμαθα ότι έρχεται» του λέει αυτός και αποτραβήχτηκε. Παρουσιάζεται μετά ο Διαμαντής, χαιρέτησε τον πατέρα του πλησιάζοντας, σαν να ήταν κάποιος ξένος και όχι ο γιος του, ο πατέρας του τον είδε, αλλά δεν τον γνώρισε και τον χαιρέτησε και εκείνος. Ο Διαμαντής τον ρώτησε πως μπορεί να πάει στο Τραγανό γιατί έχασε το δρόμο. «Τα κυπαρίσσια τα βλέπεις. Εκεί είναι το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου και οι καλόγεροι θα σου δείξουν το δρόμο» του απαντά ο πατέρας του. Το μοναστήρι φαινόταν γιατί τα ζώα έτρωγαν τα δέντρα και δεν μεγάλωναν. Ο γέρος τον κοιτούσε διερευνητικά. «Τον δρόμο αυτόν τον ξέρω και εγώ» του απαντά ο Διαμαντής. Ταυτόχρονα πετάγεται ο Χονδρογιάννης και του λέει: «Το παιδί σου είναι, ο Διαμαντής». Λιποθύμησε ο πατέρας του, βάζει τις φωνές ο Διαμαντής˙ ήρθαν οι αδερφές του από τα Τσαγρέικα, ο θείος Νίκος με τη γυναίκα του την Ελένη, τα ξαδέρφια, οι Σωτηρόπουλοι, που έμεναν τότε εκεί. Ήρθαν όλοι να υποδεχτούν τον Διαμαντή. Τραγωδία. Τον Διαμαντή να υποδεχτούν που τον είχαν χαμένο ή τον πατέρα του να συνεφέρουν μη τυχόν πεθάνει. Ο γέρο-πατέρας του ύστερα από εντριβές και οινόπνευμα στη μύτη, συνήλθε σιγά σιγά. Μετά άρχισε ο κόσμος να λέει ότι είχε φυματίωση, είχε αδενοπάθεια, είχε εκείνο, είχε το άλλο. Τον πήρε ο πατέρας του και τον πήγε στον γιατρό, όπου αφού τον εξέτασε, του είπε πως δεν είχε τίποτα. Ήθελε απλά ξεκούραση και καλό φαγητό. Σιγά-σιγά συνήλθε και πήρε το δρόμο του.
Σε προσωπικό επίπεδο, ο Διαμαντής παντρεύτηκε τη Νικολέτα Κανελλοπούλου και πήγε σώγαμπρος στα Βραχνέικα Ανδραβίδας (σήμερα Άγιος Γεώργιος). Απέκτησαν δύο παιδιά, τη Θεοδώρα και τον Γεώργιο. Το 1936 πέθανε η σύζυγός του, Νικολέτα. Έπειτα από δύο με τρία χρόνια παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Γενεοπούλου από τις Ξενιές Ηλείας. Με τη δεύτερη σύζυγό του απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ανέστη και την Κατίνα. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, επειδή άλλος δεν γνώριζε γράμματα, τον είχε ορίσει το ΕΑΜ να μιλάει στις συγκεντρώσεις που γίνονταν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Μολονότι δεν συμπαθούσε αυτό το καθεστώς, προσέφερε έργο στην περιοχή, γιατί είχε τελειώσει το σχολαρχείο και γνώριζε γράμματα. Ο Διαμαντής πέθανε την 17η Απριλίου 1988.
Η Χριστίτσα παντρεύτηκε στο Τραγανό τον Αναστάσιο Βασιλόπουλο και απέκτησαν τον Γιώργο, τον Νίκο, τον Αλέξη, τη Μαρία και τη Διονυσία. Το 1960 όλη η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Ο Κωνσταντίνος παντρεύτηκε τη Γεωργία Αλντούνη από τον Άγιο Δημήτριο Ηλείας. Παντρεύτηκαν το 1937 και απέκτησαν τον Αθανάσιο, τη Μαρία, την Παναγιώτα, τη Διονυσία, τον Νίκο και την Ερμιόνη. Η Αικατερίνη παντρεύτηκε τον Νικόλαο Σοφιανό και απέκτησαν ένα παιδί, την Ιωάννα. Η Κατίνα παντρεύτηκε τον Παναγιώτη Φωτόπουλο και απέκτησαν την Κωνσταντίνα, τον Ανδρέα, τον Λάμπη και τον Αλέξανδρο.
Ο Χρήστος Τσαγρής, ο πατέρας του βιογραφούμενου, γεννήθηκε το 1911 στην κοινότητα Αρετή, στην περιοχή των Λεχαινών. Έμαθε λίγα γράμματα και ασχολήθηκε με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Ήταν άνθρωπος πολύ εργατικός και οικονόμος. Επιστρατεύτηκε το 1940, αλλά δεν πήγε λόγω παθολογικού προβλήματος υγείας και τον απέλυσαν. Το 1949 παντρεύτηκε την Αγγελική Ζαφειροπούλου του Δημητρίου Ζαφειρόπουλου, η οποία καταγόταν από το Καστέλλι Καλαβρύτων. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος και σε αυτό ταίριαξε απόλυτα με την σύζυγό του.
Απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον βιογραφούμενο Αθανάσιο το 1951, τον Γεώργιο το 1952, τον Νίκο και τον Δημήτρη, τα δίδυμα, το 1955. Η παράδοση και τα έθιμα στην εποχή που μεγάλωσε ο βιογραφούμενος ήταν πολύ σημαντικό να τηρούνται. Σύμφωνα με τα ήθη και τα έθιμα, η Αγγελική Τσαγρή, η μητέρα του βιογραφούμενου, δεν έδινε αυγά στα παιδιά μετά τη δύση του ηλίου, γιατί η παράδοση έλεγε ότι πάθαιναν οι κότες ζημιές, δηλαδή αρρώστιες, κλοπές, γεράκια, αλεπούδες κλπ. Δεν έδινε αυγά για κλώσα, γιατί τα παιδιά της ήταν «μονομηνιάτικα». Ο Γιώργος, ο Νίκος και ο Δημήτρης είχαν γεννηθεί τον μήνα Οκτώβρη. Έριχνε τυρί, φέτα, στη βρύση τις απόκριες, για να πηγαίνουν καλά τα ζωντανά. Άναβε φωτιά την Πρωτομαγιά και όσο ψηλά πήγαινε η λάβα, τόσο να έφτανε το ύψος της θημωνιάς των σπαρτών. Φύτευε κολοκυθόσπορους στις 9 του Μάρτη, που είναι η εορτή των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων, για να έκαναν σαράντα κολοκύθια η καθεμία σπορά. Έβραζε πολυσπόρια στις 21 Νοεμβρίου, σπόρους σίτου, αραβοσίτου, φασολιών, και φακής για να πάνε καλά τα σπαρτά. Έκαιγε παπούτσια για να φεύγουν τα φίδια. Έχυνε τα νερά από τους σίγλους στις στάμνες το βράδυ της 5ης προς 6ης Ιανουαρίου, για να αγιαστούν. Δεν έβγαινε έξω το βράδυ λουσμένη, ούτε τα παιδιά της τα άφηνε να βγουν όταν είχαν λουστεί, για αν μην τα «συνεπάρουν» τα ξωτικά. Άγιαζε τα πρόβατα, τα σπαρτά, τα ελαιοστάσια, την 6η Ιανουαρίου, για να πάνε καλά. Έβαζε «ρόκες» να τις παίρνουν οι νυφίτσες, για να μην πνίγουν τις κότες. Για το λόγο αυτό έκοβε βέργες ξύλων, μήκους σαράντα εκατοστών και πάχους ενός εκατοστού, όπου τύλιγε μαλλί προβάτων πάχους 0,05-0,07 εκατοστά και τις τοποθετούσε γύρω στους λόγγους. Έλεγε ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε τις σαύρες, γιατί κουβάλησαν με το στόμα τους νερό και έσβησαν της εικόνα της Παναγίας που καιγόταν. Έβαζαν αγριοκρεμμύδες (μποτσίκια) γύρω από το σπίτι και τα μαντριά τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, για να μην πλησιάζουν οι καλικάντζαροι. Έδινε γάλα για το καλό της στάνης τις Απόκριες, σε οικογένειες που δεν είχαν ζώα. Η Αγγελική Τσαγρή απεβίωσε στις 26 Απριλίου 2001 και ο Χρήστος στις 18 Οκτωβρίου 2004.
Οι γονείς του βιογραφούμενου κράτησαν το ένα παιδί στο σπίτι και τα τρία τα έστειλαν στο Γυμνάσιο τη δεκαετία του 1960. Αύξησαν αρκετά την περιουσία που κληρονόμησαν και την παρέδωσαν χωρίς χρέη στα παιδιά τους. Ήταν συνεπείς στις υποχρεώσεις τους προς την κοινωνία, τις τράπεζες και το Δημόσιο. Ο πατέρας του βιογραφούμενου είχε την τύχη με το μέρος του, όταν στις 8 Ιουνίου 1948 κατά τον Εμφύλιο πόλεμο, ο Δημοκρατικός στρατός επιτέθηκε στα Λεχαινά, κατέλαβε το φυλάκιο του σιδηροδρομικού σταθμού και έσφαξαν τους άνδρες της φρουράς, περίπου στις τεσσεράμισι με πέντε πρωινή ώρα. Το προηγούμενο βράδυ ήταν ο ίδιος φρουρά στον σιδηροδρομικό σταθμό και έφυγε στις 8 το πρωί. Δεν είχε όμως την τύχη με το μέρος του, όταν στο τέλος της ζωής του, σε ηλικία ογδόντα έξι ετών, έχασε το γιο του τον Νικόλαο, ο οποίος ήταν σε ηλικία 42 ετών και έχασε τη ζωή του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Από τότε τον πήρε η κάτω βόλτα.
Ο Γιώργος έβγαλε το δημοτικό και έπειτα ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες. Παντρεύτηκε το 1979 με τη Γεωργία Αντωνοπούλου, η οποία κατάγεται από το Μπόρσι Ηλείας. Απέκτησαν δύο παιδιά: τον Χρήστο και την Αγγελική. Ο Νίκος ήταν σταθμάρχης του ΟΤΕ. Σκοτώθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1997, σε ηλικία 42 ετών. Άφησε ορφανό ένα κοριτσάκι, την Αγγελική, τρεισήμισι ετών. Η σύζυγός του είναι η Γεωργία, η οποία είναι δασκάλα στη Βάρδα. Ο Δημήτριος τελείωσε κατωτέρα και μέση τεχνική σχολή στην Πάτρα, εργαζόμενος. Το 1982 προσελήφθη ως τεχνικός στον ΟΣΕ. Στη συνέχεια, μετετάχθη και μέχρι πρόσφατα ήταν μηχανικός αμαξοστασίων. Παντρεύτηκε το 1994 τη Χρυσούλα Προκόπη από τη Γαστούνη και απέκτησαν δύο παιδιά, την Αγγελική και τον Νικόλαο.
Ο βιογραφούμενος γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου 1951 στα Λεχαινά. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το εξατάξιο γυμνάσιο. Μετά υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και επιστρατεύτηκε το 1974. Συνολικά έκανε τριάντα δύο μήνες στην Πολεμική Αεροπορία. Έπειτα, πήγε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε σε οικοδομή και συμμετείχε σε διαγωνισμούς για την πρόσληψη υπαλλήλων. Προσλήφθηκε στο δημόσιο ταμείο Λεχαινών και μετά του ήρθε διορισμός από τον διαγωνισμό που είχε προκηρύξει η γενική διεύθυνση φορολογίας και από το δημόσιο ταμείο μετετάχθη στην τότε οικονομική εφορία Λεχαινών το 1976. Το 1979 παντρεύτηκε τη Θεοδοσία Κλάδη του Αντωνίου, κάτοικο Λεχαινών. Η σύζυγός του είναι Ζακυνθινής καταγωγής. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν δύο παιδιά, ο Χρήστος στις 17 Αυγούστου 1980 και ο Αντώνιος στις 3 Ιουνίου 1982. Ο Χρήστος τελείωσε το ΤΕΙ Λογιστικής Μεσολογγίου και ο Αντώνης τελείωσε την ίδια σχολή με τον αδερφό του στο Τμήμα της Πάτρας.
Ο Χρήστος παντρεύτηκε στις 8 Ιανουαρίου 2011 την Κωνσταντίνα Βέρροιου του Νικολάου, η οποία είναι από τα Λεχαινά. Η σύζυγός του είναι καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας. Το ζευγάρι απέκτησε το πρώτο του παιδί, τον Αθανάσιο, στις 24 Ιουνίου 2011, ενώ την 9η Ιανουαρίου 2015 γεννήθηκε η κόρη τους η Γεωργία. Στις 22 Ιουνίου 2018 γεννήθηκε το τρίτο τους παιδί, ο Νικόλαος.
Ο Αντώνης παντρεύτηκε στις 25 Ιουλίου 2015 την Έλλη Γκρίτζου του Θεοδώρου και της Μαρίας, πτυχιούχο του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία σήμερα εργάζεται στο λογιστικό γραφείο της οικογένειας. Απέκτησαν τη Θεοδοσία στις 30 Ιουλίου 2017 και δύο δίδυμα αγόρια, τον Θεόδωρο και τον Αθανάσιο στις 8 Νοεμβρίου 2019.
Ο Χρήστος, ο Αντώνης και η μητέρα τους Θεοδοσία, συνέστησαν μια ομόρρυθμη εταιρία με αντικείμενο εργασιών λογιστικές και φοροτεχνικές εργασίες. Η Θεοδοσία, η σύζυγος του βιογραφούμενου, είναι φοροτεχνικός.
Οι απόγονοι του Αθανάσιου Τσαγρή του Γεωργίου, που γεννήθηκε το 1870, έχουν διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο, ειδικότερα στο εσωτερικό, στα Λεχαινά, στο Άνω Κουρτέσι, στη Βάρδα, στο Βαρθολομιό, στην Αρετή, στα Βραχνέικα, στην Ανδραβίδα Ηλείας, στο Χάβαρι Ηλείας, στο Ξυλόκαστρο Κορινθίας, στο Τραγανό Ηλείας και στην Αθήνα. Επίσης, έχουν πάει στο εξωτερικό, στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ και στο Μεξικό. Είχαν βρεθεί Τσαγραίοι σε εννέα πολιτείες της Αμερικής.
Τα Λεχαινά είναι κωμόπολη του νομού Ηλείας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 14 μ. από τη θάλασσα· πρόκειται για πρώην έδρα του Καποδιστριακού Δήμου Λεχαινών και νυν του Καλλικρατικού Δήμου Ανδραβίδας Κυλλήνης. Βρίσκονται σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από την Αμαλιάδα. Υπάρχει δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο σχολείο. Σήμερα έχει γύρω στους 3.500 κατοίκους. Οι ασχολίες των κατοίκων είναι κυρίως αγροτικές. Με το βασιλικό διάταγμα της 8ης Απριλίου 1835, σχηματίστηκε ο Δήμος Μυρτουντίων, ως δήμος της επαρχίας Ηλείας με πληθυσμό 2.580 κατοίκους. Έδρα ορίστηκε η Μυρτουντία, τα σημερινά Λεχαινά. Ο δημότης ονομάστηκε Μυρτούντιος (Λεχαινίτης). Το όνομα του δήμου προήλθε από την αρχαία πόλη Μύρσινος, η οποία κατά την εποχή του Στράβωνα ονομαζόταν Μυρτούντιον. Το βασιλικό διάταγμα της 27ης Δεκεμβρίου 1873, μετέφερε την έδρα του Δήμου από τα Λεχαινά στην Ανδραβίδα. Η μεταφορά έγινε γιατί είχε απλωθεί επιδημία ευλογιάς, ενώ ταυτόχρονα ενεργούνταν δημοτικές εκλογές. Μέχρι πέρατος των εκλογών μεταφέρθηκε και η έδρα από τα Λεχαινά. Η κωμόπολη των Λεχαινών ήταν σημαντικό κέντρο επί φραγκοκρατίας, ενώ επί τουρκοκρατίας είχε γνωρίσει αξιόλογη άνθηση. Το διάστημα 1954-1963 δήμαρχος στα Λεχαινά ήταν ο Ανδρέας Τρυφωνόπουλος του Δημητρίου, γεννηθείς το 1915.
Η πολιτιστική ομάδα «Φράγμα» ιδρύθηκε το 1984 και εξέδιδε το περιοδικό εκ παραδρομής από το 1985 μέχρι το 1992. Από αυτές τις εκδόσεις κυκλοφόρησε και το βιβλίο «Λεχαινά: ο τόπος, τα σπίτια» το 1987, βασισμένο σε μία ιδέα της Σωσώς Κατσούφη-Σεβδαλή. Η έρευνα και τα κείμενα του βιβλίου έγιναν από τη Λαογράφο Ελένη Ψυχογιού και η καλλιτεχνική επιμέλεια και οι μακέτες από τη Γραφίστρια Σωσώ Κατσούφη-Σεβδαλή. Η ομάδα «Φράγμα» συνεχίζει την πολιτιστική της δράση οργανώνοντας μεταξύ άλλων τις εκδηλώσεις «Σάββατα στο σταθμό» με θέματα που αφορούν τη λογοτεχνία, την ποίηση, το περιβάλλον, την οικονομία και λοιπά. Ακόμα υπάρχει ο αθλητικός σύλλογος ποδοσφαίρου «Ηλιακός» και η αθλητική ένωση Λεχαινών «ΑΕΛ». Στα Λεχαινά υπάρχει ο Ναός της Παναγίας-Εισόδια της Θεοτόκου, ο οποίος χρονολογείται περίπου 300 χρόνων. Υπάρχει ο Ναός του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Δημητρίου, που είναι η Μητρόπολη. Γύρω στο 1370 πρώτη φορά γνώρισε Ενετοκρατία η κωμόπολη. Με την πρώτη απογραφή του 1833-1834 τα Λεχαινά είχαν 964 κατοίκους, ήταν η τρίτη πόλη του νομού Ηλείας μετά τον Πύργο, όπου έμεναν 7.000 κάτοικοι και τη Δίβρη με 1.320 κατοίκους. Γι’ αυτόν τον λόγο, του πληθυσμού, αποφάσισαν να εγκαταστήσει τις υπηρεσίες του εδώ το κράτος για να εξυπηρετήσει το βόρειο τμήμα του νομού Ηλείας, γιατί είχε το πλεονέκτημα να βρίσκεται στο κέντρο του. Υπήρχαν παλιά αλυκές. Στα Λεχαινά συναντά κανείς ιχθυοτροφείο, πυροσβεστική, είχε εφορία, γραφείο δημοτικής εκπαίδευσης, έχει μόνο τεχνικό τμήμα ΟΤΕ, έχει Ένωση αγροτικών συνεταιρισμών, αστυνομία, υποθηκοφυλακείο. Εδρεύουν τέσσερις τράπεζες ‒Αγροτική, Εμπορική, Εθνική και Eurobank.