Ο Πρωτοπρεσβύτερος, Τόλιας Κωνσταντίνος, είναι γεννημένος το 1945 στην Οξυά Καρδίτσας, από όπου κατάγονται όλοι οι πρόγονοί του. Χειροτονήθηκε ιερέας και πήρε θέση στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος στην Οξυά, ένα μοναστήρι ιστορικής σημασίας. Ταυτόχρονα, από το 1983 ήταν διορισμένος δάσκαλος και συνταξιοδοτήθηκε από το 1ο Δημοτικό Σχολείο Μουζακίου. Σήμερα ζει στο χωριό, εντός του Μοναστηριού. Έχει και στο Μουζάκι σπίτι και όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, μένει εκεί. Είναι πατέρας έξι παιδιών και έχει οκτώ (8) εγγόνια.
Ο παππούς του παππού του Κωνσταντίνου, ο Φίλιππος Τόλιας, γεννήθηκε στο κέντρο του χωριού Οξυά και μετοίκησε στο ανατολικό μέρος γιατί είχε περισσότερη βλάστηση. Ήταν αγρότης και κτηνοτρόφος. Είχε γυναίκα από την Πρασιά (Ζελινίτσα) Ευρυτανίας, το γένος Χύτα. Έφεραν στον κόσμο ένα αγόρι και πέντε κορίτσια. Είχε έναν αδερφό τον Ευθύμιο και από αυτόν προήλθε το αρχικό επίθετο Ευθυμίου, το οποίο διατηρούν και σήμερα πολλοί Οξυώτες.
Ο γιος του Φιλίππου και προπάππους του Κωνσταντίνου, ο Ιωάννης, έφτιαξε την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα έναν οντά 9 πήχια Χ 5. Ασχολούνταν με γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες και ήταν παντρεμένος με την Λαμπρινή Κουτσικουρή, αδελφή του Δημ. Κουτσικουρή από τη Μεσοράχη Οξυάς. Συνήθισαν να τον φωνάζουν Νάκο από το Γιαννάκο. Απέκτησαν μόνο ένα παιδί, τον Ηλία, ο οποίος απέκτησε και αυτός το προσωνύμιο Νάκος, και τον φώναζαν Ηλία Νάκο, αλλά και Ηλία Φιλίππου, από τον παππού του Φίλιππο. Το Φιλίππου για ένα μεγάλο διάστημα πέρασε και στα τρισέγγονα ως επώνυμο μέχρι το 1966, όπου αντικατεστάθη με το παλιό επώνυμο Τόλιας.
Ο παππούς Ηλίας, γεννήθηκε το 1894 και όπως οι πρόγονοί του ακολούθησε τον δρόμο της αγροτιάς, στον τόπο όπου γεννήθηκε, στο χωριό Οξυά. Είχε συμμετάσχει στην Μικρασιατική Εκστρατεία στο ευζωνικό τάγμα. Υπηρέτησε στο στρατό επί 8 χρόνια. Τα Τάγματα των Ευζώνων ήταν αυτά που είχαν τις μεγαλύτερες απώλειες αφού σε καμιά περίπτωση δεν γύρισαν την πλάτη στον εχθρό και ήταν η δύναμη όλου του Ελληνικού Στρατού. Η δόξα των Ευζωνικών Ταγμάτων συνεχίστηκε και στην Μικρασιατική Εκστρατεία. Όταν ο Ηλίας ήταν στο σώμα του πρίγκιπα Ανδρέα έφτασαν στο Σαγγάριο ποταμό, απ’ όπου έβλεπε τα υψώματα της Άγκυρας.
Η Μάχη του Σαγγάριου (10-21 Αυγούστου 1921) ήταν το αποκορύφωμα της προέλασης του Ελληνικού Στρατού στην μικρασιατική ενδοχώρα. Το ελληνικό σχέδιο καθόριζε ως σκοπό την καταστροφή των τουρκικών δυνάμεων ανατολικά του Σαγγάριου και στη συνέχεια την κατάληψη της Άγκυρας. Οι ελληνικές δυνάμεις θα προέλαυναν με τρία σώματα στρατού συνολικά 120.000 ανδρών, αποτελούμενες από 9 μεραρχίες πεζικού, 1 ταξιαρχία ιππικού και 2 συντάγματα πυροβολικού. Από τις 24 Αυγούστου αποφασίστηκε η διακοπή της προέλασης και η μετάπτωση σε άμυνα, καθώς οι προβλέψεις για συνέχιση της επίθεσης ήταν ιδιαίτερα δυσοίωνες. Η μάχη του Σαγγάριου σήμανε το τέλος των επιθετικών επιχειρήσεων για τον Ελληνικό Στρατό στην Μικρά Ασία.
Όταν γύρισε από τον πόλεμο, παντρεύτηκε την Φωτεινή Πάνου, αδελφή του Γεωργούλη Πάνου, από τον οικισμό Βαγένια Οξυάς και έκαναν μαζί 4 παιδιά· τον Χρήστο, τον Βασίλη, τον Τηλέμαχο και την Άννα. Ο Βασίλης, θείος του βιογραφούμενου, υπηρετώντας τη στρατιωτική του θητεία, πήγε στην Κορέα με ελληνικό στράτευμα, πολέμησε, τραυματίστηκε και στο Τόκιο Ιαπωνίας θεραπεύτηκε. Επιστρέφοντας από το στρατό παντρεύτηκε με την Ελένη Θωμά Μπαϊράμη από το Ανθοχώρι δ.δ. Μουζακίου. Απέκτησαν τρία παιδιά: τη Φρειδερίκη, τη Λαμπρινή και τον Απόστολο. Ο Τηλέμαχος, σε ηλικία 17 ετών, τσοπανόπουλο στο Φανάρι Καρδίτσας, τον απήγαγαν από το μαντρί οι αντάρτες. Τους ακολούθησε μέχρι τα σύνορα, εκεί τους έφυγε κρυφά, τον αντιλήφθηκαν και καθώς περνούσε τον ποταμό Αλιάκμονα τον πυροβολούσαν. Ευτυχώς, μόνο το άρβυλό του τρύπησε μια σφαίρα. Περπατώντας τη νύχτα, την ημέρα κρύβονταν. Έφθασε στην Καλαμπάκα όπου παραδόθηκε στο στρατό. Ακολούθησε η περιπέτεια στο νησί Λέρο για κάποια μαθήματα, όπως σ’ όλους τους νέους της αυτής κατηγορίας. Υπηρέτησε κανονικά τη στρατιωτική θητεία. Στο χωριό Οξυά παντρεύτηκε την Παναγιώτα Χρήστου Πάνου (πήγε σώγαμπρος). Απέκτησαν τρία αγόρια: Χρήστος, Ηλίας και Κωνσταντίνος. Η μικρή Άννα, μία μέρα ήρθε στο σπίτι κουβαλώντας ένα φορτίο ξύλα -ζαλίκι όπως το έλεγαν τότε- και έφτασε καταϊδρωμένη. Ένιωθε πολύ κουρασμένη και μετά από αυτό αρρώστησε βαριά. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε να συνέλθει και σε ηλικία μόλις 10 ετών «έφυγε» από τη ζωή. Λίγο μετά, απεβίωσε και η σύζυγός του και ο Ηλίας αποφάσισε παρά τη θλίψη του για τις δύο απώλειες, να ξαναπαντρευτεί την Ελένη Γκαραβέλα του Γεωργίου από την Οξυά. Μαζί με την Ελένη απέκτησαν μία κόρη τη Χρυσούλα (παντρεμένη στο Καπαρέλλι Θηβών με τον Ευάγγελο Χ. Ζερικιώτη. Απέκτησαν τέσσερα κορίτσια). Μετά από τρία χρόνια από τη γέννηση της κόρης του δέχθηκε άλλο ένα καίριο πλήγμα: η δεύτερη σύζυγός του απεβίωσε και αυτή. Πλέον δεν του είχε μείνει καμία ελπίδα να ξαναφτιάξει τη ζωή του, παρά μόνο να αποκαταστήσει τον μεγάλο του γιο Χρήστο. Τότε ο Χρήστος ήταν 19 ετών και πριν ακόμα υπηρετήσει ως στρατιώτης (τη στρατιωτική του θητεία υπηρέτησε στον εμφύλιο), ο πατέρας του είχε ήδη βρει νύφη, η οποία θα είναι πρόθυμη να φροντίζει και την ορφανή Χρυσούλα. Αν και δεν ήθελε να παντρευτεί, η μέλλουσα γυναίκα του Παρασκευή Λαμπρακάνη, η οποία τον πέρναγε 8 χρόνια, ήταν και αυτή ορφανή από 13 ετών. Επειδή είχε ήδη μεγαλώσει τα τρία μικρότερα αδέρφια της (Πέτρο, Νίκο και Αθηνά), αυτό βεβαίωνε ότι θα είναι μία πολύ αφοσιωμένη και πρόθυμη γυναίκα για να στηρίξει ένα σπιτικό. Έτσι, ο γάμος μεταξύ του Χρήστου και της Παρασκευής έγινε το 1943 στη Οξυά και στις 24/2/1945 απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, τον Κωνσταντίνο. Ήταν τόσο δυνατή γυναίκα, που λίγο πριν γεννήσει είχε επιστρέψει από τον μύλο κουβαλώντας 30 οκάδες άλεσμα και το ίδιο βράδυ γέννησε.
Ο Χρήστος Τόλιας, πατέρας του βιογραφούμενου, ήταν κι αυτός κτηνοτρόφος και η Παρασκευή κατείχε την τέχνη της μοδιστρικής. Την γνώριζε από τον πατέρα της, Κωνσταντίνο Ν. Λαμπρανάκη (Αναγνώστης) ο οποίος ήταν ράφτης. Ο Χρήστος και η Παρασκευή εκτός από τον Κωνσταντίνο απέκτησαν άλλα πέντε παιδιά: τη Λαμπρινή το 1946, τη Φωτεινή το 1947, τον Ηλία το 1951 και τα δίδυμα Άννα και Θεοφάνη το 1953.
Η αδερφή του βιογραφούμενου, Λαμπρινή, τελείωσε το δημοτικό και παντρεύτηκε τον Απόστολο Ρουπακιά από την Οξυά. Απέκτησαν μαζί πέντε παιδιά, εκ των οποίων τα δύο πρώτα δίδυμα κορίτσια (το ένα υιοθετήθηκε όταν ήταν μωρό, το άλλο έφερε το όνομα Βάϊα). Ο Πέτρος, ο Γιώργος και ο Χρήστος μαζί με το ζευγάρι αποτελούν την οικογένεια. Η άλλη αδερφή, η Φωτεινή, δεν κατάφερε να πάει σχολείο, διότι έπρεπε να φυλάει τα μικρά αδέρφια τη συννυφάδας της. Παντρεύτηκε από έρωτα και κλέφτηκε με τον Νικόλαο Κωνσταντίνο Κουτσικούρη και πήγαν στο Δίστομο. Η οικογένειά του μεγάλωσε και απέκτησαν τέσσερα παιδιά: τον Κωνσταντίνο, τον Δημήτριο, την Αθηνά και την Αγορίτσα. Σήμερα, ζουν στην Νέα Αγχίαλο Βόλου. Ο Ηλίας, τελείωσε το δημοτικό και παντρεύτηκε την Ιουλία Αλεξάνδρου Τρυφέρη στην Οξυά. Ο γάμος τους απέφερε πέντε παιδιά: τον Χρήστο, τον Αλέξανδρο, τον Ανδρέα, τον Πέτρο και την Παρασκευή. Από τα παιδιά, είναι παντρεμένη η Παρασκευή (Βούλα) με τον Αθανάσιο Βάιο Μανίκα από τα Τρίκαλα. Ο Ανδρέας είναι παντρεμένος με τη Χρύσα Δημητρίου Κωνσταντάκου από την Πορτή Μουζακίου.
Τα δίδυμα αδέρφια, η Άννα και ο Θεοφάνης, πήγαν σχολείο και στη συνέχεια αφού μεγάλωσαν απέκτησαν οικογένεια. Η Άννα είναι παντρεμένη με τον Ηλία Μαυρομάτη από την Οξυά και απέκτησαν 4 παιδιά: τον Νικόλαο, τη Γλυκερία, την Παρασκευή και τον Κοσμά. Ο ανιψιός του Νικόλαος σήμερα είναι παντρεμένος, επαγγέλλεται οικοδόμος και έχει ένα αγοράκι τον Ηλία. Ζει με την οικογένειά του στο Μουζάκι. Η Γλυκερία, έχει παντρευτεί τον Ευάγγελο Αντωνίου Γιασλά και ζουν μαζί με τα δύο αγόρια τους, Αντώνη και Ηλία, στο Καπαρέλλι Θήβας. Ο αδερφός Θεοφάνης έχει δημιουργήσει και εκείνος οικογένεια με την Αικατερίνη Ζίφκο και ζει στη Νέα Αγχίαλο μαζί με τα 4 παιδιά του: τον Κωνσταντίνο, τον Χρήστο, τη Στέλλα και την Έφη.
Το πρώτο παιδί της οικογένειας, ο βιογραφούμενος, γεννήθηκε στην Οξυά, τελείωσε το δημοτικό και αποφοίτησε το 1963 από το οκτατάξιο γυμνάσιο Μουζακίου. Αφού έφτιαξε το σπίτι του πατέρα του το 1964, μετά υπηρέτησε ως στρατιώτης στην Τρίπολη, στο Χαϊδάρι, και στο Χέρσο Κιλκίς με ειδικότητα ΠΑΟ 106 χλμ. Το 1966, 8 Νοεμβρίου (Αγίων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ), κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών ασκήσεων τουμπάρισε το τζιπ επειδή έπεσαν σε χαντάκι και πετάχτηκε έξω ο οδηγός, ο οποίος βαριά τραυματισμένος μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, και ο συνοδηγός (Κωνσταντίνος Τόλιας) χωρίς να τραυματισθεί. Παρά την επικινδυνότητα της πτώσης χωρίς καμία αναβολή συνέχισαν την άσκηση με άλλο τζιπ και άλλον οδηγό. Μετά το στρατιωτικό του αποφάσισε να δώσει εξετάσεις στην Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Η σχολή ήταν 3ετούς φοίτησης και ζούσε οικότροφος μέσα. Αποφοίτησε το 1971 και μέχρι το 1974 εργαζόταν σε οικοδομικές εργασίες στην Αθήνα και στο Πόρτο Χέλι. Στο διάστημα αυτό είχε δουλέψει και σε θεροαλωνιστικές μηχανές στο Καπαρέλλι και σε άλλα χωριά της Βοιωτίας και στη συγκομιδή των ελιών.
Στις 3/11/1974 παντρεύτηκε την Ελευθερία Καρανίκα (μοδίστρα) από το Αργύρι Καρδίτσας. Το συνοικέσιο αυτό έγινε το καλοκαίρι 1974 στην Ιερά Μονή της Πανιαγίας Σπηλιώτισσας (το μεγαλύτερο προσκύνημα της Αργιθέας). Συνάντηση σταθμός για την έγγαμη ζωή και με τη βοήθεια της Παναγίας. Ήταν η πρώτη θυγατέρα από τις υπόλοιπες 4 αδερφές. Ο πατέρας τους, Λάμπρος Φωτίου Καρανίκας, ήταν ιερέας και καταγόταν από το Καταφύλλι Καρδίτσας. Είναι κτισμένο στη νότια πλευρά της Μιρμιτζάλας σε υψόμετρο 1.000 μέτρων και οι συνοικισμοί του βρίσκονται στο χαμηλότερο υψόμετρο, στις όχθες του Αχελώου ποταμού περίπου στα 300 μέτρα. Οι δασωμένες βουνοπλαγιές, οι γυμνές βουνοκορφές, τα μικρά οροπέδια, οι κοιλάδες, οι βαθύσκιωτες ρεματιές, η άσπρη φαρδιά κορδέλα που σχηματίζει ο Αχελώος στα πόδια του χωριού κάνουν το Καταφύλλι έναν όμορφο και ιδιόμορφο τόπο.
Ο βιογραφούμενος μαζί με τη σύζυγό του απέκτησαν 6 παιδιά: την Παρασκευή το 1975, τη Σοφία το 1976, τον Λάμπρο το 1979, τον Χρήστο το 1981, τον Πέτρο το 1982 και την Ελένη το 1987. Η Παρασκευή, σπούδασε αγιογραφία και ασκεί το επάγγελμα στο Μουζάκι. Παντρεύτηκε τον Βασίλειο Κομματά και απέκτησαν τέσσερις κόρες, τη Μαριάνθη-Τριάδα, την Ελευθερία, την Κωνσταντίνα και τη Δωροθέα. Η Σοφία σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και έχει δικηγορικό γραφείο στην Καρδίτσα. Παράλληλα ήταν πρόεδρος στο δημοτικό συμβούλιο Μουζακίου. Ήταν πρόεδρος ΟΝΝΕΔ Καρδίτσας, πολιτεύθηκε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές με τη Ν.Δ. χωρίς να εκλεγεί. Ο Λάμπρος, τελείωσε τη Σχολή Ικάρων. Είναι Επισμηναγός ιπτάμενος και υπηρετεί στη Λάρισα. Παντρεύτηκε τη Σπυριδούλα Δημητρίου Μαντά από το Ναύπλιο με σπουδές στη Νομική. Ο πατέρας της, Δημήτριος Μαντάς, ήταν δήμαρχος στην Επίδαυρο. Σήμερα έχουν δύο κοριτσάκια, τη Νικολίνα 9 χρονών και τη Μαρία 4 χρονών. Ο Χρήστος τελείωσε τη σχολή Ευελπίδων, είναι ταγματάρχης στις ειδικές δυνάμεις και υπηρετεί στο Γ.Ε.Σ. Υπηρέτησε σε Κρήτη, Ρόδο, Κύπρο, Δράμα και Μεγάλο Πεύκο. Σήμερα παρακολουθεί μαθήματα Σχολής Πολέμου, εντός της οικίας του λόγω κορωνοϊού. Είναι παντρεμένος με την Αικατερίνη Βασ. Γερακάκη, η οποία είναι πολιτικός μηχανικός. Έχουν ένα παιδί, τον Κωνσταντίνο μαθητή Α΄ Δημοτικού, το μοναδικό αγόρι από τα οκτώ εγγόνια του βιογραφούμενου. Ο Πέτρος, τελείωσε το λύκειο και απασχολείται σε διάφορες εργασίες στην Οξυά, όπου και διαμένει, κοντά στους γονείς του. Το χόμπι του είναι η ορειβασία με πολλές αναβάσεις εντός και εκτός Ελλάδος, στον Όλυμπο, στις Άλπεις, στον Καύκασο και στα Ιμαλάια. Επίσης έχει κάνει πολλές αναρριχήσεις σε απόκρημνους βράχους και πολλές μακρινές διαδρομές με το ποδήλατο. Τέλος, η Ελένη σπούδασε αρχιτεκτονική τοπίου στην Άρτα. Παντρεύτηκε με τον συμφοιτητή της Ιωάννη Κωνσταντίνου Καραμπουρνιώτη από τους Παξούς, όπου διαμένουν. Απέκτησαν ένα παιδί την Άννα 2 ετών και περιμένουν δεύτερο κατά τον μήνα Μάρτιο 2021.
Ο βιογραφούμενος Κωνσταντίνος Τόλιας χειροτονήθηκε ιερέας το 1977 και πήρε θέση στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Μοναστηρίου στην Οξυά. Κρατάει ακόμα την επωνυμία μοναστήρι γιατί παλιά είχε μοναχούς. Το 1979 ήταν αναπληρωτής δάσκαλος στο δημοτικό σχολείο Μοναστηρίου Οξυάς. Στη συνέχεια το 1983 ήρθε ο διορισμός ως δάσκαλος και δίδαξε σε πολλά σχολεία, στο Πετροχώρι (παλ. Σπυρέλου) της Ανατ. Αργιθέας, στο Ανθοχώρι (παλ. Φλωρέσι) δ.δ. Μουζακίου, στο Φανάρι Καρδίτσας, μέχρι που κατέληξε στο 1ο Δημοτικό Σχολείο Μουζακίου, από το οποίο προσέφερε τις υπηρεσίες του ως δάσκαλος μέχρι να συνταξιοδοτηθεί.
Το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον, τόσο από θρησκευτική και αισθητική άποψη όσο και από ιστορική – κοινωνική. Για αιώνες, από ιδρύσεως του (1662 ανακαινίστηκε) μέχρι το 1900 περίπου, γνώρισε περιόδους μεγάλης ακμής. Είχε πολλούς μοναχούς –μέχρι σαράντα λέγεται κάποτε– και μεγάλη περιουσία. Διέθετε κτήματα, τα γνωστά βακούφια, γύρω του, καθώς και στον Ξηρόκαμπο της Κρυοπηγής και στο Μουζάκι είχε αμπέλια, εκατοντάδες αιγοπρόβατα και πολλά μελίσσια. Για την καλλιέργεια των χωραφιών και τη φύλαξη των κοπαδιών είχε προσλάβει σέμπρους (υπηρέτες). Σύμφωνα, μάλιστα, με την παράδοση, το γάλα από την περιοχή της Τραχήλου, όπου ήταν οι στάνες των ζώων, μεταφέρονταν στο μοναστήρι με υπόγειο αγωγό (κιούγκι), κατασκευασμένο με κεραμίδια.
Στο εν λόγω μοναστήρι, τον Νοέμβριο, 20 με 21, του 2006 έγινε διάρρηξη , όπου αφαίρεσαν από το τέμπλο τις 4 εικόνες, Αγίας Τριάδας, της Παναγίας Οδηγήτριας, του Χριστού Παντοκράτορος και του Ιωάννου Προδρόμου, ως και το σταυρό πάνω από το τέμπλο και τα λυπηρά. Επίσης αφαίρεσαν δύο αναλόγια χρονολογίας 1696, τα βημόθυρα, τη λειψανοθήκη, ένα ευαγγέλιο και άλλα μικρότερης αξίας. Μέχρι στιγμής αναζητούνται.
Το Μοναστήρι βρίσκεται στο ανατολικό μέρος της Οξυάς.
Λίγα λόγια για την Οξυά (παλαιά Σιάμου)
Βρίσκεται ΝΔ του Ν. Καρδίτσας, σε ορεινή περιοχή 15 χιλιόμετρα επάνω από το Μουζάκι. Καταλαμβάνει μεγάλη έκταση και διασκορπισμένο σε πολλούς οικισμούς, συνοικισμούς (μαχαλάδες). Περιβάλλεται από ψηλά βουνά, την Καράβα, τον Αϊ Λια, τη Μάλλια και άλλα μικρότερα. Έχει φυσικές -εξαιρετικές- ομορφιές. Άφθονα νερά, πολλές πηγές, πλούσια βλάστηση με δάσος οξυές (το μαρτυρεί το όνομα), έλατα, καστανιές, πλατάνια, δρυς, πουρνάρια και άλλα πολλά. Πολλά βράχια, απότομα, πολλές ρεματιές, λαγκαδιές και ένα ποτάμι, ο Πάμισος ή Μπλούρης, πηγάζει από το βουνό Καράβα, χωρίζει το χωριό σε Ανατολική Οξυά και Δυτική, διέρχεται από το Μουζάκι, διασχίζει τον κάμπο και ενώνεται με τον Πηνειό της Θεσσαλίας.
Παλαιότερα είχε τέσσερα Δημοτικά Σχολεία με σύνολο μαθητών να πλησιάζουν τα τριακόσια (300). Τώρα δεν λειτουργεί κανένα. Είχε τρεις ενορίες: Αγία Τριάδα, Άγιος Δημήτριος και Προφήτης Ηλίας. Σήμερα, τελευταία είναι κενή. Τα Δημοτικά Σχολεία: 1. Κέντρο Οξυάς, 2. Μοναστήρι Οξυάς, 3. Παλιοχώρι Οξυάς και 4. Πλατάνια Οξυάς. Ο βιογραφούμενος τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Μοναστηρίου το 1957.
Εντός του δάσους του χωριού υπάρχει η τοποθεσία Αρματολιάτικο με μια πηγή νερού. Στην τοποθεσία αυτή το 1811 ο Αλή Πασάς εγκατέστησε (διόρισε) τον Γ. Καραϊσκάκη αποσπασματάρχη αρματολών για έλεγχο διαβάσεων από Θεσσαλία προς Ήπειρο. Με τη συμπλήρωση 200 χρόνων από το 1811 πραγματοποιήθηκε εκδήλωσε και επιμνημόσυνη δέηση με την παρουσία τοπικών Αρχών (Οξυάς, Μουζακίου και Καρδίτσας) και πλήθος κόσμου, προς τιμήν του τοπικού τους ήρωα. «Δυστυχώς», λέει ο βιογραφούμενος, «δεν μπορέσαμε να εγείρουμε ένα μνημείο στη θέση αυτή».
«Η θεομηνία «ΙΑΝΟΣ» της 18ης Σεπτεμβρίου 2020 επέφερε μεγάλες καταστροφές στο χωριό Οξυά και ιδιαιτέρως της ανατολικής πλευράς», διηγείται ο βιογραφούμενος. «Οι πολλές κατολισθήσεις άλλαξαν το όμορφο τοπίο. Το μικρό ποτάμι έγινε Αχελώος. Ξεριζώθηκαν χιλιάδες δέντρα, παρέσυρε γεφύρια, χάλασε δρόμους, μείναμε από νερό και από ρεύμα. Αποκλεισμός από παντού. Ευτυχώς επενέβη η Πολιτεία και με ελικόπτερα απεγκλωβισθήκαμε (η οικογένειά μου με τα παιδιά από τους Παξούς λόγω προβλήματος υγείας) την τέταρτη μέρα, μας μετέφεραν στο Μουζάκι. Επίσης τα ελικόπτερα μετέφεραν τρόφιμα και νερό στις αποκλεισμένες οικογένειες. Ευτυχώς! Ευτυχώς! Δεν θρηνήσαμε θύματα. Δέον να σημειωθεί, ήμασταν εγκλωβισμένοι εντός του Μοναστηριού Αγίας Τριάδος, όπου η κατοικία του ιερέως. Δηλαδή το σπίτι μου στο χωριό είναι το Μοναστήρι. Πριν από μερικά χρόνια φτιάξαμε σπίτι στο Μουζάκι, η πρώτη μου κατοικία, ενώ στο πατρικό στο χωριό μένει ο αδελφός μου Ηλίας. Η καταστροφή μας πήγε 50 χρόνια πίσω από πλευράς οδικής επικοινωνίας για τον επερχόμενο χειμώνα. Ελπίζουμε το καλοκαίρι να βελτιωθεί η κατάσταση».
Ο βιογραφούμενος συμπληρώνει και τούτο: «Οι Οξυώτες φημίζονται για τη φιλοξενία τους. Τα παλαιότερα χρόνια, τα “καλά χρόνια”, τα σπίτια τους είχαν γίνει ξενοδοχεία των μετακινούμενων Αργιθεατών. Επίσης, οι Οξυώτες με τα αγώγια τους προμήθευαν τους Αργιθεάτες όλα τα αγαθά προς το ζειν και μέσα στις πιο δυσμενείς καιρικές συνθήκες συνεχίζονταν η μεταφορά των αγωγιών».