Ο Πολυχρόνης Σταματιάδης, του Εμμανουήλ και της Μαρίνας Σταματιάδη, γεννήθηκε στην πόλη της Ρόδου στις 6 Ιουλίου 1956. Από την πατρική πλευρά έλκει την καταγωγή και τις ρίζες του από το Μεσοχώρι Καρπάθου, ενώ από τη μητέρα του Μαρίνα Κώτη το γένος Ιωάννου Λεντή από την Όλυμπο Καρπάθου και την Ιαλυσό της Ρόδου. Δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά ως Σεφ σε μεγάλα Ξενοδοχεία της Ρόδου ενώ από το 1998 λειτουργεί το δικό του ξενοδοχείο στην Ιαλυσό, το Perla Marina. Στο ξενοδοχείο στεγάζεται από το 2008 το πρώτο και μοναδικό μουσείο Ορυκτολογίας και Παλαιοντολογίας σε ολόκληρη τη Δωδεκάνησο.
Παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά της μητέρας του ήταν ο Νικόλας Γ. Κώτης από την Ιαλυσό της Ρόδου, ο οποίος εργαζόταν εκείνη την εποχή στην Κάρπαθο. Το επάγγελμά του ήταν γανωτής και ήταν από τους δυσεύρετους τεχνίτες του είδους. Γανωτής/γανωτζής/γανωματής ονομάζεται ο τεχνίτης που επικαλύπτει χάλκινα σκεύη με κασσίτερο (καλάι) [κασσιτερωτής=καλαϊτζής]. Για αρκετό καιρό εργαζόταν στην Έλυμπο (Όλυμπο), όπου γνώρισε την Ευγενία Ι. Λεντή και απέκτησαν τρία παιδιά: τη Μαρίνα (Μαρινία), μητέρα του βιογραφούμενου, τον Γιάννη και τον Φίλιππο. Η Ευγενία Ι. Λεντή ήταν κόρη του αείμνηστου Ιωάννη Λεντή («Αννή του Λεντή» όπως τον αποκαλούσαν οι συγχωριανοί του με τη δωρική τους διάλεκτο). Πατέρας εννέα παιδιών, κατάφερε με τη σύζυγό του να τα μεγαλώσουν σε δύσκολες εποχές επί τουρκοκρατίας. Όπως αναφέρουν τα γραπτά και αυτοί που τον γνώρισαν από κοντά μιλούν για τη λεβεντιά, την αγέρωχη κορμοστασιά, το αστέρευτο ταλέντο στην παραδοσιακή μουσική και την ποίηση. «Το αηδόνι», «το αλατοπίπερο της παρέας», έτσι τον ονόμαζαν στο χωριό όλοι οι χωριανοί. Μέχρι και σήμερα πολλά από τα τραγούδια του τα τραγουδούν οι νέοι μουσικοί της Ολύμπου στα γλέντια τους. Τα κλέφτικα τραγούδια που τραγουδούσε ο ίδιος από αυτά που διεσώθησαν φέρουν και αυτά τη σφραγίδα του. Εκτός από τον γέρο Γιάννη σπουδαίος στο τραγούδι ήταν και ο γιος του, Ηλίας Ι. Λεντής· οι αδερφές του Ηλία, η Θετεκούλα, η Κυρανία και όσους πρόλαβε εν ζωή η οικογένεια μιλούν με υπερηφάνεια για τα αδέλφια που πολέμησαν στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων ως εθελοντές. Οι θυγατέρες του Ιωάννου Λεντή μετακόμισαν στη Ρόδο το 1945.
Ο Πολυχρόνης Σταματιάδης, παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά του πατέρα του, καταγόταν από το Μεσοχώρι Καρπάθου. Γνώρισε και παντρεύτηκε τη Μαρία Κωνσταντινίδη και απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Νικόλα, τον Μανώλη, την Ευγενία, την Καλλιόπη και τη Φωτεινή. Ο Πολυχρόνης Σταματιάδης το 1920 είχε πάει στην Περσία και δούλευε ως λαξευτής πέτρας μαζί με άλλους Μεσοχωρίτες Καρπάθιους. Δούλευαν σκληρά· λάξευαν και έχτιζαν παλάτια για να φέρουν χρήματα να ζήσουν τις οικογένειές τους. Όταν γύρισε από την Περσία η ανάγκη τον ανάγκασε να φύγει ξανά στην ξενιτιά, αυτή τη φορά στην Αμερική, όπου και εκεί εργάστηκε πολύ σκληρά πάλι ως οικοδόμος και ως κουρέας. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι εκτός από σπουδαίος κτίστης ήταν και σπουδαίος καραβομαραγκός, ενώ επίσης κατασκεύαζε και μουσικά όργανα.
Όταν γύρισε από την Αμερική τον περίμενε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Όπως αναφέρεται από τους παλαιούς αγωνιστές και όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο Θεοχάρης Εμμ. Χαροκόπος, «Η κατασκοπεία στην Κάρπαθο», ο Πολυχρόνης και ο γιος του, Νικόλας Σταματιάδης, ήταν αυτοί που μετέφεραν τον Ιταλό αξιωματικό Alberto Patruno που προσπαθούσαν να συλλάβουν οι Γερμανοί. Ο Πατρούνο, ένας Ιταλός αξιωματικός που δεν παρουσιάστηκε να παραδώσει τον οπλισμό του σύμφωνα με τις Γερμανικές διαταγές όταν είχαν καταλάβει την Κάρπαθο, ήταν υπολοχαγός του πυροβολικού. Η απουσία του Πατρούνο από τα Μητρώα των βαθμοφόρων έγινε αφορμή να αρχίσει η αναζήτησή του. Όταν αποφάσισε να παραδοθεί έφερε αναστάτωση στους κατασκόπους και συμμάχους καθώς λόγω των πολλών μυστικών θέσεων που γνώριζε έπρεπε να εκτελεσθεί, διότι ήταν επικίνδυνο να συλληφθεί από τους Γερμανούς. Τον Ιταλό αξιωματικό ανέλαβε να μεταφέρει πάνω σε ένα μουλάρι και με έναν ασύρματο τηλέγραφο ο Νικόλας Π. Σταματιάδης, θείος του βιογραφούμενου, και έφθασαν στο Μεσοχώρι μετά από πολλά χιλιόμετρα πορείας. Τον Πατρούνο τον έκρυψαν σε ένα σπίτι και αργότερα σε σπηλιά, ενώ τον τηλέγραφο κουβάλησε και έκρυψε ο Πολυχρόνης Σταματιάδης, πατέρας του Νικόλα Σταματιάδη, μέσα σε μία κυψέλη. Φυσικά δεν έλειπαν και οι προδότες. Το γεγονός αυτό έγινε φυσικά γνωστό στους Γερμανούς και κάλεσαν τον Νικόλαο Σταματιάδη για ανάκριση. Αυτός πάνω στην ταραχή του είπε πράγματι για τη μεταφορά του ασυρμάτου και για να καλύψει τον πατέρα του είπε ότι τον ασύρματο τον είχαν κρύψει μέσα σε έναν τοίχο μετά από εντολή του Πατρούνο. Τότε είχε μαθευτεί ότι κάποιος Πετροπουλάκης πρόδωσε τον Πολυχρόνη Σταματιάδη με αποτέλεσμα να τον παρακολουθήσουν οι Γερμανοί και να τον συλλάβουν την ώρα που βρισκόταν στα μελίσσια και έστελνε πληροφορίες στους συμμάχους και Έλληνες κατάσκοπους.
Ο Πολυχρόνης και ο Νικόλας Σταματιάδης συνελήφθησαν από τους Γερμανούς και τους πήγαν για ανάκριση. Άρχισαν οι ανακρίσεις με ξυλοδαρμούς που περιστρέφονταν γύρω από την ύπαρξη Άγγλων κομάντος στην Κάρπαθο και συνεργατών τους γύρω από την κατοχή ασυρμάτων, ραδιοφώνου και κατοχή πιστολιού από τον Νικόλαο Λύκο. Επειδή δεν μαρτυρούσαν αλλά έλεγαν συνέχεια ότι δεν γνώριζαν, το ξύλο έπεφτε βροχή. Φυσικά ο διερμηνέας, κάποιος Μαριάς, έλεγε ότι δεν υπάρχει λόγος να αρνούνται, γιατί τα μαρτύρησαν άλλοι προηγούμενοι. Ο Νικόλας Χατζηλύκος και ο Βασίλης Χαροκόπος μεταφέρθηκαν στα Πηγάδια (σημερινή πρωτεύουσα του νησιού). Εκεί έβαλαν τον Νικόλα Χατζηλύκο, τον δάσκαλο Χαροκόπο, τον δάσκαλο Ορφανό και τον δάσκαλο Πρωτοψάλτη και τους μετέφεραν στο χωριό Όθως, στο σπίτι της Πηνελόπης Κοκκίνου και τους έκλεισαν μέσα σε ένα κατώι. Εκεί συνάντησαν τον Πολυχρόνη Σταματιάδη, τον γιο του Νικόλα και τον Πετρόπουλο. Στο ανώγι του σπιτιού άρχισε ξανά η ανάκριση και τους πήγαιναν έναν-έναν. Την ανάκριση την έκανε ένας Γερμανός ανακριτής, ο Otto Ottenberg και διερμηνέας ήταν ένας Τούρκος αστυνομικός, ο Resat, ο οποίος συνεννοείτο στα τούρκικα με τον Γερμανό ανακριτή. Αυτό γιατί ο ανακριτής Γερμανός ήξερε τα τούρκικα επειδή είχε υπηρετήσει ως πρέσβης της Γερμανίας στην Άγκυρα. Και εδώ η ίδια ιστορία, με ξύλο, απειλές και άρνηση των κρατουμένων. Από το πολύ ξύλο ο Νικόλας Χατζηλύκος έπεσε κάτω λιπόθυμος. Όμως οι πληροφορίες ήταν αρκετές από προδοσίες και καταδόσεις που τα παλληκάρια δεν μπόρεσαν πλέον να αρνηθούν. Έτσι, βρέθηκαν αυτά που έψαχναν οι Γερμανοί και ακόμα ο καταζητούμενος Ιταλός αξιωματικός Alberto Patruno, τον οποίο είχε εκτελέσει ο Χριστόφορος Λυτός από τη Βωλάδα.
Ύστερα από παραμονή δύο μηνών, οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στη Ρόδο για να δικασθούν. Τότε το ημερολόγιο έγραφε 3 Μαΐου 1944. Στις 15 Μαΐου πήραν τους κρατούμενους στο Κάστρο που ήταν το στρατοδικείο. Η σύνθεσή του αποτελείτο από πέντε Γερμανούς στρατιωτικούς. Άρχισε η δίκη και η απολογία, βέβαια κανείς τους δεν είχε καμία αντίρρηση. Αφού τελείωσαν όλες οι διαδικασίες, οι δικαστές αποχώρησαν για να εκδώσουν την απόφαση. Στο διάστημα αυτό όλοι αγωνιούσαν και προ παντός ο Νικόλας Χατζηλύκος που είχε πιο βαριές κατηγορίες. Οι δικαστές επανήλθαν για να αναγνώσουν την απόφαση. Ο διερμηνέας μεταφράζει «Ο Νικόλαος Λύκος 5 χρόνια φυλακή, ο Βασίλειος Πέρος 2 χρόνια φυλακή και από 2 χρόνια φυλακή στον Πολυχρόνη και Νικόλα Σταματιάδη με αναστολή» και τους έγιναν οι σχετικές συστάσεις. Ο Χίτλερ, όμως, είχε δώσει αμνηστία για δύο χρόνια όλοι να μείνουν ελεύθεροι εκτός από τον Χατζηλύκο για να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Παρά την απόφαση του δικαστηρίου οι πατριώτες Νικόλας Λύκος, Πολυχρόνης και Νικόλας Σταματιάδης, ο δάσκαλος Χαροκόπος και ο Βασίλης Πέρος δεν αφέθηκαν ελεύθεροι. Το Γερμανικό αρχηγείο διέταξε να κρατηθούν όλοι μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος. Τους έγδυσαν, τους αφαίρεσαν ό,τι είχαν πάνω τους -ρολόγια δακτυλίδια και χρήματα- ακόμη και τη βέρα και το δακτυλίδι του Αντώνη Αγγελάκη, που είχε καταδικασθεί σε θάνατο και εκτελέσθηκε από τους Γερμανούς. Οι πατριώτες κρατήθηκαν για λίγο στις φυλακές της Ρόδου και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν αεροπορικώς στην Αθήνα και κλείστηκαν στις φυλακές Αβέρωφ, εκεί όπου είναι σήμερα η Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής. Από τις φυλακές Αβέρωφ οι κρατούμενοι Πολυχρόνης και Νικόλας Σταματιάδης, ο Νικόλαος Λύκος, ο Χαροκόπος και ο Πέρος μεταφέρθηκαν στους καταυλισμούς στα παραπήγματα και μετά στο στρατόπεδο Τατοΐου. Εκεί τους φόρεσαν ρούχα φρενοκομείου (φανέλα πράσινη με ρίγες) για να διακρίνονται. Χρησιμοποιήθηκαν με βάναυσο τρόπο για αναγκαστικά έργα και μεταξύ άλλων άνοιξαν ένα λάκκο για τοποθέτηση πυρομαχικών. Κτύπησε συναγερμός γιατί επρόκειτο να γίνει βομβαρδισμός. Ζήτησαν καταφύγιο και αντ’ αυτού τους υποχρέωσαν να πέσουν με τα μούτρα μέσα στο λάκκο και να περιμένουν.
Στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 έγινε αεροπορικός βομβαρδισμός και καταστράφηκε το αεροδρόμιο. Ευτυχώς καμία βόμβα δεν έπεσε μέσα στον λάκκο ενώ τα θραύσματα των οβίδων σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους. Ήταν θέλημα Θεού να σωθούν. Δυστυχώς όμως για τον Νικόλαο Λύκο, από τις φυλακές Αβέρωφ στάλθηκε στη Γερμανία τον Ιούλιο του 1944 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, πηγαίνοντας όπως φαίνεται για εκτέλεση. Ο Χατζηλύκος (έτσι τον φώναζαν) για καλή του τύχη είχε γνωριστεί με τον φύλακα των φυλακών, ο οποίος τον βοήθησε και τον γλύτωσε από την εκτέλεση αλλάζοντάς τον συνεχώς στο κελί των μελλοθάνατων, καθυστερώντας έτσι την εκτέλεσή του. Στο μεταξύ έληξε ο πόλεμος και ο Νικόλαος Λύκος σώθηκε. Στις 3 Μαΐου ήταν ελεύθερος. Μετά τον βομβαρδισμό του Τατοΐου, οι υπόλοιποι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο Μενίδι με συνοδεία Γερμανού στρατιώτη και ζήτησαν καταφύγιο και τους έβαλαν σε παράγκες μαζί με άλλους κρατούμενους που τους δέχθηκαν με χαρά γιατί νόμιζαν ότι είχαν σκοτωθεί. Εκεί πληροφορήθηκαν ότι οι Γερμανοί αποχωρούν γιατί είχαν προχωρήσει τα συμμαχικά στρατεύματα στα Βαλκάνια. Όταν άρχισε η κατάρρευση της Γερμανίας, ο Διευθυντής του Ερυθρού Σταυρού ζήτησε να αφεθούν ελεύθεροι οι κρατούμενοι και να μεταφερθούν σε ασφαλές μέρος. Σε λίγες μέρες ειδοποιήθηκαν ότι είναι ελεύθεροι. Οι κρατούμενοι ανέπνεαν πλέον τον αέρα της ελευθερίας. Το ημερολόγιο έγραφε 18 Σεπτεμβρίου 1944. Οι σύμμαχοι αναγνωρίζοντας τη μεγάλη προσφορά των πατριωτών θα τους δώσουν πιστοποιητικό πατριωτισμού με την υπογραφή του Ανώτατου Αρχηγού των συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου, Στρατάρχη Alexander. Επίσης και η Ελληνική Πολιτεία θα τιμήσει τους αγωνιστές με πιστοποιητικό και μετάλλιο που θα τους απονείμει την ιδιότητα του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης. Δυστυχώς η οικογένεια του Πολυχρόνη Σταματιάδη, του μόνου αγωνιστή, ξεχάσθηκε λόγω του σύντομου θανάτου του σε ηλικία 60 ετών. Ευτυχώς οι πατριώτες Μεσοχωρίτες Καρπάθιοι αναγνωρίζουν την προσφορά τους στην Εθνική Αντίσταση και μνημονεύουν με γραπτό λόγο τα κατορθώματά τους!
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Εμμανουήλ Π. Σταματιάδης, γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1917 στην Κάρπαθο. Η μητέρα του βιογραφούμενου, Μαρίνα Κώτη, γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1938 στην Έλυμπο (Όλυμπο) Καρπάθου όπου πέρασε τα παιδικά της χρόνια. Το 1947 ο Εμμανουήλ ήρθε στη Ρόδο και γνώρισε τη Μαρίνα και αφού ενώθηκαν με τα δεσμά του γάμου απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Πολυχρόνη, την Ευγενία, τη Μαρία και τη Σοφία.
Ο βιογραφούμενος, Πολυχρόνης Ε. Σταματιάδης, γεννήθηκε στην πόλη της Ρόδου στις 6 Ιουλίου 1956. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Ιαλυσό και φοίτησε στο Οικονομικό Γυμνάσιο Ρόδου. Από μικρός ξεχώριζε για τις επιδόσεις του στον αθλητισμό σε πολλά αγωνίσματα και στον Αθλητικό Σύλλογο Ιαλυσού. Η έφεσή του προς τα τουριστικά επαγγέλματα ήταν εμφανής. Από μικρό παιδί, 12 ετών, μετά από συμβουλή του πατέρα του, άρχισε το καλοκαίρι του 1970 να δουλεύει σε πολυτελή ξενοδοχεία δίπλα σε σπουδαίους αρχιμάγειρες της εποχής εκείνης, όπως τον κ. Μιχάλη Τερμούχη. Είχε την ευκαιρία να εργασθεί δίπλα στον αείμνηστο Master Chef Peter Wehlauer, έναν από τους καλύτερους αναγνωρισμένους Σεφ της Ευρώπης, κάτοχο 3 αστέρων Michelin, στο ξενοδοχείο Mira Mare της Ρόδου που ήταν και ο σταθμός της καριέρας του. Το 1975, σε ηλικία 18 ετών, αποφασίζει να μπαρκάρει με την εταιρεία Finavald στο Καράβι «Marco Botzaris» με σημαία Λιβερίας. Μετά από έναν χρόνο γύρισε για να υπηρετήσει τον Ελληνικό στρατό και κατατάχθηκε στην 212 Ε.Μ.Α, μάχιμη μονάδα τεθωρακισμένων αρμάτων με έδρα την Ορεστιάδα και την Κομοτηνή για 32 μήνες -μακρά θητεία λόγω επιστράτευσης.
Το 1979, σε ηλικία 23 ετών, ανέλαβε καθήκοντα Σεφ στο πολυτελές εστιατόριο La Maison Fleurie στην πόλη της Ρόδου, όπου γνώρισε τη γυναίκα του, Annette Louise Visser, το γένος De Boer και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Μανώλη, την Αλεξία Μαρίνα και τον Αντώνη. Το 1980 μετανάστευσε στον τόπο καταγωγής της γυναίκας του, στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, για να εγκατασταθεί οριστικά. Εκεί ανάλαβε διευθυντής και Αρχιμάγειρας στο εστιατόριο πολυτελείας «Επίδαυρος» (Epidaurus) όπου ανελίχθηκε και οικονομικά. Όμως η αγάπη του για την Ελλάδα ήταν πολύ μεγάλη. Tο καλοκαίρι του 1993 αποφασίζει να επαναπατρισθεί μαζί με την οικογένειά του στην Ιαλυσό της Ρόδου και να δημιουργήσει τη νέα ξενοδοχειακή μονάδα με το όνομα «Κοράλλι», αναλαμβάνοντας παράλληλα, ως γενικός Σεφ, το ξενοδοχείο Mira Mare του ομίλου της Τζίνας Μαμιδάκη για δύο σεζόν. Εργάσθηκε επίσης ως Σεφ στα ξενοδοχεία Blue Horizon και Rhodos Imperial. Το 1998 άρχισε να λειτουργεί το δικό του ξενοδοχείο και το 2007 η επιχείρηση επεκτάθηκε, ενώ το ξενοδοχείο έλαβε νέο όνομα, το PERLA MARINA.
Στη νέα πτέρυγα του Ξενοδοχείου στεγάζεται το πρώτο και μοναδικό Μουσείο Ορυκτολογίας και Παλαιοντολογίας σε ολόκληρη τη Δωδεκάνησο. Σκοπός του Μουσείου είναι η προώθηση της Γεωλογικής επιστήμης σε έναν ιδιωτικό χώρο, έναν χώρο εκπαίδευσης και μάθησης με την ταυτόχρονη ευαισθητοποίηση του ανθρώπου ώστε διά της γνώσης να επανέλθει στον σεβασμό της φύσης ως μοναδική πηγή ζωής. Στόχος του είναι να κάνει γνωστά τα ορυκτά διαθέτοντας όλες τις γνώσεις του σε όλο και περισσότερους ανθρώπους, κάθε ηλικίας, να τους ωθήσει στο να ασχοληθούν και να αφιερώσουν λίγο χρόνο γνωρίζοντας από κοντά τον θαυμαστό κόσμο των πολύτιμων λίθων και απολιθωμάτων, εμπλουτίζοντας σιγά-σιγά τις γνώσεις τους για την ιστορία και την εξέλιξη του πλανήτη Γη.
Το 2008 το Μουσείο άνοιξε τις πύλες του στο κοινό και το 2010 ο τότε Δήμος Ιαλυσού, με τον τέως άξιον Δήμαρχο κύριο Στέργιο Στάγκα και τον νεοεκλεγέντα Περιφερειάρχη Γιώργο Χατζημάρκο, Τιμής Ένεκεν βράβευσαν τον Πολυχρόνη Ε. Σταματιάδη και του απένειμαν το μετάλλιο της πόλης της Ιαλυσού για τη δημιουργία του πρώτου Γεωλογικού μουσείου στον Δήμο της Ιαλυσού και στη Ρόδο. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι για την προσπάθεια αυτή καμία οικονομική βοήθεια δεν τους έχει δοθεί. Η περισυλλογή και ο σωστός προσδιορισμός και κατάταξη των εκθεμάτων έγινε αποκλειστικά με πρωτοβουλία του Πολυχρόνη Σταματιάδη, με τη στήριξη της γυναίκας του και των παιδιών του.