Η Αντωνία Τσιώρου έχει μικρασιάτικες ρίζες, όμως μεγάλωσε στις Μηλιές Πηλίου. Λίγο μετά την Αγριά Βόλου, βρίσκεται το χωριό Λεχώνια. Εκεί διατηρούνται μέχρι σήμερα πύργοι από την εποχή της Τουρκοκρατίας. Η Αντωνία, γεννήθηκε το 1964 και κατάφερε με επιτυχία να εισέλθει στην Φαρμακευτική Σχολή Θεσσαλονίκης με υποτροφία. Σήμερα, είναι ιδιοκτήτρια φαρμακείου στο χωριό Κάτω Λεχώνια και μητέρα τεσσάρων παιδιών, εκ των οποίων τα τρία αυτή τη στιγμή είναι φοιτητές.
Οι ρίζες της βιογραφούμενης είναι από τη Μικρά Ασία. Η Μικρά Ασία υπήρξε κοιτίδα πολλών αρχαίων λαών και πολιτισμών, ενώ έντονη ήταν σ’ αυτήν και η ελληνική παρουσία, ήδη από την Μυκηναϊκή εποχή. Την περίοδο που η Σμύρνη βρισκόταν στο απόγειό της, ξεσπά ο Μικρασιατικός Πόλεμος το 1922. Στην πάλαι πότε κοσμοπολίτικη προκυμαία στοιβάζονται 300.000 άνθρωποι εξουθενωμένοι, φοβισμένοι, στριμωγμένοι, εγκλωβισμένοι για να αναχωρήσουν δίχως άλλη επιλογή για την Ελλάδα. Πρόκειται για την μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του νεότερου ελληνισμού, ως αποτέλεσμα αντικειμενικών δυσκολιών, λαθών, αντικρουόμενων συμφερόντων, ενίοτε και μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, Σωτήριος Μπελέσης, από την πλευρά του πατέρα της, ήρθε στην Ελλάδα πριν από την καταστροφή της Σμύρνης και υιοθετήθηκε από μία οικογένεια στις Μηλιές Πηλίου. Οι θετοί γονείς του, του άφησαν όλη την περιουσία τους, το αρχοντικό σπίτι στο Πήλιο και διάφορα κτήματα. Όπως ήταν φυσικό κληρονόμησε και το επίθετο του θετού του πατέρα και από αυτόν προήλθε το επίθετο Τσιώρος. Παντρεύτηκε την Αντωνία Καραγιάννη, με καταγωγή από τις Πινακάτες Πηλίου, η οποία δεν κατάφερε να ζήσει μετά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού, Σταύρου, πατέρα της βιογραφούμενης. Αργότερα ξαναπαντρεύτηκε τη Μαρία. Η νέα σύζυγος αποφάσισε ότι δεν ήθελε να μεγαλώσει το παιδί από τον προηγούμενο γάμο του και έτσι ο πατέρας της Αντωνίας, Σταύρος Τσιώρος, πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε έναν θείο του, ως ψυχογιός, ο οποίος έμενε στην Αγριά Βόλου. Ο παππούς Σωτήριος με τη δεύτερη σύζυγο απέκτησαν ένα παιδί.
Ο οικισμός της Αγριάς βρίσκεται στη βορειοανατολική ακτή του Παγασητικού κόλπου σε απόσταση αναπνοής από τον Βόλο, μόλις 8 χιλιόμετρα. Για την ακρίβεια δεν πρόκειται για οικισμό, αλλά είναι μία κανονική πόλη, αν αναλογιστεί κανείς πως έχει περίπου 10.000 κατοίκους. Παλιά, η Αγριά αποτελούσε το επίνειο της Δράκειας και του Αγίου Λαυρεντίου, όπου φορτώνονταν σε πλοία η παραγωγή λαδιού και ελιών της περιοχής. Την περίοδο της Τουρκοκρατίας και με την αύξηση της παραγωγής, χτίστηκαν εδώ αποθήκες για τα εμπορεύματα, φτιάχτηκε ένας μόλος, ιδρύθηκε τελωνειακός σταθμός και με το πέρασμα του χρόνου η Αγριά γνώρισε την άνθιση και την ανάπτυξη, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα.
Ο Σταύρος Τσιώρος, γεννήθηκε το 1922, πήγε δημοτικό στην Αγριά και με το ξέσπασμα του πολέμου δεν κατάφερε να συνεχίσει το σχολείο. Αργότερα έμαθε την τέχνη του σαμαρά και εκπαιδεύτηκε σε ένα μαγαζί στην Αγριά του Βόλου, αλλά παράλληλα γύριζε στα γύρω χωριά. Σε νεαρή ηλικία πήρε την απόφαση να αναζητήσει τον βιολογικό του πατέρα και έτσι επέστρεψε στις Μηλιές όπου γνώρισε και νυμφεύτηκε την Ιφιγένεια Μήτσιου το 1957.
Ο παππούς της βιογραφούμενης από την πλευρά της μητέρας της, Κωνσταντίνος Μήτσιος και η γυναίκα του Φωτεινή, ήταν αγρότες με αρκετή περιουσία. Είχε μεταναστεύσει για κάποιο διάστημα στην Αμερική για να εργαστεί και να συνδράμει οικονομικά την οικογένεια με τα εισοδήματά του. Ο μεταναστευτικός πυρετός είχε κορυφωθεί την περίοδο 1900-1920 και η Ελλάδα τότε έχανε το 8% του συνολικού της πληθυσμού. Περίπου 25.000 άνθρωποι εγκατέλειπαν ετησίως μια χώρα οικονομικά εξουθενωμένη και πολιτικά αβέβαιη και ξεκινούσαν για τη «Γη της Επαγγελίας» που υποσχόταν πλούτο, ευημερία και ευκαιρίες και στους λιγότερο τυχερούς. Έφευγαν με την ελπίδα να γυρίσουν σύντομα με χρήματα, για να ξεχρεώσουν το κτήμα τους, να κάνουν μια δουλειά στον τόπο τους, να προικίσουν τις αδελφές τους. Δεν ήξεραν όμως συνήθως τι τους περίμενε εκεί.
Η βιογραφούμενη, Αντωνία Τσιώρου, γεννήθηκε το 1964 στον Βόλο όπου πήγε και σχολείο. Ωστόσο, η μητέρα της πηγαινοερχόταν στο χωριό επί 15 χρόνια κι εκείνη μεγάλωνε με την αμέριστη βοήθεια της μεγαλύτερης αδερφής της, Μαρίας Τσιώρου και με την επίβλεψη του πατέρα τους, ο οποίος εργαζόταν στη Νομαρχία Βόλου στον Φυτοπαθολογικό Σταθμό, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Το 1982, ολοκλήρωσε το Λύκειο και έχοντας γράψει πολύ καλά στις εισαγωγικές εξετάσεις, εγγράφεται στη Φαρμακευτική Σχολή Θεσσαλονίκης με υποτροφία. Το 1986 αποφοίτησε και προχώρησε στην πρακτική άσκηση στο Νοσοκομείο Βόλου για τρεις μήνες. Την υπόλοιπη άσκησή της την εκτέλεσε στο φαρμακείο της Κας Βασιλικής Ρίζου, ώσπου να δώσει εξετάσεις και να λάβει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Με αυτή την άδεια μπορούσε πλέον να ανοίξει δικό της φαρμακείο. Έτσι, το 1987 ανοίγει το φαρμακείο στα Κάτω Λεχώνια Βόλου, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα.
Δύο χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας του φαρμακείου της, παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο Παπαϊωάννου, καθηγητή Φυσικής, και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Το 1991, γεννήθηκε η Φαίη, η οποία αν και πέρασε στο Χημικό Τμήμα Θεσσαλονίκης, αποφάσισε να σπουδάσει Φαρμακευτική στο Urbino Ιταλίας. Ο Μίλτος είναι γεννημένος το 1993 και είναι φοιτητής στο Πολυτεχνείο του Βόλου, στο Τμήμα Υπολογιστών-Δικτύων. Ακολουθεί η Ιφιγένεια, η οποία είναι ένα χρόνο μικρότερη από τον Μίλτο και μετά την εισαγωγή της στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης επέλεξε να σπουδάσει Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Ο μικρότερος γιος της οικογένειας είναι ο Φοίβος, γεννημένος το 1998.
Η βιογραφούμενη διετέλεσε από το 2007 -και για μια τριετία- γραμματέας του Φαρμακευτικού Συλλόγου Βόλου και παράλληλα συμμετείχε και σε διεργασίες του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου (Π.Φ.Σ.). Στην τοπική κοινωνία των Κάτω Λεχωνίων εκλέχτηκε και διετέλεσε μέλος του Εκπολιτιστικού Συλλόγου. Η Αντωνία, έχει ενεργό ρόλο στον Σύλλογο και προσφέρει τις υπηρεσίες της σε ανθρώπους που έχουν θέματα υγείας.
Ακόμη, με δική της πρωτοβουλία έχει δημιουργηθεί Τράπεζα Αίματος, με σκοπό την κάλυψη σε αίμα επειγόντων περιστατικών των κατοίκων του χωριού. Έτσι κάθε χρόνο πραγματοποιούνται δύο εθελοντικές αιμοδοσίες, με την συμμετοχή της κινητής μονάδας του Νοσοκομείου Βόλου. Από τα αποθέματα αυτής της τράπεζας έχουν βοηθηθεί 85 άτομα της κοινότητας έως σήμερα, κάτι που ενδυναμώνει την απόφαση των ανθρώπων να συμμετέχουν σε αυτή την σπουδαία εθελοντική δραστηριότητα.