Ο Τσαβδαρίδης Θεόδωρος κατάγεται από τη Μικρά Ασία. Γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1966 στον Πύργο Ηλείας. Είναι Συμβολαιογράφος.
Η οικογένεια από τη μεριά του πατέρα του βιογραφούμενου, έχει καταγωγή από το Νεοχώρι Νικομήδειας. Η παράδοση λέει πως Πελοποννήσιοι και ιδιαίτερα Μανιάτες έφυγαν και ίδρυσαν το χωριό κοντά στο 1750, ίσως και νωρίτερα. Τον γιατρό του χωριού τον φώναζαν «το Καλαματιανάκι» και μια οικογένεια τη φώναζαν «τα Μουργάκια». Όταν ήρθαν στην Ελλάδα, το 1922, ο μεν γιατρός πήγε και βρήκε τους συγγενείς του στην Καλαμάτα, τα δε «Μουργάκια» πήγαν και βρήκαν τους συγγενείς τους στην Μουριά της Ηλείας.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, ο Ηλίας, του είχε πει ότι το πραγματικό επώνυμο της οικογένειας ήταν Παρασκευόπουλος. Κατά μία άλλη εκδοχή, κατάγονται από το Κόμνο του Πόντου όπου υπήρχαν δύο ισχυρές οικογένειες των Κομνηνών, εξ ου και η αυτοκρατορία των Κομνηνών και των Τσαβδαριδαίων, που ευρίσκονταν σε διαρκή αντιπαλότητα· όσον αφορά το επώνυμο, υπάρχει η εκδοχή ότι προέρχεται από τη λέξη τσαβδάρ, που στα τούρκικα σημαίνει σίκαλη· έφτανε δε, στην περιοχή όπου καλλιεργείτο, ψηλά και επειδή στο σόι ήταν όλοι ψηλοί, λέγανε «ψηλοί σαν τσαβδάρ».
Το χωριό από το οποίο κατάγεται ο βιογραφούμενος σήμερα ονομάζεται Γενίκιοϊ. Το χωριό Γενίκιοϊ (Νεοχώρι) είναι ένα χωριό της Τουρκίας και ανήκει στον Δήμο Μπαμπάεσκι της Επαρχίας Κιρκλαρελί. Το χωριό ήταν ελληνικό, αλλά μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923, οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στην Ελλάδα, κυρίως στο Πεδινό Κιλκίς. Σύμφωνα με άλλες πηγές μερικοί μετακινήθηκαν και στη Βουλγαρία. Στη θέση τους ήρθαν Τούρκοι από τη Θεσσαλονίκη. Το χωριό ήταν καθαρά ελληνικό και δίπλα υπήρχε το Αρμένικο χωριό Μπαξετζίκι, ενώ το εμπόριο γινόταν από Έλληνες Αρμένηδες και Εβραίους. Με τους Τούρκους υπήρχε αρμονικότατη σχέση και συμβίωση και πάντα οι Έλληνες προτιμούσαν συναλλαγές με τους Τούρκους, διότι κρατούσαν τον λόγο τους και δεν συναλλάσσονταν εύκολα οι Έλληνες μεταξύ τους. Υπήρχαν ελληνικές εκκλησίες, ο Προφήτης Ηλίας (το «Ηλίας» συναντάται κατά κόρον στη Μάνη), ο Άγιος Γεώργιος και ο Άγιος Αθανάσιος. Στη μνήμη του Αγίου Αθανασίου γινόταν μεγάλο πανηγύρι και ο καθένας έσφαζε το ζωντανό του. Το χωριό άδειασε με τον μικρασιατικό πόλεμο και πήγαν όλοι στη Νικομήδεια, κανένας όμως δεν πίστευε ότι θα ερχόταν στην Ελλάδα -απλά εμπόλεμη κατάσταση είναι και θα περάσει- αυτό πίστευε ο κόσμος. Η οικονομία του χωριού είναι κυρίως κτηνοτροφική και αγροτική. Σήμερα, η Νικομήδεια, το μεγάλο αστικό κέντρο δίπλα στο Νεοχώρι, ονομάζεται Ιζμίτ. Η Νικομήδεια (σημερινό Ιζμίτ) ήταν πόλη της αρχαίας Βιθυνίας, στη Μικρά Ασία. Στην θέση της πόλης ιδρύθηκε, κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό, το 712 π.Χ., από Μεγαρείς μαζί με Αθηναίους, μια αποικία με το όνομα Όλβια, η οποία από τον 4ο αιώνα και μετά ήταν γνωστή ως Αστακός. Η πόλη καταστράφηκε τον τρίτο αιώνα π.Χ. από τον Λυσίμαχο. Η πόλη ιδρύθηκε το 264 π.Χ. (ή το 262 π.Χ.) από τον Νικομήδη Α΄ ο οποίος την ονόμασε Νικομήδεια και ορίστηκε ως η νέα πρωτεύουσα της Βιθυνίας. Στην πόλη εγκαταστάθηκαν Χαλκηδόνιοι, προκαλώντας όμως την παρακμή της Χαλκηδόνας. Ο Νικομήδης έκτισε στην πόλη μεγάλα κτίρια και ισχυρά τείχη, ενώ κατασκευάστηκε και ένας ανδριάντας του από ελεφαντόδοντο, ο οποίος μεταφέρθηκε στη Ρώμη. Τα ανάκτορα βρίσκονταν στο ψηλότερο τμήμα, πιο κάτω τα δημόσια κτίρια και οι ιδιωτικές κατοικίες και στα παράλια ήταν το λιμάνι. Η πόλη έγινε γρήγορα στρατιωτικό, πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο. Η πόλη είχε φιλορωμαϊκή στάση. Ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, κατά τη διάρκεια του Τρίτου Μιθριδατικού Πολέμου, κατέλαβε τη Νικομήδεια και από εκεί προσπάθησε να αναχαιτίσει τους Ρωμαίους. Μετά το τέλος των πολέμων, άρχισε να κόβει δικό της νόμισμα. Η πόλη σχεδόν ισοπεδώθηκε από ένα σεισμό το 120 μ.Χ. αλλά ξαναχτίστηκε από δωρεές του Αδριανού, φίλου του Αρριανού, ο οποίος καταγόταν από τη Νικομήδεια. Η Νικομήδεια ανακηρύχθηκε, επί ρωμαϊκών χρόνων, μητρόπολη της Βιθυνίας και του Πόντου. Βρίσκεται στο τέλος του Βοσπόρου στην Ασιατική Τουρκία αλλά κοντά στην Πόλη, περίπου ογδόντα χιλιόμετρα και αποτελεί σημαντικό βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο της Τουρκίας. Στη Νικομήδεια υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο και εκεί ευρίσκετο ο Ναός του Αγίου Παντελεήμονα που ήταν ο άγιος της πόλεως, Υπήρχαν ελληνικά σχολεία και στο Νεοχώρι και στη Νικομήδεια.
Ο παππούς του βιογραφούμενου από τη μεριά του πατέρα του, λεγόταν Δημήτριος, γεννημένος κοντά στο 1880. Κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό το έτος 1921 με 1922, όταν έφτασε στη Νικομήδεια, και σκοτώθηκε σε μια μάχη του ελληνικού στρατού. Το 1922, στο λιμάνι της Νικομήδειας γινόταν ένα πανδαιμόνιο, η μάνα έχανε το παιδί και το παιδί τη μάνα. Ο πατέρας του βιογραφούμενου θυμόταν ότι η μητέρα του τον έριξε σε μία βάρκα και μετά την βρήκε στο καράβι. Ο πατέρας του βιογραφούμενου του έλεγε ότι στο λιμάνι της Νικομήδειας την ώρα που έφευγαν και λίγο πριν μπουν στα καράβια, κραύγαζαν τα οικόσιτα ζώα και εκεί αντίκρισε για τελευταία φορά το μοσχαράκι τους, την Κυριακούλα. Την ώρα που έτρεχε για να μπει στην βάρκα, πάτησε μια γυναίκα, η οποία ήταν έγκυος και σφαγμένη κάτω στο δρόμο.
Ακολούθησε η μικρασιατική καταστροφή και η Καλλιόπη, σύζυγος του Δημητρίου, ήρθε πλέον χήρα στην Ελλάδα με τα τέσσερα ορφανά παιδιά της, τον Ηλία, την Σταυρινή, το Θεόδωρο και την Σεβαστία. Την ώρα που έφυγαν για να πάνε στη Νικομήδεια, έκρυψαν στο κεφαλόσκαλο ένα πιστόλι, που το είχαν για τους λύκους, για να μην πλησιάζουν το κοπάδι, διότι η οικογένεια διέθετε εννιακόσια ενενήντα εννέα πρόβατα και όχι χίλια, για να απαλλάσσονται του επιβαλλόμενου φόρου. Ακόμα, είχαν τρεις χιλιάδες στρέμματα εκ των οποίων τα δύο χιλιάδες στρέμματα ήταν δάσος και τα χίλια στρέμματα ήταν κατάλληλα για την βοσκή. Επίσης, την ώρα που έφευγαν, έκρυψαν και μια στάμνα με λίρες κάτω από το κεφαλόσκαλο. Τα κτήματα της οικογένειας, τα καταπάτησε ένας Τούρκος και μετά επενέβη το τουρκικό κράτος και τα διένειμε. Η Σεβαστία απεβίωσε, 22 ετών, στην Κατοχή. Ο Θεόδωρος απεβίωσε, 28 ετών, από γάγγραινα στο χέρι κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Στη μνήμη της Σταυρινής, θείας του βιογραφούμενου, είχε μείνει η εικόνα όπου οι Τούρκοι έκλεψαν μια αποθήκη με ρούχα του πολεμικού ναυτικού και τα φόρεσαν οι ίδιοι και όταν αποβιβάστηκε το ελληνικό ναυτικό δεν ήξερε ποιος σφάζει ποιον. Στη Νικομήδεια, στο λιμάνι, είχαν πιάσει το «Αβέρωφ» και το «Λήμνος» και για να μην αποτελούν στόχο, έβαζαν και έκαιγαν άχυρα για να τα κρύβει ο καπνός. Εκείνοι που κατασφάζανε τον ελληνικό πληθυσμό ήταν οι Τσέτες. Όταν η Καλλιόπη, γιαγιά του βιογραφούμενου έφυγε από το Νεοχώρι για τη Νικομήδεια με τα τέσσερα παιδιά της και άκουσαν το ποδοβολητό των αλόγων, κρύφτηκαν μέσα στα βάτα και εκεί, περνώντας ένας Τούρκος, που είχε φιλικές και εμπορικές συναλλαγές με το σύζυγό της Δημήτριο, της είπε: «Κρύψε τα παιδάκια κυρα-Καλλιόπη, γιατί οι Τσέτες σφάζουν όλο τον κόσμο».
Ερχόμενοι στην Ελλάδα, το καράβι αποβίβαζε τους Μικρασιάτες κατά εκατοντάδες σε διάφορα λιμάνια, για παράδειγμα στη Μυτιλήνη, τον Πειραιά, το Γύθειο, την Καλαμάτα, το Κατάκολο Ηλείας και την Πάτρα. Η οικογένεια της γιαγιάς Καλλιόπης αποβιβάστηκε στο Κατάκολο Ηλείας όπου έμεινε για ένα μικρό χρονικό διάστημα, μαζί με άλλους πρόσφυγες, σε κάποιες αποθήκες σταφίδας και εν συνεχεία, για οχτώ περίπου χρόνια, μείνανε στον Πύργο Ηλείας στο κτίριο των φυλακών του Μυλωνόπουλου. Πολλοί από τους Μικρασιάτες που έφθασαν στον Πύργο και έμειναν εκεί για μερικά χρόνια, έφυγαν για τον Πειραιά και από τους συγγενείς του βιογραφούμενου, οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο, γιατί δούλευαν στα καπνά και έφτιαξαν περιουσίες εκεί, Επίσης εγκαταστάθηκαν και στη Μηλιά Αριδιαίας. Η Αριδαία είναι κωμόπολη του νομού Πέλλας, έδρα του ομώνυμου δήμου και κάποτε έδρα της πρώην επαρχίας Αλμωπίας. Έχει πραγματικό πληθυσμό 5.600 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Η Αριδαία βρίσκεται βόρεια της Έδεσσας, στη δυτική όχθη του Αλμωπαίου ποταμού. Μέχρι το 1922 ονομαζόταν Σούμποτσκο, οπότε μετονομάστηκε αρχικά σε Αρδέα και στην συνέχεια σε Αριδαία. Το 1930, όσοι έμειναν στον Πύργο, τους έδωσαν τα προσφυγικά σπίτια τα οποία και ξεχρέωσαν πληρώνοντάς τα, γιατί τους απειλούσαν ότι θα τους τα πάρουν και θα τα κατάσχουν. Στη γειτονιά του ανατολικού προσφυγικού συνοικισμού στον Πύργο Ηλείας, οι μισοί περίπου ήταν από το Νεοχώρι και οι άλλοι μισοί περίπου ήταν από την περιοχή της Αττάλειας. Τα ήθη και τα έθιμα στον ανατολικό προσφυγικό συνοικισμό του Πύργου τα διατηρούσαν αναλλοίωτα, όπως και στα μέρη τους, έως και τη δεκαετία του 1980. Τα φαγητά των Μικρασιατών ήταν ευωδιαστά με πολλά μπαχαρικά και νοστιμότατα με ξεχωριστές γεύσεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα καλής κουζίνας αποτελούν το ιμάμ μπαϊλντί, τα σουτζουκάκια με ούζο και με κύμινο και το γιούλμπασι, τα ντολμαδάκια με τα σταφυλόφυλλα, οι πίτες με αγριόχορτα και με καυτό κόκκινο πιπέρι. Πάνω από όλα τα φαγητά ήταν το σουτζούκι -λουκάνικο πικάντικο και καυτερό- και ο παστουρμάς, ο οποίος αποτελεί μοναδική λιχουδιά· μάλιστα ο καλός είναι από κρέας καμήλας. Από τα γλυκά, ξεχωρίζουν τα σιροπιαστά και οι χαλβάδες.
Όλοι οι Μικρασιάτες ήταν άνθρωποι εργατικοί και χάρη στην εργατικότητά τους αναπτύχθηκε η βιοτεχνία και η βιομηχανία στην Ελλάδα και ιδίως η κλωστοϋφαντουργία και η καπνοβιομηχανία. Παράλληλα λάτρευαν και εξακολουθούν να λατρεύουν και να αγαπούν τα γράμματα και τις τέχνες. Σχεδόν το σύνολο των Μικρασιατών ήταν και εξακολουθούν και οι επόμενες γενιές να είναι, σε μεγάλο βαθμό, οπαδοί της ΑΕΚ, που για τους παλιούς Μικρασιάτες αποτελούσε ιδέα και όραμα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Μικρασιάτες ίδρυαν σε επαρχιακές πόλεις ομάδες και έδιδαν το όνομα της ΑΕΚ.
Το 1950 ένας πρωτοξάδελφος της γιαγιάς του βιογραφούμενου πήγε στο χωριό του, το Νεοχώρι, συναντήθηκε με τους παλιούς του φίλους και έκλαιγαν, αγκαλιάζονταν και μάλιστα τον αποκαλούσαν «Καρντάση» δηλαδή «αδελφέ» και του έλεγαν ότι από τότε που έφυγαν οι Έλληνες, έχασαν τα πάντα. Μάλιστα του είπαν πως τις λίρες τις είχε βρει ο Τούρκος που καταπάτησε το σπίτι. Το 1980 είχαν επισκεφτεί το χωριό κάποια ανίψια του πατέρα του βιογραφούμενου. Βρήκαν την πέτρινη βρύση, είδαν ένα σπίτι αρχοντικό και επιβλητικό το οποίο είχε ζήσει και καλύτερες ημέρες και για το οποίο τους είπαν ότι ήταν ελληνικό. Κατά τα άλλα επικρατούσε μεγάλη φτώχεια. Υπήρχε άθικτο το ελληνικό νεκροταφείο, που πιθανόν να λεηλατήθηκε με τους βανδαλισμούς περί το 1993.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ηλίας, ήταν γεννημένος το 1916. Ήρθε σε γάμο το 1961 με τη Βασιλική Φραγκούλη, του Δημητρίου και της Σταυρούλας (το γένος της Σταυρούλας ήταν Διαμαντάκου), η οποία είχε καταγωγή από το χωριό Σμίλα. Το χωριό Σμίλα ανήκει στον τέως δήμο Ολυμπίων, με έδρα το Κρεκούκι το σημερινό Πελόπιο, νυν δήμο Αρχαίας Ολύμπιας.
Ο παππούς του βιογραφούμενου από τη μεριά της μητέρας του Βασιλικής, ο Δημήτριος Φραγκούλης, γεννήθηκε το 1902. Ήταν κτηματίας. Ήταν ο μοναδικός μορφωμένος του χωριού του σε επίπεδο σημερινού λυκείου. Πήγαινε στο σχολείο με τα πόδια, διανύοντας καθημερινά την απόσταση Σμίλα-Κρεκούκι. Μόλις τελείωσε το σχολείο, κατετάγη στον ελληνικό στρατό και έφθασαν με τα πόδια μέχρι το Εσκί Σεχίρ, την Κόκκινη Μηλιά και το Αφιόν Καραχισάρ. Ένα βράδυ, που είχε βγει περιπολία με ένα φίλο του, που καταγόταν από το διπλανό χωριό Στρέφι της Αρχαίας Ολυμπίας, βρέθηκαν σούρουπο σε ένα σταυροδρόμι και εκεί διαφώνησαν μεταξύ τους ως προς ποια κατεύθυνση έπρεπε να πάνε. Ο παππούς δεν άκουσε το φίλο του, που του έλεγε να πάει από συγκεκριμένο δρόμο γιατί είδε κάποια χνάρια και έτσι ακολούθησαν διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο παππούς του βιογραφούμενου επέστρεψε στο στρατόπεδο και την άλλη ημέρα το πρωί, όταν βγήκαν περίπολο προς αναζήτηση του φίλου του που δεν είχε επιστρέψει, τον βρήκαν σφαγμένο. Ο παππούς του βιογραφούμενου ήθελε να γίνει δάσκαλος με τις γνώσεις που είχε για την εποχή εκείνη, αλλά τον κράτησε στα κτήματα ο πατέρας του ο Αριστοτέλης Φραγκούλης. Είχαν κτήματα με αμπέλια και σταφίδες.
Οι Φραγκούληδες κατάγονται από την Κεφαλονιά. Έλαβαν μέρος στη μάχη με τους Τουρκαλβανούς του Λάλα, ο ένας εξ αυτών πολέμησε ως αρχηγός και ένα γεφύρι φέρει την ονομασία «στου Φραγκούλη το γιοφύρι». Η σύζυγος του Δημητρίου Φραγκούλη ονομαζόταν Σταυρούλα Διαμαντάκου. Οι Διαμαντακέοι κατάγονταν από την Πετρίνα Μάνης και πριν από 150 χρόνια περίπου κατοίκησαν στο χωριό Πλάτανος που ευρίσκεται έξω από την Αρχαία Ολυμπία. Όλοι οι Διαμαντακέοι διακρίνονταν και εξακολουθούν μέχρι και σήμερα να διακρίνονται στα γράμματα αφού από το σόι αυτό, και για 100 και πλέον χρόνια, μέχρι σήμερα έχουν σπουδάσει γιατροί, δικηγόροι, καθηγητές, δάσκαλοι κλπ.
Οι γονείς του βιογραφούμενου, Ηλίας και Βασιλική, ήταν άνθρωποι ντόμπροι και πράοι, πολύ ηθικοί και αξιοπρεπείς χαρακτήρες. Ήταν καλοπροαίρετοι, φιλόξενοι, φιλότιμοι και καλοσυνάτοι. Σαν γονείς ήταν άριστοι και στάθηκαν άξιοι στο ύψος τους και στο ρόλο τους. Απέκτησαν τρία παιδιά, την Καλλιόπη, τη Σεβαστία και τον βιογραφούμενο Θεόδωρο. Η Καλλιόπη γεννήθηκε το 1962, έγινε δικαστικός υπάλληλος, και είναι σήμερα συνταξιούχος. Είναι παντρεμένη και έχει αποκτήσει τρία παιδιά, την Κωνσταντίνα, τον Γεώργιο και τον Ηλία. Η Σεβαστία γεννήθηκε το 1963. Τελείωσε την Σχολή Εποπτών Δημόσιας Υγείας και σήμερα είναι συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος. Είναι παντρεμένη και έχει αποκτήσει τρία παιδιά, την Κωνσταντίνα, το Γεώργιο και τη Βασιλική.
Ο βιογραφούμενος, Θεόδωρος Τσαβδαρίδης, γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1966 στον Πύργο Ηλείας. Τελείωσε το σχολείο στην πόλη του Πύργου και έζησε πολύ καλά και ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Κατόπιν εξετάσεων, φοίτησε στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο Τμήμα της Νομικής Σχολής. Υπηρέτησε τη θητεία του στον Πλάτανο Σάμου στο τεχνικό σώμα. Άσκησε δικηγορία και κατόπιν εξετάσεων, σε ηλικία 26 ετών, διορίστηκε Συμβολαιογράφος, στη Νεάπολη Βοιών Λακωνίας, όπου ασκεί το επάγγελμα έως και σήμερα, και διατηρεί το γραφείο του επί της παραλιακής οδού Λεωφόρου Ακτής Βοιών 136.
Η Νεάπολη Βοιών, ή Βάτικα, είναι παραθαλάσσια κωμόπολη της Περιφερειακής Ενότητας Λακωνίας. Με το πρόγραμμα Καποδίστριας η Νεάπολη ήταν έδρα του Δήμου Βοιών, ενώ σύμφωνα με το πρόγραμμα Καλλικράτης ανήκει στο Δήμο Μονεμβασιάς. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, η Νεάπολη έχει 3.090 κατοίκους. Είναι η νοτιότερη πόλη της ηπειρωτικής Ελλάδας και βρίσκεται στην θέση της αρχαίας πόλης των Βοιών, σε ένα ήρεμο κόλπο. Πίσω από την Νεάπολη βρίσκεται ο ορεινός όγκος της Κριθίνας, ο οποίος καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Η Νεάπολη συνδέεται ακτοπλοϊκά με τα Κύθηρα και τα Αντικύθηρα. Οι Βοιαί ήταν μια αρχαία πόλη, η οποία δημιουργήθηκε μεταξύ του 1050 π.Χ. και του 950 π.Χ. από τον Ηρακλείδη Βοία, ανήκε στο Κοινό των Ελευθερολακώνων, το οποίο απαρτιζόταν από 18 πόλεις. Η πόλη γνώρισε ιδιαίτερη ακμή κατά τη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων ως εμπορικό λιμάνι, αλλά μέχρι την ύστερη αρχαιότητα είχε παρακμάσει. Στη συνέχεια εμφανίστηκαν διάφοροι οικισμοί γνωστοί ως Βάτικα (παραφθορά της λέξης Βοιάτικα). Η σημερινή πόλη σχεδιάστηκε το 1837 από τον Βαυαρό αρχιτέκτονα Μπίρμαχ, ο οποίος έχει επίσης σχεδιάσει την Σπάρτη και την Κάρυστο. Το 1845 ορίζεται έδρα του Δήμου Βοιών και παρέμεινε έδρα του μέχρι το 1912, όταν καταργήθηκε ο δήμος και έγινε έδρα της κοινότητας Νεαπόλεως. Το 1995 έγινε έδρα του Δήμου Νεαπόλεως Βοιών και το 1999 του Δήμου Βοιών. Από το 2011 ανήκει στο Δήμο Μονεμβασιάς, του οποίου πρωτεύουσα είναι οι Μολάοι.
Σε προσωπικό επίπεδο, ο βιογραφούμενος παντρεύτηκε το 1995 και η σύζυγος του ονομάζεται Χρυσούλα. Έκτοτε οι δύο σύζυγοι εργάζονται μαζί. Το ζευγάρι έχει αποκτήσει τρία παιδιά. Το 1996 γεννήθηκε η Σταυριανή, η οποία είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), η οποία αποφοίτησε με βαθμό «ΑΡΙΣΤΑ» (9+) και κατά την ορκωμοσία της, η Πρυτανική Αρχή την κάλεσε να διαβάσει τον όρκο. Σήμερα είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο ΕΚΠΑ, στο Αστικό Δίκαιο και τις Νέες Τεχνολογίες (Civil Law and New Technologies) και ήρθε πρώτη στην κατάταξη στο εν λόγω μεταπτυχιακό, κατόπιν εξετάσεων, με ειδίκευση στο Ηλεκτρονικό Έγκλημα και τα Προσωπικά Δεδομένα. Το 1997 γεννήθηκε ο Ηλίας, ο οποίος είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και αποφοίτησε με βαθμό 8 και σήμερα είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΕΚΠΑ, στο Τμήμα Γεωλογίας και Γεωπεριβάλλοντος, με ειδίκευση στις Στρατηγικές Διαχείρισης Καταστροφών και Κρίσεων στους Διοικητικούς και Αναπτυξιακούς Τομείς (Disasters and Crises Management Strategies in Administrative and Development Sectors). Το τρίτο παιδί της οικογένειας είναι η Μυρτώ, η οποία γεννήθηκε στο έτος 2000 και είναι φοιτήτρια στο τρίτο έτος στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς (ΠΑΠΕΙ), στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών.
Ο βιογραφούμενος θυμάται ακόμα τα λόγια του πατέρα του και τα φυλά στην καρδιά του: «…να δοξάζεις το Θεό και να έχεις πάνω από όλα την υγειά σου και πέντε φράγκα να περνάς καλά την ημέρα σου και αν μπορείς να κάνεις καλό, να το κάνεις και ποτέ να μην βλάψεις τον άλλο και να θυμάσαι ότι όλα σε αυτή τη ζωή, ιδίως οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι εφήμερα και επί του παρόντος και σε πλησιάζουν οι περισσότεροι όταν έχουν την ανάγκη σου ή για να αποκομίσουν κάτι από σένα ή για να σε εκμεταλλευτούν… συνήθως ο εχθρός σου είναι αυτός που ευεργέτησες … να μην ρουφιανέψεις ποτέ… να μην διαλύσεις ποτέ την οικογένεια του άλλου διότι προτιμότερο είναι να γκρεμίσεις ένα εκκλησάκι…».