Ο Ιωάννης Σουλελές, του Σπυρίδωνα και της Αικατερίνης-Κατίνας, γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Καλαβρύτων στις 17 Φεβρουαρίου 1952. Φοίτησε αρχικά στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, έχοντας για έξι ολόκληρα χρόνια τον ίδιο δάσκαλο, τον αείμνηστο Δημ. Κωτσόπουλο, από το χωριό Φίλια της περιοχής της Κλειτορίας. Ζηλωτής σε ό,τι αφορούσε το κύριο καθήκον του, αξιοσέβαστος, απαιτητικότατος, αποτελούσε την προσωποποίηση και την επιτομή του άτεγκτου, αυστηρού, πλην όμως, άκρως ευσυνείδητου εκπαιδευτικού. Το μάθημα γινόταν καθημερινά, πρωί-απόγευμα, η ώρα της διδασκαλίας ιερή, οι δασκαλικές απαιτήσεις και υποδείξεις νόμος άμεσα εκτελεστός, χωρίς κανένα απολύτως περιθώριο παρερμηνείας, παρακοής, αδιαφορίας ή απείθειας. Άφησε εποχή στο χωριό. Ο δάσκαλος αυτός είχε τη δική του οικογένεια, τη σύζυγό του Βαλσάμω και δύο κόρες, τη Θεοδούλα-Λούλα και τη Γεωργία, που σήμερα ζουν στην Αθήνα με τις οικογένειές τους.
Τελειώνοντας το Δημοτικό, ο βιογραφούμενος, υπό συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες και αντίξοες, συνέχισε τη φοίτησή του στο δεινά, τότε, υποστελεχωμένο Γυμνάσιο-Λύκειο της Κλειτορίας. Δεν ήταν μόνο το πρόβλημα της εκεί καθημερινής μετάβασης κι επιστροφής και η κάλυψη της απόστασης των συνολικά 12 χιλιομέτρων πεζοπορίας πρωί και μεσημέρι. Ήταν οι βροχές, οι καταιγίδες, τα κρύα, τα χιόνια και οι πάγοι τον χειμώνα, τα μουσκεμένα ρούχα, η μελέτη που γινόταν με το φως του λυχναριού ή μιας μικρής λάμπας πετρελαίου κλπ. Ο κατ’ ευφημισμόν ελεύθερος χρόνος ήταν χρόνος συμμετοχής στις αγροτικές και άλλες ενασχολήσεις και ανάγκες τις οικογένειας. Καθοριστική και αξιομνημόνευτη, στο λύκειο, η συνεισφορά του εξαιρετικού καθηγητή-φιλόλογου Ευσταθίου Ζακυνθινού.
Λόγοι πρακτικοί, αλλά και οικονομικοί, τον ώθησαν στην Παιδαγωγική Ακαδημία Τριπόλεως (1969-1971) και στη συνέχεια στην Αθήνα, στις Πολιτικές Επιστήμες (ΠΑΣΠΕ), παίρνοντας πτυχίο από το τμήμα Δημόσιας Διοίκησης το 1976, κατά ένα μέρος σχεδόν ταυτόχρονα με τη στρατιωτική του θητεία στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη (Νομούς Καβάλας και Ξάνθης).
Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς έλαβε τον πρώτο του διορισμό στο χωριό Άρμπουνας Καλαβρύτων. Στη συνέχεια μετατέθηκε στον Άγιο Νικόλαο, στην Τουρλάδα και στα Καστριά Καλαβρύτων, για να καταλήξει στην Αθήνα, στο 13ο Δημοτικό Σχολείο Περιστερίου, όπου υπηρέτησε επί 29 συναπτά έτη, έως και το 2011. Τα τελευταία 11 χρόνια διετέλεσε μάλιστα και διευθυντής του. Στο ενδιάμεσο, παρακολούθησε πολλές φορές επιμορφωτικά σεμινάρια και τη διετή μετεκπαίδευση στο Μαράσλειο Δ.Δ.Ε. και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, γενόμενος κοινωνός μεταξύ άλλων των μεταφυσικών και γενικότερων αγωνιών του αξέχαστου φιλόσοφου καθηγητή Λιαντίνη…
Οι παππούδες του, από τη μεριά του πατέρα του, ονομάζονταν Ιωάννης Σουλελές και Αθανασία Νταφαλιά. Ο Ιωάννης είχε χαρακτηριστικά δρομέα αντοχής-μαραθωνοδρόμου, ήταν κοινωνικός και φιλόξενος, η δε Αθανασία ήταν εξαιρετικά φιλότιμη, με έντονη διάθεση προσφοράς και αυτοθυσίας. Κύρια απασχόληση ήταν η κτηνοτροφία, αλλά περιστασιακά η Αθανασία, όταν οι συνθήκες το απαιτούσαν, έκανε και τη μαία του χωριού. Ο Ιωάννης πέθανε στα 85 του χρόνια και η Αθανασία στα 67 της. Τα αδέρφια του Ιωάννη πολέμησαν στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Υπηρέτησαν τη στρατιωτική τους θητεία μέχρι και 10 χρόνια, από το 1912 μέχρι το 1922 που έληξε η εμπόλεμη κατάσταση.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Σπυρίδων Σουλελές, γεννήθηκε στον Άγιο Νικόλαο Καλαβρύτων, ένα χωριό στις παρυφές του όρους Χελμού, κοντά στην Κλειτορία, που παλαιότερα ονομαζόταν Ζευγολατιό, επειδή οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν ζευγολάτες. Ήταν ένας άνθρωπος με πολλή ενέργεια, παρορμητικός, ευθύς, αυθεντικός. Ήταν και καλός κυνηγός, διέθετε ιδιαίτερο αφηγηματικό χάρισμα, κυρίως για τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου και είχε εντονότατο ενδιαφέρον για τα κοινά, διατελέσας Πρόεδρος της Κοινότητας και σύμβουλος για πολλά, περίπου 30, χρόνια. Είχε άλλα δύο αδέρφια, τον Τάκη και τη Σοφία.
Όταν ήρθε η ώρα να αποκτήσει τη δική του οικογένεια, επέλεξε για σύζυγό του την Αικατερίνη-Κατίνα Χαμακιώτη, από το χωριό Καλλιθέα της περιοχής Κλειτορίας. Εκείνη είχε την ατυχία να χάσει σε μικρή ηλικία και τους δύο γονείς της μέσα σε τρεις μέρες, με τον πατέρα της να αποβιώνει μετά από έντονους πόνους στο στομάχι και τη μητέρα της να τον ακολουθεί σχεδόν αμέσως μετά. Έτσι, μεγάλωσε με τους παππούδες της μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της Κατοχής. Όταν παντρεύτηκε τον Σπυρίδωνα, ήταν 21 ετών και έκανε μαζί του τρία παιδιά, τον βιογραφούμενο Ιωάννη, τον Παναγιώτη και την Αθανασία. Ήταν μια γυναίκα που αγαπούσε να προσφέρει και αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στα παιδιά της, τα οποία ανέθρεψε με πολλή αγάπη και στοργή, αλλά και αυστηρές ηθικές αρχές και αξίες. Ο άντρας της, ο Σπυρίδων, πέθανε στα 85 του, τον Φεβρουάριο του 2001.
Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ότι και ο πατέρας της μητέρας και παππούς του βιογραφούμενου, Πανάγος Χαμακιώτης, είχε λάβει κι αυτός μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία, όντας αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας του κακού που έγινε στη Σμύρνη τον Σεπτέμβριο του 1922. Παγιδευμένος στην παραλία της και αυτός, όπως χιλιάδες άλλοι πανικόβλητοι, πάνω στην απόγνωσή του αρπάχθηκε-πιάστηκε-γαντζώθηκε από κάποιο προεξέχον αγκωνάρι ενός, κατάμεστου από αλλόφρονες επιβάτες, αναχωρούντος καϊκιού και βρέθηκε αιωρούμενος στο κενό, χωρίς να ξέρει μπάνιο, διασωθείς ως εκ θαύματος. Αυτά για εκείνους που δε θέλουν να αναγνωρίσουν τη φριχτή πραγματικότητα και την ωμή της αλήθεια. Δυστυχώς είναι πολλοί εκείνοι που διαστρεβλώνουν και διαστρεβλώνουν συνειδητά. Τελικά δεν ξέρουμε ποιο είναι το κακό και ποιο το χειρότερο. Το ίδιο το γεγονός της καταστροφής ή η υποκριτική ερμήνευσή της. Θεωρεί ότι η έσχατη πλάνη είναι χειρότερη από την πρώτη. «Καημένε Σολωμέ, προφήτη. Τα είχες πει όλα πριν από 200 χρόνια, αλλά κανείς ποτέ δε σε άκουσε. Και εμείς εδώ, οι της ημετέρας παιδείας, δεν ξέρουμε παρά μόνο λίγες αράδες απ’ τις δύο πρώτες στροφές του εθνικού ύμνου. Αλλά και κάτι αν ξέρουμε, είναι πολύ αμφίβολο αν μπορούμε να αντιληφθούμε το νόημα σωστά. Έχουμε χάσει τη μπάλα από τους κάθε λογής και κοπής “σοφολογιότατους”…αν κανένας σοφολογιότατος κρώζη, ή κανένας Τούρκος βαδίζη γιατί για με είναι όμοιοι και οι δύο» αναφέρει.
Ο βιογραφούμενος, σε ηλικία 40 περίπου ετών, αποφάσισε να δημιουργήσει τη δική του οικογένεια και παντρεύτηκε την Αναστασία Κορμπίλα, που ήταν συνάδελφός του στο σχολείο. Η Αναστασία, του Παναγιώτη και της Σταυρούλας, κατάγεται από το Παρθένι Αρκαδίας και μετοίκησε μαζί με την οικογένειά της στην Αθήνα, όταν ο πατέρας της, εκπαιδευτικός κι εκείνος, πήρε μετάθεση σε ένα σχολείο της πρωτεύουσας. Ο Ιωάννης και η Αναστασία έφεραν στον κόσμο δύο αγόρια, τον Σπύρο και τον Παναγιώτη, που είναι σήμερα 23 και 21 ετών, φοιτητές της Ιατρικής Αθηνών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου αντίστοιχα.
Ο αδελφός του Ιωάννη, ο Παναγιώτης, είναι κι αυτός παντρεμένος κι έχει τα δικά του παιδιά, τη Νικολίτσα, τον Σπύρο, τη Γεωργία, τον Θανάση, τη Δήμητρα και την Κατερίνα. Με την οικογένειά του ζει μόνιμα στην Κλειτορία Καλαβρύτων, ενώ ο ίδιος είναι τώρα συνταξιούχος της ΔΕΗ. Η αδελφή του πάλι, η Αθανασία, μένει τώρα στην Αθήνα, στην Καισαριανή και είναι υπάλληλος της ΕΥΔΑΠ. Η μητέρα, Αικατερίνη-Κατίνα Χαμακιώτη έχει ήδη αποβιώσει από τον Αύγουστο του 2016.
«Όταν ένας κύκλος ζωής κλείνει, ανοίγει ένας καινούριος. Τώρα πια είναι η ώρα του απολογισμού, της ενδοσκόπησης, των αναμνήσεων, της αναπόλησης για ό,τι βίωσε η ελληνική ύπαιθρος και τα ορεινά χωριά μας στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, τις αγροτικές εργασίες, τον θερισμό, το αλώνισμα, τον τρύγο, τα ήθη και τα έθιμα, τα πανηγύρια και τις γιορτές, ιδιαίτερα του πολιούχου του χωριού, Αγίου Νικολάου στις 6 Δεκεμβρίου, την υποδοχή των ξενιτεμένων, τους θρήνους και τα μοιρολόγια όταν κάποιος συγχωριανός, όπως και φίλοι συνάδελφοι έφευγαν από τη ζωή. Ακόμη, τα λάθη και τις παραλείψεις, μία από αυτές πολύ οδυνηρή. Αφορά τους περίπου 10 συγχωριανούς του που είχαν λάβει μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία, Προύσα, Εσκί Σεχίρ, Αφιόν Καραχισάρ, Σαγγάριος και που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Δυστυχώς, δεν έχουμε ούτε ένα κείμενο, ούτε μία γραπτή μαρτυρία, ούτε μία καταγραφή για τις απίστευτες περιπέτειές τους, που θα μπορούσε να αποτελεί ένα πρώτης τάξεως ντοκουμέντο, αλλά και ιστορική παρακαταθήκη για τις επερχόμενες γενιές». Με αυτή την έννοια, «εσείς που πρωτοστατείτε σ’ αυτήν την επίπονη προσπάθεια αποτύπωσης της ιστορίας και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς είστε άξιοι συγχαρητηρίων και κάθε επαίνου. Τιμή σε εκείνους που στη ζωή τους όρισαν να φυλάνε Θερμοπύλες».
Όσον αφορά τις προσωπικές απόψεις του βιογραφούμενου, δεν πιστεύει πως μπορεί να έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία και σημασία πέρα από το προφανές και αυταπόδεικτο συμπέρασμα ότι από νόμους, κανόνες, αρχές, αξίες, παράδειγμα έχει ανάγκη η χώρα, από αγωγή, ανατροφή, ευπρέπεια, φιλομάθεια το σχολείο και από γνώθι σαυτόν, σύγχρονη αίσθηση του κόσμου, μέτρο και ευταξία η ζωή μας. Αν στα παραπάνω προστεθούν οι έννοιες της φιλοπονίας, της αξιοπρέπειας, της γνώσης, της άμιλλας, του επαγγελματισμού, της ατομικής ευθύνης και της κοινωνικής συνείδησης, όλο και κάποια κοινή συνισταμένη θα υπάρχει για να μας δείχνει τον ιστορικό μας προσανατολισμό. Η ενσυναίσθηση, ο παραμερισμός του οιδηματικού μας εγώ, οι ισοκρατικές παιδευτικές παραινέσεις, το «δεν υποφέρεσθε πλέον δια την διχόνοιάν σας» του ήρωα της επανάστασης Νικηταρά, η επιγραφή στην κεντρική βρύση του χωριού «ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ», θα μπορούσαν να ήταν μια κάποια «Καβαφικού χαρακτήρα» λύση. «Ἔξεστι Ἕλλησι οὐκ ἀσχημονεῖν, ἀλλά φιλοκαλεῖν καί εὖ ποιεῖν».