Μενού Κλείσιμο

Κομνίδης Γεώργιος

• Έτος Γεννήσεως: 1934
• Επάγγελμα: Συνταξιούχος
• Τόπος Καταγωγής: Σοφικό Διδυμότειχου, Έβρος, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Ελλάδα
• Τόπος Διαμονής: Αλεξανδρούπολη, Έβρος, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, Ελλάδα

Ο Γεώργιος Κομνίδης γεννήθηκε στο Σοφικό Διδυμότειχου το 1934. Σπούδασε Θεολογία και στη συνέχεια φοίτησε στην Ακαδημία Θεσσαλονίκης, από όπου έλαβε το αξίωμα του Ιεροδιδάσκαλου. Διακρίθηκε για το πνευματικό του έργο και την προσφορά του στους συνανθρώπους του καθ’ όλα τα χρόνια της υπηρεσίας του. Σήμερα έχει συνταξιοδοτηθεί.

 

Η καταγωγή της οικογένειας του βιογραφούμενου είναι από το Μεγάλο Ζαλούφι της Μακράς Γέφυρας, στην Ανατολική Θράκη. Αρχικά, το όνομα της οικογένειας ήταν «Κόμνογλου» και όταν ήρθαν στην Ελλάδα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, έγινε «Κομνίδης». Πιθανότατα, το αρχικό όνομα της οικογένειας ήταν «Κομνηνός». Ο πατρικός παππούς του βιογραφούμενου, Χρήστος, εργαζόταν ως σιδηροδρομικός στην Τουρκία. Ήρθε στην Ελλάδα το 1922 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ήρθε μόνος του, καθώς οι γονείς του είχαν πεθάνει στην Τουρκία. Ο ίδιος ήταν από τους ελάχιστους που επέστρεψαν ζωντανοί από τα Αμελέ Ταμπουρού, τα περιβόητα τάγματα εργασίας. Αρχικά, ο Χρήστος εγκαταστάθηκε στο Σοφικό Διδυμότειχου, αλλά επειδή το μέρος πλημμύριζε συχνά, πήγε στο Λιλί Κουστί. Αργότερα, η τοποθεσία ονομάστηκε Σοφικό, διότι το παλιό Σοφικό καταστράφηκε ολοσχερώς. Εκεί ο παππούς Χρήστος ασχολήθηκε με τις αγροτικές εργασίες. Παντρεύτηκε την Αθηνά Στράντζαλη, η οποία επίσης καταγόταν από το Μεγάλο Ζαλούφι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τον Ηλία, τον Γεώργιο, την Κυριακή και τη Ζηνοβία.

Ο εκ μητρός παππούς του βιογραφούμενου, Ιωάννης Σταματόπουλος, έμενε στο Νέο Χειμώνιο Ορεστιάδας. Το χωριό δημιουργήθηκε από τους κατοίκους του Μεγάλου Ζαλουφίου της Ανατολικής Θράκης. Ο Ιωάννης διετέλεσε Δήμαρχος της Ορεστιάδας τα έτη 1922-1925 περίπου. Ήταν πραγματικός πατριώτης και πολύ έντιμος άνθρωπος. Σε μία από τις επισκέψεις του στην Αθήνα, για υπηρεσιακούς λόγους, παρευρέθηκε σε μία εκδήλωση. Εκεί έφαγε μία ελιά στα τρία, για να μη ζημιώσει το Ελληνικό Δημόσιο. Ήταν αγαθός άνθρωπος, με την πολύ θετική έννοια της λέξης.

Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ηλίας Κομνίδης, ήταν γεωργός. Παντρεύτηκε τη Ζηνοβία Σταματοπούλου και απέκτησαν πέντε παιδιά, εκ των οποίων έζησαν τα τέσσερα, ο βιογραφούμενος, η Ελισάβετ, η Μαρία και ο Ελευθέριος.

Η οικογένεια της μητέρας του βιογραφούμενου αποτελούνταν από πνευματικούς ανθρώπους, σε αντίθεση με τους Κομνίδηδες, που υπερείχαν στη σωματική δύναμη. Ωστόσο, ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ηλίας, ήταν αρκετά βίαιος άνθρωπος. Η βίαιη συμπεριφορά του, σε συνδυασμό με την άρνησή του να επιτρέψει στον βιογραφούμενο να σπουδάσει, ανάγκασαν τον νεαρό, τότε, Γιώργο, να φύγει από το χωριό. Για ένα χρόνο πήγαινε στο Διδυμότειχο, όπου τελείωσε την πρώτη τάξη του Γυμνασίου κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες. Ήταν τα «πέτρινα χρόνια» της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και αναγκάζονταν να κάνει μια μεγάλη διαδρομή με τα πόδια, περνώντας μέσα από ναρκοπέδια για να φτάσει στο Διδυμότειχο. Εκεί τον προστάτεψε μία μουσουλμάνα. Τον δεύτερο χρόνο, το 1948, ο βιογραφούμενος ζήτησε από τον Έπαρχο να τον στείλει στην Παιδούπολη, για να μπορέσει να μορφωθεί. Εκείνος τον έστειλε στην Κάλαθο της Ρόδου μαζί με την αδερφή του, Ελισάβετ. Εκεί έμειναν για 2 χρόνια. Στη συνέχεια, ο βιογραφούμενος πήγε στο Καστρί της Αθήνας για 6 μήνες. Επέστρεψε στο χωριό κουβαλώντας ένα σακί με ψωμί, δώρο για την οικογένειά του. Στην Ξάνθη βρισκόταν μία Ιερατική Σχολή στο Μοναστήρι των Ταξιαρχών, όπου ο βιογραφούμενος φοίτησε τα τελευταία δύο από τα επτά έτη των σπουδών του. Το 1955 έλαβε το πτυχίο της Εκκλησιαστικής Σχολής Ξάνθης. Ενώ σπούδαζε, δούλευε σαν εργάτης σε διάφορες δουλειές.

Το 1956 ο βιογραφούμενος υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και τον επόμενο χρόνο απολύθηκε. Επέστρεψε στην Ξάνθη, όπου εργάστηκε στη δασική υπηρεσία. Το 1959 φοίτησε στην Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης για 3 χρόνια. Έλαβε το αξίωμα του Ιεροδιδάσκαλου. Ασχολήθηκε με ένα επάγγελμα που σχετίζεται άμεσα με την κοινωνική προσφορά, κάτι που του προσέφερε μεγάλη ικανοποίηση. Είχε πολλή αγάπη και μεράκι για οποιαδήποτε ασχολία έκανε. Είχε μία σφυρίχτρα με την οποία σφύριζε δυνατά κάθε βράδυ στις 9 και την ίδια στιγμή έπρεπε όλα τα παιδιά του χωριού ανεξαρτήτως να πέσουν στο κρεβάτι για ύπνο. Ο βιογραφούμενος είχε πολλές αρμοδιότητες στο χωριό καθώς ήταν Δάσκαλος, Ιερέας, Προξενήτρα και… Μαμή! Οτιδήποτε έκανε, το έκανε για το καλό των άλλων.

Ο βιογραφούμενος αποτέλεσε τον πυρήνα του χωριού Γιατράδες, ένα χωριό κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, όπου διορίστηκε το 1962 και έμεινε για 13 χρόνια. Εκεί κατάφερε να συμφιλιώσει τους τρεις ιδιοκτήτες των καφενείων του χωριού. Ο βιογραφούμενος είχε ένα πικ απ και κάθε Κυριακή έστηνε ένα γλέντι εκ περιτροπής στα τρία καφενεία. Έτσι κατάφερε να μονοιάσει τους τρεις καφετζήδες αλλά και όλο το χωριό. Με τους μαθητές του ανέβαζε θεατρικά έργα και έκαναν παραστάσεις στα γύρω χωριά και στους στρατώνες. Ξεκινούσε κάνοντας λειτουργία, ακολουθούσε μία θεατρική παράσταση και στο τέλος πραγματοποιούταν γλέντι με σούβλισμα αρνιών. Ο βιογραφούμενος μετέτρεψε τη βία που του ασκήθηκε από τον πατέρα του σε απέραντη αγάπη, τρυφερότητα και προσφορά προς όλους τους συνανθρώπους του.

Στη συνέχεια μετατέθηκε στους Ψαθάδες, που απέχει περίπου 6 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Διδυμοτείχου, ένα μικρό χωριό, άσημο, που οι κάτοικοί του ήρθαν απ’ την άλλη όχθη του Έβρου, τους παλιούς Ψαθάδες, που τους αγναντεύουν ακόμα με νοσταλγία. Άσημο θα ήταν το χωριό και θα το προσπερνούσε αδιάφορα ο αδαής ταξιδιώτης. Όμως εδώ, σε τούτο το ακριτικό μέρος, υπηρέτησε ένας ιεροδιδάσκαλος που δεν αρκούνταν μονάχα να φωτίζει τις ψυχές των μαθητών του και να μεταδίνει τον λόγο του Θεού στους χωριανούς. Ο παπα-Γεώργιος Κομνίδης έβλεπε γύρω του έναν πλούσιο ζωικό κόσμο που άρχισε σιγά-σιγά να εξαφανίζεται. Έβλεπε γύρω του τα παλιά εργαλεία και τα σύνεργα του σπιτιού και τις πατρογονικές φορεσιές ν’ αποσύρονται πια από την καθημερινή χρήση, γηραιοί απόμαχοι μιας ζωής που είχε κάποτε νόημα και λειτουργικότητα, ν’ αποσύρονται στο σκουπιδαριό των άχρηστων πραγμάτων και στην καταστροφή. Κι άπλωσε το χέρι του ο παπάς, ο δάσκαλος, όπως τ’ απλώνει για να ευλογήσει και να χαϊδέψει τα παιδιά. Τ’ άπλωσε για να δώσει στέγη και καταφύγιο σ’ αυτά τα παλιά αγαπημένα αντικείμενα, που το άσπλαχνο χέρι του σύγχρονου ανθρώπου τα παραπέταξε στο κρύο και στη λησμονιά.

Γέμισε το υπόγειο του Μονοθέσιου Σχολείου των Ψαθάδων από παλιές στολές, από αγροτικά εργαλεία, από σπιτικά σκεύη φτιαγμένα κάποτε με κόπο, αλλά και με κέφι και μεράκι. Μουχάνια και φυσερά από παλιά σιδεράδικα, λανάρια για το μαλλί, τσικρίκια και ανέμες για το μάζεμα της κλωστής, αργαλειοί για τα ρούχα και για τις ψάθες, πέτρινες στρογγυλές πλάκες, τα «σάτσια» για το ψήσιμο της λαγκίτας, (της κρέπας των σύγχρονων) και γάστρες για τις πίτες, πατητήρια σταφυλιών, ξύλινα υδροδοχεία γεωργών, «γιατίκια» και ντουρβάνες για το βούτυρο, δοκάνες για το αλώνισμα, παγίδες για τ’ αγρίμια κι ένα σωρό άλλα αντικείμενα «ων ουκ έστιν αριθμός». Υπάρχουν και βιτρίνες στο υπόγειο όπου έχει ταξινομηθεί ο πλούτος της ζωικής και της φτερωτής πανίδας του Έβρου ταριχευμένος από το έμπειρο χέρι του παπα-Γιώργη. Μαντεύεις τον κόπο και το μακρύ χρόνο της δουλειάς αυτού του φωτισμένου λευίτη και δάσκαλου.

Για να μπορέσει να κάνει πιο εποπτική τη διδασκαλία στους μαθητές του, επεκτείνει τη συγκέντρωση του εποπτικού υλικού και με μέλη του ανθρώπινου σώματος όπως έχουν βγει από το νυστέρι του χειρούργου. Ίσως τούτος ο παπάς αυτού του ακριτικού χωριού του Έβρου θα μπορούσε να εξελιχτεί σε Μέντελ της εποχής μας ‒ αν βέβαια του παρέχονταν κάποια ενθάρρυνση στην τόσο κοινωφελή δραστηριότητά του. Ενθουσιώδεις είναι οι εντυπώσεις των επισκεπτών. «Θέλω να συγχαρώ με όλη μου την καρδιά τον Παπα-γιώργη που με το προσωπικό του Μουσείο εξηγεί τη φύση και ζωντανεύει την παράδοση στις ψυχές των παιδιών», γράφει η κ. Ιωάννα Τσάτσου. Κάποτε σε ένα ρεπορτάζ, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» από την Αθήνα Άρης Σκιαδόπουλος ρώτησε τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Διδυμοτείχου αείμνηστο Αγαθάγγελο Ταμπουρατζάκη ποια γνώμη έχει για τον βιογραφούμενο κι εκείνος του απάντησε: «Η προσφορά του π. Γεωργίου Κομνίδη είναι τεράστια σε πολλούς τομείς (π.χ. κοινωνικό, εκκλησιαστικό, εκπαιδευτικό, εκπολιτιστικό κλπ) στη Μητροπολιτική μου περιφέρεια. Πρόκειται για φαινόμενο εργατικότητος». Οι λόγοι επαίνου και ενθάρρυνσης όμως μόνοι δεν αρκούν. Γιατί μόνο αυτοί δεν εμποδίζουν τα εκθέματα ν’ ασφυκτιούν και να σαπίζουν μέσα στην υγρασία των 50 τετραγωνικών μέτρων του υπογείου του σχολείου. Κι αυτός ο ζωντανός πυρήνας της διατήρησης της πανάρχαιης τοπικής ψυχής έχει ανάγκη από συντήρηση. Και η αδιαφορία των γύρω τραυματίζει την ψυχή του ανθρώπου έστω κι αν είναι Λειτουργός του Υψίστου. Ευτυχώς που τα φωτεινά μάτια των παιδιών δίνουν κουράγιο στην ψυχή του δάσκαλου. Αυτά τα μάτια των παιδιών, αυτά τα πρόσωπα των παιδιών πρέπει να γελούν πάντα. Κύριοι αρμόδιοι, βοηθάτε να γελούν πάντα τα πρόσωπα των παιδιών των Ψαθάδων, των παιδιών όλου του κόσμου…

Όλοι οι μαθητές του και οι συγχωριανοί του από όσα μέρη πέρασε, τον συμπαθούσαν.

Ο βιογραφούμενος παντρεύτηκε την Κερατσούδα (Κερασιά) Παπανικολάου το 1962. Η καταγωγή της είναι από το Λάκκωμα Σαμοθράκης. Οι γονείς της ήταν ο Ευστράτιος και η Ζαφειρία. Διατηρούσαν καφενείο, κρεοπωλείο και ταβέρνα. Η ταβέρνα ήταν το μόνο μέρος στο νησί που μπορούσε κάποιος ταξιδιώτης να καταλύσει. Η Κερατσούδα είχε τέσσερα αδέρφια, τον Θόδωρο, τον Κωνσταντίνο, τον Ξενοφώντα και την Αθανασία. Η Κερατσούδα ήταν το μεγαλύτερο από τα παιδιά της οικογένειας. Σαν ζευγάρι, ο βιογραφούμενος με τη σύζυγό του ανέλαβαν για ένα χρόνο την ανατροφή του Θοδωρή, που ήταν ο 5χρονος γιος μιας γυναίκας από την Κίρκη, η οποία αναγκάστηκε να φύγει στη Γερμανία. Για να μη Γερμανοποιηθεί, η γυναίκα έδωσε τον Θοδωρή στο νεαρό ζευγάρι, που δεν είχε αποκτήσει ακόμη παιδιά. Αργότερα, έστειλε τον Θοδωρή στην Παιδούπολη Καλαμακίου όπου μορφώθηκε. Σήμερα ο Θοδωρής είναι σαν αδερφός για τις δύο κόρες του βιογραφούμενου. Μένει με τη μητέρα του, αλλά διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την οικογένεια του βιογραφούμενου.

Ο βιογραφούμενος με τη σύζυγό του απέκτησαν δύο κόρες, την Ευστρατία και τη Μαρία. Η Ευστρατία σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, παντρεύτηκε τον Αντώνιο Παύλου, ο οποίος είναι σήμερα Αντιστράτηγος εν αποστρατεία κι έχουν αποκτήσει τρία παιδιά, την Άννα, τη Γεωργία και τον Κωνσταντίνο. Η κόρη του βιογραφούμενου Μαρία, είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Έχει παντρευτεί τον Γεώργιο Στεφανογιάννη, ο οποίος είναι Ιατρός Παθολόγος και Στρατιωτικός εν αποστρατεία και έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, την Πολυξένη και την Κορίνα (Κερασιά-Κυριακή).

Σήμερα ο βιογραφούμενος έχει συνταξιοδοτηθεί και χαίρεται τα δύο παιδιά του, τα πέντε εγγόνια και τα τρία δισέγγονά του. Αγαπάει πολύ τη μουσική και το χορό. Είναι αυτοδίδακτος στο βιολί, στο ούτι και στα κρουστά. Έχει μουσική φλέβα καθώς τραγουδά, παίζει μουσική και ξέρει χορό. Είναι ένας τρυφερός άνθρωπος που κατάφερε να επιβιώσει και να σπουδάσει, δραπετεύοντας από το μέλλον που άλλοι ετοίμαζαν για εκείνον. Ο βιογραφούμενος υπήρξε ένας σπουδαίος άνθρωπος που τον διέκρινε το πνευματικό έργο και η προσφορά στον συνάνθρωπο. Στήριγμά του υπήρξε η Πρεσβυτέρα του, η κυρία Κερατσούδα, η οποία αποτελεί ακλόνητο στύλο για την οικογένειά τους αλλά και για το έργο τους συνολικά. Ασχολείται ιδιαίτερα με ένα Μουσείο το οποίο λατρεύει. Ένα χειροποίητο μουσείο, το «Λαογραφίας και Φυσικής Ιστορίας» στη Νέα Χηλή Αλεξανδρούπολης. Είναι ένα μουσείο χειροποίητο στην κυριολεξία, όπως τα αντικείμενα της λαϊκής τέχνης που διασώζει εντός του, όπως τα είδη της πανίδας που συνυπάρχουν αρμονικά, ταριχευμένα δια χειρός του ιδρυτή του, από τότε που η ανάγκη να μεταδώσει γνώση χειροπιαστή, «οπτικοποιημένη» στους μικρούς μαθητές του τον ώθησε να δημιουργήσει τη «μαγιά» της σημερινής μεγάλης συλλογής.

Πρόκειται για το Μουσείο Λαογραφίας και Φυσικής Ιστορίας του ιεροδιδάσκαλου Γεώργιου Κομνίδη που μεταφέρθηκε από τους Ψαθάδες Έβρου και λειτουργεί εδώ και επτά χρόνια στη Νέα Χηλή της Αλεξανδρούπολης. Πλούσιο σε ενδιαφέροντα και σπάνια εκθέματα, πολυθεματικό, αλλά συνάμα ταπεινό και αγνοημένο. Από το 1962, σχεδόν μισό αιώνα πριν, στους Γιατράδες είχε ξεκινήσει ο αεικίνητος και αειθαλής πλέον παπα-Γιώργης να συγκεντρώνει εκεί στο βόρειο Έβρο το εποπτικό υλικό για τους μαθητές του, να εμπλουτίζει διαρκώς τη συλλογή του ιδίοις αναλώμασι, να διασώζει μοναδικά δείγματα παραδοσιακής τέχνης, να τα συντηρεί μόνος, να ξεναγεί ακούραστα τους επισκέπτες. Κι όταν το εγχείρημα φάνηκε να υπερβαίνει τις δυνάμεις του, άρχισε να αναζητά εναγωνίως τη στήριξη των τοπικών φορέων για να μη χαθεί, να μην απαξιωθεί από τον χρόνο και την αδιαφορία ο μικρός θησαυρός που είχε συγκεντρωθεί. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, παρά τον εντυπωσιακό αριθμό δημοσιευμάτων για το μικρό Μουσείο και τις άοκνες προσπάθειες του δημιουργού του. Τι κι αν ήρθε η επιβράβευση το 1980 από το κορυφαίο ίδρυμα της χώρας, την Ακαδημία Αθηνών; Τι κι αν για ένα βραχύ διάστημα υπήρξε θνησιγενές ενδιαφέρον από το Υπουργείο Πολιτισμού; Μόνος του απέμεινε ο παπα-Γιώργης να παλεύει με ναφθαλίνες και φορμόλες, να επισκευάζει προθήκες, να ξεσκονίζει παμπάλαια αγροτικά εργαλεία και να τινάζει κιτρινισμένα υφαντά, να αγωνιά για τα πολυκαιρισμένα λάστιχα στο θεόρατο φυσερό του σιδερά, το «μουχάνι» και πώς να τα μαλακώσει, να απορεί παρά την ηλικία του με τα μυστήρια της ζωής, όπως τα βλέπει δεκαετίες τώρα σε εμβρυακή μορφή στις γυάλες, να θαυμάζει τη σοφία των ζώων σαν άλλος άγιος της Ασίζης. Κι όταν πληθαίνουν οι απορίες και τα αναπάντητα «γιατί», θεριεύει η απογοήτευση και πάει να γίνει πίκρα, να τα ξεγελάει όλα με επιτραπέζια τραγούδια και θρακιώτικους σκοπούς απ’ το ούτι του. Ένας χαρισματικός, ανυπόκριτος άνθρωπος του Θεού και της Εκκλησίας, ένας αυθεντικός, καλός και αγαθός άνθρωπος του λαού με επίγνωση των καταβολών και του χρέους στον τόπο, ένας αληθινός δάσκαλος που δεν θα συνταξιοδοτηθεί ποτέ. Ευτυχώς… Στους χρεοκοπημένους οικονομικά και ηθικά καιρούς μας που σπανίζει η γνήσια εθελοντική προσφορά, αλλά πληθαίνουν οι on camera φιλανθρωπίες, υπερτερούν οι δημόσιες σχέσεις έναντι της ουσίας και περισσεύουν τα χαμόγελα του δούναι και λαβείν, πολλοί μιλούν για την ανάγκη διαφύλαξης και ανάδειξης της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, για σύνορα, ακρίτες, ψυχωμένους, αντρειωμένους, αλλά στο δια ταύτα ουδέν.

Το Μουσείο Λαογραφίας και Φυσικής Ιστορίας βρίσκεται επί της οδού Θερμοπυλών 8, στη Νέα Χηλή κι ο παπα-Γιώργης, πάντα πρόθυμος και χαμογελαστός, θα χαρεί να ξεναγήσει και να εξηγήσει λεπτομερώς το κάθε τι, κατόπιν συνεννοήσεως μαζί του. Εισιτήριο δεν υπάρχει, ίσως γιατί η χειροποίητη φιλοξενία δεν μπορεί να χρεωθεί, ούτε να αποτιμηθεί, ίσως γιατί αποτελεί και η ίδια πια μουσειακό είδος.

 

ΤΙΜΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡIΣΕΙΣ ΚΑΙ ΒΡΑΒΕΥΣΕΙΣ

  • Συγχαρητήρια επιστολή του Υπουργού Πολιτισμού και Επιστημών Κ. Τρυπάνη, του Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιακώβου, 3-3-1977 και του Ροταριανού Ομίλου Αθηνών,1-3-1977
  • Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, 1980
  • Συγχαρητήρια επιστολή του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Διδυμοτείχου Αγαθαγγέλου για την βράβευσή του από την Ακαδημία Αθηνών, 6-7-1981
  • Συγχαρητήρια επιστολή του Νομάρχη Έβρου Χαρ. Λιναρδόπουλου, για τη βράβευσή του από την Ακαδημία Αθηνών, 11-2-1981
  • Επιθεώρηση Δημοτικής Εκπαίδευσης Διδυμοτείχου, έκφραση θερμών συγχαρητηρίων για τη βράβευσή του από την Ακαδημία Αθηνών, με κοινοποίηση στον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Διδυμοτείχου και τους Επιθεωρητές Δημοτικής Εκπαιδεύσεως Αλεξανδρουπόλεως, Σουφλίου και Ορεστιάδος, 16-2-1981
  • Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ευαρέσκειαν αυτού, 19-6-1981
  • Βραβείον ευποιίας μετά Αργυρού Μεταλλίου, της Κοινής Επιτροπής Βραβείων του Ροταριανού Ομίλου Θεσσαλονίκης, 26-4-1987
  • Ευεργετήρια γράμματα Ιεράς Μητρόπολης Διδυμοτείχου, επί Αγαθαγγέλου, για απονομή του Οφικίου του Οικονόμου,11-2-1975 και του Πρωτοπρεσβύτερου, 21-8-1990
  • Συγχαρητήρια επιστολή της Ιεράς Μητροπόλεως Πολιανής και Κιλκισίου, δια του Μητροπολίτου Αμβροσίου, 26-6-1990
  • Συγχαρητήρια επιστολή του Συλλόγου Δασκάλων και Νηπιαγωγών Διδυμοτείχου, 1990
  • Συγχαρητήρια επιστολή του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, Ιούνιος 2001
  • Τιμητικό Δίπλωμα του Σωματείου ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ, 23-3-1998
  • Συγχαρητήρια επιστολή του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστοδούλου, 11-10-1999
  • Τιμητικό Δίπλωμα από την Πανελλήνια Ομοσπονδία Θρακικών Σωματείων, 2-2-2002
  • Τιμητικό Δίπλωμα του Πολιτιστικού Συλλόγου Νέων Ψαθάδων Διδυμοτείχου, 2002
  • Τιμητικό Δίπλωμα της Ένωσης Αποφοίτων Εκκλησιαστικής Σχολής Ξάνθης, 28-6-2007
  • ΘΡΑΚΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΘΡΑΚΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ, ανακήρυξή του ως ΕΥΕΡΓΕΤΗ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ, 15-1-2009
  • Τιμητικό Δίπλωμα του Δήμου Τραϊανουπόλεως, 2009
  • Τιμητικό Δίπλωμα Ζαλουφιωτών Αλεξανδρουπόλεως
  • Ένωση Πολιτιστικών Φορέων Έβρου Ε.ΠΟ.Φ.Ε., Τιμητικό Δίπλωμα, 2013
  • Μετάλλιο Α Τιμής Δήμου Αλεξανδρουπόλεως
  • Ευαρέσκεια του Πανελλήνιου Συνδέσμου Ιεροδιδασκάλων «Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων», Ιούλιος 2018

 

Σήμερα, στα 87 του χρόνια, κοιτάζει προς τα πίσω γεμάτος ευγνωμοσύνη στον Πανάγαθο Θεό, που τον αξίωσε να ζήσει τόσα πράγματα. Πόνεσε, αδικήθηκε αλλά δεν το έβαλε κάτω και συνέχισε να βαδίζει στον δύσκολο δρόμο. Πάλεψε με τους δαίμονες μέσα του και γνώρισε πολλούς ανθρώπους. Κάποιοι ήρθαν στη ζωή του σαν ευλογία και άλλοι σαν μάθημα που έπρεπε να πάρει. Από όλους κάτι κέρδισε. Όλοι αποτέλεσαν ξεχωριστές εμπειρίες. Ακόμα μαθαίνει καινούρια πράγματα και κάνει όνειρα για το μέλλον. Αξιώθηκε να λάβει πολλά μετάλλια και διακρίσεις, αλλά τώρα πια μπορεί να πει με σιγουριά ότι το πιο σημαντικό μετάλλιο είναι η οικογένειά του που δημιούργησε με την παπαδιά του. Δυο παιδιά, πέντε εγγόνια, τρία δισέγγονα και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα. Αρκετά καλά για το φτωχόπαιδο από το Σοφικό, που ονειρεύτηκε κάποτε να ανοίξει τα δικά του φτερά. Δόξα τω Θεώ, πάντων ένεκεν.