Ο Παναγιώτης Κατσιδώνης, του Ελευθερίου και της Μαρίας, γεννήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 1961 στα Πλατάνια Ρόδου. Φοίτησε σε Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων στην Ελβετία, εργάστηκε στο Grand Hotel της Ρόδου, στην ποτοποιία ΚΑΪΡ, στον σταθμό ΑΝΤ1 ως ελεύθερος ρεπόρτερ, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με το εμπόριο έργων τέχνης. Επιπλέον, ασχολήθηκε με τη δημιουργία ντοκιμαντέρ που αφορούν τη Ρόδο, αλλά και την Αλβανία. H αγάπη του για τη φωτογραφία τον οδήγησε να γίνει ελεύθερος επαγγελματίας φωτογράφος. Σήμερα διατηρεί το δικό του φωτογραφείο στη Ρόδο.
Οι ρίζες της οικογένειας του Παναγιώτη Κατσιδώνη βρίσκονται στο νησί της Ρόδου. Το πατρικό του σπίτι ήταν χτισμένο στο πιο ψηλό σημείο του χωριού, με θέα στο Κοκκινάγκρεμο, στις Εφίλες Ρόδου, σε ένα πευκόφυτο δάσος αλλά και θέα μακριά προς τη θάλασσα της Μαλώνας. Στην αυλή είχαν δύο μουριές, μία άσπρη και μία μαύρη, καθώς και μία τζιτζιφιά από όπου έκαναν κούνια. Το μειονέκτημα της τοποθεσίας του σπιτιού ήταν ότι έπρεπε να κουβαλούν νερό από τις δύο βρύσες δεξιά και αριστερά του χωριού στους Πλάτανους και την Κλουσούρα. Μπάνιο έκαναν κάθε Σάββατο -ώστε να είναι καθαροί την Κυριακή στην Εκκλησία- μέσα σε μια τσίγκινη μπανιέρα με πράσινο σαπούνι. Ένα ακόμη μειονέκτημα του σπιτιού ήταν ο τοίχος που ακουμπούσε σε χώματα κτισμένος με σπασμένες πέτρες, άμμο και ασβέστη από τα περίχωρα, καθώς ήταν κτισμένο σε πλαγιά. Με τους σεισμούς, έτρεχε το νερό μέσα στο σπίτι, ειδικά στο χώρο που κοιμόταν η οικογένεια, μέχρι που ο πατέρας του έπρεπε να επενδύσει το ταβάνι με νάιλον προκειμένου να μην τρέχει το νερό. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο ο βιογραφούμενος ήταν συνεχώς άρρωστος με βρογχοπνευμονία.
Τον χειμώνα, τα ζώα της οικογένειας, οι αγελάδες και οι κατσίκες, ήταν στον «Σταυρό», ένα ιταλικό κτίριο, όπου χρησιμοποιούταν για ψυγείο και όλοι οι χωριανοί το είχαν χωρίσει σε στάβλους με πατάρια, όπου στο πάνω πάτωμα αποθήκευαν το άχυρο και στο κάτω τα ζώα. Οι λακκούβες για την κοπριά βρίσκονταν έξω από το κτίριο. Ο βιογραφούμενος θυμάται μικρός που φόρτωνε την κοπριά σε δύο κοφίνια, δεμένα στον γάιδαρο και πήγαινε με τα πόδια μέχρι τα χωράφια, κρατώντας πάντα μια σφεντόνα στο χέρι. Στην επιστροφή καθόταν στο σαμάρι με τη σφεντόνα έτοιμη.
Το ηλεκτρικό ρεύμα ήρθε στο χωριό επί Χούντας, το 1968 ή το 1969. Μέχρι τότε, χρησιμοποιούσαν λάμπα πετρελαίου. Την ίδια εποχή έπρεπε με νόμο να χτίσουν στο σπίτι τους αποχωρητήριο, καθώς μέχρι τότε δεν είχαν. Ακόμη, η οικογένεια είχε και κοτέτσι, και πάντα υπήρχε ένας χοίρος, τον οποίο η μητέρα του βιογραφούμενου έσφαζε τα Χριστούγεννα οπότε είχαν κρέας και λίπος για ένα μήνα. Κρέας, τότε, έτρωγαν κάθε Κυριακή, είτε κότα δική τους, είτε έσφαζε κατσίκι ή πρόβατο κάποιος χωριανός και μοιράζονταν το κρέας. Τα παπούτσια και τα ρούχα του Παναγιώτη ήταν πάντα τρυπημένα, όπως θυμάται ο ίδιος, καθώς μικρός έπαιζε με τους φίλους του στα χώματα και τις πέτρες κυνηγητό, μπίλιες και φουντούκια και κλεφτοπόλεμο με ξύλινα όπλα που έφτιαχναν οι ίδιοι ή αγόραζαν από τα πανηγύρια.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Στάθης, ήταν μανιώδης καπνιστής ώσπου αρρώστησε και διεγνώσθη με καρκίνο τον πνεύμονα, περνώντας οκτώ δύσκολους μήνες στο κρεβάτι με πόνους και φάρμακα. Εκείνο τον καιρό είχε κυκλοφορήσει ευρέως η φήμη στη χώρα για το λεγόμενο «νερό του Καματερού», ένα δήθεν θαυματουργό νερό το οποίο θεράπευε τον καρκίνο, που όμως, όπως ήταν φυσικό, έμελλε να αποδειχτεί απάτη. Ο θείος του βιογραφούμενου, Χρήστος, που ήταν καθηγητής Θεολόγος στην Αθήνα, πήρε δύο μπουκάλια «νερό» και τα έφερε στον παππού του. Τη δεύτερη μέρα, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ο παππούς σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι την πλατεία του χωριού. Τελικά, μετά από δύο μήνες, έφυγε από τη ζωή.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ελευθέριος, ασχολείτο με αγροτικές εργασίες. Όργωνε τα χωράφια με δύο αγελάδες, με ζυγό, και τα έσπερνε με το δισάκι. Την εποχή του θερισμού χρησιμοποιούσαν το δρεπάνι, κάνοντας τα δεμάτια, και μετά με τα γαϊδούρια τα έπαιρναν στο αλώνι. Στα μεγάλα χωράφια, ο πατέρας του έφτιαχνε αυτοσχέδια αλώνια, με έναν στύλο στη μέση και με τον γάιδαρο· αλώνιζαν έτσι για μέρες και έπειτα τα ξεχύριζαν με τη βοήθεια του ανέμου -το άχυρο πήγαινε παραπέρα και ο σπόρος από κάτω.
Ο πατέρας του ήταν, επίσης, αριστερός ψάλτης, αυτοδίδακτος, και ο ίδιος ο Παναγιώτης ήταν παπαδοπαίδι – από τους πρώτους! Είχε μάθει όλη τη Λειτουργία και στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού όταν είχε Εκκλησία τις καθημερινές, που έλειπε ο πατέρας του στα χωράφια ή στα καμίνια, έψελνε εκείνος. Χαιρόταν τότε, καθώς γλίτωνε τις πρώτες ώρες του σχολείου, όπως θυμάται χαρακτηριστικά.
Μια ακόμη ασχολία του πατέρα του ήταν τα ασβεστοκάμινα, εργασία δύσκολη, που έκανε με τα αδέρφια του γύρω στο 1965. Τα ασβεστοκάμινα ήταν τα καμίνια στα οποία πραγματοποιούνταν το ψήσιμο του ασβεστόλιθου, για την παραγωγή ασβέστη. Απαιτούσε δύο εβδομάδες εργασιών για το σπάσιμο της πέτρας, που προερχόταν από τα γύρω βουνά, με «βαριά και σφήνες». Ο πατέρας του έφευγε από τις 5 το πρωί και επέστρεφε αργά, γύρω στις 20:00 ή 21:00. Τα σαββατοκύριακα και το καλοκαίρι, ο βιογραφούμενος πήγαινε μαζί του και κουβαλούσε τις πέτρες κοντά στο δρόμο, για να τις φορτώσουν στο φορτηγό και να τη φέρουν στα καμίνια. Το χτίσιμο του καμινιού διαρκούσε μια εβδομάδα, μαζί με τον αρχιμάστορα Ασπράκη, και τρεις μέρες το κάψιμο της πέτρας -με μαζούτ από τη ΔΕΗ της Ρόδου- και πυρήνα από τη «Ρόδια», ξύλα πεύκου, για τα οποία είχαν άδεια από το Δασαρχείο, προς 1,5 δραχμή το κυβικό.
Ο βιογραφούμενος φοίτησε σε μονοθέσιο εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο, σε μια δύσκολη περίοδο, όπου οι παιδαγωγικές μέθοδοι ήταν ιδιαίτερα αυστηρές για τους μικρούς μαθητές. Φόβος των μαθητών, τότε, ήταν ο δάσκαλος, ειδικά όταν τα παιδιά δεν γνώριζαν το μάθημα της ημέρας. Οι τιμωρίες ήταν ιδιαίτερα σκληρές· από το στήσιμο στη γωνία της σχολικής αίθουσας, όρθιοι με το ένα πόδι γυρισμένο στον τοίχο, μέχρι το χτύπημα στις παλάμες με τη «βίτσα» -την ξύλινη βέργα από ελιά- ή την «κατσουπέρνη», πουρνάρι που έσπαγε όταν τραβούσαν τα χέρια τους στο ξύλινο θρανίο. Λέγεται ότι ο μαθητής που θα έφερνε την πιο σκληρή βέργα, η οποία δεν θα έσπαγε, θα έτρωγε τις λιγότερες «ξυλιές». Ο βιογραφούμενος θυμάται ακόμη την παραδοσιακή ενδυμασία των μαθητών, τις γαλανές ποδιές με τον άσπρο γιακά, οι οποίες και καταργήθηκαν το 1982. Η κατάργησή τους, μάλιστα, χαρακτηρίστηκε ως ιστορική απόφαση, που ελήφθη ως ένδειξη εκδημοκρατισμού, πλουραλισμού και απόδειξης ελευθερίας στην ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών. «Αλίμονο εάν ο γιακάς ή τα μανίκια είχαν λεκέδες» θυμάται πάντως ο ίδιος, καθώς, ακόμη και αυτό, επέφερε χτυπήματα με τη βέργα.
Ο Παναγιώτης Κατσιδώνης πέρασε δύο σχολικές χρονιές στο «Πρεβαντόριο» στο Παραδείσι της Ρόδου, το οποίο ήταν ένα Ίδρυμα για αδύναμα παιδιά. Στο ίδρυμα αυτό υπήρχαν κανόνες παρόμοιοι με αυτούς του στρατού, καθώς οι μαθητές έπρεπε να στρώνουν τα κρεβάτια τους, να κάνουν καθαριότητα κ.ά. Υπήρχε και ένα μικρό μοναστηράκι του Αγίου Ανδρέα, για τον εκκλησιασμό των παιδιών. Το εκκλησάκι ήταν τόσο μικρό, που ο παπά Ζόπας δεν χωρούσε να μπει στο ιερό και έμπαινε πλάγια σπρώχνοντας, θυμάται χαρακτηριστικά ο βιογραφούμενος.
Ο βιογραφούμενος σε μικρή ηλικία, ήταν πολύ αδύναμος και αρρώσταινε εύκολα. Επισκεπτόταν με τη μητέρα του, που τον έπαιρνε πάνω σε έναν γάιδαρο, τον γιατρό κ. Κουτρούλη στο διπλανό χωριό, την Ελεούσα, όπου βρισκόταν το Σανατόριο του νησιού, κτισμένο το 1947 από Ιταλούς για την περίθαλψη φυματικών ασθενών. Η μητέρα του βιογραφούμενου θυμάται χαρακτηριστικά τις περιγραφές του γιατρού για την κατάσταση του μικρού Παναγιώτη: «Κυρά μου, ούτε στην Κατοχή τα παιδιά δεν ήταν έτσι αδύνατα».
Οι αναμνήσεις από τα πανηγύρια της Ρόδου στα οποία πήγαινε ο βιογραφούμενος με την οικογένειά του είναι πολύ έντονες και ζωντανές στη μνήμη του ακόμα και σήμερα. Στα πανηγύρια πήγαιναν με τον γάιδαρο, είτε στην καρότσα των φορτηγών. Το καλύτερο πανηγύρι για τον Παναγιώτη ήταν αυτό του Αγίου Σουλά, στο οποίο έμεναν για τρεις ολόκληρες ημέρες. Γινόταν στις 30 Ιουλίου, σε ένα ωραίο δάσος γεμάτο καταπράσινα πεύκα. Η οικογένεια κοιμόταν το βράδυ σε κουβέρτες και κιλίμια που έφερναν μαζί τους. Έσφαζαν αρνιά και κατσίκια, τα οποία έψηναν και έτρωγαν εκεί. Το πιο διασκεδαστικό δρώμενο ήταν οι γαϊδουροδρομίες. Υπήρχε ένα στάδιο και ένας ιππόδρομος. Αναβάτες ήταν οι ίδιοι οι χωρικοί, που έρχονταν με τα γαϊδούρια. Από τις πιο αστείες αναμνήσεις του βιογραφούμενου ήταν όταν τα γαϊδούρια μουλάρωναν και δεν προχωρούσαν, είτε γύριζαν ανάποδα και έτρεχαν προς τα πίσω.
Αγαπημένο του έθιμο ήταν, επίσης, το Πάσχα που είχαν τις «κλείδες», σαν αυτοσχέδιες ρουκέτες. Σε σωλήνες είκοσι εκατοστών, τους οποίους γέμιζαν μέχρι τη μέση με λιωμένο μολύβι, έβαζαν μπροστά μια βίδα από αυτοκίνητο ή τρακτέρ. Έδεναν τις άκρες της βίδας και τον σωλήνα, μέσα στον οποίο έβαζαν και χάρτινα «καφούλια», αναλόγως τον θόρυβο που ήθελαν να πετύχουν. Συνήθως τις χτυπούσαν στα σκαλιά μπροστά στην εκκλησία.
Ο Παναγιώτης Κατσιδώνης φοίτησε στην πρώτη και τη δευτέρα Γυμνασίου στην πόλη της Ρόδου, όπου έμενε τότε εκεί με τη θεία του. Έπειτα άνοιξε Γυμνάσιο στη Σορωνή, οπότε φοίτησε τις επόμενες δύο τάξεις εκεί, πηγαίνοντας με το λεωφορείο. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος και όταν έβγαιναν από την Κουριέρα, ήταν «σαν αλευράδες από τη σκόνη», θυμάται χαρακτηριστικά. Μετά μετακόμισαν στη Ρόδο, όπου τελείωσε την πέμπτη και έκτη γυμνασίου στο Βενετόκλειο Γυμνάσιο. Τα μαθήματά του τα έκανε από τις 14:00 έως τις 18:00. Παράλληλα τα βράδια, από τις 18:00 έως τις 22:00, ο Παναγιώτης δούλευε στο ξενοδοχείο Plaza, στο οποίο εργαζόταν και η μητέρα του, Μαρία, ως καθαρίστρια. Δούλευε σαν γκρουμ και κουβαλούσε βαλίτσες, βγάζοντας ένα καλό φιλοδώρημα. Στο ξενοδοχείο εξασκούσε τα αγγλικά που μάθαινε στο σχολείο και στο φροντιστήριο. Το 1979, τελευταία του χρονιά στο σχολείο, ήθελε να πάει στη Γυμναστική Ακαδημία. Ο πατέρας του όμως ήταν κάθετα αντίθετος, διότι ήθελε να δουλέψει και να συνεισφέρει για την προίκα των αδερφών του. Ήθελε, επίσης, να μάθει μπουζούκι. Έτσι, μάζεψε μερικά χρήματα, καθώς το όργανο κόστιζε τότε δέκα χιλιάδες δραχμές. Ήταν κρίμα, όμως, διότι για τα μαθήματα χρειαζόταν 500 δραχμές το μήνα, και καθότι ήταν δύσκολο εγχείρημα, δεν προχώρησε.
Μετά την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, ο βιογραφούμενος έδωσε εξετάσεις για την Τουριστική Σχολή της Ρόδου στην Αθήνα – ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευε εκτός του νησιού. Επειδή, όμως, δεν είχε προετοιμαστεί αρκετά για τις εξετάσεις, απέτυχε να εισαχθεί στη Σχολή. Έτσι, συνέχισε να δουλεύει στο ξενοδοχείο. Μία πρόταση του Διευθυντή του, για σπουδές σε μια Τουριστική Σχολή στην Ελβετία με ευνοϊκούς όρους -έξι μήνες φοίτηση στη Σχολή και έξι μήνες πρακτική άσκηση, όπου θα κρατούσε ένα μερίδιο για τα έξοδα της σχολής- τον ενθουσίασε. Προϋπόθεση όμως για αυτό ήταν η γνώση της γερμανικής γλώσσας. Έτσι, άρχισε μαθήματα γερμανικών με έναν δάσκαλο, ο οποίος ήταν διευθυντής σε ένα άλλο ξενοδοχείο και είχε σπουδάσει στη Γερμανία. Την επόμενη χρονιά, το 1980, ο Παναγιώτης έφυγε για την Ελβετία. Ήταν ένα μέρος άγνωστο για εκείνον, με άλλο σύστημα και οργάνωση, που διέφερε πολύ από το μικρό μα, κατά τ’ άλλα, όμορφο νησί του, τη Ρόδο.
Στην Ελβετία παρέμεινε δύο χρόνια φοιτώντας σε σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων. Επιστρέφοντας στη Ρόδο εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στη Λέσχη Αξιωματικών, στην οποία υπηρέτησε 1 χρόνο ως προστάτης. Όταν απολύθηκε από τον στρατό, εργάστηκε στη ρεσεψιόν του Grand Hotel επί 3 χρόνια. Από το 1991 έως το 1993 εργάστηκε στην ΚΑΪΡ ως ξεναγός στη δοκιμή κρασιών. Ο βιογραφούμενος, όντας ανήσυχο πνεύμα, αλλά και γιατί αγαπούσε τη φωτογραφία παραιτήθηκε από την ΚΑΪΡ και ασχολήθηκε με το ελεύθερο ρεπορτάζ στον σταθμό ΑΝΤΙ, ενώ παράλληλα ασχολείτο με το εμπόριο τουριστικού ντοκιμαντέρ στα νησιά Ρόδο, Κω, Κέρκυρα. Επιπλέον, ασχολήθηκε με το καλλιτεχνικό εμπόριο, συγκεκριμένα με το εμπόριο καρτ ποστάλ και έργων ζωγραφικής σε όλη την Ελλάδα. Λόγω κάποιων προβλημάτων στη συνεργασία διέκοψε τη συγκεκριμένη δραστηριότητα. Από το 1993 έως το 1999 εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας φωτογράφος σε λαϊκές συγκεντρώσεις, σε γήπεδα και αλλού, προκειμένου να αποπληρώσει κάποια χρέη του. Σήμερα διατηρεί δικό του φωτογραφείο στη Ρόδο.
Εν έτει 2020, που τόσα πράγματα άλλαξαν δραματικά στη ζωή μας -και λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού Covid-19- ο βιογραφούμενος σημειώνει πως το επάγγελμα του φωτογράφου δεν αποπνέει τον σεβασμό που είχε παλιά, διότι πλέον η πλειοψηφία των ανθρώπων διαθέτει κινητά τηλέφωνα τα οποία είναι εξοπλισμένα με αξιόπιστες κάμερες, έχοντας έτσι χιλιάδες φωτογραφίες ανά πάσα στιγμή διαθέσιμες στο χέρι τους. Αυτό όμως ίσως είναι δώρο-άδωρο, διότι αν χαλάσει η κινητή συσκευή ή χαθεί, χάνεται έτσι και η μισή ζωή τους όπως έχει αποτυπωθεί σε φωτογραφικά στιγμιότυπα. Στο φωτογραφείο, οι άνθρωποι έρχονται πλέον μόνο για να εμφανίσουν δύο ή τρεις φωτογραφίες που τους κινούν το ενδιαφέρον, με αποτέλεσμα η δουλειά τους να έχει πέσει κατακόρυφα. Ακόμη, στους γάμους και τις βαπτίσεις, οι φωτογραφικές απαιτήσεις είναι πια πολύ υψηλές, με αποτέλεσμα οι φωτογράφοι να χρειάζονται νέο και ακριβό εξοπλισμό, χωρίς να ανταμείβονται φυσικά ανάλογα.
Ο βιογραφούμενους πιστεύει πως στις επόμενες δεκαετίες δεν θα υπάρχουν πια τυπωμένες φωτογραφίες για να βλέπουν οι άνθρωποι και να θυμούνται τη ζωή τη δική τους και των παιδιών τους. Θυμάται τα σπίτια στο χωριό των παππούδων του, όπου οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με κάδρα από φωτογραφίες των παιδιών και των εγγονιών, και στη μέση του τοίχου δέσποζε η οικογενειακή φωτογραφία. «Τώρα τα σπίτια είναι άδεια από φωτογραφίες», σημειώνει.
Η κόρη του βιογραφούμενου, Μαρία-Καθολική Κατσιδώνη αποφοίτησε από το Μουσικό Σχολείο Ρόδου το 2013 και έπειτα συνέχισε τις σπουδές της στο Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης, με κατεύθυνση τη Μουσική Εκπαίδευση, του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, από το οποίο αποφοίτησε τον Φεβρουάριο του 2020. Θέμα της πτυχιακής της ήταν η «Ψηφίδα. Η βυζαντινή μουσική στη Ρόδο και η συμβολή της στην εκπαίδευση από το 1800 μέχρι την ίδρυση της πρώτης βυζαντινής σχολής το 1934». Η μεγαλύτερη ηθική ικανοποίηση για τους γονείς της και την ίδια είναι το γεγονός ότι διορίστηκε αναπληρώτρια καθηγήτρια και δασκάλα μουσικής στο Δημοτικό σχολείο και το Γυμνάσιο της Νισύρου, τον Οκτώβριο του 2020.
Ο γιος του, Σάββας-Ελευθέριος Κατσιδώνης, «ο βιβλιοφάγος» όπως τον αποκαλεί ο βιογραφούμενος, αποφοίτησε το 2018 με βαθμό «Άριστα» από το Καζούλειο-2ο Γυμνάσιο Ρόδου και είναι φοιτητής Αγγλικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ο αδερφός του βιογραφούμενου, Ευστάθιος-Ελευθέριος, ο μικρότερος, χειροτονήθηκε ιερέας, όνειρο που είχε από παιδί.
Μια περίοδος που έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη του βιογραφούμενου είναι μεταξύ των ετών 1978-1993, την οποία ο ίδιος αποκαλεί «Καμάκι» και είναι σύμφωνα με τον ίδιο τα ωραιότερα χρόνια, γεμάτα δράση και περιπέτειες. Τα τελευταία χρόνια ο Παναγιώτης συναντά κάποιους από τους φίλους του από εκείνη την περίοδο και διηγούνται ιστορίες από τα παλιά, ανασύροντας πολύτιμες μνήμες και εμπειρίες ζωής. «Τι θα έχουν, άραγε, να ενθυμούνται τα παιδιά μας μετά από τριάντα χρόνια, που τώρα μεγαλώνουν κολλημένα στο κινητό τους, απορροφημένα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χωρίς εμπειρίες και δράσεις;» διερωτάται -εύλογα- ο βιογραφούμενος.