Μενού Κλείσιμο

Καραγεωργίου Νικόλαος

 Ο Νικόλαος Καραγεωργίου γεννήθηκε στο Μεσαγρό της Μυτιλήνης το 1967. Τελείωσε το σχολείο στον Παππάδο της Μυτιλήνης. Εισήχθη το 1985 στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Αποφοίτησε το 1990 και έφυγε στη Γερμανία για μεταπτυχιακές σπουδές. Στη Γερμανία ήταν τα δύο πρώτα χρόνια επιστημονικός συνεργάτης σε ορθοδοντική κλινική του Βερολίνου και κατόπιν τα επόμενα 3½ χρόνια επιστημονικός συνεργάτης του Τμήματος Ορθοδοντικής του Justus-Liebig-University Giessen της Γερμανίας. Το 1995 ολοκληρώνει την ειδικότητα στην Ορθοδοντική και δίνει εξετάσεις για τη χορήγηση της ειδικότητας της Ορθοδοντικής στη Φρανκφούρτη. Παράλληλα συνεχίζει τις σπουδές του σε Διδακτορικό επίπεδο και εκπονεί τη Διατριβή του σε διάστημα τριών χρόνων (1993-1996). Το 1996 υποστηρίζει τη Διατριβή του στο Πανεπιστήμιο του Giessen και αποκτά τον τίτλο του Διδάκτορα με βαθμό «Άριστα». Από το 1996 μέχρι και σήμερα ασκεί το επάγγελμα του Ορθοδοντικού στη Μυτιλήνη σε ιδιωτικό Ιατρείο. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά, τη Μυρσίνη, φοιτήτρια της Οδοντιατρικής Αθηνών, την Ανδρονίκη και την Παναγιώτα, μαθήτριες.

 Ο Νικόλαος Καραγεωργίου γεννήθηκε στη Λέσβο, όμως οι ρίζες του από την πλευρά της μητέρας του είναι από τη Μικρά Ασία. Η μητέρα του βιογραφούμενου είναι η Μυρσίνη Λαγού του Νικολάου και της Κωστίτσας Ράλλη. Η Κωστίτσα, η γιαγιά του Νικόλα, καταγόταν από τη Μικρά Ασία από την περιοχή Τσανταρλί. Όπως πολλοί Έλληνες του Λεβάντε, έτσι και η δική της οικογένεια είχε τη ζωή και τις οικονομικές της δραστηριότητες στην περιοχή. Ήταν μια ευκατάστατη οικογένεια. Δυστυχώς όμως, όλα χάθηκαν με την τραγική Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 που έχει τραυματίσει τη μνήμη χιλιάδων προσφύγων. Έτσι, λοιπόν, η Κωστίτσα, που ήταν τότε 12 ετών, με το ξέσπασμα της Πυρκαγιάς της Σμύρνης κατάφερε να μπει, με τη μητέρα της μόνο, στη σωτήρια βάρκα. Δυστυχώς ο πατέρας και τα δύο της αδέρφια χάθηκαν μέσα στη συμφορά και ούτε έμαθε ποτέ κάποιος τι απέγιναν. Το πιθανότερο είναι να τους έσφαξαν οι Τσέτες που διέπρατταν αναρίθμητα και αποτρόπαια εγκλήματα στην προκυμαία της Σμύρνης που πνίγηκε στο αίμα. Τα αδέρφια που θρηνούσε μια ζωή η Κωστίτσα ήταν ο Γιώργος και ο Σάββας, 16 και 18 χρονών αντίστοιχα.

Η Κωστίτσα με τη μητέρα της Μυρσινιώ, το μόνο που κατάφεραν να περισώσουν από τον χαμό και τη σφαγή που επικρατούσε ήταν έναν μικρό μπόγο με δυο ρούχα και το εικόνισμα του προστάτη τους, τον Άγιο Χαράλαμπο. Έτσι, μπαίνοντας στη βάρκα γλίτωσαν από την αιματηρή καταστροφή και βρέθηκαν απέναντι, στο Πέραμα της Λέσβου. Η Μυτιλήνη τότε, καθώς και τα υπόλοιπα νησιά του ανατολικού Αιγαίου που γειτνιάζουν με την Τουρκία, δέχτηκαν μεγάλο ποσοστό προσφύγων, ακόμα και σαν πρώτο προορισμό, μέχρι να αρχίσει η ταλαιπωρία της περιπλάνησης, ώσπου να βρουν μέρος να εγκατασταθούν.

Το νησί της Μυτιλήνης για τη Μυρσινιώ και τη δωδεκάχρονη Κωστίτσα δεν τους ήταν άγνωστο. Εκείνες είχαν έρθει πάλι στο νησί στον πρώτο διωγμό του 1914. Τότε, οι Νεότουρκοι λόγω της ανόδου του εθνικισμού και με πρόσχημα την είσοδο της Τουρκίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, άρχιζαν να διώκουν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας. Τότε μάλιστα, οι τουρκικές αρχές είχαν αφήσει να διαρρεύσει ότι η αποχώρηση των Ελλήνων ήταν «εκούσια». Η ιστορική όμως αλήθεια αμφισβητεί και διαφωνεί με μια τέτοια παραδοχή. Οι τουρκικές αρχές με την αρωγή και των Γερμανών χρησιμοποίησαν το πρόσχημα της εδαφικής εκκένωσης για στρατιωτικούς λόγους και έδιωξαν τους Έλληνες. Πολλές φορές, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε προπαγανδιστικός τύπος εναντίον των Ελλήνων, προκειμένου να τονωθεί το μίσος και ο φανατισμός των Τούρκων. Φυσικά τα μέτρα καταπίεσης, οι διώξεις, τα τάγματα εργασίας, οι σφαγές, οι λεηλασίες ολόκληρων χωριών αποτελούσαν και τότε μέτρα εξόντωσης των Ελλήνων και λόγους που τους εξανάγκαζαν να εγκαταλείψουν για πρώτη φορά τις εστίες τους. Αυτόν λοιπόν τον δρόμο είχαν πάρει και η Μυρσινιώ με την κόρη της την πρώτη φορά και είχαν παραμείνει για έξι χρόνια στη Μυτιλήνη, κάνοντας τις απαραίτητες κοινωνικές επαφές με τον γηγενή πληθυσμό.

Όταν πήγαν ξανά το 1922 δεν τους ήταν όλα άγνωστα, όμως αυτή τη φορά ήταν δυσκολότερα, γιατί πλέον δεν υπήρχε ο δρόμος του γυρισμού, κανένα περιθώριο για παλιννόστηση όπως το 1919 και το σημαντικότερο, ήταν μια γυναίκα μόνη με ένα μικρό κορίτσι. Το πρώτο διάστημα της άφιξής τους όλα ήταν δύσκολα, η περίθαλψη και η οποιουδήποτε τύπου προσωρινή εγκατάσταση φάνταζε τεράστιο και ανυπέρβλητο πρόβλημα. Οι δύο τους υπέφεραν πάρα πολύ, υπέστησαν τη φτώχεια, τη μιζέρια, την ανέχεια και την ανθρώπινη εξαθλίωση. Όμως το θάρρος της ψυχής, η γενναιότητα, η αξιοπρέπεια και το αστείρευτο κουράγιο δεν τους εγκατέλειψαν ποτέ. Η μικρή Κωστίτσα ήξερε να πλέκει και έτσι έφτιαχνε διάφορα πλεκτά και τα πουλούσε προκειμένου να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαΐ. Εκείνη και η μητέρα της αναλάμβαναν οποιαδήποτε σκληρή δουλειά, σε σπίτι ή αγρόκτημα, προκειμένου να επιβιώσουν φτωχικά μεν, αλλά με αξιοπρέπεια δε.

Τα αλλοτινά μεγαλεία, οι ανέσεις και η εύπορη ζωή που είχε βιώσει η Μυρσινιώ στη Μικρά Ασία είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Στην Ελλάδα, έφτασε χήρα και χτυπημένη από τη μοίρα πολλάκις, μιας και είχε χάσει και τους δύο γιους της. Η ίδια προερχόταν από μια ευκατάστατη οικογένεια. Ο Δημήτρης Ράλλης ήταν ειδικευμένος τεχνίτης μαραγκός και αναλάμβανε πολλές δουλειές, όχι μόνο στη Μικρά Ασία, αλλά ακόμη και στην Κρήτη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που πήγαινε ταξίδια για δουλειά και έπαιρνε και τα παιδιά του. Συνεπώς, η οικογένεια Ράλλη ζούσε πλουσιοπάροχα και μπορούσε να παρέχει όλες τις ανέσεις στα παιδιά της. Ζούσαν μια ευτυχισμένη ζωή και οι ίδιοι ευημερούσαν. Τα παιδιά του τα έστελνε στο Ελληνικό σχολείο της κοινότητας, ώστε να διατηρηθεί η ελληνική ταυτότητα και να ενισχυθεί η χριστιανική και ελληνική τους συνείδηση.

Το 1936, η Κωστίτσα παντρεύτηκε σε ηλικία 20 ετών τον Νικόλαο Λαγό. Ο ίδιος ήταν γεννηθείς του 1904 και κατοικούσε, όπως και η Κωστίτσα, στο χωριό Πλακάδος της Γέρας. Ο πατέρας του Νικόλα ονομαζόταν Δημήτρης Λαγός και η γυναίκα του Αμερσούδα. Η οικογένειά τους είχε τέσσερα παιδιά· τον Παναγιώτη, τη Μαρία, τον Νικόλα (παππού του βιογραφούμενου) και τον Βασίλη. Ο σύζυγος της Κωστίτσας αρχικά δούλευε στο εργοστάσιο «Σουρλάγκα» που ήταν βυρσοδεψείο στην περιοχή του Περάματος στη Λέσβο. Ο ίδιος ήταν πολύ καλός μάστορας στην επεξεργασία του δέρματος. Δυστυχώς όμως το 1940 με την Κατοχή το εργοστάσιο το πήραν υπό τον έλεγχό τους οι Γερμανοί. Το φαινόμενο της κατοχής όλων των βιομηχανικών μονάδων και κυρίως των ελαιοτριβείων και των βυρσοδεψιών αποτελούσε μέρος της τακτικής των κατακτητών για να αποδυναμώσουν οικονομικά τη Λέσβο. Το εργοστάσιο είχε επιταχθεί και φαγητό παρεχόταν μόνο στους εργάτες και όχι στις οικογένειές τους. Έτσι, η πείνα άρχιζε να καραδοκεί για την οικογένεια Λαγού. Συνεπώς, ο Νικόλας αναγκάστηκε να λιποταχτήσει για να εξασφαλίσει τροφή για την οικογένειά του. Τα αφεντικά του δεν τον κατέδωσαν λόγω της συμπάθειας που του είχαν για την εργατικότητα και την τιμιότητα που τον διέκρινε. Μετά το τέλος του πολέμου και την αποκατάσταση των ήρεμων συνθηκών, ασχολήθηκε με τις αγροτικές εργασίες και την οικοδομή.

Ο Νικόλας με την Κωστίτσα απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τη Μυρσίνη το 1937, τον Γιώργο το 1938, τον Δημήτρη το 1941 και τον Σάββα το 1946. Ο Νικόλας ήθελε να σπουδάσει τα παιδιά του διότι, παρ’ όλο που εκείνος ήταν αγράμματος, πίστευε στη μόρφωση και την καλλιέργεια. Θαύμαζε πολύ τους μορφωμένους ανθρώπους για αυτό και έστειλε όλα του τα παιδιά στο σχολείο και προσπαθούσε να τους παρέχει ό,τι χρειάζονταν. Τα τρία αγόρια του φοιτούσαν σε σχολείο της περιοχής που ήταν τότε ιδιωτικό. Όταν κάποια σχολική χρονιά ο Νικόλας δεν είχε τα απαραίτητα χρήματα για την εγγραφή των παιδιών του, ο τότε διευθυντής Καλδής μεσολάβησε και πλήρωσε ο ίδιος το αναγκαίο ποσό, το οποίο ξεχρέωσε αργότερα ο Νικόλας στον διευθυντή. Ο Γιώργος έγινε ιδιωτικός υπάλληλος στην Αθήνα. Ο Δημήτρης ήταν απόφοιτος της Ακαδημίας της Μυτιλήνης, έγινε δάσκαλος και διορίστηκε στην Ξάνθη, όπου και διέμενε μόνιμα. Ο Σάββας με τη σειρά του έγινε φιλόλογος και διορίστηκε στο Αίγιο, όπου παντρεύτηκε και ζει μέχρι σήμερα. Η Μυρσίνη, αν και ήταν άριστη μαθήτρια, δεν συνέχισε τις σπουδές της. Άλλωστε, σύμφωνα με την αντίληψη της εποχής έπρεπε οι γυναίκες να γίνουν καλές μητέρες και νοικοκυρές. Εκείνη πήρε το όνομα της γιαγιάς της. Η κυρά-Μυρσίνη έφυγε από τη ζωή το 1941 με την Κατοχή. Ο ταλαιπωρημένος και εξουθενωμένος της οργανισμός και η βασανισμένη της ψυχή δεν μπόρεσε να αντέξει και άλλο πλήγμα.

Η Μυρσίνη παντρεύτηκε το 1958 τον Παναγιώτη Καραγεωργίου που ήταν γεννηθείς του 1930. Οι γονείς του συζύγου της ήταν ο Στράτος Καραγεωργίου και η Αμερσούδα Βουσβούνη, που ήταν γηγενείς από τη Λέσβο. Η καταγωγή της οικογένειας Καραγεωργίου ήταν από τον Μεσαγρό της Λέσβου. Ο σύζυγος της Μυρσίνης ήταν μοναχοπαίδι, ήταν κουρέας στο επάγγελμα και παράλληλα ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει με τη μητέρα του γιατί ήταν ορφανός από πατέρα, καθώς είχε πεθάνει όταν ήταν εκείνος μωρό. Ο Παναγιώτης και η Μυρσίνη απέκτησαν από τον γάμο τους τρία παιδιά. Τον Στράτο το 1960, που σήμερα είναι οδοντίατρος, τον βιογραφούμενο το 1967 και τη Στέλλα το 1970, που σπούδασε νοσηλευτική, αλλά εργάζεται σήμερα στη ΔΕΗ. Ο Παναγιώτης ήταν πάρα πολύ καλός σύζυγος και πατέρας· κοπίαζε για να μην στερηθεί τίποτα η οικογένειά του. Ο πατέρας του βιογραφούμενου πέθανε σε μικρή σχετικά ηλικία στα 51 του χρόνια, το 1981. Ο βιογραφούμενος τον θυμάται να μιλά πάντα γλυκά σε εκείνον και τα αδέρφια του και στην αγαπημένη του γυναίκα. Η Μυρσίνη λοιπόν έμεινε χήρα νέα, αλλά φρόντισε τα παιδιά της με τον καλύτερο τρόπο και είναι πολύ περήφανη για αυτό της το κατόρθωμα. Η ίδια είναι ακόμα εν ζωή και μένει στα Πάμφιλα.

Τα αδέρφια του βιογραφούμενου έχουν πλέον και αυτοί δημιουργήσει τις δικές του οικογένειες. Ο Στράτος έχει τρία παιδιά, τον Παναγιώτη και τον Γιώργο που είναι και οι δύο πλέον οδοντίατροι και εργάζονται σήμερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και τον μικρό Άγγελο που είναι μαθητής. Η Στέλλα έχει παντρευτεί τον Χρήστο Τεντολούρη από τα Τρίκαλα που είναι καθηγητής φυσικής αγωγής. Από τον γάμο της απέκτησε τέσσερα παιδιά, την Αθανασία και τον Κωνσταντίνο που είναι φοιτητές της Ιατρικής Αθηνών, τον Παναγιώτη και τη Μυρσίνη που είναι μαθητές.

Ο βιογραφούμενος γεννήθηκε στον Μεσαγρό της περιοχής Γέρας της Μυτιλήνης το 1967. Τελείωσε το Σχολείο στον Παππάδο της Μυτιλήνης, όντας άριστος μαθητής. Από μικρός είχε όνειρο να σπουδάσει ιατρικές επιστήμες. Ύστερα από μεθοδική μελέτη και προσωπικό κόπο, εισήχθη το 1985 στην Οδοντιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας. Αποφοίτησε το 1990 με «Λίαν Καλώς» και έφυγε στο Βερολίνο για μεταπτυχιακές σπουδές. Στη Γερμανία ήταν τα δύο πρώτα χρόνια επιστημονικός συνεργάτης σε ορθοδοντική κλινική του Βερολίνου και τα επόμενα 3½ χρόνια επιστημονικός συνεργάτης του Τμήματος Ορθοδοντικής του Justus-Liebig-University Giessen της Γερμανίας. Το 1995 ολοκλήρωσε την ειδικότητα στην Ορθοδοντική και έδωσε εξετάσεις για τη χορήγηση της ειδικότητας της Ορθοδοντικής στη Φρανκφούρτη. Παράλληλα συνέχισε τις σπουδές του σε Διδακτορικό επίπεδο και εκπόνησε τη Διατριβή του σε διάστημα τριών χρόνων (1993-1996). Το 1996 υποστήριξε τη Διατριβή του στο Πανεπιστήμιο του Giessen και απόκτησε τον τίτλο του Διδάκτορα με βαθμό «Άριστα». Από το 1996 μέχρι και σήμερα ασκεί το επάγγελμα του Ορθοδοντικού στη Μυτιλήνη σε ιδιωτικό ιατρείο. Είναι παντρεμένος με τη Ροδάνθη Καρακλά του Παναγιώτη και έχει τρία παιδιά, τη Μυρσίνη, φοιτήτρια της Οδοντιατρικής Αθηνών, την Ανδρονίκη και την Παναγιώτα, μαθήτριες.