O Αθανάσιος Καούδης γεννήθηκε το 1955. Είναι επιχειρηματίας αγρότης και ιδιοκτήτης ταβέρνας με την επωνυμία «Η ΚΑΛΗ ΚΑΡΔΙΑ» στο Φραγκοκάστελλο Χανίων. Σήμερα είναι Πρόεδρος του Τοπικού Συμβουλίου Πατσιανού του Δήμου Σφακίων.
Οι ρίζες του βιογραφούμενου και από τους δύο γονείς του βρίσκονται στο Καψοδάσος του Νομού Χανίων.
Μέλος της οικογένειας Καούδη ήταν ο Μακεδονομάχος Ευθύμιος Καούδης (1866-1956), ο οποίος γεννήθηκε στο Καψοδάσος (Καλλικράτης) Σφακίων. Εγκατέλειψε την Κρήτη έπειτα από αψιμαχίες με τους Τούρκους και πήγε στην Αθήνα. Μερικά χρόνια αργότερα ο Παύλος Μελάς τον στρατολόγησε μαζί με άλλους εννέα Σφακιανούς (τους Λ. Βρανά, Γ. Δικώνυμο-Μακρή, Γ. Πέρο, Γ Σεϊμένη, Γ. Ζουρίδη, Ν. Λουκάκη, Στρ. Μπουνάτο, Μ. Καντουνάτο και Γ. Στρατινάκη). Ο Ευθύμιος Καούδης ήταν ο αρχηγός της πρώτης ομάδας Κρητικών στη Μακεδονία, ενώ μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά το 1904, ανέλαβε προσωρινά τη διοίκηση των σωμάτων στη Δυτική Μακεδονία.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Μανόλης Καούδης και γεννήθηκε το 1870 περίπου. Ήταν αγρότης και κτηνοτρόφος. Παντρεύτηκε με τη Σοφία Παπαδάκη και το ζευγάρι απέκτησε έντεκα παιδιά. Τον Χρήστο, τον Ιωάννη, τον Κωνσταντίνο, πατέρα του βιογραφούμενου, τον Ανδρέα, τον Γιώργο, τον Δημήτρη, τον Θανάση, τη Διαμαντία και άλλες τρεις κόρες.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Κωνσταντίνος Καούδης, γεννήθηκε το 1914. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια έλαβε μέρος, ως λοχίας, στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41), στο Αλβανικό Μέτωπο. Όταν επέστρεψε από τον πόλεμο, έλαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Η Μάχη της Κρήτης (Γερμανικά Luftlandeschlacht um Kreta) ονομάζεται η επιχείρηση κατάληψης της Κρήτης από τους Γερμανούς κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και συγκεκριμένα από το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, όταν ξεκίνησε η αεροπορική έφοδος των Γερμανών με συνθηματικό όνομα «Unternehmen Merkur» (Επιχείρηση Ερμής) εναντίον του νησιού, ως την 1η Ιουνίου. Η απόφαση για την επίθεση στην Κρήτη ελήφθη από τον Χίτλερ στις 25 Απριλίου 1941, λίγες μέρες μετά την παράδοση της ηπειρωτικής Ελλάδας στις δυνάμεις του Άξονα, και έλαβε την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Ερμής» («Unternehmen Merkur»). Ήταν αμυντική και όχι επιθετική επιχείρηση, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Οι Γερμανοί είχαν ως στόχο να εξασφαλίσουν τα νοτιοανατολικά τους νώτα, ενόψει της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα (Εκστρατεία στη Ρωσία) και να εξορμήσουν στη Βόρεια Αφρική, με εφαλτήριο την Κρήτη, όπως πίστευαν οι Σύμμαχοι. Τις παραμονές της επίθεσης, οι Σύμμαχοι είχαν τακτικό πλεονέκτημα σε ξηρά και θάλασσα, ενώ οι Γερμανοί στον αέρα. Έτσι, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να διεξαγάγει την επιχείρηση από αέρος χρησιμοποιώντας δυνάμεις αλεξιπτωτιστών σε ευρεία κλίμακα, για πρώτη φορά στην παγκόσμια στρατιωτική ιστορία. Επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων τέθηκε ο πτέραρχος Κουρτ Στούντεντ, 51 ετών, βετεράνος πιλότος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε στη διάθεσή του 1190 αεροπλάνα (πολεμικά και μεταγωγικά) και 29.000 άνδρες (αλεξιπτωτιστές και πεζικάριους), ενώ οι Ιταλοί θα συνεισέφεραν 3.000 στρατιώτες. Την Κρήτη υπερασπίζονταν όσοι Έλληνες στρατιώτες είχαν παραμείνει στο νησί και δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιωτικοί), που είχαν διεκπεραιωθεί από την κατεχόμενη Ελλάδα. Το γενικό πρόσταγμα είχε ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ, 52 ετών, βετεράνος και αυτός του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι υπερασπιστές της Μεγαλονήσου ανήρχοντο σε περίπου 40.000, αλλά είχαν ανεπαρκή και απαρχαιωμένο οπλισμό, ιδίως οι Έλληνες. Στην περιοχή των Χανίων είχε εγκατασταθεί ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και η εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση υπό τον Εμμανουήλ Τσουδερό. Οι Σύμμαχοι γνώριζαν με μεγάλες λεπτομέρειες το γερμανικό σχέδιο επίθεσης, αφού είχαν κατορθώσει για πρώτη φορά να σπάσουν τον γερμανικό κώδικα επικοινωνιών («Επιχείρηση Αίνιγμα»). Όμως, το πλεονέκτημα αυτό δεν το εκμεταλλεύτηκαν, εξαιτίας των διαφωνιών του Φράιμπεργκ με τους ανωτέρους του στο Λονδίνο. Οι Αμερικανοί δεν είχαν εισέλθει ακόμη στον Πόλεμο. Η γερμανική επίθεση εκδηλώθηκε στις 8 το πρωί της 20ης Μαΐου 1941, με τη ρίψη αλεξιπτωτιστών σε δύο μέτωπα: στο αεροδρόμιο του Μάλεμε και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Τα πρώτα κύματα των αλεξιπτωτιστών ήταν εύκολη λεία για τους Νεοζηλανδούς και τους Έλληνες που υπεράσπιζαν το Μάλεμε. Στις μάχες έλαβε μέρος και μεγάλος αριθμός αμάχων με ό,τι όπλο είχε στη διάθεσή του, από μαχαίρια ως όπλα από την εποχή της Κρητικής Επανάστασης. Η συμμετοχή χιλιάδων αμάχων στις επιχειρήσεις ήταν ένας παράγων που δεν είχαν υπολογίσει οι Γερμανοί σχεδιαστές της επιχείρησης. Πίστευαν ότι οι Κρητικοί, γνωστοί για τα αντιμοναρχικά τους αισθήματα, θα υποδέχονταν τους Γερμανούς ως ελευθερωτές. Μία ακόμη λανθασμένη εκτίμηση της γερμανικής αντικατασκοπείας υπό τον ναύαρχο Βίλχελμ φον Κανάρις ήταν ο αριθμός των μαχητών στην Κρήτη, τους οποίους υπολόγιζαν σε μόνο 5.000 άνδρες. Στις 4 το απόγευμα της 20ης Μαΐου ένα νέο κύμα αλεξιπτωτιστών έπεσε στο Ρέθυμνο και μία ώρα αργότερα στο Ηράκλειο. Τώρα, οι μάχες διεξάγονταν σε τέσσερα μέτωπα: Χανιά, Μάλεμε, Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Η πρώτη μέρα της Μάχης της Κρήτης έληξε με μεγάλες απώλειες για τους Γερμανούς και αβέβαια έκβαση. Ο διοικητής των γερμανικών δυνάμεων, πτέραρχος Κουρτ Στούτεντ, απογοητευμένος από την εξέλιξη των επιχειρήσεων, σκέφθηκε ακόμη και την αυτοκτονία, αναλογιζόμενος την υπόσχεση που είχε δώσει στον Φύρερ για μια εύκολη νίκη. Το βράδυ της ίδιας μέρας, μετά από μεγάλες περιπέτειες, ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση μεταφέρθηκαν με βρετανικό πολεμικό στην Αίγυπτο. Από τα ξημερώματα της 21ης Μαΐου οι μάχες συνεχίσθηκαν με ιδιαίτερη σφοδρότητα και στα τέσσερα μέτωπα. Οι Γερμανοί επικεντρώθηκαν στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε, όπως ήταν ο πρωταρχικός τους στόχος και τα κατάφεραν προς το τέλος της ημέρας. Επωφελήθηκαν από την ασυνεννοησία στις τάξεις των Συμμάχων, αλλά υπέστησαν και πάλι μεγάλες απώλειες. Ανάμεσα στους Γερμανούς αλεξιπτωτιστές που κατέλαβαν το Μάλεμε ήταν μια μεγάλη προσωπικότητα του αθλητισμού και της πυγμαχίας, ο πρώην παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών Μαξ Σμέλινγκ, 36 ετών, που έφερε το βαθμό του δεκανέα. Η κατάληψη του αεροδρομίου ήταν στρατηγικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. Οι Γερμανοί άρχισαν να μεταφέρουν μεγάλες δυνάμεις από την Ελλάδα και με τον σύγχρονο οπλισμό που διέθεταν ήταν θέμα χρόνου η κυριαρχία τους στη Μεγαλόνησο. Στις 28 Μαΐου οι Γερμανοί είχαν απωθήσει τις συμμαχικές δυνάμεις προς τα νότια, καθιστώντας τον αγώνα τους μάταιο. Έτσι, το Λονδίνο αποφάσισε την απόσυρση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας από την Κρήτη και τη μεταφορά τους στην Αίγυπτο. Όσες μονάδες δεν τα κατάφεραν, παραδόθηκαν στους Γερμανούς. Πολλοί Έλληνες μαχητές και μαζί τους 500 Βρετανοί ανέβηκαν στα απρόσιτα βουνά της Κρήτης για να συνεχίσουν τον αγώνα. Την 1η Ιουνίου, με την παράδοση 5.000 μαχητών στα Σφακιά, έπεσε η αυλαία της Μάχης της Κρήτης. Σήμερα, η μάχη της Κρήτης θεωρείται η πρώτη μεγάλη αεραποβατική επιχείρηση και παραμένει μοναδική στο ότι ο κύριος αντικειμενικός σκοπός κατελήφθη εξ ολοκλήρου από αέρος. Η μάχη θεωρείται επίσης πολύ σημαντική για τους Κρητικούς λόγω της αναπάντεχης σθεναρής αντίστασης που κατέβαλαν ενάντια στους αριθμητικά ανώτερους Γερμανούς και το μεγάλο τίμημα που η επίθεση και η επακόλουθη κατοχή είχαν στον πληθυσμό του νησιού.
Μετά τη Μάχη, ο Κωνσταντίνος Καούδης, μαζί με άλλους συμπατριώτες του, έφτασε με τα πόδια, μέσα από τα Λευκά Όρη, στο χωριό Καλλικράτης. Εκεί ζούσαν ήδη τα δύο αδέλφια του, ο Θανάσης και ο Δημήτρης. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν τα δύο αδέλφια για αγγαρείες. Μία ημέρα ο Δημήτρης Καούδης πήγε να φέρει νερό από την πηγή, μπήκε στην κοίτη του ποταμού και έφυγε κρυφά πίσω από τα βουνά στον Καλλικράτη. Για παραδειγματισμό οι Γερμανοί αποφάσισαν να κάψουν τα σπίτια της οικογένειας Καούδη στον Καλλικράτη και στο Καψοδάσος. Πριν φτάσει στα βουνά όμως ο Δημήτρης ειδοποίησε τον αδελφό του Θανάση ότι ξέφυγε από τους Γερμανούς. Εκείνος τότε πήρε στα χέρια το τουφέκι του και κάθισε στο λόφο απέναντι από το σπίτι τους, καθώς περίμενε τα αντίποινα των Γερμανών. Πράγματι, μετά από λίγες ώρες, έξι Γερμανοί στρατιώτες έφτασαν στο πατρικό σπίτι για να το κάψουν. Ο Θανάσης Καούδης δεν άντεξε αυτό το γεγονός και άρχισε να τους πυροβολεί. Οι Γερμανοί πανικοβλήθηκαν, καθώς αισθάνονταν πανίσχυροι από την Κατοχή τους στην Ελλάδα και δεν περίμεναν ότι θα βρουν αντίσταση. Έτσι άφησαν όλο τον οπλισμό τους ακόμη και τα κιάλια τους και τράπηκαν σε φυγή. Μετά από το επεισόδιο αυτό, οι Αρχές του χωριού φοβήθηκαν ότι οι Γερμανοί θα επιστρέψουν για να κάψουν όλο το χωριό και έτσι πήραν τον οπλισμό τους και έτρεξαν στο φυλάκιο στο Φραγκοκάστελλο. Παρέδωσαν τον οπλισμό πίσω στους Γερμανούς και τους είπαν πως ο υπαίτιος του επεισοδίου ήταν ένας παράφρονας άνθρωπος. Τότε οι Γερμανοί αποσιώπησαν το γεγονός φοβούμενοι τις συνέπειες των ανωτέρων τους. Γι’ αυτό και το γεγονός αυτό δεν καταγράφηκε επίσημα, μιας και ήταν ο πρώτος πυροβολισμός εναντίον Γερμανών, μετά την επικράτηση των Γερμανών και την πλήρη Κατοχή τους στην Κρήτη. Αργότερα όμως, το 1943, έγινε το ολοκαύτωμα, όπου οι βάρβαροι κατακτητές έκαψαν το σπίτι της οικογένειας και ολόκληρο το χωριό Καλλικράτης. Επίσης, εκτέλεσαν 32 άντρες και γυναίκες του χωριού.
Η μία αδελφή του Κωνσταντίνου Καούδη ήταν παντρεμένη με τον τελευταίο γόνο της οικογένειας των Πατσών. Από την οικογένεια Πατσού την εποχή που το Φραγκοκάστελλο κτιζόταν από τους Ενετούς, πέντε αδέλφια κατέστρεφαν ό,τι έκτιζαν οι Ενετοί, κάθε βράδυ, για δύο χρόνια. Κάποια στιγμή οι Ενετοί συνέλαβαν τα τρία από τα πέντε αδέλφια και τα κρέμασαν, έναν σε κάθε πύργο. Ο τελευταίος, ο Στέλιος, κατέφυγε στη ρίζα του βουνού, σε μια σπηλιά, που σώζεται μέχρι σήμερα και ονομάζεται «του Πατσού η σπηλιά». Το πιθανότερο είναι από εκεί να προέρχεται η ονομασία του χωριού Πατσιανός. Το τελευταίο παιδί της οικογένειας των Πατσών σκοτώθηκε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-41), στο Αλβανικό Μέτωπο.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Κωνσταντίνος Καούδης, όταν επέστρεψε στον Καλλικράτη μετά τη Μάχη της Κρήτης στο Κλεφτοπέραμα και μετά την κατάληψη του Μάλεμε, ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Το 1948 ο Κωνσταντίνος Καούδης παντρεύτηκε με τη Χρυσή Κανδιράκη. Το ζευγάρι από τον γάμο του απέκτησε τρία παιδιά. Τη Σοφία, τον Μανόλη και τον βιογραφούμενο Αθανάσιο.
Η Σοφία Καούδη γεννήθηκε το 1949. Σήμερα ζει στην Αθήνα και είναι παντρεμένη με τον Σωτήρη Παπαγεωργίου. Το ζευγάρι έχει αποκτήσει έναν γιο, τον Γιώργο.
Ο Μανόλης Καούδης γεννήθηκε το 1952. Έφυγε από τη ζωή το 2006.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Ιωάννης Κανδιράκης. Ήταν αγρότης και κτηνοτρόφος. Παντρεύτηκε με την Αριάδνη Μανουσέλη και το ζευγάρι απέκτησε εννιά παιδιά. Τον Γιώργο, την Ελένη, την Κατερίνα, τον Νίκο, τη Χρυσή, μητέρα του βιογραφούμενου, τη Μαρία, τον Ανδρέα, την Αθανασία και τον Κωνσταντίνο.
Ο βιογραφούμενος, Αθανάσιος Καούδης, γεννήθηκε το 1955. Τελείωσε τις σπουδές του ως Εργοδηγός-Μηχανολόγος στα Χανιά και αργότερα πήρε το δίπλωμα του Μηχανικού Γ΄ στην εμπορική ναυτιλία. Εργάστηκε από την ηλικία των 12 ετών σε διάφορες εργασίες στα Χανιά. Το 1969 έπιασε δουλειά στον Ναύσταθμο, όπου εργάστηκε για δυόμισι χρόνια. Το 1974 μπάρκαρε σε καράβι, ως δόκιμος Μηχανικός. Ταξίδεψε για διάστημα 15 μηνών και όταν επέστρεψε, υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό για διάστημα 39 μηνών σε αντιτορπιλικό. Μετά την απόλυσή του από τον στρατό και έχοντας λάβει το δίπλωμα του Μηχανικού Γ΄, ταξίδεψε στα καράβια έως το 1982. Τότε πήγε για διακοπές στην Κρήτη και αποφάσισε να μείνει στο νησί μόνιμα και να εργαστεί στην ταβέρνα του θείου του. Αργότερα μεγάλωσε την επιχείρηση της ταβέρνας και ανακαίνισε έξι (6) ενοικιαζόμενα δωμάτια σε τουρίστες. Από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα διατηρεί μία σταθερή πελατεία. Αργότερα αποφάσισε και δημιούργησε αμπέλια, επεκτείνοντας έτσι τις δραστηριότητές του.
Το 1986 ο Αθανάσιος Καούδης παντρεύτηκε με την Ελένη Μπαούμς, γερμανικής καταγωγής. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά. Τον Κωνσταντίνο, τον Αλέξανδρο και τη Δανάη.
Ο Κωνσταντίνος Καούδης γεννήθηκε το 1987. Φοίτησε δύο χρόνια στο Τμήμα Δομικών Έργων του Τ.Ε.Ι. και εγκατέλειψε τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τα αγροτικά και τη μελισσοκομία.
Ο Αλέξανδρος Καούδης γεννήθηκε το 1990. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων των Χανίων.
Η Δάφνη Καούδη γεννήθηκε το 1992. Σπούδασε Γεωπονική στον Τομέα Αγροτουρισμού και σήμερα διατηρεί δική της επιχείρηση στο Φραγκοκάστελλο Χανίων.