Ο Νικόλαος Γιαννακόπουλος, ιατρός ωτορινολαρυγγολόγος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Würzburg, γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1955 στη Νέα Σάντα του Νομού Ροδόπης. Οι ρίζες του παππού του, από την πλευρά του πατέρα του, βρίσκονται στο Τσότσοβο Βουλγαρίας και είναι Σαρακατσάνοι στην καταγωγή. Σήμερα ζει στην Κομοτηνή, όπου και διατηρεί το ιατρείο του.
Ο παππούς Κωνσταντίνος γεννήθηκε το 1908 στο Τσότσοβο, στην πόλη Σλίβεν της Βουλγαρίας. Οι γονείς του είχαν φύγει στη Βουλγαρία από την οροσειρά της Πίνδου, την εποχή του Αλή Πασά και το 1926 ήρθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν μαζί με Πόντιους πρόσφυγες σε περιοχή του Νομού Ροδόπης, που ανήκε σε εγκαταλειμμένο βουλγαρικό χωριό (Ποντίκια). Το καινούργιο χωριό που ιδρύθηκε από τους πρόσφυγες του Πόντου και τους Σαρακατσάνους από τη Βουλγαρία ονομάστηκε Νέα Σάντα. Ο παππούς ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από τη Βουλγαρία ήρθε σε ηλικία 18 ετών, αρραβωνιασμένος με την Ασήμω Νούκα από το ίδιο χωριό. Με τη γυναίκα του παντρεύτηκαν στην Ελλάδα και απέκτησαν επτά παιδιά (την Κατερίνα, τον Αναστάσιο, πατέρα του βιογραφούμενου, τον Γιάννη, την Ελένη, τον Δημήτρη, τον Θανάση και τον Βαγγέλη).
Ο Αναστάσιος Γιαννακόπουλος, ο πατέρας του βιογραφούμενου, γεννήθηκε στις 15 Αυγούστου 1930 στη Νέα Σάντα Ροδόπης. Με τη γυναίκα του Ελένη, το γένος Ρούφου, απέκτησαν τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Νικόλαο και την Ασημούλα. Ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το 1977 έφυγε από το χωριό, όταν τα καπνά τους δεν πήγαν καλά, ενώ τα έξοδα ήταν πολλά, γιατί σπούδαζαν και τα τρία παιδιά της οικογένειας και πήγε με τη γυναίκα του Ελένη «κοντά» στα παιδιά, στη Θεσσαλονίκη, όπου έμεινε για 12 χρόνια για να εργαστεί. Κατέληξε στην εταιρεία «Tupperware», στην οποία εργάστηκε για δέκα περίπου χρόνια. Όταν έκλεισε η εταιρεία και o Αναστάσιος έμεινε χωρίς δουλειά, το 1988, γύρισε στο χωριό, όπου εκεί συνταξιοδοτήθηκε.
Ο μεγαλύτερος γιος του, Κωνσταντίνος, γεννήθηκε το 1953. Ζει στην Κομοτηνή, είναι συνταξιούχος καθηγητής ΤΕΦΑΑ, παντρεμένος με τη δασκάλα Δουκένη Παναγιωτοπούλου και έχει δύο αγόρια, τον Αναστάση και τον Θανάση. Ο Αναστάσης, απόφοιτος Πληροφορικής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας της Θεσσαλονίκης με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, ζει και εργάζεται στην Αγγλία, ενώ ο Θανάσης είναι απόφοιτος του Τμήματος Φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Ολλανδία.
Η Ασημούλα γεννήθηκε στις 4Αυγούστου 1958 και ζει στον Ροδίτη Κομοτηνής. Είναι συνταξιούχος νοσηλεύτρια, παντρεμένη με τον Γεώργιο Κλωνίδη και έχει δύο παιδιά, τον Φώτη και την Ελένη. Η Ελένη τελείωσε τη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, κάνει την άσκησή της στην Κομοτηνή και παράλληλα μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της πόλης.
Ο Νικόλαος Γιαννακόπουλος τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο χωριό του. Ακολούθως, φοίτησε στο Γυμνάσιο των Σαπών μέχρι την Δ΄ Γυμνασίου και ολοκλήρωσε τη φοίτησή του στις δύο τελευταίες τάξεις στην Κομοτηνή. Το 1973, εισήχθη στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου πήρε το πτυχίο του το 1979. Στα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια, ο βιογραφούμενος ασχολήθηκε και με τον αθλητισμό, στον ανώμαλο δρόμο και κατέκτησε μετάλλια και σε πανελλήνιους αγώνες.
Παντρεύτηκε στις 16 Αυγούστου 1981 την Ανδρονίκη Θεοδώρου, η οποία γεννήθηκε στις 25 Αυγούστου 1958 και είναι καθηγήτρια αγγλικών. Απέκτησαν δύο αγόρια, τον Αναστάση και τον Νικολή, που αποφοίτησε από την Ιατρική του Κρατικού Πανεπιστημίου της Κύπρου το 2019 και στη συνέχεια υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία σαν οπλίτης ιατρός και απολύθηκε τον Απρίλιο του 2020. Από τον Ιούλιο του 2020 εργάζεται σαν ειδικευόμενος στη Β΄ Χειρουργική Κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Αλεξανδρούπολης και θα συνεχίσει την εκπαίδευση στην ειδικότητα της Νευροχειρουργικής σε Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης.
Το 1980-1981, ο Νικόλαος υπηρέτησε τη θητεία του στην αεροπορία στην Τρίπολη, στο ΓΝΑ, στον Χορτιάτη για έναν χρόνο, στο Βίτσι για τρεις μήνες και τελείωσε στο ΓΝΑ. Το χρονικό διάστημα 1982-1983, έκανε το αγροτικό του στην Πάνδροσο, χωριό του Νομού Ροδόπης και μετά την ειδικότητά του στο Νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος» της Θεσσαλονίκης. Αμέσως έπιασε δουλειά στο ΙΚΑ, στον Άγιο Παύλο Θεσσαλονίκης, ενώ παράλληλα είχε και ιατρείο εκεί για τρεις μήνες. Τον Μάιο του 1986, διορίστηκε Επιμελητής Β΄-ΕΣΥ στο Νοσοκομείο Κομοτηνής, όπου εργάστηκε για έναν χρόνο. Αργότερα, κατά το διάστημα 1987-1989, πήρε θέση στο Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου» στη Θεσσαλονίκη. Τον Μάρτιο του 1989, με εκπαιδευτική άδεια από το ΕΣΥ, πήγε στη Γερμανία, στην ΩΡΛ Κλινική του Πανεπιστημίου του Würzburg, όπου έμεινε δύο χρόνια για μετεκπαίδευση στην ωτοχειρουργική. Εκεί εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή με θέμα την τυμπανοπλαστική. Το 1991, επέστρεψε στο Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου» απ’ όπου πήρε αμέσως απόσπαση, για οικογενειακούς λόγους, για το Νοσοκομείο Κομοτηνής, στο οποίο εργάστηκε για τρία χρόνια, κάνοντας πολλές εξειδικευμένες επεμβάσεις ωτοχειρουργικής. Ακολούθως, πήρε απόσπαση στο Πανεπιστήμιο Αλεξανδρούπολης για έξι μήνες. Το 1993 άνοιξε ιατρείο, ενώ παράλληλα εργαζόταν και στο ΕΣΥ, στο Νοσοκομείο Κομοτηνής αρχικά και από το 1995 στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αλεξανδρούπολης. Το 1996 παραιτήθηκε από το ΕΣΥ, γιατί καταργήθηκε η μερική απασχόληση και ασχολήθηκε μόνο με το ιατρείο του, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα. Τελευταία λειτουργεί στην κλινική «Άγιος Λουκάς» στη Θεσσαλονίκη.
Το χωριό Νέα Σάντα Ροδόπης, τόπος καταγωγής του βιογραφούμενου, απέχει 43 χιλιόμετρα από την πόλη της Κομοτηνής και βρίσκεται σε υψόμετρο 160 μέτρων. Οι σημερινοί του κάτοικοι ανέρχονται στους 130 και έχουν ως απασχόληση τη γεωργία και λίγο την κτηνοτροφία. Το όνομα του χωριού προέρχεται από την πόλη Σάντα του Πόντου. Μνημεία της περιοχής αποτελούν ένα βυζαντινό κάστρο που βρίσκεται απέναντι από το χωριό και ο Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου που κτίστηκε το 1932. Από τις ζώσες προσωπικότητες του χωριού είναι ο Βασίλειος Σερμπέζης, γνωστός Σαρακατσάνος τραγουδιστής παραδοσιακών σαρακατσάνικων τραγουδιών, συνταξιούχος καθηγητής ΤΕΦΑΑ. Οι Σαρακατσάνοι είναι ένα αρχαιοελληνικό ποιμενικό φύλο, γνήσιοι απόγονοι των αρχαίων Ακαρνάνων και Ηπειρωτών ποιμένων, καθαρά ελληνόφωνο και χωρίς επιμειξίες μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, που εξασκούσαν από αμνημονεύτων χρόνων το κτηνοτροφικό επάγγελμα της προβατοτροφίας σε νομαδική μορφή. Δεν είχαν ούτε δικό τους χωριό ούτε μόνιμη κατοικία. Ζούσαν το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στα χειμαδιά με τα κοπάδια τους, οργανωμένοι πάντα με μεγαλοπρεπή πειθαρχία σε τσελιγκάτα. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Σαρακατσάνοι σιγά σιγά εγκατέλειψαν τον νομαδισμό και εντάχθηκαν σταδιακά σε όλα τα επαγγέλματα της ελληνικής και βουλγάρικης κοινωνίας. Οι Σαρακατσάνοι εγκαταστάθηκαν στα χωριά και στις πόλεις και μετέρχονται όλα τα αγροτικά και αστικά επαγγέλματα.