Ο Αναστάσιος Μέντης γιος του Παναγιώτη Μέντη και της Ελένης Τσέγκα, γεννήθηκε στη Νεάπολη Λακωνίας το 1967. Σπούδασε Ψυκτικός στη Σιβιτανίδειο Σχολή και Τοπογράφος στα ΤΕΙ Αθήνας. Αν και μπορούσε να εργαστεί ως τοπογράφος, εκείνος, θέλοντας να γνωρίσει τον κόσμο, ξεκίνησε να εργάζεται σε κρουαζιερόπλοιο ως bar tender, ταξιδεύοντας σε Ευρώπη, Καραϊβική, Βόρειο Αφρική και Αμερική. Παράλληλα, φωτογράφιζε με τη μηχανή του τα τοπία που αντίκριζε, ανακαλύπτοντας το μεγάλο του πάθος για τη φωτογραφική τέχνη. Σπούδασε Φωτογραφία στο Βερολίνο και στο International Centre of Photography (ICP) της Νέας Υόρκης, ενώ αργότερα, παρακινημένος από το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, ίδρυσε την εταιρεία Mentis Estate, η οποία εισάγει λάδι από την Ελλάδα και το διοχετεύει σε εξειδικευμένα καταστήματα των Η.Π.Α. Τα τελευταία χρόνια, έχει προσθέσει στα προϊόντα της εταιρείας του το fleur de sel, τη γνωστή «αφερίνα», από την Ελλάδα, που απογείωσε την επιχείρησή του και την οδήγησε στην κορυφή. Ο Αναστάσιος Μέντης είναι πατέρας δύο παιδιών, της Ελένης και του Παναγιώτη, ενώ τον ελεύθερο του χρόνο τον αφιερώνει στη δουλειά του, επιδιώκοντας να προβάλλει τα προϊόντα της πατρίδας του.
Οι ρίζες της οικογένειας του βιογραφούμενου βρίσκονται στη Λακωνία. Ο προπάππους του, Πολυχρόνης Μέντης, γεννήθηκε στο χωριό Μεσοχώρι, στα Βάτικα, μια περιοχή που πήρε το όνομά της από τον αρχαίο βασιλιά Βοία και βρίσκεται στη νότια απόληξη του Πάρνωνα που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Ο Πολυχρόνης παντρεύτηκε τη συντοπίτισσά του Ειρήνη και απέκτησε μαζί της έξι παιδιά, τον Γιώργο, τον Αναστάσιο, τον Χαράλαμπο, τον Κωνσταντίνο, τη Μαρία και τη Μηλιά.
Ο Αναστάσιος Μέντης, παππούς του βιογραφούμενου, γεννήθηκε στο Μεσοχώρι Λακωνίας. Η οικογένειά του ήταν πολυμελής και ο ίδιος ήταν ένας άνθρωπος πολύ εργατικός, πειθαρχημένος και άξιος και ο πρώτος που έφτιαξε στην περιοχή δικό του ελαιοτριβείο (εργοστάσιο παραγωγής λαδιού) και αλευρόμυλο. Λίγο νωρίτερα, είχε φύγει για ένα διάστημα στην Αμερική ως μετανάστης, γύρισε όμως στο χωριό του και αποφάσισε να κυνηγήσει την τύχη του στην πατρίδα. Επίσης είχε στην κατοχή του πολλά κτήματα, που ξεπερνούσαν σε έκταση τα 400 στρέμματα, ενώ αγαπούσε με πάθος τα άλογα. Χάρη στην ικανότητά του, η επιχείρησή του άνθισε και πέρασε στη συνέχεια στους δύο του γιους, τον Παναγιώτη και τον Πολυχρόνη. Με τη σύζυγό του, Κυράνη, απέκτησε έξι παιδιά, την Ειρήνη, τον Πολυχρόνη, τη Μαρία, τον Νίκο, τον πατέρα του βιογραφούμενου Παναγιώτη και τη Φωτεινή. Μια τραυματική, όμως, εμπειρία στιγμάτισε τη ζωή του. Σε ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα έχασε το στερνοπούλι του, τη Φωτεινή, την κόρη της, που τότε ήταν μωρό ενός μόλις έτους, και τον γαμπρό του, τον σύζυγο της κόρης του Ειρήνης. Πέθανε μερικά χρόνια αργότερα, κουβαλώντας στην ψυχή του τον αφόρητο πόνο από τον χαμό των αγαπημένων του.
Η γιαγιά του βιογραφούμενου, Κυράνη, γεννήθηκε στον Κάμπο Βοιών της Λακωνίας και προερχόταν από πολυμελή οικογένεια. Μετά τον γάμο της, βοήθησε πολύ τον σύζυγό της στην επιχείρησή του, ενώ παράλληλα αφοσιώθηκε στην οικογένειά της και ανέθρεψε τα παιδιά της με πολλή αγάπη, τρυφερότητα και φροντίδα. Ήταν μια γυναίκα πανέμορφη, με ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια, φιλότιμη και φιλόξενη, που είχε κερδίσει με τον χαρακτήρα της την αγάπη όλων των συγχωριανών της. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Παναγιώτης Μέντης, γεννήθηκε το 1922 στον Κάμπο Βοιών Λακωνίας. Από μικρός ασχολήθηκε με τις αγροτικές δραστηριότητες και με την κτηματική περιουσία του πατέρα του, παράλληλα όμως εργαζόταν και στην οικογενειακή επιχείρηση, το ελαιοτριβείο και τον αλευρόμυλο. Παντρεύτηκε τη γυναίκα της ζωής του, Ελένη Τσέγκα, αποκτώντας μαζί της τρία παιδιά, τη Φωτεινή (που πήρε το όνομα της αδικοχαμένης θείας της), τον βιογραφούμενο Αναστάσιο και τη Νικολέττα. Ο Παναγιώτης Μέντης υπήρξε άνθρωπος εξαιρετικά δραστήριος και πολύ εργατικός. Ήταν πολύ φιλόξενος και η πόρτα του παρέμενε ανοιχτή για όλον τον κόσμο. Φιλότιμος και κοινωνικός, κερνούσε κρασί από το βαρέλι που είχε στο υπόγειο σε όποιον ερχόταν είτε για επίσκεψη είτε για δουλειά. Στις σχέσεις του με τα παιδιά του ήταν ιδιαίτερα δημοκρατικός, επιτρέποντάς τους να κάνουν τις δικές τους επιλογές, τις οποίες πάντα στήριζε. Όντας προοδευτικός, ήθελε τα παιδιά του να μορφωθούν και τους προέτρεπε προς την κατεύθυνση αυτή, ώστε να χτίσουν ένα καλύτερο μέλλον. Απεβίωσε το 2005, σε ηλικία 83 ετών.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Ελένη Τσέγκα, γεννήθηκε το 1935 στους Αγίους Αποστόλους, ένα κοντινό στη Νεάπολη χωριό, όπου και τελείωσε τις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Μεγαλώνοντας, οι δικοί της αποφάσισαν να τη στείλουν στην Αυστραλία, όπου βρισκόταν ήδη ο μεγαλύτερος αδελφός της. Ο Παναγιώτης Μέντης, όμως, φοβούμενος ότι θα τη χάσει και μη βλέποντας άλλη λύση, την έκλεψε, καθώς οι δυο νέοι αγαπιούνταν και δεν ήθελαν να χωρίσουν. Έτσι, η κοπέλα έμεινε στην Ελλάδα και πολύ σύντομα έγινε και ο γάμος τους.
Η Ελένη βοηθούσε πολύ τον σύζυγό της στις γεωργικές εργασίες, ενώ παράλληλα φρόντιζε το σπίτι και τα παιδιά τους. Ως μητέρα ήταν πολύ τρυφερή κι περιέβαλλε τα παιδιά της με άπειρη αγάπη και στοργή, ενώ τα έπαιρνε συχνά μαζί της στην εκκλησία, καθώς ήταν ιδιαίτερα θρησκευόμενη. Τους δίδαξε τις ηθικές αρχές και τις αξίες που χαρακτήριζαν εκείνη και τον άνδρα της, ενώ πάντα τους έδινε τη σωστή συμβουλή, κάτι που έκανε αργότερα και στα εγγόνια της. Είναι μια γυναίκα πολύ γενναιόδωρη, αγαπητή σε όλον τον κόσμο, φιλόξενη, καλόκαρδη, εξαιρετική νοικοκυρά και μαγείρισσα. Ζύμωνε το ψωμί της οικογένειάς, έφτιαχνε το τυρί και τη μυζήθρα τους και γενικά ασχολείτο με όλες τις δουλειές που έκαναν οι γυναίκες σε μια αγροτική οικογένεια.
Ο πατέρας της Ελένης ονομαζόταν Παναγιώτης Τσέγκας. Γεννήθηκε στους Αγίους Αποστόλους, σε μια πολυμελή οικογένεια με άλλα πέντε παιδιά, τον Γεώργιο, τον Ιωάννη, τον Κυριάκο, τη Φροσύνη και τη Χρυσώ. Ο ίδιος ήταν αγρότης. Επειδή όμως είχε και πολλά πρόβατα, του έμεινε το παρωνύμιο «Τσέλιγκας». Φλογερός πατριώτης, έκανε το χρέος του προς την πατρίδα πολεμώντας στο Αλβανικό Μέτωπο, ενώ όταν επέστρεψε από τον πόλεμο παραλίγο να χάσει και τα δύο του πόδια από τα κρυοπαγήματα που είχε υποστεί. Με τη σύζυγό του, Κανέλλη, απέκτησαν επτά παιδιά, τον Αντώνη, την Καλλιόπη, τη Ματίνα, τη Βαγγελιώ, τον Γιώργο, τη μητέρα του βιογραφούμενου Ελένη και την Αρετή. Τόσο εκείνος όσο και η γυναίκα του απεβίωσαν σε ηλικία περίπου 85 ετών.
Ο βιογραφούμενος Αναστάσιος (Τάσος) Μέντης γεννήθηκε το 1967 στη Νεάπολη της Λακωνίας. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο στον Κάμπο Βοιών και το Γυμνάσιο στη Νεάπολη. Σε ηλικία 14 ετών ήρθε στην Αθήνα μαζί με την αδελφή του Φωφώ για να συνεχίσουν το σχολείο. Ο βιογραφούμενος σπουδάζει Ψυκτικός στη Σιβιτανίδειο και στη συνέχεια Τοπογράφος στα ΤΕΙ Αθηνών, από όπου αποφοιτά το 1990. Παράλληλα με τις σπουδές του, εργάζεται για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, σε φούρνο, σε εστιατόριο και σε νυχτερινά κέντρα ως βοηθός ηχολήπτη. Στη συνέχεια, υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία στη Ρόδο και στη Σύμη, στο Πυροβολικό, όπου ως τοπογράφος σχεδιάζει χάρτες.
Όταν ήταν δώδεκα ετών, ο βιογραφούμενος είχε αγοράσει την πρώτη του φωτογραφική μηχανή, μια Kodak Pocket με φλας. Από τότε απέκτησε το μικρόβιο της φωτογραφίας. Όντας από παιδί πολύ παρατηρητικός και ονειροπόλος, είχε εντυπωσιαστεί όταν για πρώτη φορά ήρθε στο χωριό του κινηματογράφος. Του έκαναν μεγάλη εντύπωση οι θερινοί κινηματογράφοι, τα πανηγύρια και ο μυστικισμός που απέπνεε η εκκλησία, όπου τον πήγαινε η μητέρα του συχνά. Του άρεσε πολύ να ακούει ραδιόφωνο, το οποίο, εξαιτίας της τοποθεσίας που βρισκόταν το χωριό του, δεν έπιανε μόνο ελληνικούς σταθμούς αλλά και αραβικούς και τουρκικούς, παίζοντας τα αντίστοιχα τραγούδια.
Όταν απολύθηκε από τον στρατό ήταν έτοιμος να εργαστεί ως τοπογράφος. Όμως, επειδή είχε πνεύμα ανήσυχο και ερευνητικό, επηρεασμένος από τις διηγήσεις των ναυτικών συγγενών του και από τις εικόνες που εκείνοι του περιέγραφαν από μέρη μακρινά, αποφασίζει να γνωρίσει κι αυτός τον κόσμο. Έτσι, πιάνει δουλειά στο κρουαζιερόπλοιο «Crown Odyssey» ως bar tender και εργάζεται εκεί για 14 μήνες, έχοντας μαζί του την πρώτη του επαγγελματική φωτογραφική μηχανή, μια Nikon N90. Τράβηξε υπέροχες φωτογραφίες από όλα τα λιμάνια της Ευρώπης που επισκέφθηκε, αλλά και από την Καραϊβική, τη Βόρειο Αφρική και την Αμερική.
Επηρεασμένος από την ομορφιά όλων αυτών των τόπων, αλλά και από την κουλτούρα των λαών τους, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, ακόμη και από την κουζίνα τους, δεν μπορούσε πλέον να φανταστεί τον εαυτό του κλεισμένο μέσα σε ένα γραφείο. Οι ορίζοντές του έχουν πλέον ανοίξει κι εκείνος μαγεύεται από τον «Σταυρό του Νότου» του Καββαδία, από τους στίχους και τους οραματισμούς που αυτοί αποπνέουν. Έτσι, το 1994 αποφασίζει να πάει για μόνιμη εγκατάσταση στη Γερμανία, στο Βερολίνο. Η κοσμογονική αλλαγή που επέφερε η πτώση του Τείχους έχει ήδη συντελεστεί, ενώ εκεί μένει και ο αγαπημένος φίλος του Σπύρος Γαλιατσάτος, που θα τον βοηθήσει σε ό,τι χρειαστεί στα καινούργια του σχέδια. Θέλει να σπουδάσει φωτογραφία και να γίνει ένας φωτογράφος παγκοσμίου φήμης.
Τη δεύτερη κιόλας ημέρα μετά την άφιξή του στο Βερολίνο, γράφεται σε μια σχολή για να μάθει τη γλώσσα, ενώ παράλληλα εργάζεται σε ένα ελληνικό εστιατόριο, το “Gyros King”, για να εξασφαλίσει τα προς το ζην. Έναν χρόνο αργότερα κάνει το όνειρό του πραγματικότητα, σπουδάζοντας για έναν χρόνο Φωτογραφία στη σχολή Volkshochschulen στο Βερολίνο. Στη συνέχεια, ξεκινά να εργάζεται εκεί ως φωτογράφος.
Η πρώτη του δημοσίευση ήταν για λογαριασμό μιας ελληνο-γερμανικής εφημερίδας, της Chronika, που κάλυπτε τα νέα της ομογένειας. Η πρώτη του φωτογραφία, όμως, που δημοσιεύτηκε επίσημα ήταν από μια εκδήλωση ενός μεγάλου πολιτιστικού κέντρου του Βερολίνου, του Haus der Kulturen der Welt, όπου φωτογράφησε πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες, όπως τον Ρασούλη, τον Νταλάρα, τον Παπάζογλου και την Αλεξίου, αλλά και τον Ιρλανδό Ρος Ντέιλι. Επίσης, έβγαλε φωτογραφίες σε όλα τα Φεστιβάλ του Βερολίνου, ενώ λίγο πριν φύγει από τη Γερμανία, το 1996, άρχισε να κάνει επαγγελματικές φωτογραφήσεις (studio photography).
Το 1995 πήγε στην Κούβα για φωτογράφηση, την οποία θα χρησιμοποιούσε στο προσωπικό του Portfolio, για να κάνει αίτηση σε διάφορες σχολές φωτογραφίας στην Αγγλία και στην Αμερική, ώστε να συνεχίσει εκεί τις σπουδές του. Έφθασε στις Η.Π.Α τον Οκτώβριο του 1996, κρατώντας στα χέρια του μια βαλίτσα και τον φωτογραφικό του εξοπλισμό, δίχως να γνωρίζει κανέναν. Ξεκίνησε αμέσως προετοιμασία, η οποία κράτησε έναν χρόνο, για τις σπουδές του στο International Center of Photography (ICP) της Νέας Υόρκης, μια από τις καλύτερες σχολές στον κόσμο. Σπούδασε εκεί για δύο χρόνια και στη συνέχεια δούλεψε ως βοηθός πολλών γνωστών φωτογράφων όλου του κόσμου, όπως της διεθνούς φήμης, ελληνικής καταγωγής φωτογράφου Calliope.
Η γκάμα των εργασιών του είναι πολυδιάστατη και περιλαμβάνει πορτρέτα, αρχιτεκτονική, εσωτερικούς χώρους, ταξιδιωτική φωτογραφία, βιβλία μαγειρικής (ένα από αυτά, μάλιστα, ήταν με την πασίγνωστη Αγλαΐα Κρεμεζή). Επίσης, έχει συμμετάσχει σε περίπου 25 βιβλία αρχιτεκτονικού και εσωτερικού χώρου και έναν μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων σε περιοδικά όλου του κόσμου. Έχει φωτογραφήσει άπειρες εκδηλώσεις της ομογένειας, τόσο στις Η.Π.Α όσο και στον Καναδά, όπου πήρε μέρος στην έκθεση Greek-American Photographers. Μέχρι σήμερα, εξακολουθεί να ασχολείται με τη φωτογραφία, αναζητώντας διαρκώς κάτι καινούργιο που να τον αγγίζει καλλιτεχνικά, φθάνοντας για τον σκοπό αυτό μέχρι την Κίνα και το Θιβέτ. Επίσης, έχει συμμετάσχει εθελοντικά σε πολλές εκδηλώσεις της ομογένειας, καλύπτοντάς τις φωτογραφικά, όπως σε πανηγύρια ή σε θρησκευτικές εορτές και θεατρικές παραστάσεις.
Το 2012 είναι μια χρονιά-σταθμός για τον βιογραφούμενο. Κατά τη διάρκεια μιας φωτογράφησης για λάδια από όλον τον κόσμο, έρχεται σε επαφή με τον Αλέξανδρο Κοντογούρη από την εταιρεία Olive Oil Expert. Ο βιογραφούμενος του φέρνει να δοκιμάσει το λάδι από τις δικές του ελιές στην Ελλάδα και εκείνος τον προτρέπει να το εμφιαλώσει και να ασχοληθεί με την προώθησή του, καθώς η ποιότητά του ήταν εξαιρετική. Έτσι, το 2013 στήνεται η εταιρεία Mentis Estate και ξεκινά η εισαγωγή λαδιού από την Ελλάδα. Πρόκειται για το λάδι της μητέρας του, Ελένης Τσέγκα, το οποίο διατίθεται σε εξειδικευμένα καταστήματα που πωλούν προϊόντα υψηλής ποιότητας, όπως στο πασίγνωστο Food Court του φημισμένου Plaza Hotel στη Νέα Υόρκη, αλλά και στα καταστήματα Zabar’s της Νέας Υόρκης. Ο ίδιος έχει ασχοληθεί επισταμένα με την προώθηση και τη διαφήμιση του Mentis Products, ενώ στις διάφορες εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται παρουσιάζει την οικογενειακή παράδοση των προϊόντων.
Το 2015 αποφάσισε να προσθέσει στα προϊόντα του και τον αφρό της θάλασσας, τη γνωστή «αφερίνα» ή Fleur de sel, δηλαδή το αλάτι, το οποίο έχει συλλεχθεί με μια ιδιαίτερη διαδικασία από τα κοιλώματα των βράχων δίπλα στο χωριό του βιογραφούμενου. Το αλάτι αυτό μαζεύεται σε συγκεκριμένους μόνο μήνες του χρόνου κατά τις πρωινές ώρες, ενώ στη συνέχεια υφίσταται ειδική επεξεργασία με το χέρι. Το ελληνικό Fleur de sel έκανε μεγάλη αίσθηση στην αμερικανική αγορά, με αποτέλεσμα η φήμη της εταιρείας του βιογραφούμενου να εκτοξευθεί στα ύψη και να γίνει η καλύτερη πρέσβειρα της Ελλάδας στην Αμερική.
Ο Αναστάσιος Μέντης, εκτός από ένας εξαιρετικός φωτογράφος κι ένας ιδιαίτερα επιτυχημένος επιχειρηματίας, είναι και πατέρας δύο παιδιών, της Ελένης και του Παναγιώτη. Η Ελένη Μέντη γεννήθηκε το 1998 στη Νέα Υόρκη και σπουδάζει Graphic Design στο Parson’s School of Design της Νέας Υόρκης. Ο Παναγιώτης Μέντης γεννήθηκε το 2000 στη Νέα Υόρκη και σπουδάζει Αρχιτεκτονική στο Art and Design High School.
Ο βιογραφούμενος αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στη δουλειά του, οραματιζόμενος να χτίσει μια γέφυρα μεταξύ Ελλάδας και Η.Π.Α, η οποία θα προβάλλει την πατρίδα του μέσω της ελληνικής υπαίθρου και της ελληνικής φιλοξενίας, χρησιμοποιώντας τα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα της μάνας γης. Παράλληλα, είναι ένας πολύ αφοσιωμένος πατέρας, που θεωρεί ότι η οικογένεια είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, ο οποίος κρατά τους ανθρώπους ενωμένους και θέτει τις βάσεις της κοινωνίας.