Ο Αριστείδης Δράγιος γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Εμμανουήλ Παππάς του Νομού Σερρών. Διετέλεσε Συμβολαιογράφος Αθηνών, τα δε τρία παιδιά του έχουν πραγματοποιήσει νομικές σπουδές και ασχολούνται τα μεν δύο με τη συμβολαιογραφία και το τρίτο με τη δικηγορία.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Αβραάμ Δράγιος, γεννήθηκε στο χωριό Εμμανουήλ Παππάς, γνωστό και με την ονομασία Δοβίστα, παλαιότερα, του Νομού Σερρών. Ήταν καπνοπαραγωγός και καλλιεργούσε τα δικά του χωράφια, καθώς και καλλιεργητής σιτηρών.
Παντρεύτηκε τη Φωτεινή και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τη Ζωή, την Ευαγγελία, τον Αθανάσιο και τον Γιώργο. Ήταν πολύ ήσυχος άνθρωπος και του άρεσε να ασχολείται με τα κοινά. Πήρε μέρος σε διάφορους συνεταιρισμούς στο χωριό, φροντίζοντας για το καλό του χώρου, του χωριού και των συντοπιτών του.
Η γιαγιά Φωτεινή γεννήθηκε επίσης στο χωριό Εμμανουήλ Παππάς. Ήταν άτομο δραστήριο και ανέθρεψε τα παιδιά της με αγάπη και ηθικές αρχές. Ήταν εξαιρετική μαγείρισσα και καλόψυχη.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Αθανάσιος Δράγιος, γεννήθηκε το 1897 στο χωριό Εμμανουήλ Παππάς Σερρών. Τελείωσε το Σχολαρχείο στο χωριό. Από πολύ μικρή ηλικία βοηθούσε τον πατέρα του στην καλλιέργεια καπνών και σιτηρών. Μεγαλώνοντας, ασχολήθηκε με το εμπόριο και τις πωλήσεις. Διατηρούσε επίσης δικό του καφενείο, κάτω από το σπίτι του. Τα παιδιά του, Χρήστος και Νίκος, συνέχισαν τη λειτουργία του. Είχε χρηματίσει επίσης μέλος του Κοινοτικού Συμβουλίου. Πήρε μέρος, το 1922, στον πόλεμο της Μικράς Ασίας και έφθασε μέχρι το Εσκί Σεχίρ. Παντρεύτηκε αρχικά τη Φωτεινή και απέκτησε ένα παιδί, τον Αβραάμ. Η γυναίκα του όμως πέθανε και παντρεύτηκε την Παναγιώτα Σκόδρα. Απέκτησαν πέντε παιδιά, τη Φωτεινή το 1927, τον Χρήστο το 1929, τον Νικόλαο το 1932, τη Μαρίκα το 1935 και τον Αριστείδη το 1937. Ήταν ένας άνθρωπος με πνεύμα, τρομερά φιλόξενος, αγαπητός σε όλον τον κοινωνικό περίγυρο, που τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν. Στις σχέσεις με τα παιδιά του ήταν απόλυτα δημοκρατικός, επιτρέποντάς τους να έχουν τις επιλογές τους και να υλοποιούν τα όνειρά τους. Κατά την περίοδο της απελευθέρωσης επιτεύχθηκε με τη μεσολάβησή του να μην χυθεί αίμα μεταξύ Βουλγάρων και Ελλήνων ανταρτών. Πέθανε σε ηλικία 77 ετών το 1974.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Παναγιώτα Σκόδρα, γεννήθηκε στο ίδιο χωριό το 1900. Σε ηλικία μόλις 17 ετών παντρεύτηκε τον Γεώργιο Λάμπο, ο οποίος σκοτώθηκε στη Μ. Ασία το 1922, ενώ ήταν έγκυος η Παναγιώτα. Γεννήθηκε ένα αγόρι, ο Δημήτρης. Στη συνέχεια η Παναγιώτα ξαναπαντρεύτηκε τον Αθανάσιο Δράγιο και απέκτησαν πέντε παιδιά. Παράλληλα μεγάλωσε και το δικό της, τον Δημήτρη, χωρίς καμία διάκριση με στοργή και αγάπη. Ανέθρεψε τα παιδιά της με σπάνιες αρετές και ηθικές αξίες. Υπήρξε πολύ τρυφερή μητέρα με πολλή αφοσίωση στην οικογένεια και στον σύζυγό της. Παράλληλα, εργαζόταν και στα χωράφια. Πέθανε το 1990 σε ηλικία 90 ετών.
Ο πατέρας της λεγόταν Φώτιος Σκόδρας, γεννήθηκε στον Εμμανουήλ Παππά και ήταν αγρότης. Παντρεύτηκε τη Φροσύνη Μπουζή και απέκτησαν έντεκα παιδιά από τα οποία επέζησαν τα τέσσερα, ήτοι, η Παναγιώτα, η Αθανασία, ο Αλέξανδρος και ο Ευριπίδης. Η γιαγιά Φροσύνη από τον πρώτο της γάμο με τον Σίτη, απέκτησε ένα παιδί, τον Χρήστο. Πέθανε σε ηλικία 100 ετών με πλήρη διαύγεια πνεύματος. Τα εγγόνια της την φώναζαν Νενέ Μπουζή, όπως έλεγαν συνήθως τις γιαγιάδες στις Σέρρες.
Ο βιογραφούμενος Αριστείδης Δράγιος γεννήθηκε στο ιστορικό χωριό Εμμανουήλ Παππάς του ομώνυμου Δήμου του Νομού Σερρών, το 1937. Είναι απόφοιτος του Κλασσικού Λυκείου Σερρών και πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Φροντιστής, στο 566ο Τάγμα Πεζικού με έδρα τη Νιγρίτα Σερρών. Κατόπιν εξετάσεων, διορίσθηκε, τον Φεβρουάριο του 1964, δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Σερρών. Άσκησε δικηγορία επί μια οκταετία στις Σέρρες και κατόπιν διαγωνισμού διορίστηκε τον Μάιο του 1971 συμβολαιογράφος Αθηνών. Άσκησε το επάγγελμα του συμβολαιογράφου μέχρι τον Μάιο του 2007, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε, με αριθμό συμβολαίων 42.909.
Κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, εμπλουτισμένος με άριστες νομικές γνώσεις για τα θέματα της συμβολαιογραφίας, προσπαθούσε αφιερώνοντας πολύτιμο χρόνο για να επιλύει με τον καλύτερο τρόπο το οποιοδήποτε πρόβλημα, ώστε τα συμβόλαια και οι πάσης φύσεως δικαιοπρακτικές πράξεις να είναι απόλυτα σύννομες, εκφράζοντας την αληθή βούληση των συμβαλλομένων.
Μεταξύ των συναδέλφων του και της ευρύτερης νομικής κοινότητας των Αθηνών, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης και ήταν αρωγός και σύμβουλος για την επίλυση των θεμάτων τους.
Πολυετής και πλούσια είναι η συμμετοχή του σε πολιτιστικούς συλλόγους, στους οποίους ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα και χρημάτισε: Πρόεδρος και Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου «Εμμανουήλ Παππάς» Αθηνών, της Σερραϊκής Ενώσεως Αθηνών, της Ομοσπονδίας Σερραϊκών Συλλόγων Αττικής (Ο.Σ.Σ.Α.), μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανμακεδονικής Συνομοσπονδίας, Πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων του 37ου Δημοτικού Σχολείου, Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Γονέων του Τοσίτσειου-Αρσακείου Εκάλης και του Κλασσικού Λυκείου Αναβρύτων.
Το 1978 επί προεδρίας του στον Σύλλογο «Εμμανουήλ Παππάς» Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1971 και ήταν το πρώτο ιδρυτικό μέλος, τοποθετήθηκε στο Πεδίο του Άρεως στην Αθήνα, στο Πάνθεο των Ηρώων, η προτομή του Εμμανουήλ Παπά, Αρχιστρατήγου των Μακεδονικών δυνάμεων του 1821 και όραμά του είναι η δημιουργία του Πνευματικού-Πολιτιστικού και Ιστορικού Κέντρου Εμμανουήλ Παπά, στην ομώνυμη γενέτειρα του Ήρωα. Ακόμα, επί προεδρίας του στην Ομοσπονδία των Σερραϊκών Συλλόγων Αττικής (Ο.Σ.Σ.Α.) πραγματοποιήθηκε, το 2005, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, με παρουσία 12.000 θεατών, η 1η Πανσερραϊκή γιορτή (παράδοση-πολιτισμός-τουριστική ανάδειξη και προβολή του Νομού Σερρών), με συμμετοχή 1.200 εκφραστών της παράδοσης και του πολιτισμού και επί αντιπροεδρίας του στο Διοικητικό Συμβούλιο της ίδιας ως άνω Ομοσπονδίας (Ο.Σ.Σ.Α.), πραγματοποιήθηκε η 2η Πανσερραϊκή γιορτή, στις Σέρρες, στις 28 Ιουνίου 2010, με την παρουσία επισήμων Αρχών, στρατιωτικών, πολιτικών, δημοτικών και θρησκευτικών καθώς και πλήθους 6.000 θεατών. Επίσης, επί προεδρίας του στον ως άνω πολιτιστικό σύλλογο «Εμμανουήλ Παππάς» Αθηνών, αλλά και στη Διαχειριστική Επιτροπή της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εμμανουήλ Παππάς», στις 20 Ιανουαρίου 2013 σε ειδική εκδήλωση στη μνήμη του Αρχιστρατήγου των Μακεδονικών δυνάμεων του 1821, το πορτρέτο του Εθνικού αυτού Ήρωα, παραδόθηκε ως δωρεά και φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (κτίριο Παλαιάς Βουλής), έχει δε αναρτηθεί μεταξύ των πορτρέτων των άλλων Εθνικών Ηρώων του 1821. (βλέπε στο YouTube:
- https://www.youtube.com/watch?v=snLJKHQEah4 (βίντεο από παράδοση πορτρέτου στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο 1ο μέρος)
- https://www.youtube.com/watch?v=cG-f39UuoX0 (βίντεο από παράδοση πορτρέτου στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο 2ο μέρος)
- https://www.youtube.com/watch?v=ZEbGbM17RZM (βίντεο από παράδοση πορτρέτου στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο 3ο μέρος)
- http://www.emmpapas.com/index.php/syl-26-2-2015/o-emm-papas-sto-ethniko-istoriko-mouseio (φωτογραφίες ανάρτησης πορτρέτου Εμμανουήλ Παπά στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
Σήμερα, είναι Πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής της Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εμμανουήλ Παππάς» και Ταμίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Σερραϊκών Συλλόγων Αττικής (Ο.Σ.Σ.Α.). Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελεγκτικής Επιτροπής του Συλλόγου «Εμμανουήλ Παππάς» Αθηνών και τώρα Σερραϊκής Ενώσεως Αθηνών, Πρόεδρος για έξι χρόνια και Ταμίας για τρία χρόνια του Πανελληνίου Συλλόγου Συνταξιούχων Συμβολαιογράφων, την προεδρία του οποίου παρέδωσε τον Φεβρουάριο του 2019 και ανακηρύχθηκε, με ομόφωνη απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως, Επίτιμος Πρόεδρος. Σήμερα, προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ίδιο Σύλλογο ως Πρόεδρος της Ελεγκτικής Επιτροπής.
Παντρεύτηκε την Άννα Χαρίτου, η οποία γεννήθηκε στις Σέρρες και εργάστηκε ως υπάλληλος στον Οργανισμό Τηλεπικοινωνιών της Ελλάδος (Ο.Τ.Ε.) απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε το 1980. Απέκτησαν τρία παιδιά: τον Αθανάσιο, την Ελένη και την Παναγιώτα και επτά εγγόνια, δύο κορίτσια και πέντε αγόρια.
Ο γιος του, Αθανάσιος Δράγιος του Αριστείδη, συμβολαιογράφος Αθηνών, γεννήθηκε στις Σέρρες στις 21 Ιανουαρίου 1970 και αποφοίτησε από το Λεόντειο Λύκειο Πατησίων. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στο Κοινοτικό Δίκαιο “DEA DROIT COMMUNAUTAIRE” από το Γαλλικό πανεπιστήμιο BORDEAUX I.
Από τον Οκτώβριο του 1995 έως και τον Μάρτιο του 1996 εργάστηκε στις Βρυξέλλες, στη Διεύθυνση 4 του ανταγωνισμού, με πρακτική εξάσκηση (stage) σε θέματα ανταγωνισμού.
Άσκησε δικηγορία στην Ελλάδα από το 1993 έως το 1998 και είναι συμβολαιογράφος Αθηνών και μέλος της Συμβολαιογραφικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΡ. ΔΡΑΓΙΟΣ-ΕΛΕΝΗ ΑΡ. ΔΡΑΓΙΟΥ» από το 1999.
Διετέλεσε μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου» (περιοδική έκδοση του Σπουδαστηρίου Δημοσίου Δικαίου, του Τμήματος Νομικής, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών), μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού «Νομική Επιθεώρηση» (τριμηνιαία έκδοση του Ερευνητικού Ομίλου των Φοιτητών της Νομικής) και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού MEMOIRES & PERSPECTIVES (περιοδική έκδοση της Ένωσης Αποφοίτων του Λεοντείου Λυκείου).
Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Αποφοίτων του Λεοντείου Λυκείου από το 2006 έως και το 2014, ενώ από το 2014 έως και σήμερα διατελεί αντιπρόεδρος του Συλλόγου.
Εκπροσώπησε, ως εισηγητής, τον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Εφετείων Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου και Δωδεκανήσου, σε ημεδαπά και διεθνή συνέδρια, σεμινάρια και επιστημονικές ημερίδες.
Έχουν δημοσιευθεί άρθρα του σε νομικά περιοδικά για φορολογικά θέματα, για θέματα Εμπορικού Δικαίου, για θέματα Οικογενειακού Δικαίου και για θέματα Κληρονομικού Δικαίου.
Είναι συγγραφέας του βιβλίου «Φορολογία Ακινήτων-Εγχειρίδιο Πρακτικής Εφαρμογής για την Ακίνητη Περιουσία»
Διετέλεσε υπεύθυνος για το πρόγραμμα «EUROPE TESTAMENTS» του Ευρωπαϊκού Δικτύου Καταχώρισης Διαθηκών «A.R.E.R.T.».
Διετέλεσε μέλος της ομάδας εργασίας για τη μελέτη και υποβολή νομοθετικών προτάσεων σχετικά με τον Κώδικα Συμβολαιογράφων και τον Κώδικα Συμβολαιογραφικής Δεοντολογίας που συστήθηκε με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Συμβολαιογραφικών Μελετών και Ερευνών “I.R.E.N.E.” και ήδη Αντιπρόεδρος.
Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου των Εφετείων Αθηνών-Πειραιώς-Αιγαίου και Δωδεκανήσου.
Η κόρη του βιογραφούμενου, Έλενα, σπούδασε αρχικά παιδαγωγός στο Τμήμα Νηπιαγωγών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Αποφοιτώντας, έδωσε κατατακτήριες εξετάσεις στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, όπου εισήχθη και απ’ όπου πήρε πτυχίο Νομικής. Άσκησε δικηγορία στην Αθήνα για τρία χρόνια και κατόπιν εξετάσεων διορίστηκε συμβολαιογράφος Αθηνών, ενώ έχει παράλληλα διορισθεί και Αρχειοφύλακας του αρχείου του πατέρα της Αριστείδη Δράγιου. Ομιλεί την Αγγλική γλώσσα. Είναι παντρεμένη με τον Στέλιο Γαβαλά, δικηγόρο. Έχουν αποκτήσει δίδυμα, τον Ιωσήφ και την Άννα, ηλικίας δώδεκα ετών.
Η άλλη κόρη του βιογραφούμενου, Παναγιώτα (Νάγια), σπούδασε Νομικά, αρχικά στο Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου Ρουμανίας για δύο χρόνια και κατόπιν κατατακτηρίων εξετάσεων συνέχισε τις σπουδές της στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, από όπου και αποφοίτησε. Γνωρίζει τη Ρουμανική και την Αγγλική γλώσσα. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Δίκαιο της Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης (University of Glasgow) στη Σκωτία. Ασκεί δικηγορία. Είναι παντρεμένη με τον Γεώργιο Βασιλειάδη, Δικηγόρο και απέκτησαν τρία παιδιά, τον Νικόλαο, 12 ετών, τον Αριστείδη, 10 ετών και τον Οδυσσέα-Μάριο, 7 ετών.
Τα τελευταία σαράντα χρόνια, τον ελάχιστο ελεύθερο χρόνο του, ο βιογραφούμενος τον αφιερώνει στα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου καταγωγής του, τόσο στην Αθήνα, όσο και στη γενέτειρά του, αλλά και στην οικογένειά του, στα παιδιά του και στα εγγόνια του.
Η σύζυγος του βιογραφούμενου, Άννα Χαρίτου, είχε επωμισθεί όλη την φροντίδα και την ευθύνη της οικογένειας και της επιμέλειας των παιδιών, λόγω της πολύωρης επαγγελματικής υποχρέωσης του συζύγου της, όσο και των πολιτιστικών δραστηριοτήτων του και γι’ αυτό ο βιογραφούμενος της χρωστάει μεγάλη ευγνωμοσύνη.
Η Κοινότητα Εμμανουήλ Παππά, στην οποία γεννήθηκε ο βιογραφούμενος Αριστείδης Δράγιος, έγινε περισσότερο γνωστή μετά την Επανάσταση του 1821 διότι υπήρξε η γενέτειρα του ήρωα Εμμανουήλ Παπά. Υπήρχε όμως οικισμός από την εποχή προ του 1400 π.Χ., έστω και με λίγους κατοίκους, περί τους εκατό, που ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, με την καλλιέργεια καπνών, σιτηρών, βαμβακιού και οπωροφόρων δέντρων.
Για τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς στους Τούρκους (από το 1380 για τις Σέρρες), δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία. Είναι όμως βέβαιο ότι το έτος 1750, στο χωριό υπήρχαν δύο εκκλησίες, του Αγίου Χαραλάμπους και του Αγίου Γεωργίου όπου εφημέρευε ο πατέρας του Εμμανουήλ Παπά, Δημήτριος.
Το 1805, ο Προεστός Γεώργιος Παππάς, ανιψιός του ήρωα από τον αδελφό του Παπαθανάσιο, έκτισε τον σημερινό Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, με το ανεκτίμητης αξίας τέμπλο του.
Η συμμετοχή του Εμμανουήλ Παπά στον αγώνα της ανεξαρτησίας έκανε το χωριό, την γενέτειρα του ήρωα, γνωστό και σήμερα αναγράφεται σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες και τα Ιστορικά βιβλία.
Στις αρχές του 1900 είχε πάνω από χίλιους κατοίκους και στην Κοινότητα υπαγόταν η Δοβίστα και οι μικροί οικισμοί Άνω Νούσκα (τα σημερινά Μέταλλα), η Μούχλιανη, ο Σύρος Μαχαλάς και το Σοκόλ (Συκιά). Οι οικισμοί είχαν μερικές δεκάδες κατοίκους ο καθένας και η μεν Μούχλιανη καταστράφηκε το 1913, ο Σύρος Μαχαλάς κατοικούταν από Τούρκους κτηνοτρόφους που έφυγαν για την Τουρκία, τα δε χωριά Σοκόλ (Συκιά) και Άνω Νούσκα, μετά τη φυγή των Τούρκων, κατοικήθηκαν από Έλληνες πρόσφυγες. Το 1928, η Δοβίστα αποτέλεσε μόνη της Κοινότητα με την ονομασία στην αρχή Παππάς και αργότερα Εμμανουήλ Παππάς.
Με Προεδρικό Διάταγμα (Φ.Ε.Κ. 1978 Λ. 78), η Κοινότητα Εμμανουήλ Παππά αποτελεί ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΟΙΚΙΣΜΟ. Επίσης στο Προεδρικό Διάταγμα Φ.Ε.Κ. 749/7-8-1980, χαρακτηρίζεται η οικία του Εμμανουήλ Παπά στη γενέτειρά του ως ιστορικό κτίριο.
Στο Φ.Ε.Κ. 752/9-8-1980, Τεύχος Β’, χαρακτηρίζεται ως έργο τέχνης το κτίριο των ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΔΟΒΙΣΤΗΣ (Εμμανουήλ Παππά), έτος ιδρύσεως το 1885, του σημερινού Σχολαρχείου, όπου στεγάζεται το Ιστορικό Μουσείο του αγώνα του 1821 «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΠΑΣ».
Σχετικά με την εκπαίδευση, το 1860 υπήρχε η Αστική Σχολή Δοβίστης, που στεγαζόταν σε διάφορα οικήματα της Εκκλησίας, όπου δίδασκαν δημοδιδάσκαλοι αμειβόμενοι από τους κατοίκους του χωριού.
Από το έτος 1883 μέχρι το έτος 1885 κτίστηκαν Ελληνικά εκπαιδευτήρια στα οποία δίδαξαν πολλοί δάσκαλοι από το ίδιο χωριό, αρκετοί από τους οποίους συνέχιζαν τις σπουδές τους στο Γυμνάσιο Σερρών και μερικοί στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι δάσκαλοι της εποχής εκείνης είχαν και μια άλλη αποστολή, να κρατήσουν ακμαίο και το πατριωτικό φρόνιμα των κατοίκων (1900-1913) εξ αιτίας της ξένης επιβουλής (Μακεδονικός Αγώνας).
Μερικά ονόματα δασκάλων καταγόμενων από την τότε Δοβίστα ήταν των Παρρήση, Κοκορότσικου, Χρήστου Ραβάνη, μετέπειτα καπνέμπορου, του Κωνσταντίνου Οικονόμου, ιδρυτή γεωργικού συνεταιρισμού το 1914, του Αθανασίου Παπαφωτίου, του Κίμωνος Λειβαδιώτη και του Αθανασίου Τζιμούρτα.
Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης διακοσίων (200) χρόνων από την κήρυξη της Επανάστασης του 1821, που πανηγυρικά γιορτάσθηκε από την Πολιτεία, στον οποίο Εθνικό Αγώνα είχε ενεργό συμμετοχή ο Εθνεγέρτης Μακεδόνας, ως Αρχιστράτηγος του 1821, Εθνικός Ήρωας ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑΣ και με την συμπλήρωση των διακοσίων (200) χρόνων από τον θάνατό του (5-12-1821), ο βιογραφούμενος θεωρεί επιβεβλημένο καθήκον του με την ειδική έκδοση για τα διακόσια (200) χρόνια του τόμου του ΜΕΛΑΘΡΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ να συμπεριληφθούν και λίγα λόγια για τη μορφή και τη δράση του Εμμανουήλ Παπά.
Ο Εμμανουήλ Παπάς γεννήθηκε το 1773 στη Δοβίστα Σερρών, η οποία σήμερα φέρει το όνομά του ως Τοπική Κοινότητα Εμμανουήλ Παπά, που ανήκει διοικητικά στον Δήμο Εμμανουήλ Παπά Σερρών. Υπήρξε μια από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές του Αγώνα της Επαναστάσεως του 1821.
Μετά τη στοιχειώδη μόρφωσή του στο χωριό, συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Σχολή των Σερρών. Οι γονείς του Δημήτριος, που χειροτονήθηκε Ιερέας, και Βασιλική, κατάγονταν από Αρχοντική Οικογένεια. Από τον γάμο του με τη Φαίδρα, γόνο και αυτή αρχοντικής οικογένειας, μέχρι το 1816, απέκτησε ένδεκα (11) παιδιά, οκτώ (8) αγόρια και τρία (3) κορίτσια.
Διακρινόταν για την οξυδέρκεια και το επαγγελματικό του δαιμόνιο και δεν άργησε να εξελιχθεί σε μεγαλέμπορο και ως πετυχημένος τραπεζίτης ήταν Οικονομικός Άρχοντας της περιοχής με μεγάλη επιρροή στους Τούρκους Μπέηδες. Μεγάλη ήταν η συμπαράστασή του στους συμπατριώτες του και συνέβαλε στην εδραίωση του Εμποροδικείου με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη Σερρών. Διατηρούσε εμπορικά καταστήματα στη Βιέννη και στην Κωνσταντινούπολη. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Σέρρες εξαιτίας των δολοφονικών προθέσεων του Γιουσούφ Μπέη, λόγω αδυναμίας εκπλήρωσης των χρεών του προς τον Εμμανουήλ Παπά και να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κωνσταντινούπολη, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και στις 21 Δεκεμβρίου 1819 ανέλαβε τα καθήκοντα του αρχιταμία.
Ο Εμμανουήλ Παπάς, ενστερνισμένος και διαπνεόμενος από υψηλά Εθνικά αισθήματα και ιδανικά, είχε ως όραμα την ελευθερία της Πατρίδας. Αποφάσισε να ενταχθεί στον Ιερό Αγώνα και να διαθέσει την αμύθητη για την εποχή εκείνη περιουσία του στον βωμό της Εθνεγερσίας, γι’ αυτό και μίσθωσε το πλοίο του Φιλικού Αντώνη Χατζηβισβίση που το γέμισε όπλα και πολεμοφόδια αγορασμένα από τον ίδιο και με εντολή του Αλέξανδρου Υψηλάντη εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη στις 23 Μαρτίου 1821 και μετέβη στην Ιερά Μονή Εσφιγμένου στο Άγιο Όρος.
Στις 17 Μαΐου 1821, με τις ευλογίες των Αγιορειτών, κηρύχθηκε η επανάσταση στη Χαλκιδική. Ως Αρχιστράτηγος των Μακεδονικών Δυνάμεων ανέλαβε με δική του δαπάνη την οργάνωση των επιχειρησιακών δυνάμεων και Ελλήνων πατριωτών και μαζί με τον Καπετάν Χάμσα έδωσαν νικηφόρες μάχες.
Αρχικά, οι κάτοικοι του Πολυγύρου εξόντωσαν την τοπική φρουρά και απώθησαν τις προελαύνουσες Τουρκικές δυνάμεις της Παζορούδας και των Χρυσοχωραφίων. Ακολούθησαν οι νικηφόρες μάχες στην Κασσάνδρα, στην Ορμύλια, τη Σιθωνία και τα Μαντεμμοχώρια. Σημαντικές νίκες σημειώθηκαν κατά των Τούρκων στα Στάγειρα και στον Σταυρό Ρεντίνας, ενώ κατέλαβαν την Ιερισσό. Μετά τις νικηφόρες μάχες, ο μεν Καπετάν Χάμσας κινήθηκε προς τον δυτικό άξονα και έφθασε στην επαναστατημένη κωμόπολη των Βασιλικών και στην καταδίωξη των Τουρκικών δυνάμεων στο χωριό Σέδες, βρισκόμενο τρεις ώρες από Θεσσαλονίκη, αλλά ήταν αδύνατο να συνεχίσει λόγω έλλειψης πολεμοφοδίων. Ο δε Εμμανουήλ Παπάς προχώρησε στον Βόρειο άξονα στη στρατηγική θέση των στενών της Ρεντίνας.
Στα μέσα Ιουνίου 1821 ο Μπαϊράμ Πασάς, μετά την στρατολόγηση στην Θεσσαλονίκη τριών χιλιάδων (3.000) ανδρών και πέντε χιλιάδων (5.000) ιππέων, με συνολικά είκοσι τρεις χιλιάδες (23.000) άνδρες απώθησε τον Εμμανουήλ Παπά και επιτέθηκε στα Βασιλικά, τα οποία τελικά κατέλαβε και ο Καπετάν Χάμσας μαζί με άλλους αγωνιστές έπεσαν ηρωικά στα πεδία των μαχών.
Ο Εμμανουήλ Παπάς, αφού οχύρωσε την διώρυγα της Ποτίδαιας και μετά από αλλεπάλληλες επιτυχίες, ενώ η πείνα και οι κακουχίες είχαν κάμψει το φρόνημα των αγωνιστών του, ζήτησε βοήθεια από τους Ολύμπιους Αρχηγούς, από τον Υψηλάντη και τους Υδραίους καπεταναίους, λέγοντας χαρακτηριστικά στον Υψηλάντη ότι το ιδιαίτερό του ταμείο εξαντλήθηκε και δεν μπορούσε να συνεχίσει τον αγώνα.
Στις 30 Οκτωβρίου 1821, οι Τουρκικές δυνάμεις ανακατέλαβαν τη διώρυγα της Ποτίδαιας και ως επέκταση την Κασσάνδρα. Ο Εμμανουήλ Παπάς διέφυγε με πολλή δυσκολία, μαζί με 5.000 γυναίκες και παιδιά, στο Άγιο Όρος. Στη συνέχεια, άρχισε ένα ανελέητο και θλιβερό αλισβερίσι μεταξύ Αγιορειτών μοναχών και του επικεφαλής των Τουρκικών δυνάμεων Μεχμέτ Εμίν, ο οποίος τους ζητούσε την παράδοση του Εμμανουήλ Παπά με αντάλλαγμα τη μη επιβολή κυρώσεων στις μονές του Αγίου Όρους, απειλώντας με ολοσχερή καταστροφή της περιουσίας τους και των κειμηλίων τους, αλλά και με την εξόντωση των 5.000 περίπου γυναικών και παιδιών, που βρίσκονταν αποκλεισμένοι στην περιοχή της μονής της Αγίας Αναστασίας.
Ο Εμμανουήλ Παπάς, απογοητευμένος από τις δυσμενείς για τους αγωνιστές εξελίξεις και έχοντας ως απώτατο σκοπό του την εξασφάλιση της σωματικής ακεραιότητος των μοναχών και της διασφάλισης των περιουσιακών κεκτημένων και των κειμηλίων των μονών του Αγίου Όρους, καθώς και την με κάθε τρόπο αποφυγή Τουρκικής εισβολής και σφαγής γυναικών και παιδιών, εγκατέλειψε την Αθωνική Πολιτεία και με πλοιάριο αναχώρησε για την Ύδρα με σκοπό να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Ενώ όμως το πλοιάριο αυτό έπλεε στον Κόλπο του Καφηρέα, πέθανε από συγκοπή καρδιάς στην αγκαλιά του γιου του Γιαννάκη στις 5 Δεκεμβρίου 1821. Η σορός του ετάφη στην Ύδρα με τιμές Αρχιστράτηγου.
Το 1843, αναρτήθηκε στο Ελληνικό Βουλευτήριο το όνομά του ως ενός από τους πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης. Το 1971, τα οστά του μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν κάτω από τον ανδριάντα του στην κεντρική Πλατεία Ελευθερίας της πόλης των Σερρών.
Αυτό το άδοξο και πρόωρο τέλος σφυρηλάτησε ακόμη περισσότερο την Εθνική χαλύβδινη ευαισθησία των παιδιών του και σαν αγνοί πατριώτες αγωνιστές, έπεσαν ηρωικά στα πεδία των μαχών. Ο Γιαννάκης στο Μανιάκι με τον Παπαφλέσσα, ο Νικόλαος στο Καματερό με τον Καραϊσκάκη, ενώ ο Αθανάσιος απαγχονίστηκε στην Θήβα.
Η Επανάσταση στην Χαλκιδική, για την οποία διέθεσε όλη του την περιουσία από την αρχή μέχρι το τέλος, που με δικές του οικονομικές δυνάμεις και μέσα διεξήγαγε τον άνισο αγώνα χωρίς καμία βοήθεια, μπορεί μεν να καταπνίγηκε από τα αναρίθμητα στίφη των Τουρκικών δυνάμεων σε άνδρες και ιππείς, αλλά καθυστέρησε επί εξάμηνο την κάθοδο των Τουρκικών στρατευμάτων προς τη Νότια Ελλάδα και η καθυστέρηση αυτή έδωσε την ευκαιρία για την ανασύνταξη των Ελληνικών δυνάμεων για τον αποφασιστικό αγώνα της Εθνεγερσίας.
Αυτός όμως ο τίμιος, ανιδιοτελής και ένθερμος πατριώτης αγωνιστής, που είχε βαθιά πίστη στην Ορθοδοξία και όραμα την Ελευθερία του γένους και της σκλαβωμένης Μακεδονίας, παρά τη μεγάλη και ανεκτίμητη προσφορά στον Αγώνα της Παλιγγενεσίας, παρέμεινε ως αφανής και άγνωστος Ήρωας.
Η μέχρι τώρα προβολή της δράσης του Εμμανουήλ Παπά έγινε μεταπολεμικά και ειδικότερα μετά το 1950 με πρωτοβουλίες του Συλλόγου Δασκάλων Εκπαιδευτικών, της Τοπικής Κοινότητας, του Δήμου, του Επιθεωρητή Εκπαίδευσης κυρίου Παπαστεφάνου, αλλά και από τους Πολιτιστικούς Συλλόγους «Εμμανουήλ Παπάς» Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Κοινότητας Εμμανουήλ Παπά, Αστικής Μη Κερδοσκοπικής Εταιρείας «Εμμανουήλ Παπάς» αλλά και από τους Ιστορικούς Ι. Βασδραβέλλη, Ι. Μαμαλάκη, Πέτρο Πέννα, Β. Παπαστεφάνου και Γ. Καφτατζή καθώς και από τους συγγραφείς των βιβλίων «Εμμανουήλ Παπάς, ένας ανώτερος άνδρας» Στέλιο Μπαμπάτση και «Ο γιος του Εμμανουήλ Παπά στο Μανιάκι» Σωκράτη Σίσκο.
Άπλετο φως για τη δράση του Εμμανουήλ Παπά ρίχνει ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Απόστολος Βακαλόπουλος στο βιβλίο του «Εμμανουήλ Παπάς, Αρχηγός και Υπερασπιστής της Μακεδονίας», που εκδόθηκε το 1981 από το Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου και ομολογεί ότι μέσα από τους φακέλους των αρχείων της οικογένειας του Εμμανουήλ Παπά, ανακάλυψε μια από τις εντιμότερες, ηρωικότερες και τραγικότερες μορφές της νεότερης Ελληνικής Ιστορίας.
Όραμα του βιογραφούμενου ήταν και παραμένει η σύσταση «ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ», το καταστατικό και η ιδρυτική πράξη του οποίου είναι έτοιμα, με αντικειμενικό και κύριο σκοπό:
- Να προβάλει και να εδραιώσει στη συνείδηση των Ελλήνων την Εθνική προσφορά του Ήρωα, που πρέπει να αποτελεί πρότυπο για τις επερχόμενες γενιές.
- Να δημιουργήσει το Ιστορικό Πολιτιστικό Πνευματικό και Εκκλησιαστικό Κέντρο «Εμμανουήλ Παπάς», στον χώρο που είναι έμπροσθεν του ανεκτίμητης αρχιτεκτονικής αξίας Σχολαρχείου σε έκταση δύο χιλιάδων πεντακοσίων περίπου τετραγωνικών μέτρων (~ 2.500 m2), ιδιοκτησίας του Δήμου Εμμανουήλ Παππά, για την απόκτηση της οποίας συνέβαλλε οικονομικά και αποφασιστικά ο Σύλλογος Εμμανουήλ Παπά Αθηνών και η Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία «Εμμανουήλ Παπάς».
- Να κατασκευασθεί το Μαυσωλείο όπου θα εναποτεθούν τα οστά του Εμμανουήλ Παπά.
- Να προβάλει συγχρόνως την Ιστορική και Παραδοσιακή Κοινότητα Εμμανουήλ Παπά, ώστε να καταστεί πρώτος τουριστικός σταθμός σε όλους τους Έλληνες και αλλοδαπούς επισκέπτες και άσβεστος φάρος ακτινοβολίας Ιστορικών προτύπων.
- Να αξιοποιήσει ό,τι έχει σχέση με τον Εμμανουήλ Παπά, ήτοι την οικία του στο χωριό και το οικόπεδο όπου βρισκόταν η οικία του στην πόλη των Σερρών και να προβάλει την Ιστορική δράση και την Εθνική προσφορά του, με ειδικές διεθνείς συναντήσεις, σεμινάρια, διαλέξεις και λοιπές τιμητικές εκδηλώσεις.