Η Σοφία Γαλανάκη γεννήθηκε στην Κρήτη. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Λογιστών του Τ.Ε.Ι. Ηρακλείου και από το 1992 μέχρι σήμερα διατηρεί δικό της Λογιστικό Γραφείο στη Νεάπολη Λασιθίου.
Ο προπάππους της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, ονομαζόταν Γιάννης Γαλανάκης και κατάγονταν από τα Χανιά. Τα Χανιά είναι παραλιακή πόλη της βορειοδυτικής Κρήτης, ένας από τους σημαντικότερους λιμένες της Κρήτης και πρωτεύουσα του Νομού Χανίων. Καταλαμβάνει έκταση περίπου 11 τετραγωνικών χιλιομέτρων και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του νησιού μετά το Ηράκλειο. Υπήρξε σημαντική μινωική πόλη και έχει ταυτιστεί με την αρχαία Κυδωνία. Τα Χανιά είναι η τοποθεσία σύμφωνα με την οποία οι Μινωίτες έκτισαν την “Κυδωνία”. Από ανασκαφές που έγιναν σε διάφορες συνοικίες, όπως αυτή στο Καστέλι, βρέθηκε ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη από τη Νεολιθική εποχή. Η πόλη αποτέλεσε μετά τη Μινωική εποχή μια σημαντική πόλη-κράτος με όρια από τη θάλασσα μέχρι τους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Η πρώτη βυζαντινή περίοδος διήρκεσε από το 395 ως το 824 μ.Χ. Γι’ αυτήν δεν υπάρχουν αρκετές καταγραφές. Κατά την Αραβοκρατία που ακολούθησε, η πόλη ονομαζόταν Al Hanim. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Χριστιανικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν προς τα ορεινά του νομού λόγω των διωγμών. Ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς επανακατέλαβε την πόλη το 961 μ.Χ. Η δεύτερη βυζαντινή περίοδος κράτησε μέχρι το 1204 μ.Χ. και το όνομά της άλλαξε σε Χανιά. Οι Βυζαντινοί άρχισαν να ενισχύουν με οχυρωματικά έργα την πόλη χρησιμοποιώντας αρχαία οικοδομικά υλικά, με σκοπό να αποτρέψουν και άλλη αραβική επιδρομή. Μετά την τέταρτη σταυροφορία (1204 μ.Χ.) και την πτώση της Βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή, η Κρήτη δόθηκε στον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Αυτός αποφάσισε να την πουλήσει στους Ενετούς για 100 ασημένια μάρκα. Το 1252 οι Ενετοί κατάφεραν να υποτάξουν τους Κρήτες, αλλά το 1263 οι αντίπαλοί τους Γενουάτες, με τοπική υποστήριξη, πολιόρκησαν την πόλη υπό τις διαταγές του Eνρίκο Πεσκατόρε και την κράτησαν ως το 1285, όπου οι Ενετοί επέστρεψαν. Τα Χάνια επελέγησαν να είναι η έδρα του Γενικού Αρμοστή της Κρήτης και άνθησαν, λόγω της θέσης τους, ως εμπορικό κέντρο, αλλά και ως αγροτική περιοχή. Στην αρχή, οι Ενετοί ήταν σκληροί και καταπιεστικοί, αλλά σιγά σιγά οι σχέσεις τους με τους ντόπιους αναθερμάνθηκαν. Η επαφή τους με τη Βενετία βοήθησε στο να αναμειχθούν οι δύο κουλτούρες, χωρίς όμως οι Κρήτες να χάσουν τις ελληνοχριστιανικές τους παραδόσεις. Το όνομα της πόλης άλλαξε σε La Canea και οι βυζαντινές οχυρώσεις ενισχύθηκαν δίνοντας στα Χανιά τη σημερινή τους μορφή. Παρόλα αυτά τα τείχη της δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τους Οθωμανούς από το να καταλάβουν την πόλη το 1645 ύστερα από μια δίμηνη πολιορκία. Οι Οθωμανοί αποβιβάστηκαν κοντά στο μοναστήρι της Γωνιάς στην Κίσσαμο, το οποίο και λεηλάτησαν και έκαψαν. Πολιόρκησαν τα Χανιά στις 2 Αυγούστου 1645. Το 1821, με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, υπήρξαν διαμάχες μεταξύ των Χριστιανών και Μουσουλμάνων στα Χανιά, που οδήγησαν σε μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Ο επίσκοπος Κισσάμου, Μελχισεδέκ Δεσποτάκης, κρεμάστηκε από τους Τούρκους σε έναν πλάτανο στην πλατεία της Σπλάτζιας, ο οποίος υπάρχει έως σήμερα. Το 1878, υπογράφηκε η συνθήκη της Χαλέπας. Μεγάλο μέρος των Μουσουλμάνων σκοτώθηκαν ή μετακινήθηκαν στην Τουρκία. Το 1898, κατά τη διάρκεια των τελευταίων κινημάτων για ανεξαρτησία και ένωση με την Ελλάδα, οι Μεγάλες Δυνάμεις έκαναν τα Χανιά πρωτεύουσα της ημιαυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, με ύπατο αρμοστή της τον πρίγκιπα Γεώργιο. Το παλάτι βρίσκεται στη συνοικία Καστέλι πάνω από το παλιό λιμάνι. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, η Κρήτη τύπωσε δικό της νόμισμα και γραμματόσημα. Η πόλη έπαψε να αποτελεί ένα απομακρυσμένο βιλαέτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έγινε κοσμοπολίτικη, ξανακερδίζοντας τον ρόλο της, ως σταυροδρόμι των πολιτισμών της Ευρώπης και της Ανατολής. Πολλά σημαντικά κτήρια χτίστηκαν κατά την περίοδο αυτή, κυρίως στην οδό Νεάρχου, καθώς και στο προάστιο της Χαλέπας, όπου βρίσκονταν τα προξενεία των προστάτιδων δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά ο κύριος στόχος ήταν η ένωση με την Ελλάδα, ο οποίος πραγματοποιήθηκε έπειτα από τη στάση του Ελευθέριου Βενιζέλου προς τον πρίγκιπα Γεώργιο. Ύστερα από αρκετές διαμάχες, η επανάσταση του Θερίσου στις 10 Μαρτίου 1905, κατάφερε να διώξει τον Γεώργιο και να φέρει στην Κρήτη τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Τελικά, το 1908, ο Βενιζέλος κατάφερε να εδραιώσει μια επαναστατική κυβέρνηση, η οποία αναγνωρίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η μετέπειτα εκλογή του ως Πρωθυπουργού της Ελλάδας, το 1910, κατάφερε να ενώσει την Κρήτη με την Ελλάδα στις 1 Δεκεμβρίου 1913. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά στο παλιό λιμάνι με την παρουσία του Βενιζέλου και του βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου. Μια άλλη σημαντική στιγμή στην ιστορία των Χανίων είναι η εισβολή και κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα κατά τη διάρκεια του B΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Έπειτα από έναν ανηλεή βομβαρδισμό της πόλης από τη γερμανική αεροπορία τον Μάιο του 1941, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές εισέβαλαν στην πόλη από τα δυτικά (από τις περιοχές του Γαλατά και του Mάλεμε) και απωθήθηκαν από τους Βρετανούς στον λόφο της Δεξαμενής στα νότια της πόλης. Ο βασιλιάς Γεώργιος διέμεινε σε μια βίλα στα Περιβόλια, κοντά στα Χανιά, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους Γερμανούς στην Αίγυπτο. Η Εβραϊκή κοινότητα των Χανίων υπέστη σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια της 5ετούς κατοχής. Οι περισσότεροι από αυτούς, όπως και άλλοι αντιστασιακοί, μεταφέρθηκαν από τους Γερμανούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην κεντρική Ευρώπη. Τη δεκαετία του ’70 η Κρήτη μετατράπηκε σε μείζονα τουριστικό προορισμό για διεθνή και εγχώριο τουρισμό, πράγμα το οποίο συνέβαλε στην άνθηση της οικονομίας και της πολιτιστικής ανάπτυξης της πόλης. Τα Χανιά έπαψαν να είναι πρωτεύουσα της Κρήτης το 1971 έπειτα από 686 χρόνια. Στα Χανιά βρίσκονται πολλές εκκλησίες, όπως η Αγία Μαγδαληνή σε Ρωσικό ρυθμό και η Ευαγγελίστρια χτισμένη σε ρυθμό Μπαρόκ. Στον λόφο πάνω από τη Χαλέπα, βρίσκεται ο Προφήτης Ηλίας με τους Τάφους των Ελευθερίου και Σοφοκλή Βενιζέλου.
Ο Γιάννης Γαλανάκης παντρεύτηκε στον Μοχό Λασιθίου. Από τον γάμο του απέκτησε τον γιο του, Μιχάλη Γαλανάκη, παππού της βιογραφούμενης από την πλευρά του πατέρα της. Ο Μιχάλης Γαλανάκης ήταν γνωστός και ως Καϊλαντζάκης. Είχε αυτό το όνομα επειδή ήταν γανωτής των καζανιών της ρακής και όλων των σκευών που χρειάζονταν γάνωμα με «καλάι», γι’ αυτό και Καλαϊντζής. Ο Μιχάλης Γαλανάκης πήγε στον Ανδριανό Λασιθίου και παντρεύτηκε τη Σοφία Βελονάκη. Ο Ανδριανός είναι οικισμός του νομού Λασιθίου. Ανήκει στον Δήμο Αγίου Νικολάου και είναι κτισμένος σε υψόμετρο 300 μ.
Η Σοφία Βελονάκη, γιαγιά της βιογραφούμενης από την πλευρά του πατέρα της, κατάγονταν από το χωριό Χουμεριάκο. Ο Χουμεριάκος ή το Χουμεριάκο είναι σύγχρονος οικισμός του Αγίου Νικολάου, που βρίσκεται στην κοιλάδα του Μεραμπέλου, πάνω σε τρεις μικρούς λόφους, σε υψόμετρο 240 μ. Το Χουμεριάκο βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού «Κατσόματος». Μπροστά του απλώνεται ο κάμπος του Μεραμπέλου με πολλές ελιές, αμυγδαλιές και χαρουπιές και για το λόγο αυτό οι κάτοικοι του χωριού διατηρούσαν κήπους με κηπευτικά -υπάρχουν αρκετοί και σήμερα- και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία. Τα προϊόντα που παράγονταν ήταν το λάδι, το κρασί, τα χαρούπια και τα αμύγδαλα. Το σημερινό χωριό είναι από τα παλαιότερα της περιοχής. Το Χουμεριάκο αναφέρεται στην επαρχία Μεραμπέλου από τον Μπαρότση το 1577. Παρ’ ότι στο χωριό έχει βρεθεί αρχαία λάρνακα, πήλινα αγγεία και κομμάτια χάλκινων αντικειμένων (1958) Υστερομινωικής περιόδου (Αρχαιολογική Συλλογή Νεάπολης) δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια η χρονολογία του πρώτου οικισμού του Χουμεριάκου. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι κατοικείται τουλάχιστον από τα χρόνια της Βενετοκρατίας. Για τον οικισμό γίνεται αναφορά στον κατάλογο των χωριών της Βενετικής Τούρμας (13ος και 14ος αιώνας) και στο κατάστιχο του Σεξτέριου ανάμεσα στα έτη 1227-1418. Αναφέρεται στις απογραφές των ετών 1577, 1580-1590, 1583, 1630 και το 1640 σε κάποιο έγγραφο. Την περίοδο της Βενετοκρατίας ήταν ο τρίτος σε πληθυσμό οικισμός της επαρχίας (η Κριτσά ήταν το μεγαλύτερο και δεύτερο ερχόταν το Καινούργιο χωριό (Νεάπολη), ήκμασε λόγω θέσεως και παραγωγικότητας, αφού αναφέρεται και σαν έδρα τριών Νοταρίων (Συμβολαιογράφων). Τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας ο Χουμεριάκος σημειώνεται το 1671, το 1756, το 1834 και το 1881. Από έγγραφο του 1756 είναι γνωστό ότι στο Χουμεριάκο υπήρχε ισλαμικό τέμενος, τζαμί δηλαδή, που είχε ιδρύσει ο Σιαβούς Πασάς. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα βρίσκεται μέσα στον οικισμό του Χουμεριάκου και αποτελούσε αστική κατοικία της εποχής της βενετοκρατίας (Palazzo) χρονολογούμενο στον 16ο-17ο μ.Χ. αιώνα με βάση τα μορφολογικά και κατασκευαστικά του στοιχεία. Την εποχή της Τουρκοκρατίας κατοικούσε ο Χουρσίτ πασάς. Διασώζει το μεγαλύτερο μέρος του αρχικού βενετσιάνικου κτίσματος με ορισμένες προσθήκες οθωμανικής περιόδου. Έχει επιμελημένη κατασκευή και ενδιαφέροντα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά. Στην είσοδο του χωριού απ’ τη Νεάπολη βρίσκεται, επίσης, η βρύση του Αγίου Γεωργίου, κτισμένη το 1877.
Η Σοφία Βελονάκη προέρχονταν από μεγάλη και πλούσια οικογένεια. Όταν τη γνώρισε ο Μιχάλης Γαλανάκης, εκείνος ήταν 33 ετών και δύο μέτρα ύψος και εκείνη 16 ετών. Ο Μιχάλης κατάφερε να παραπλανήσει τη Σοφία κάνοντάς την να πιστέψει ότι είναι πλούσιος. Περνούσε συνεχώς από μπροστά της, όταν εκείνη έβοσκε τα πρόβατα, με ένα μουλάρι φορτωμένο με ασκούς, οι οποίοι μέσα δεν είχαν τίποτα εκτός από αέρα. Περνούσε πάνω κάτω κρατώντας σφιχτά το χαλινάρι του ζώου για να μη φανεί ότι οι ασκοί είναι άδειοι, δίνοντας την εντύπωση πως κουβαλά και ανταλλάσσει λάδι, ρακί και άλλα προϊόντα. Δηλαδή ότι είναι πλούσιος. Τελικά την έπεισε να τον παντρευτεί, την έκλεψε και την πήγε στο μικρό σπίτι του, όπου αυτή κατάλαβε την αλήθεια, δηλαδή ότι ήταν φτωχός. Έζησαν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους ευτυχισμένοι και πολύ αγαπημένοι. Το ζευγάρι απέκτησε 11 παιδιά και η Σοφία Γαλανάκη έγινε η καλύτερη μαία της περιοχής. Λέγεται ότι ξεγέννησε πάνω από 1.000 παιδιά. Τα εννιά πρώτα παιδιά της οικογένειας ήταν αγόρια και τα πέντε από αυτά, μαζί με το μουλάρι της οικογένειας, έλαβαν μέρος στην Αντίσταση κατά των Γερμανών. Και οι πέντε επέστρεψαν ζωντανοί. Τα δύο κορίτσια της οικογένειας γεννήθηκαν αργότερα. Το πρώτο κορίτσι γεννήθηκε όταν το πρώτο αγόρι, ο Γιάννης, γύρισε από φαντάρος.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, Μιχάλης Γαλανάκης Καλαϊτζάκης, ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος που ανταπέδιδε ό,τι του έκαναν. Κάποτε, λοιπόν, ανακάλυψε ότι ο σύντεκνός του (κουμπάρος) του είχε κλέψει τα ζώα του από τον Ανδριανό. Πήγε το άλλο βράδυ και του πήρε 40 ζώα και τα πήγε στον Ανδριανό. Οι χωριανοί από τα σημάδια στα αυτιά των ζώων κατάλαβαν τι έγινε και του έβγαλαν τη μαντινάδα: «σύντεκνε νύχτα ήτανε και τη σαμά (το σημάδι ιδιοκτησίας στα αυτιά των ζώων) δεν είδα, μα πόκεις που τη γνώρισα μόνο σαράντα πήρα».
Ο πατέρας της βιογραφούμενης, Γιώργος Γαλανάκης, γεννήθηκε στον Ανδριανό.
Όταν ο Γιώργος Γαλανάκης γύριζε από την Αθήνα στην Κρήτη, οι Γερμανοί βομβάρδισαν το καράβι στο οποίο επέβαινε. Ο Γιώργος βρέθηκε στη θάλασσα χωρίς να γνωρίζει κολύμπι, πιάστηκε, όμως, από ένα ξύλο και σώθηκε. Πάνω στο ξύλο βρήκε ένα σταυρό, που έγραφε «Εν τούτω Νίκα». Τον φύλαξε και βρίσκεται πάντα ο σταυρός αυτός στο εικονοστάσι του σπιτιού. Ο Γιώργος Γαλανάκης, όταν γύρισε στην Κρήτη, κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής (1941-44) πολέμησε κατά των Ναζί. Ήταν μηχανοδηγός και οδηγούσε μεγάλα οχήματα, τα οποία χρησιμοποιούσε για να μεταφέρει τους αντάρτες, να τους πηγαίνει προμήθειες, φαγητό που μαγείρευε η μάνα του και γράμματα. Εργάστηκε σε όλη τη ζωή του ως μηχανοδηγός, μέχρι που συνταξιοδοτήθηκε. Ένας από τους θείους του Γιώργου Γαλανάκη από την μεριά της συζύγου του, ο Πέτρος, ήταν ελεύθερος σκοπευτής στη Φρουρά της Βασίλισσας Φρειδερίκης (το σπίτι που έμενε η Βασίλισσα υπάρχει ακόμη στη Νεάπολη). Ο Πέτρος Λεμπιδάκης ήταν τόσο καλός σκοπευτής που κατάφερε και πέρασε τη σφαίρα του από το σκουλαρίκι-κρίκο της Βασίλισσας. «Χοίροι, παπάδες κι όρνιθες στη γρουσουζιά πρώτα ξαδέρφια» ήταν η απάντησή του στην «καλημέρα» του ιερέα του χωριού. Έπινε πολύ κρασί και μια φορά κατάφερε με έναν φίλο του να πιουν με μια δραχμή δύο βαρέλια κρασί.
Ο Γιώργος Γαλανάκης παντρεύτηκε την Καλλιόπη Λεμπιδάκη (Σπανογιαννάκη), με καταγωγή από τα Σφακιά. Τα Σφακιά είναι ιστορική περιοχή της νότιας Κρήτης, που βρίσκεται σήμερα εντός του Νομού Χανίων. Υπήρξε μία από τις πιο ανυπότακτες περιοχές της Ελλάδας και συχνά παρομοιάζεται με τη Μάνη και το Σούλι. Είναι ιδιαίτερα δυσπρόσιτη και τραχιά περιοχή που περιβάλλεται από τις απόκρημνες πλαγιές των Λευκών Ορέων και τα πολυάριθμα φαράγγια που σχηματίζονται σ’ αυτές, ενώ νότια βρέχεται από το Λιβυκό Πέλαγος. Το υποδηλώνει και το όνομά τους, Σφακιά, από τη λέξη «σφαξ», που σημαίνει χάσμα της γης, η χώρα των φαραγγιών. Η περιοχή των Σφακίων αναφέρεται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια των Αραβικών επιδρομών στην Κρήτη. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Σαρακηνούς Άραβες, το 824 μ.Χ., οι Σφακιανοί αρνήθηκαν να δηλώσουν υποταγή και οργανώθηκαν σε δική τους αυτόνομη κοινότητα με δική τους εξουσία που την ονόμαζαν Γερουσία. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης Βυζαντινής περιόδου κυριαρχίας στην Κρήτη (961-1204 μ.Χ.) το νησί διένυσε μία ειρηνική περίοδο. Ο Χριστιανισμός επανήλθε στο νησί με τη δράση του Αγίου Νίκωνα και του Αγίου Ιωάννη Ξένου. Το 1204, μετά την πρώτη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κρήτη πέρασε σε Βενετικό έλεγχο όπου παρέμεινε μέχρι το 1669. Στο διάστημα αυτό σημειώθηκαν τουλάχιστον 27 επαναστάσεις στην Κρήτη. Πολλές από αυτές ξεπήδησαν από την περιοχή των Λευκών Ορέων, την περιοχή όπου δρούσαν οι Σφακιανοί. Στην περιοχή σημειώθηκαν πάνω από 13 εξεγέρσεις μεταξύ του 1207 και 1365. Η πρώτη εξέγερση ξέσπασε το 1212 αλλά γρήγορα κατεστάλη από τους Βενετούς. Στο διάστημα 1669-1898 η Κρήτη πέρασε σε Οθωμανικό έλεγχο. Την εποχή εκείνη άρχισε να ισχυροποιείται το ορθόδοξο Βασίλειο της Ρωσίας και οι Έλληνες άρχισαν να στρέφουν τις ελπίδες τους προς τους Ρώσους. Η επιδίωξη των Ρώσων να αποκτήσουν έξοδο προς τη Μαύρη Θάλασσα τους οδήγησε γρήγορα σε σύγκρουση με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη η Μεγάλη (1762-1796) ονειρεύτηκε να αναβιώσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Πριν τον Pωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1768-1774 έστειλε πράκτορες στην Πελοπόννησο και στα νησιά με σκοπό να ξεσηκώσει τον τοπικό πληθυσμό εναντίον των Τούρκων. Αν και οι Κρητικοί δεν ήταν έτοιμοι για ένα τέτοιο εγχείρημα, ελπίζοντας σε βοήθεια από τους Ρώσους ξεκίνησαν την επανάσταση το 1770, όταν εμφανίστηκε στο Αιγαίο ο στόλος του Αλέξιου Ορλόφ. Οι Κρητικοί τελικά αφέθηκαν αβοήθητοι από τους Ρώσους να αντιμετωπίσουν τον τουρκικό στρατό, ο οποίος σύντομα κατάφερε να καταστείλει την επανάσταση. Οι Σφακιανοί αν και υπέστησαν μεγάλες φθορές από την αποτυχημένη επανάσταση του 1770 κατάφεραν να ανασυνταχθούν και εμφανίζονται ξανά ισχυροί κατά το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821. Στην επανάσταση του 1821 συμμετείχαν σχεδόν από το ξεκίνημά της και χάρη κυρίως στις δικές τους δυνάμεις, κατάφεραν να διατηρήσουν την επανάσταση στην Κρήτη μέχρι το 1830. Η μισή σχεδόν στρατιωτική δύναμη των επαναστατημένων Κρητικών προερχόταν από τα Σφακιά. Οι Σφακιανοί συμμετείχαν και στις επαναστάσεις του 1841 και 1858. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Σφακιανοί ήταν οι μόνοι Κρητικοί που ασχολούνταν με τις θαλάσσιες μεταφορές και το εμπόριο, αλλά και την πειρατεία. Απόδειξη του πλούτου των Σφακιών, τα σπίτια που σώζονται ακόμα σήμερα και αριθμούν 3-4 εκατονταετηρίδες ζωής. Το χωριό κάηκε και λεηλατήθηκε μετά την Επανάσταση του Δασκαλογιάννη, το 1770, και την Επανάσταση του 1821. Το χωριό ξαναχτίστηκε αλλά δεν απέκτησε την παλιά του άνθηση. H δύσκολη διαβίωση στα βουνά και η αγριότητα του τοπίου αντανακλάται στα πρόσωπα, στην κορμοστασιά αλλά και στον χαρακτήρα των Σφακιανών. Γνήσιοι απόγονοι των Δωριέων, είναι ψηλοί, με αετίσιο βλέμμα και λυγερά κορμιά. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης και την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος, η περιοχή των Σφακίων αποτέλεσε Επαρχία, ενώ από το 1998 αποτελεί διευρυμένο Δήμο.
Ο Γιώργος και η Καλλιόπη Γαλανάκη, το γένος Λεμπιδάκη, απέκτησαν δύο παιδιά: τη Μαρία και τη βιογραφούμενη Σοφία.
Ο προπάππους της βιογραφούμενης, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Μανώλης Σπανογιαννάκης. Το όνομά του έγινε Λεμπίδης επειδή σκότωσε επτά Τούρκους με ένα λεπίδι. Οι χωριανοί τον φυγάδευσαν και εκείνος κρύφτηκε στο Ηράκλειο, στο σπίτι του Αγά. Το Ηράκλειο είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης, καθώς και ο μεγαλύτερος λιμένας του νησιού. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο Δήμος Ηρακλείου έχει πληθυσμό 173.450 κατοίκους. Κύριοι οικονομικοί τομείς της πόλης είναι ο τουρισμός, η γεωργία και το εμπόριο. Διαθέτει βιομηχανική περιοχή 4 χλμ. νοτιοανατολικά του κέντρου. Το Ηράκλειο διαθέτει επίσης ένα από τα μεγαλύτερα σε κίνηση αεροδρόμια της χώρας (αεροδρόμιο «Νίκος Καζαντζάκης») και λιμάνι με μεγάλη κίνηση επιβατών και εμπορευμάτων. Το Ηράκλειο βρίσκεται κοντά στο παλάτι της Κνωσού, που την περίοδο του μινωικού πολιτισμού είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού στην Κρήτη. Η πόλη του Ηρακλείου κτίστηκε το 824, όταν κατέλαβαν τις ακτές οι Σαρακηνοί πειρατές υπό τον Αμπού Χαφέζ. Έχτισαν μεγάλο οχυρό με μια περιμετρική μεγάλη τάφρο γύρω από την οποία και αναπτύχθηκε η πόλη που έλαβε και την αρχική ονομασία Χάνδαξ. Οι Σαρακηνοί κατέστησαν την πόλη αυτή πρωτεύουσά τους και ορμητήριο των πειρατικών τους δραστηριοτήτων, πράγμα που εξόργισε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 961 οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στην πόλη, έσφαξαν τους Σαρακηνούς, τη λεηλάτησαν και την έκαψαν. Την ξανάκτισαν και κράτησαν την κυριαρχία της για 243 χρόνια. Το 1204 η πόλη αγοράστηκε από τους Ενετούς εν μέσω μιας πολιτικής συμφωνίας που συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων την επανατοποθέτηση στον θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου από τους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας. Οι Ενετοί βελτίωσαν τις οχυρώσεις της πόλης χτίζοντας ένα τεράστιο τείχος (πάχους μέχρι 40 μ. σε ορισμένα σημεία), του οποίου το μεγαλύτερο μέρος σώζεται μέχρι και σήμερα. Το όνομα της πόλης από Handaq έγινε Candia στα Ιταλικά. Το 1647 μ.Χ. ξεκίνησε η πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους, η οποία κράτησε 22 χρόνια και κόστισε τη ζωή σε 30.000 Κρητικούς και 120.000 Τούρκους και εν τέλει έληξε με την κατάκτηση της πόλης το 1669, από τον Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η πόλη έγινε γνωστή και ως «Μεγάλο Κάστρο» ή «Κάστρο». Η πόλη ελευθερώθηκε το 1898 και μπήκε στην Κρητική Πολιτεία το 1908, που με τη σειρά της προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1913. Κατά την απελευθέρωσή της, η πόλη ονομάστηκε Ηράκλειο από τον Μινωικό οικισμό που υπήρχε στο σημείο, ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, σύμφωνα με τα «Γεωγραφικά» του Στράβωνα («… έχει για επίνειο η Κνωσός το Ηράκλειο»). Το Ηράκλειο διαθέτει επτά μουσεία: το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το Μουσείο Μάχης Κρήτης και Εθνικής Αντίστασης, τον Αρχαιολογικό χώρο της Κνωσού, το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου και το Μουσείο Αγίας Αικατερίνης. Επίσης, στα αξιοθέατα της πόλης περιλαμβάνονται: το ενετικό φρούριο Κούλες στο λιμάνι του Ηρακλείου, η εκκλησία του Αγίου Τίτου επί της 25ης Αυγούστου, η ενετική Λότζια, το σημερινό Δημαρχείο, η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Μηνά, η αγορά στην οδό 1866, η πεζοδρομημένη οδός 25ης Αυγούστου με τα πολλά διατηρημένα νεοκλασικά κτίρια, η πλατεία Λιονταριών με την κρήνη Μοροζίνι, τα ενετικά τείχη του Ηρακλείου, η πλατεία Κορνάρου, ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη στο προμαχώνα Μαρτινέγκο, η πλατεία Ελευθερίας. Το Ηράκλειο είναι η πατρίδα αρκετών διάσημων Ελλήνων, ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης, της πίστης, του καθήκοντος, του πολιτισμού, του εμπορίου, της βιομηχανίας και του αθλητισμού. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο El Greco, ένας από τους σημαντικότερους αναγεννησιακούς ζωγράφους, που γεννήθηκε στο χωριό Φόδελε (κοντά στο Ηράκλειο) και πέθανε στο Τολέδο της Ισπανίας.
Στο Ηράκλειο, ο Μανώλης Λεμπίδης, έγινε γραμματέας του Αγά, υποδυόμενος ότι είναι Τούρκος. Από αυτή τη θέση έπαιρνε πληροφορίες για τις κινήσεις των Τούρκων και τις έδινε στους Έλληνες. Η μαγείρισσα του Αγά, που συνεργαζόταν μαζί του και ήξερε ποιος είναι τον ειδοποίησε ότι ο Αγάς τον κατάλαβε και θα τον σκοτώσει. Ο Μανώλης Λεμπίδης έφυγε το ίδιο βράδυ, πήγε στο χωριό του, πούλησε την περιουσία του, πήρε την οικογένειά του και εγκαταστάθηκαν στο Λασίθι, στο χωριό Χουμεριάκο. Εκεί έζησαν πάμφτωχοι και σιγά σιγά κατόρθωσαν κι ανέβηκαν στις Βρύσες. Οι Βρύσες είναι ένα σχετικά παλιό χωριό, με ζωή που ξεπερνά τα 250 χρόνια. Κατάφερε, όμως, να γίνει μεγάλο κέντρο εμπορικής και οικιστικής δραστηριότητας και πρωτεύουσα του δήμου Αγίου Νικολάου. Βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Καβαλαρά και έχει θέα όλη τη Σκάφη του Μεραμπέλου. Η τοποθεσία του χωριού, στη διάρκεια της επανάστασης του 1866-69, υπήρξε θέατρο μαχών, καθώς οι Τούρκοι ανέβαιναν από το Χουμεριάκο στο Οροπέδιο Λασιθίου.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Γιώργης Σπανογιαννάκης. Στις Βρύσες ήταν τσιφλικάς. Ήταν ένας πολύ έξυπνος, αστείος και αγαπητός στους συγχωριανούς του άνθρωπος. Διετέλεσε Πρόεδρος του χωριού. Παντρεύτηκε με τη Μαρία Δαμιανάκη, εγγονή παπά, από τις Περονίδες Λασιθίου (μετόχι πίσω από τις Κουρούνες Νεαπόλεως). Ο Γιώργης Σπανογιαννάκης υπηρετούσε στη Χωροφυλακή αλλά τον έδιωξαν λόγω των πολιτικών φρονημάτων του. Ασχολήθηκε μετέπειτα με τις αγροτικές εργασίες. Από τον γάμο του με τη Μαρία Δαμιανάκη απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Μανώλη, τον Δημήτρη, τον Γιάννη και την Καλλιόπη, μητέρα της βιογραφούμενης.
Ο Μανώλης Σπανογιαννάκης είναι πτυχιούχος της Βιομηχανικής Σχολής Αθηνών. Ο Δημήτρης Σπανογιαννάκης σκοτώθηκε στον Εμφύλιο Πόλεμο. Ο Γιάννης Σπανογιαννάκης εργάστηκε στα Ελληνικά Ταχυδρομεία και πήρε σύνταξη με τον βαθμό του Υποδιευθυντή Κρήτης.
Η γιαγιά της βιογραφούμενης, Μαρία Σπανογιαννάκη, το γένος Δαμιανάκη, πέθανε στη γέννα του τελευταίου της παιδιού, του Γιάννη. Ο άντρας της, Γιώργης Σπανογιαννάκης, μεγάλωσε μόνος τα παιδιά του και τα σπούδασε. Πέθανε το 1958, σε ηλικία 96 ετών.
Η βιογραφούμενη, Σοφία Γαλανάκη, φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο Βρυσών και στο Γυμνάσιο και Λύκειο Νεαπόλεως. Το 1987, εγγράφηκε στη Σχολή Λογιστών των Τ.Ε.Ι. Μεσολογγίου. Πήρε μεταγραφή έναν χρόνο αργότερα, το 1988, για τη Σχολή Λογιστών των Τ.Ε.Ι. Ηρακλείου από όπου και αποφοίτησε. Από τις 07 Ιουλίου 1992 μέχρι σήμερα διατηρεί δικό της Λογιστικό Γραφείο στη Νεάπολη Λασιθίου. H Νεάπολη Λασιθίου βρίσκεται 35 χλμ. από τον Άγιο Νικόλαο, στην καταπράσινη πεδιάδα του Mεραμπέλου. Στην Ενετοκρατία ήταν ένα μικρό χωριό με το όνομα Kαρές. Αργότερα καταστράφηκε και όταν ξαναχτίστηκε ονομάστηκε καινούργιο χωριό ή Nεοχώρι, όνομα που κράτησε και στην Τουρκοκρατία. Το 1868, ο Aδοσίδης Kωστής, πασάς, το μετέτρεψε σε κωμόπολη, φτιάχνοντας πάρκα, το σημερινό Δικαστήριο, Γυμνάσιο, το Σεραγάκι (κατοικία του πασά και σημερινό ορφανοτροφείο αρρένων) και το ονόμασε Νεάπολη. Μετέφερε την πρωτεύουσα του Νομού, όπου παρέμεινε μέχρι το 1904, καθώς και την Επισκοπή Πέτρας, που πριν ήταν στο Aρέτι και στο Φουρνί. Σήμερα η Νεάπολη είναι μία όμορφη, εμπορική πόλη με σωστό ρυμοτομικό σχέδιο και σύγχρονα οικοδομήματα, όπως οι κτιριακές εγκαταστάσεις των Οικοκυρικών Σχολών. Επιβλητικός είναι ο Ιερός Ναός της «Μεγάλης Παναγιάς», που δεσπόζει στην κοιλάδα του Mεραμπέλου. O ναός είναι τριμάρτυρος, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στους Αγίους Δέκα και στην Αγία Τριάδα. Νοτιοδυτικά από τη Νεάπολη και σε απόσταση 1,5 χλμ. βρίσκεται η ενοριακή Μονή Kρεμαστά, του 16ου αι., αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ.
Η βιογραφούμενη αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο της στο ψάρεμα και το κυνήγι. Της αρέσουν πολύ τα ταξίδια. Αγαπά πολύ τον ανιψιό της. Λατρεύει την ιστορία του τόπου της και όλης της Ελλάδας. Της αρέσει να επισκέπτεται αρχαιολογικούς χώρους, καθώς και να μαθαίνει τη λαογραφία του κάθε τόπου που επισκέπτεται.