«Οι ρίζες είναι που κρατούν το δέντρο να ’ναι ντρέτο, αυτές κι εμένα κράτησαν σ’ αυτό το κουβερνέτο», τραγουδάει η Βασιλική Μιχαηλάκη-Αρφαρά, γεννημένη στην Αθήνα το 1967, αλλά με ρίζες κρητικές. Η βιογραφούμενη, αγαπώντας ανέκαθεν τα παιδιά, αλλά και το θέατρο ‒γι’ αυτό και όταν ήταν μικρή παρίστανε τη δασκάλα, ενώ ανέβαζε με τους φίλους της σκετσάκια‒, κατάφερε να κάνει τις αγάπες της επάγγελμα. Όχι μόνο σπούδασε Παιδαγωγικά, ώστε σήμερα να διατηρεί στη Ρόδο δύο πολύ αξιόλογα προσχολικά κέντρα, αλλά γράφει παραμύθια, τραγούδια και θεατρικά έργα, προκειμένου να βρίσκεται σε συνεχή δημιουργική επαφή με τα παιδιά. Επιπλέον, είναι εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, καθώς και κατηχήτρια στην Ιερά Μητρόπολη της Ρόδου, ενώ κάθε καλοκαίρι βοηθάει εθελοντικά τον πατέρα Μάξιμο στις εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις, στη Λάρδο. Εδώ και τριάντα τέσσερα χρόνια είναι παντρεμένη με τον Μιχάλη Αρφαρά, το γένος Μαυρομούστακου από τη Ρόδο, ο οποίος την μύησε στις ομορφιές του νησιού του, που αργότερα έγινε και «δικό της». Τη στήριξε σε όλα της τα εγχειρήματα, μα πάνω απ’ όλα της χάρισε πέντε υπέροχα παιδιά: τη Θεοδώρα, τον Σπύρο-Μιχαήλ, τη Μαρία, τον Νίκο και τη Χριστίνα.
«Ήκουσες, Αρετούσα μου, τα θλιβερά μαντάτα, που ο κύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα, και πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω, και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;» λένε οι πρώτοι στίχοι του «Ερωτόκριτου».
Ο παππούς της Βασιλικής Μιχαηλάκη-Αρφάρα, από τη μεριά του πατέρα της, λεγόταν Ιωάννης και γεννήθηκε το 1893 στο χωριό Κουκουναρά του Δήμου Κισσάμου. Ήταν αρχοντάνθρωπος, δίκαιος, και αν και δεν συμμετείχε στην αντίσταση, βοήθησε πάρα πολύ κόσμο. Όταν, όμως, τα αδέρφια του δολοφονήθηκαν εξαιτίας μιας βεντέτας που είχε ανοίξει, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό του και να εγκατασταθεί στον Γαλατά, έτσι ώστε να γλιτώσει η υπόλοιπη οικογένειά του. Ήταν άνθρωπος πολύ δοτικός, που συνήθιζε να βοηθάει τους γείτονές του σε ό,τι χρειάζονταν και ήθελαν. Μάλιστα, αγαπούσε τόσο πολύ το διάβασμα, που το σπίτι ήταν γεμάτο βιβλία. Γι’ αυτό και σύμφωνα με αφηγήσεις του πατέρα της βιογραφούμενης, στην Κατοχή, όταν οι Γερμανοί είχαν επιτάξει το σπίτι τους, η αγράμματη γυναίκα του, η Βασιλική, γεννημένη το 1903, φοβούμενη μήπως βρουν κάτι οι κατακτητές, έκαψε όλα τα βιβλία του στο τζάκι. Το ζευγάρι, το οποίο ήταν πάρα πολύ αγαπημένο ‒κι ας αποκαλούσε η γιαγιά τον παππού «νευριάρη»‒ είχε αποκτήσει τρία παιδιά: τον Νικόλαο, πατέρα της βιογραφούμενης, τον Γιώργο και τον Ηλία, οι οποίοι δεν είναι εν ζωή.
Μόλις, λοιπόν, ξέσπασε η βεντέτα, η γιαγιά Βασιλική εγκατέλειψε μόνη της την Κρήτη, ώστε να σώσει τα παιδιά της, ενώ ο σύζυγός της αρχικά έμεινε πίσω, για να βρει τον φονιά του αδερφού του. Αλλά δεν ήταν η μόνη στιγμή που η γιαγιά αναγκάστηκε να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να κάνει το καλύτερο δυνατόν για την οικογένειά της. Ακόμα και όταν πέθανε ο παππούς, μόνη της δούλευε και συντηρούσε την περιουσία της. Ήταν μια αληθινή ηρωίδα, από τις Κρητικές νοικοκυρές που ξεχωρίζουν. Άντρας και γυναίκα μαζί, ήταν η κολόνα του σπιτιού, το αφεντικό της οικογένειας.
Τα εγγόνια λάτρευαν να περνάνε τα καλοκαίρια μαζί της, αφού συνήθιζε να ασχολείται πολύ μαζί τους και να τα παίρνει ακόμα και στον τρύγο. Στη βιογραφούμενη, έμαθε πώς να προσέχει και να περιποιείται τα ζωντανά, καθώς και πώς να φροντίζει το νοικοκυριό, ενώ της τραγουδούσε συνεχώς μαντινάδες. Ήταν μια πολύ άξια γυναίκα και η Βασιλική θυμάται ότι ακόμα και στα 98 της χρόνια, η γιαγιά συνέχιζε να φτιάχνει χειροποίητα σκαλτσούνια για τρία ολόκληρα ταψιά. Ήταν πολύ υπερήφανος άνθρωπος και πολύ αρχόντισσα. Μάλιστα, η γιαγιά Βασιλική δεν ήθελε κανένα από τα εγγόνια της να πάρει το όνομά της, για να μην έχουν την τύχη της, όμως η βιογραφούμενη της απάντησε κάποτε: «εγώ είμαι ευτυχισμένη που πήρα το όνομά σου, για να γίνω πιο άξια από σένα».
Παρ’ όλα αυτά, η λατρεία της βιογραφούμενης ήταν η γιαγιά Μαρία Καλέργη, με καταγωγή από την Πάρο, η οποία γεννήθηκε το 1912 στην Αθήνα, όπου και μεγάλωσε. Παντρεύτηκε τον Σωτήρη Χατζηευαγγέλου, διωγμένο από την Κωνσταντινούπολη, και μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά: την Αμαλία, τη Θεοδώρα, τη μητέρα της βιογραφούμενης, τον Κωνσταντίνο, οι οποίοι έχουν πεθάνει και την Ελένη. Η Βασιλική, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον παππού της τον Σωτήρη, γιατί τορπίλισαν το καράβι με το οποίο ταξίδευε για Αίγυπτο, ξέρει ωστόσο πως ήταν από τους καλύτερους ζαχαροπλάστες της Αθήνας και πως είχε γεννηθεί για να βοηθάει τον κόσμο. Γι’ αυτό και η γιαγιά τον αγαπούσε τόσο πολύ και δεν του έλεγε όχι, όποτε εκείνος ήθελε να βοηθήσει κάποιον.
Η γιαγιά Μαρία δεν ξαναπαντρεύτηκε και μεγάλωσε τα παιδιά μόνη της, με αρχές και αξίες. Παρά τις δυσκολίες που ήταν αναγκασμένη να υπερβεί για να αναθρέψει τα μικρά, όταν κάποτε της ζητήθηκε να δώσει τη μητέρα της βιογραφούμενης για υιοθεσία, εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά.
Η Βασιλική, μέχρι να πάει σχολείο, πέρναγε ατελείωτες ώρες μαζί της ‒εκείνη της έμαθε να διαβάζει και να κεντάει‒, ενώ έκαναν εκδρομές, κατά τη διάρκεια των οποίων η γιαγιά μάθαινε στην εγγονή της την ιστορία κάθε τόπου που επισκέπτονταν. Επίσης, κάθε πρωί, της έβαζε την εκπομπή «Θεία Λένα», ασχολίες που συνέβαλαν στο να μάθει η βιογραφούμενη να αγαπάει το διάβασμα και να ασχοληθεί αργότερα με τη συγγραφή βιβλίων, το θέατρο και τη μουσική.
Μάλιστα, όταν η Βασιλική πήγε σχολείο, ήξερε ήδη την Ιστορία και τη Μυθολογία, καθώς επίσης και την Ελληνική Επανάσταση απ’ έξω, κι αυτό χάρη στη μεγάλη γυναίκα, της οποίας αγαπημένος ήρωας ήταν ο Κολοκοτρώνης, γιατί θεωρούσε ότι είχε αδικηθεί.
Η γιαγιά Μαρία έφυγε από τη ζωή στις 5 Μαΐου 1995, σε ηλικία 83 ετών, και της Βασιλικής της το είπαν στο μνημόσυνο για τα σαράντα. Τα οστά της γιαγιάς βρίσκονται σήμερα στην Κρήτη, επειδή η μητέρα της Μαρίας καταγόταν από εκεί.
Ο πατέρας της βιογραφούμενης, Νίκος Μιχαηλάκης το γένος Νταουντάκη, γεννήθηκε το 1940 στον Γαλατά Χανίων, όπου και έζησε μέχρι το 1965. Τότε παντρεύτηκε τη Θεοδώρα Χατζηευαγγέλλου το γένος Καλέργη, γεννημένη το 1940 στην Αθήνα, και μαζί απέκτησαν τρία παιδιά: τη βιογραφούμενη, τον Γιάννη και τη Μαρία. Στην πρωτεύουσα, ο Νίκος ξεκίνησε να εργάζεται ως οικοδόμος, και ήταν τόσο άξιος, που έγινε μέχρι και εργοδηγός οικοδομών.
Ήταν ίδιος η γιαγιά η Βασιλική. Νοικοκύρης, αυτοδημιούργητος, και πάρα πολύ ερωτευμένος με τη σύζυγό του, η οποία δεν εργάστηκε ποτέ, αφού αυτοσκοπός της ήταν να μεγαλώσει τα παιδιά της μέσα σε μια ενωμένη και ζεστή οικογένεια. Ο πατέρας της Βασιλικής ήταν αυστηρός, πραγματικός Κρητίκαρος, αλλά παράλληλα πολύ τρυφερός, ο οποίος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, ώστε να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορούσε στα παιδιά του. Ήταν ένας πολύ άξιος άνθρωπος, που έφτιαξε μόνος του το σπίτι στην Αθήνα, κι ακόμα ένα στην Κρήτη, κι αυτό επειδή του το ζήτησε η εγγονή του η Δώρα, η κόρη της βιογραφούμενης.
Αγαπάει πάρα πολύ την οικογένειά του και θέλει να είναι όλοι κοντά του, ενωμένοι και αγαπημένοι. Η μητέρα της ήταν μια «μικρή Αγία», απόλυτα αφιερωμένη και δοτική στα παιδιά της, με υπερβολική αγάπη για όλους. Μάλιστα, πολλές φορές έκανε υπερβάσεις εις βάρος του εαυτού της, προκειμένου να δώσει χαρά στους άλλους. Τα παιδιά της οικογένειας μεγάλωσαν με πολλή αγάπη από τη μητέρα και πολύ γέλιο από τον πατέρα. Εκείνος είναι η ψυχή της παρέας κι εκείνη η αγκαλιά της οικογένειας. Από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, οι γονείς της Βασιλικής έμεναν στην Κρήτη, και μετά επέστρεφαν και πάλι στην Αθήνα. Το 2013 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Κρήτη, καθώς ήταν το όνειρο του πατέρα της Βασιλικής και το 2018 η μητέρα της, Θεοδώρα, πέθανε έπειτα από μια δύσκολη και πολυετή περιπέτεια με την υγεία της.
Η βιογραφούμενη γεννήθηκε το 1967 στο Παλαιό Φάληρο, στην Αθήνα, όπου και τελείωσε το σχολείο. Έπειτα σπούδασε Παιδαγωγικά στην πρωτεύουσα, γιατί ο πατέρας της δεν δεχόταν η κόρη του να φύγει μακριά. Η Βασιλική από μικρή συνήθιζε να μαζεύει τα παιδιά της γειτονιάς και να παριστάνει τη δασκάλα. Για πρώτη φορά, φύλαξε παιδιά σε ηλικία εννέα ετών, όταν κράτησε δύο γειτονόπουλα. Τότε πήρε τα πρώτα της χρήματα ‒5 δραχμές. Επιπλέον, μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς οργάνωναν σκετς, αναζητώντας έτσι τρόπους να περνάνε όμορφο και δημιουργικό χρόνο. Μάλιστα, εκείνη την εποχή, ήταν στο ζενίθ και οι ελληνικές ταινίες, κι έτσι ήθελαν όλα τους να μιμηθούν τους ηθοποιούς. Γι’ αυτό και είχαν φτιάξει τον θίασό τους. Αλλά και τα φοιτητικά της χρόνια ήταν πάρα πολύ όμορφα και γεμάτα, και μία φίλη από τότε έγινε νονά της μεγάλης της κόρης.
Το 1987, η Βασιλική παντρεύτηκε με τον Μιχάλη Αρφαρά, γεννημένο το 1964 στη Ρόδο, αν και η καταγωγή του ήταν από τη Σύμη, και πήγε στο νησί, για να ζήσει μαζί του. Τον σύζυγό της τον γνώρισε λίγο πριν πάρει το πτυχίο της, όταν εκείνος υπηρετούσε εκεί τη στρατιωτική του θητεία.
Ο Μιχάλης, ο οποίος έζησε ήρεμα και όμορφα παιδικά χρόνια, έχει άλλα δύο αδέρφια, τον Λουκά και τον Γιάννη. Πολύ νωρίς μπήκε στη ζωή του κι εκείνος στη δική της. Στην ουσία μαζί ξεκίνησαν την ενήλική τους ζωή. Πάντα τη στήριζε σε ό,τι κι αν ήθελε εκείνη να κάνει, ενώ τη βοήθησε να αγαπήσει τη Ρόδο και να τη θεωρήσει δεύτερη πατρίδα της. Η Κρήτη της δίνει δύναμη και ενέργεια, η Αθήνα συμβάλλει στο μεγάλωμά της, όμως η Ρόδος είναι ο τόπος που άνθισε, που δημιούργησε.
Για να τον παντρευτεί, η Βασιλική δεν έκανε το μεταπτυχιακό της στη Σορβόννη, ωστόσο εκείνος υπήρξε η κινητήριος δύναμη για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της. Η βιογραφούμενη οραματίζεται, ψάχνει, και ο σύζυγός της λέει: «κάν’ το». Αλλά, πέρα από την υποστήριξη που της παρέχει ασταμάτητα, είναι και ένας πολύ τρυφερός και ευαίσθητος άνθρωπος, τον οποίον τα παιδιά λατρεύουν, κι ας είναι μεγαλόσωμος κι επιβλητικός.
Το σημαντικότερο όλων, όμως, είναι τα πέντε παιδιά που της χάρισε. Το πρώτο τους παιδί, τη Θεοδώρα, το απέκτησαν το 1988, το δεύτερο, τον Σπύρο-Μιχαήλ, το 1991, έπειτα, το 1993 τη Μαρία, και το 1995 γεννήθηκαν τα δίδυμα, ο Νίκος και η Χριστίνα.
Η κόρη τους Θεοδώρα σπούδασε στο Ηράκλειο Πληροφορική και σήμερα, παντρεμένη με τον Νικόλαο Λασηθιωτάκη, το γένος Ζουρούδη, μεγαλώνουν τον γιο τους, Γεώργιο Λασηθιωτάκη. Ο Σπύρος-Μιχαήλ έχει αναλάβει τον Παιδότοπο που άνοιξε ο πατέρας του το 2007 και σήμερα, παντρεμένος με την Παρθένα Συμεωνίδου, το γένος Χαρίση, απέκτησαν το πρώτο τους παιδί, Μιχάλη Αρφαρά. Η Μαρία σπούδασε Παιδαγωγικά στη Ρόδο και σήμερα είναι παντρεμένη με τον Βασίλη-Ηλία Ηλιάδη, το γένος Αχιόλα. Ο Νίκος σπούδασε στην Πάτρα Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων και σήμερα, παντρεμένος με την Ηλιάνα Καραπίτσου, το γένος Αγγελοπούλου, περιμένουν το πρώτο τους παιδάκι, που είναι κοριτσάκι. Η Χριστίνα, σπούδασε Παιδαγωγικά στην Πάτρα και εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση, όπως και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
Μόλις, λοιπόν, η βιογραφούμενη αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο, το 1985, και μέχρι και το 1995, εργάστηκε ως Νηπιαγωγός στην Αθήνα και στη Ρόδο. Και χάρη σε αυτή την επαφή με τα παιδιά της γεννήθηκε η ανάγκη να τους πει και να τους μεταφέρει κάποια πράγματα. Έτσι άρχισε να γράφει παραμύθια, τραγούδια, στίχους, αλλά και θεατρικά έργα. Άλλωστε, το γράψιμο, όπως λέει η ίδια, είναι στο DNA της.
Ωστόσο, η επιθυμία της να δουλέψει με τα παιδιά, κάτι που πάντα ονειρευόταν, έγινε πραγματικότητα με τη βοήθεια του συζύγου της, όταν το 1995 άνοιξαν τη «Δημιουργία», το πρώτο προσχολικό κέντρο, ενώ το 2004 δημιούργησαν το δεύτερο προσχολικό κέντρο.
Μάλιστα ο Μιχάλης, ο οποίος αρχικά εργαζόταν ως παρασκευαστής σε τοπική βιομηχανία αναψυκτικών, εγκατέλειψε τη δουλειά του και ξεκίνησε να εργάζεται στον προσχολικό σταθμό, αναλαμβάνοντας τη διοίκησή του και τα δρομολόγια, προκειμένου η Βασιλική να είναι απόλυτα αφιερωμένη στο εκπαιδευτικό κομμάτι.
Αλλά όπως ήδη αναφέραμε, η βιογραφούμενη είναι ένας πολύ δημιουργικός άνθρωπος, γι’ αυτό και οι ασχολίες της δεν θα μπορούσαν να σταματούν εκεί. Ξεκίνησε ανεβάζοντας τη θεατρική παράσταση «Δώδεκα νησιά σπασμένα στο Αιγαίο», στο θέατρο Μεσαιωνικής Τάφρου, που πραγματευόταν την Ιστορία της Δωδεκανήσου από την Αρχαιότητα μέχρι την Ενσωμάτωσή της, στην οποία πρωταγωνίστησαν μικρά παιδιά, ενώ συνέχισε τις θεατρικές παραστάσεις με θεματολογία από τη μυθολογία, αλλά και δικά της έργα όπως το «Για ένα Χρυσόμαλλο δέρας», «Οι 9 μούσες του τότε και του τώρα», «Το σεντούκι της γιαγιάς», που αφιέρωσε στη μεγάλη της αδυναμία, τη γιαγιά της Μαρουσώ. Στις παραστάσεις παίρνουν μέρος πλέον και οι γονείς και με αυτό τον τρόπο μπορούν να γίνουν και πάλι παιδιά, μαζί με τα παιδιά τους.
Στις 20 Νοεμβρίου 2012 δημιούργησε ένα Εργαστήρι Δημιουργικής Έκφρασης, την «ΕΔΕΜ», που σημαίνει παράδεισος. Τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα να ξετυλίξουν το ταλέντο τους στη θεατρική αγωγή, δημιουργώντας δικά τους κείμενα και στο τέλος της χρονιάς ανεβάζουν μια θεατρική παράσταση που τα ίδια έχουν δημιουργήσει. Η Βασιλική υποστηρίζει πως τα παιδιά μπορούν να καταφέρουν τα πάντα και πως η ίδια είναι δίπλα τους για να τους ενθαρρύνει να βρουν το ταλέντο τους. Στο τέλος, με το μαγικό της ραβδί, ενώνει τα κείμενα των παιδιών και με λίγη από τη μαγική της χρυσόσκονη, βάζει τις τελικές λεπτομέρειες στο θεατρικό δρώμενο που δημιούργησαν τα παιδιά της.
Για εκείνην, παράδεισος είναι τα παιδιά και τα συναισθήματα που παίρνει μέσα από τη δημιουργική συναναστροφή μαζί τους. Επιπλέον, η Βασιλική έχει γράψει αρκετά παραμύθια, όπως: «Ο Δρακοπόταμος», στο οποίο οι ήρωες, που έχουν τα ονόματα των παιδιών της, μιλούν για τη μόλυνση του περιβάλλοντος, «Η αόρατη ομπρέλα», που μαθαίνει στα παιδιά για το όζον και τον ήλιο, και «Η αρπαγή της Ευρώπης», στο οποίο ο κυρ-Νικόλας, ‒ο πατέρας της Βασιλικής‒, ένας παραδοσιακός Κρητικός, επισκέπτεται μαζί με τον εγγονό του, τον Μιχαλιό ‒ο σύζυγός της‒ το Δικταίον Άντρο και του διηγείται τον Μύθο της Ευρώπης.
Επίσης, από το 1997, η Βασιλική, κάθε εβδομάδα, κάνει παιδική εκπομπή στην τηλεόραση, η οποία λέγεται «Περνά, περνά η μέλισσα», ενώ έχει ανεβάσει είκοσι δύο παραστάσεις για παιδιά, με κείμενα δικά της, αλλά και με δικούς της στίχους σε όλα τα τραγούδια που ακούγονται, τη μουσική των οποίων έχουν γράψει ο Γιάννης Χριστοδούλου και ο Γιάννης Γιακουμάτος.
Εντούτοις, το πιο ευχάριστο είναι πως, πέρα από τα παιδιά, έχουν ενεργοποιηθεί και οι γονείς σε όλο αυτό το δημιουργικό εγχείρημα της βιογραφούμενης, παίρνοντας κι εκείνοι μέρος σε πολλές από τις παραστάσεις που ανέβασε. Κι ακριβώς επειδή η προσφορά της στην κοινωνία της Ρόδου είναι τόσο αξιόλογη και αξιοσημείωτη, κάποτε της πρότειναν να πάρει μέρος στα κοινά, αλλά εκείνη αρνήθηκε.
Τέλος, είναι εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού. Σκοπός της είναι να μάθει στα παιδιά τη σημαντικότητα της αλληλεγγύης. Ως κοινωνοί προσφοράς και αγάπης, τα παιδιά με τους γονείς των πρότυπων κέντρων, έπειτα από πρωτοβουλία της Βασιλικής, συγκεντρώνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα είδη πρώτης ανάγκης και σχολικά είδη και τα προσφέρουν στον Ερυθρό Σταυρό, ο οποίος με τη σειρά του τα δίνει σε οικογένειες που το έχουν ανάγκη.
Από το 1990, είναι κατηχήτρια στην Ιερά Μητρόπολη της Ρόδου και κάθε καλοκαίρι εργάζεται εθελοντικά δίπλα στον πατέρα Μάξιμο, στις εκκλησιαστικές κατασκηνώνεις.
Η Βασιλική πιστεύει ότι εμείς επιτρέψαμε να αλλοιωθεί η γλώσσα μας, κάτι που τη στενοχωρεί ιδιαιτέρως, γιατί δεν φροντίσαμε να τη διδάξουμε όσο και όπως έπρεπε. Αν και έχουν γίνει φιλότιμες προσπάθειες, σαν λαός έχουμε την τάση να μιμούμαστε τους άλλους, αντί να παίρνουμε από εκείνους ό,τι αξιοθαύμαστο δούμε, και ύστερα να το προσαρμόζουμε στη δική μας κουλτούρα και στο δικό μας τρόπο ζωής.
Σήμερα, όνειρο της βιογραφούμενης είναι να φτιάξει έναν χώρο για τα παιδιά, που θα τον λένε «Μαρουσώ» και στον οποίον θα μπορούν να τρώνε, να παίζουν και να μαθαίνουν πράγματα δωρεάν. Σε κάποια συζήτηση που κάποτε είχε η Βασιλική με τη γνωστή ηθοποιό Κάρμεν Ρουγγέρη, η δεύτερη της είπε: «Αυτό που κάνεις εσύ με τα παιδιά είναι πολύ πιο δύσκολο από αυτό που κάνω εγώ με τους μεγάλους».