Ο Μανιώτης Θεόδωρος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1949. Είναι αρχιτέκτονας και διατηρεί αρχιτεκτονικό γραφείο στην Πάτμο.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Αικατερίνη Κερβανίδου, γεννήθηκε το 1923 στα Πετράλωνα, και ήταν κόρη προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Ο πατέρας της, Αχιλλέας, καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μετά την Άλωση της Πόλης, οι βυζαντινοί προπαππούδες του πήγαν στον Πόντο, και κατέληξαν στο Ορτάκιοϊ της Βιθυνίας, όπου ασχολήθηκαν με τη σηροτροφία και τη μεταξουργία, καθώς και με τη βυρσοδεψία. Το επίθετο της οικογένειας, «Κερβανίδη», είναι πιθανόν να προέρχεται από παραφθορά της λέξης: Καραβάν – Καρβάν (λέξη περσική, έμποροι ταξιδιώτες). Ο Αχιλλέας Κερβανίδης συνέχισε την επί μακρόν, εργασιακή παράδοση της οικογένειάς του, και διατηρούσε βυρσοδεψεία στο Ορτάκιοϊ. Η μητέρα της Αικατερίνης Κερβανίδου, Αντιγόνη Ζυμαρίδη, με καταγωγή από τη Λακωνία, ζούσε επίσης με την οικογένειά της στην επαρχεία Νικομήδεια της Μικράς Ασίας. Πέθανε σε ηλικία 91 ετών το 1986. Αδελφός της ήταν ο Μιλτιάδης Ζυμαρίδης, γνωστός επιχειρηματίας της Αθήνας.
Το 1920, στη μεγάλη σφαγή των κατοίκων του Ορτάκιοϊ, η οικογένεια Κερβανίδη, ήταν μεταξύ των λιγοστών κατοίκων που σώθηκαν. Για την σχεδιαζόμενη και επικείμενη καταστροφή του Ορτάκιοϊ η οικογένεια ενημερώθηκε από Τούρκους πελάτες των βυρσοδεψείων και εγκατέλειψε έγκαιρα σπίτια και περιουσίες. Η οικογένεια, περιπλανώμενη επί οκτώ μήνες στα βουνά, κατόρθωσε να φθάσει με τα πόδια στη Σμύρνη, και από εκεί φυγαδεύτηκε μαζί με άλλους πρόσφυγες στη Σάμο. Ο γιος του Αχιλλέα και της Αντιγόνης, Μανώλης, μικρό παιδί, πέθανε εκεί, ταλαιπωρημένο από τις κακουχίες. Μετά τη Σάμο, το ανδρόγυνο πηγαίνει στη Σύρο και κατόπιν στην Αθήνα, σε περιοχή της Νίκαιας. Εκεί θα γεννηθούν τα παιδιά Αικατερίνη και Ελένη. Η Αικατερίνη (μητέρα του βιογραφούμενου) σπούδασε δασκάλα στην Ράλλειο Παιδαγωγική Ακαδημία και ήταν αθλήτρια, Πανελληνιονίκης στο ύψος. Η Ελένη, γεννημένη το 1928, έγινε μοδίστρα, παντρεύτηκε τον Μανώλη Καλογιάννη από την Κρήτη, και απέκτησαν έναν γιο, το Γιάννη.
Μέλη και συγγενείς της οικογένειας Κερβανίδη συνέχισαν την εργασιακή τους παράδοση και στην Ελλάδα: Ο Αχιλλέας Κερβανίδης υπήρξε εξαίρετος υποδηματοποιός, βραβευμένος, μάλιστα, από την Ένωση Υποδηματοποιών, σε έκθεση της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλοι συγγενείς, όπως ο Εκμετζόγλου, είχαν σηροτροφεία στο Βόλο και εργοστάσιο αντίστοιχο στην Αθήνα, στην οδό Πατησίων. Εξάδελφος της μητέρας και θείος του βιογραφούμενου ήταν επίσης, ο Ιωάννης Μελάς, Δήμαρχος Νικαίας, Μέλος της Επιτροπής Συντάγματος, Υπουργός επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου, και συγγραφέας, βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών.
Κατά την Γερμανική Κατοχή, η οικογένεια Κερβανίδη μετοικεί και πάλι στη Σύρο, όπου διατηρεί δικό της σπίτι. Εκεί η Αικατερίνη θα γνωρίσει και τον μέλλοντα σύζυγό της, Δημήτρη Μανιώτη, μετέπειτα μεγάλο ζωγράφο, πατέρα του βιογραφούμενου.
Ο Δημήτρης Μανιώτης γεννήθηκε στην Οδησσό, το 1923. Πατέρας του ήταν ο Θωμάς Μανιώτης, από την Ήπειρο, ο οποίος μετανάστευσε σε ηλικία 17 ετών -κυνηγημένος από τους Τούρκους – στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Εκεί έφθασε, διασχίζοντας με τα πόδια τις τεράστιες αποστάσεις και επιβιώνοντας σε άπειρες κακουχίες. Στην Αγία Πετρούπολη κατόρθωσε να ασχοληθεί με τις επιχειρήσεις, έφτιαξε εστιατόρια και ξενοδοχεία και έγινε πάμπλουτος. Παντρεύτηκε την ορφανή αριστοκράτισσα, Όλγα Σιμεόνοβνα, κοντέσα ιταλικής καταγωγής, που ζούσε στην Αυλή της τσαρικής οικογένειας των Ρομανώφ, ως Κυρία επί των Τιμών, και αποκτούν, κατ’ αρχήν, δύο κόρες, την Ευγενία και μία μικρότερη που πεθαίνει πολύ νωρίς από οστρακιά. Στη δίνη των μεγάλων κοσμοϊστορικών αλλαγών στη Ρωσία, η μοίρα τους είναι όμοια με τη μοίρα των περισσότερων Ελλήνων: Η περιουσία τους χάνεται και οι συνθήκες της ζωής τους αλλάζουν. Η οικογένεια, με ό,τι μπόρεσε να περισώσει, εγκαταλείπει την Αγία Πετρούπολη, καταφεύγει στην Οδησσό, και εγκαθίσταται στο σπίτι της οδού Γκρετσέσκαϊα 23 (Οδός των Ελλήνων). Εκεί θα γεννηθεί ο Δημήτρης (Ντίμα), πατέρας του βιογραφούμενου. Η οικογένεια, πάλι από την αρχή, χτίζει τη ζωή της. Ο Θωμάς Μανιώτης αναλαμβάνει το κυλικείο της Όπερας της Οδησσού και το μπουφέ των καλλιτεχνών. Ο Δημήτρης Μανιώτης έζησε στην Οδησσό μέχρι 15 ετών. Στην Ελλάδα ήρθε ως πρόσφυγας στα τέλη του 1938, με τη μητέρα του, εκδιωγμένοι από το καθεστώς του Στάλιν. Ο πατέρας του, Θωμάς, είχε εξοριστεί στη Σιβηρία, όπου και χάθηκαν τα ίχνη του, ενώ η αδελφή του Ευγενία Μανιώτη-Χαλίνσκαγια, ήδη παντρεμένη με Ρώσο, προσκείμενο στο κομμουνιστικό κόμμα, και με έναν γιο (που σπούδασε πολιτικός μηχανικός), παρέμεινε στην Οδησσό. Στα 1941 η μητέρα του Όλγα πεθαίνει από πείνα, ενώ ο ίδιος επιζεί από τύχη: τον ανακάλυψαν ημιθανή ανάμεσα σε πτώματα, πριν την ταφή τους. Χάρη στην αναγνώριση του ταλέντου του στη ζωγραφική, από τον τότε Δήμαρχο της Σύρου, Θεόδωρο Καρακαλά, ιταλικής καταγωγής, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του, διαμένει στη Σύρο και ασχολείται, εκτός από τη ζωγραφική, με την αγγειογραφία, και την αγγειοπλαστική, που διδάχτηκε από τον γνωστό Γερμανό κεραμίστα Elaster Max. Στη Σύρο γνωρίζει και παντρεύεται την μητέρα του βιογραφούμενου, Αικατερίνη Κερβανίδου.
Ο Δημήτρης Μανιώτης, υπήρξε μεγάλος καλλιτέχνης και ελεύθερο πνεύμα από τη νεαρή του ηλικία. Έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις σε πολλά μέρη της Ελλάδας, ενώ είναι ο μοναδικός ζωγράφος που έκανε τρεις ατομικές εκθέσεις στο Ζάππειο Μέγαρο, γεμίζοντάς το με τις γιγαντογραφίες του. Ταξίδεψε κυρίως στην Ευρώπη, στα κέντρα της τέχνης, Ρώμη, Φλωρεντία, Βενετία, Παρίσι, καθώς και στην Πετρούπολη και τη Μόσχα. Κατά καιρούς, επισκεπτόταν το πατρικό σπίτι της Οδησσού, όπου ζούσε η αδελφή του με την οικογένειά της. Ο Δημήτρης Μανιώτης πέθανε το 1985, από καρκίνο του πνεύμονα, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια συλλογή έργων. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, σε ιδιωτικές συλλογές φιλότεχνων και συλλεκτών σε όλο τον κόσμο, όπως και της οικογένειάς του.
Η οικογένεια του Δημήτρη Μανιώτη απέκτησε τρία παιδιά: τον βιογραφούμενο, τον οποίο βάφτισε ο Δήμαρχος Θεόδωρος Καρακαλάς, και του έδωσε το όνομά του, την Όλγα, που γεννήθηκε το 1950 και τον Αχιλλέα, ο οποίος γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1954. Η οικογένεια, λόγω του επαγγέλματος της μητέρας άλλαζε συνεχώς τόπο διαμονής. Ο βιογραφούμενος τα προσχολικά χρόνια ζωής του τα πέρασε κοντά στη γιαγιά του Αντιγόνη και τη θεία του Ελένη, λόγω δυσκολίας των γονιών του να μεγαλώσουν δύο παιδιά. Το 1955 η Αικατερίνη διορίζεται δασκάλα στη Σάμο, και όλη η οικογένεια μετακομίζει στο νησί, όπου και θα παραμείνει συνολικά 12 χρόνια, ως το 1968.
Ο Θεόδωρος Μανιώτης τέλειωσε το Δημοτικό σχολείο στη Σάμο, σε πολλά χωριά της, όπου διορίζονταν η μητέρα του, και κατόπιν το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο Σάμου. Στο Βαθύ της Σάμου έμαθε και τη γαλλική γλώσσα, την οποία δίδασκαν καθολικές καλόγριες. Μεγάλωσε σε ένα σπίτι γεμάτο βιβλία και ακούγοντας μόνο κλασσική μουσική, διότι ο πατέρας του ήταν λάτρης της κλασσικής μουσικής και του διαβάσματος. (Σήμερα ο βιογραφούμενος αγαπά ιδιαίτερα και τη ροκ και τη τζαζ). Στη συνέχεια, το 1967, επέστρεψε στην Αθήνα για ανώτερες σπουδές. Πέρασε στις εξετάσεις τοπογράφος μηχανικός με υποτροφία στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Επιθυμία του όμως ήταν να γίνει αρχιτέκτονας, για να είναι πιο κοντά στην Τέχνη. Δίνει ξανά εξετάσεις και περνά στο Αρχιτεκτονικό Τμήμα της Πολυτεχνικής Σχολής Θεσσαλονίκης, το 1972. Ο αδελφός του Αχιλλέας θα σπουδάσει, την ίδια εποχή, Πολιτικός Μηχανικός επίσης στη Θεσσαλονίκη, ενώ η αδελφή του Όλγα θα παραμείνει στην Αθήνα και θα ασχοληθεί με την κεραμική.
Την εποχή της Χούντας συνελήφθη από τη Γενική Ασφάλεια, λόγω ενεργούς συμμετοχής του στην κατάληψη της Πολυτεχνικής Σχολής. Κρατήθηκε σε κελί μεταγωγών σαράντα πέντε ημέρες και κατόπιν δικάστηκε από το Στρατοδικείο, λίγο πριν τη Μεταπολίτευση. Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλακή με πενταετή αναστολή. Όταν αποφυλακίστηκε έμαθε να παίζει κιθάρα λόγω της μεγάλης του επιθυμίας να παίξει το αγαπημένο του τραγούδι «Η Δημοσθένους λέξις», του Διονύση Σαββόπουλου. Στα χρόνια της φοιτητικής του ζωής, δοκιμάζει τις αντοχές του για να γνωρίσει τον εαυτό του, διαμένοντας έναν ολόκληρο χειμώνα σε ένα εγκαταλειμμένο χωριό, τον Άγιο Παντελεήμονα, απέναντι από τον Όλυμπο. Αργότερα η Διπλωματική του εργασία είχε θέμα της τον οικισμό του Αγίου Παντελεήμονα και την αποκατάστασή του. (Σήμερα ο Άγιος Παντελεήμονας έχει αναστηλωθεί και αποτελεί πρότυπο παραδοσιακού οικισμού). Ως φοιτητής, για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις οικονομικές του ανάγκες, εργάστηκε σε «μπουάτ» και «παμπ» της Θεσσαλονίκης σαν βοηθός καραγκιοζοπαίχτη, δεύτερη φωνή, αλλά και ως σερβιτόρος.
Ο βιογραφούμενος αγάπησε τη Θεσσαλονίκη, γι’ αυτό και παρέμεινε εκεί και μετά το τέλος των σπουδών του, ως το 1981. Δούλεψε κοντά σε ζωγράφους και καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης, ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, τη διαφήμιση και τη διακόσμηση. Αναλάμβανε επίσης κατασκευές (πολλές από τις οποίες έφτιαχνε ο ίδιος), και εργάστηκε στο στήσιμο αγροτικών εκθέσεων. Για πολλά χρόνια δούλευε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Ταυτόχρονα δούλευε και ως αρχιτέκτονας, κάνοντας αρχιτεκτονικές μελέτες, κυρίως ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Μαζί του είχε πάντα, αχώριστο σύντροφο, το ποδήλατό του κι ένα σακίδιο στην πλάτη. Το Φεβρουάριο του 1981 ταξίδεψε στην Πάτμο, για να βοηθήσει στην οργάνωση ενός ξενοδοχείου. Το νησί τον μαγνήτισε τόσο πολύ, που το επισκεπτόταν κάθε χρόνο, για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Το καλοκαίρι του 1983 γνώρισε στην Πάτμο τη Δέσποινα Βακράτση, Πάτμια στην καταγωγή. Το 1985 παντρεύτηκαν στην Αθήνα. Εκεί θα γεννηθεί η κόρη τους Λήδα-Δήμητρα, η οποία θα μεγαλώσει μαζί με τη Μαρία-Αριάδνη, κόρη της Δέσποινας, από τον πρώτο της γάμο.
Ο Θεόδωρος Μανιώτης εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Πάτμο το 1986, όπου έκτοτε ζει μόνιμα. Η κόρη του Λήδα- Δήμητρα έχει σπουδάσει στο Deree American College of Greece, αρχικά Επικοινωνία και στη συνέχεια Ψυχολογία, και η Μαρία- Αριάδνη έχει σπουδάσει ενδυματολογία και φωτογραφία, και σπουδάζει Ελληνικό Πολιτισμό, στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Η ίδια διατηρεί εμπορικό κατάστημα στην Πάτμο. Ο βιογραφούμενος συνεχίζει να εργάζεται μέχρι και σήμερα ως αρχιτέκτονας στην Πάτμο, ασχολούμενος κυρίως με αναστηλώσεις και αναπαλαιώσεις παλαιών, παραδοσιακών οικιών στη Χώρα της Πάτμου. Ταυτόχρονα ασχολείται με τα πολιτιστικά δρώμενα του νησιού. Μαζί με τη γυναίκα του, Δέσποινα Βακράτση, είναι ιδρυτικά μέλη της Θεατρικής Ομάδας Πάτμου.(1992). Η Θεατρική Ομάδα Πάτμου είναι μέλος της Ομοσπονδίας Ερασιτεχνικού Θεάτρου Αιγαίου (Ο.Ε.Θ.Α), που ιδρύθηκε το 2000.
Ο βιογραφούμενος έχει στο ενεργητικό του πολλές θεατρικές παραστάσεις, ως σκηνοθέτης, ηθοποιός αλλά και ως καραγκιοζοπαίχτης, δίνοντας παραστάσεις σε σχολεία, σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, και σε θεατρικές συναντήσεις στα νησιά του Αιγαίου. Γράφει παραμύθια για παιδιά και μεγάλους, καθώς και φιλοσοφικά δοκίμια. Ταυτόχρονα, μαζί με τη γυναίκα του, παραδίδουν μαθήματα θεατρικού παιχνιδιού, στο Παιδικό Θεατρικό Εργαστήρι του νησιού (ΜOC, MΕΡΙΜΝΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ, υπό την Αιγίδα της Ιεράς Μονής Ιωάννου του Θεολόγου), και ανεβάζουν με τα παιδιά θεατρικές παραστάσεις. Η γυναίκα του, Δέσποινα Βακράτση, είναι συγγραφέας, έχει σπουδάσει θέατρο στη σχολή του Βασίλη Διαμαντόπουλου, είναι αρθρογράφος στην εφημερίδα της Πάτμου, «Πατμιακά Χρονικά», και ασχολείται με τη Λαογραφία.
Ο Θεόδωρος Μανιώτης είναι λάτρης του αρχαίου ελληνικού πνεύματος και της ελληνικής φιλοσοφίας, με ιδιαίτερη αγάπη για τον Πυθαγόρα. Αγαπά και σέβεται πολύ τη φύση γι’ αυτό και είναι χορτοφάγος. Τον γοητεύει πιότερο η θάλασσα. Αυτοδίδαχτος καπετάνιος ο ίδιος, διατηρεί ένα τρεχαντήρι με πανιά και ταξιδεύει σε παραπλήσια νησιά, πολλές φορές μόνος του. Του αρέσει να ζει το ταξίδι.
«Γεννιόμαστε καθορισμένοι, προσπαθούμε να γίνουμε Ορισμένοι, και καταλήγουμε οριστικοί», είναι ένα από τα αποφθέγματα του Θεόδωρου Μανιώτη.