Ο Νικόλαος (Νίκος) Κοντογιάννης γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου 1923 στο Κρανίδι, στην πρωτεύουσα του σημερινού δήμου Ερμιονίδας. Εργάστηκε στην τοπική αυτοδιοίκηση και ασχολήθηκε με τα κοινά, διατελώντας Δήμαρχος για δύο θητείες.
«…Να έχετε υγεία. Η ζωή σας, να έχει πάντα την ευωδιά της ανθισμένης λεμονιάς». Ο Νίκος Κοντογιάννης έκλεισε με την παραπάνω φράση τις πρωτοχρονιάτικες ευχές προς τα εγγόνια του. Με την πείρα και τη γνώση μίας γεμάτης πορείας, ο απλός και καθημερινός αυτός άνθρωπος που γεννήθηκε, μεγάλωσε και ζει μέχρι και σήμερα στην ελληνική επαρχία, ξεχωρίζει και εύχεται τα πραγματικά σημαντικά της ζωής, για τους επόμενους που παίρνουν τη σκυτάλη στη διαδρομή της οικογένειας μέσα στο χρόνο.
Γεννημένος στις αρχές της δεκαετίας του 1890 στο Κρανίδι, ο Γεώργιος (Γιώργης) Κοντογιάννης, πατέρας του βιογραφούμενου, ήταν αγρότης. Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και τραυματίστηκε στη μάχη στο Σαραντάπορο. Παρόλο που η οικογένεια Κοντογιάννη δεν ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη, απολάμβανε τον σεβασμό της τοπικής κοινωνίας. Λόγω και της γειτονίας της κατοικίας της οικογένειας με την οικογένεια Ρέπουλη, o Γιώργης είχε αναπτύξει στενούς δεσμούς φιλίας και με τον Εμμανουήλ Ρέπουλη, δημοσιογράφο και πολιτικό, ο οποίος εκλέχτηκε βουλευτής και διετέλεσε υπουργός εσωτερικών της κυβέρνησης Βενιζέλου. Ο πατέρας του βιογραφούμενου διετέλεσε μέλος του δημοτικού συμβουλίου στο Κρανίδι. Περιγράφεται ως ένας πολύ πράος άνθρωπος, με στρατηγική σκέψη και διορατικότητα, ανεπιτήδευτα ευγενής και πολύ στοργικός πατέρας και παππούς. Παρακινούμενος από τη συνεχή έννοια, αλλά και το προσωπικό ενδιαφέρον για τη στήριξη από το Κράτος του Έλληνα αγρότη που αγωνιζόταν στην ελληνική ύπαιθρο, δεν δίσταζε να γράφει επιστολές ακόμη και στην κεντρική κυβέρνηση – επικοινωνία που έλαβε απάντηση και από τον πρωθυπουργό, Γεώργιο Παπανδρέου.
Ο Γιώργης παντρεύτηκε με την Κυριακή (Κική), το γένος Βαρβέρη, και αυτή με καταγωγή από το Κρανίδι. Απέκτησαν μαζί πέντε παιδιά, τον βιογραφούμενο, την Πετρούλα, την Ελένη, την Αναστασία (Τασία) και τη Μαρία. Έφυγε από τη ζωή το 1984, σε ηλικία 94 ετών, ενώ η μητέρα του βιογραφούμενου το 1977.
Το πρώτο παιδί και μοναδικό αγόρι της οικογένειας του Γιώργη και της Κικής, ο Νίκος Κοντογιάννης, γεννήθηκε την 1η Νοεμβρίου 1923 στο Κρανίδι. Η μητέρα του και το οικογενειακό περιβάλλον δεν ξεχνούσαν ποτέ τις δυσκολίες των τελευταίων ημερών της εγκυμοσύνης, πριν την αίσια ολοκλήρωσή της.
Μεγαλώνοντας, ο Νίκος ξεκίνησε στο δημοτικό σχολείο της πόλης και συνέχισε στο γυμνάσιο. Παράλληλα, από την ηλικία των 13 ετών, ξεκίνησε να ακολουθεί τον πατέρα του στα κτήματα και από την αρχή δείχνει ιδιαίτερη αγάπη και αντοχή. Εργάζεται σκληρά, με διάθεση και αφοσίωση, δίπλα στον πατέρα του, ο οποίος, παράλληλα με το να του μεταλαμπαδεύσει τη γνώση και την αγάπη για την καλλιέργεια της γης και τη μελισσοκομία, θα του σταλάξει τις αξίες της αξιοπρέπειας και του αυτοσεβασμού, του σεβασμού και της αλληλεγγύης στο συνάνθρωπο -στο σπίτι της οικογένειας φιλοξενήθηκαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία- της φροντίδας και προστασίας της οικογένειας, της αγάπης στη γη και τη φύση.
Η σωματική δύναμη τού επιτρέπει να εργάζεται από την αρχή σαν ενήλικας, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο στην τοπική κοινωνία. Δεν διστάζει να ριψοκινδυνεύει ένα σοβαρό τραυματισμό, προκειμένου να ημερέψει ένα ατίθασο άλογο, να κλαδέψει το ψηλό κλαδί της ελιάς, να μεταφέρει ένα μεγάλο όγκο πέτρες για το κτίσιμο ενός πεζουλιού. Δεν είναι λίγες οι φορές που τα όρια ξεπερνιούνται. Από θαύμα δεν χάνει τη ζωή του, όταν στην προσπάθεια να ανεβάσει και να μεταφέρει γρήγορα νερό για το πότισμα των ζώων, βρίσκεται μέσα σε βαθύ πηγάδι και καταφέρνει να σκαρφαλώσει και να βγει μόνος, χωρίς βοήθεια.
Ο πόλεμος τον βρήκε στο Κρανίδι, όπου και έζησε την περίοδο της Κατοχής, προσπαθώντας να συντηρήσει την οικογένειά του, πάντα με τη στήριξη και καθοδήγηση του πατέρα του. Παράλληλα, συγγενείς της οικογένειας από την Αθήνα και τον Πειραιά αναγκάζονται να αφήσουν τα σπίτια τους και να συστεγαστούν στο σπίτι της οικογένειας του Γιώργη Κοντογιάννη στο Κρανίδι. Θυμάται τη στιγμή που ένας Βρετανός στρατιώτης βρέθηκε ξαφνικά μπροστά του ζητώντας κατάλυμα και τροφή, τον οποίο και φιλοξένησε για λίγες ημέρες στον στάβλο των ζώων του κτήματος, πριν ο άγνωστος επισκέπτης εξαφανιστεί για να συναντήσει το μέσο μεταφοράς του στην Κρήτη, αποφεύγοντας τις γερμανικές περιπόλους που τον αναζητούσαν στην περιοχή.
Τη σκληρή εποχή του Εμφυλίου πολέμου, θα υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στις τάξεις του Εθνικού Στρατού. Οι θλιβερές μνήμες της περιόδου δεν είναι λίγες. Το 1949, θα νοσηλευτεί με βαριά πνευμονία στο νοσοκομείο Λάρισας – το σοβαρότερο περιστατικό υγείας που έχει αντιμετωπίσει μέχρι και σήμερα. Παρόλο που η οικογένεια έχει σαφή τοποθέτηση, στο σπίτι της θα βρουν βοήθεια και προσωρινή στέγη οικογενειακοί γνωστοί-μέλη του ΕΑΜ. «Δεν ήξερες από πού να φυλαχθείς», θα πει για τη τραγική δεκαετία 1940-1949.
Το τέλος της ταραγμένης αυτής περιόδου, βρίσκει τον βιογραφούμενο να επιστρέφει στο Κρανίδι και να συνεχίζει τις αγροτικές εργασίες, αλλά και να εργάζεται στο ελαιοτριβείο του γαμπρού του. Δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα, αλλά κινείται πάντα σε χαμηλούς τόνους.
Παράλληλα, το 1952 ξεκινά να εργάζεται και ως γραμματέας της κοινότητας Κοιλάδας, του όμορφου παραλιακού χωριού της Ερμιονίδας. Διακρίνεται από τους προϊσταμένους του στη νομαρχιακή διοίκηση της Αργολίδας για την άριστη οργάνωση, τάξη και επιμέλεια της δουλειάς του. Για τους κατοίκους του μικρού χωριού, θα είναι ο άνθρωπος που θα ευχηθεί «καλές θάλασσες» και θα εκδώσει τα απαραίτητα έγγραφα για να ξεκινήσουν οι νέοι ναυτικοί το πρώτο ταξίδι τους. Για τρεις δεκαετίες, στην αρχή με το άλογο, στη συνέχεια με ένα από τα πρώτα αυτοκίνητα στην περιοχή, ένα λευκό Μόσκοβιτς, θα βρίσκεται καθημερινά στην Κοιλάδα και θα υπηρετεί τη θέση με συνέπεια και αγάπη για τον τόπο και τους ανθρώπους του, οι οποίοι και του την ανταποδίδουν απλόχερα.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1960 και με τις τέσσερις αδελφές του να έχουν δημιουργήσει οικογένειες και δικό τους σπιτικό, παντρεύεται την Αθανασία Σαμιώτη.
Η Αθανασία ήταν κόρη του Δημητρίου (Μήτσου) Σαμιώτη και της Αικατερίνης (Κατίνας). Γεννήθηκε στις 31 Ιανουαρίου 1939 στον Κάμπο, οικισμό ανάμεσα στο Κρανίδι και την Κοιλάδα. Ήταν η πρώτη από συνολικά πέντε αδέλφια, τρία κορίτσια και δύο αγόρια, τα οποία, χωρίς εξαίρεση, ακολούθησαν ξεχωριστές πορείες ακαδημαϊκής και επαγγελματικής διάκρισης. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Τρίπολης και έγινε εκπαιδευτικός πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Θήτευσε για σειρά ετών σε δημοτικά της Λακωνίας, πριν μετατεθεί σε σχολεία της Ερμιονίδας μέχρι και τη συνταξιοδότησή της στα μέσα της δεκαετίας του ‘80.
Χαρακτηριζόταν ως αυτόφωτη προσωπικότητα και με διακριτή παρουσία στην τοπική κοινωνία, λόγω του λειτουργήματος που υπηρέτησε με υψηλό επαγγελματισμό και αφοσίωση. Ταυτόχρονα, ενσωματώθηκε αρμονικά στο οικογενειακό περιβάλλον του συζύγου της, σεβόμενη την ισχυρή οικογενειακή κουλτούρα, καθώς και τις ευαισθησίες που τη συνόδευαν. Διακρινόταν για την ευθυκρισία της και διέθετε υψηλή ενσυναίσθηση. Ανταποκρίθηκε υποδειγματικά σε όλους τους ρόλους που κλήθηκε να παίξει στη ζωή της, ως μητέρα, ως εκπαιδευτικός, αλλά και ως σύζυγος δίπλα στον Νίκο Κοντογιάννη, κρατώντας πάντα τις ισορροπίες.
Το ζευγάρι απέκτησε δύο παιδιά, τον Γιώργο και τον Δημήτρη.
Ο Γιώργος, ο οποίος γεννήθηκε το Μάιο του 1971, «έφυγε πολύ νωρίς», όντας δευτεροετής φοιτητής στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Στο βιβλίο της με τίτλο «Μη μου λες αντίο», η συμφοιτήτριά του Αναστασία Καλλιοτζή γράφει χαρακτηριστικά: «Ο μόνος που έφυγε νωρίς ήταν ο Γιώργος από το Κρανίδι. Δυστυχώς, ο καρκίνος δεν σε ρωτάει εάν είσαι ένα δεκαεννιάχρονο παιδί με όνειρα, με ελπίδες για το μέλλον. Έρχεται ανελέητος, σε παίρνει και σε πάει αλλού. Αλλού».
Ο δευτερότοκος γιος, Δημήτρης, γεννήθηκε τον Νοέμβριο του 1974, σπούδασε στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία και σήμερα εργάζεται ως σύμβουλος επιχειρήσεων. Είναι παντρεμένος με την Άννα Μούκιου, η οποία κατάγεται από την Αγία Τριάδα Ναυπλίου και έχουν αποκτήσει τρία παιδιά: την Αθανασία (2008), τον Νίκο (2010) και τη Μαρία (2014).
Επιστρέφοντας στον βιογραφούμενο, η συνταξιοδότησή του από την εργασία του στην τοπική αυτοδιοίκηση, σήμανε την έναρξη της δραστηριοποίησής του στα κοινά. Στις δημοτικές εκλογές του 1982, ηγήθηκε του συνδυασμού «Δημοκρατική Ανανεωτική Προοδευτική Κίνησις Κρανιδίου» (ΔΗ.Π.Α.Κ.), υποστηριζόμενος από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Η ζωή φέρνει ως κύριο αντίπαλό του, τον παιδικό του φίλο, Κυριάκο Στεφάνου. Μετά από μία σκληρή προεκλογική περίοδο, χωρίς όμως οι ηγέτες των δύο παρατάξεων να ξεφύγουν από τα όρια προσωπικής ευπρέπειας, ο Νίκος Κοντογιάννης ηττήθηκε με διαφορά λίγων δεκάδων ψήφων στο τέλος της διαδικασίας, κόντρα στη φυσιολογική ροή των εκλογικών αποτελεσμάτων.
Αξιολογώντας ψύχραιμα την εποχή εκείνη, το οριακό αυτό αποτέλεσμα αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη νίκη του Νίκου Κοντογιάννη ως υποψηφίου δημάρχου Κρανιδίου, σπουδαιότερη και από την εκλογή του στο αξίωμα του Δημάρχου, για δύο βασικούς λόγους. Η αποφασιστικότητά του τον ανέδειξε και τον διατήρησε για αρκετά χρόνια σε κύριο εκπρόσωπο της παράταξης της ΝΔ στην τοπική αυτοδιοίκηση, σε μία αρνητική για αυτήν χρονική συγκυρία. Σημαντικότερα, ουσιαστικά επιβραβεύτηκε η συνεπής παρουσία και διαδρομή, τόσο σε προσωπικό αλλά και σε οικογενειακό επίπεδο, η οποία αντικατοπτρίστηκε στην προτίμηση των ψηφοφόρων όλων των κομματικών αποχρώσεων. Αναμενόμενα, ως αντιπολίτευση, λειτούργησε με υπευθυνότητα, χωρίς κραυγές και στείρες αντιπαραθέσεις.
Όλα τα παραπάνω εκτιμήθηκαν από τους πολίτες στις δημοτικές εκλογές του 1986, στις οποίες εκλέχθηκε Δήμαρχος, με το συνδυασμό της ΔΗ.Π.Α.Κ. Απέτυχε να επανεκλεγεί το 1990, ωστόσο το 1994 επανεκλέχθηκε και διετέλεσε Δήμαρχος Κρανιδίου και Πρόεδρος του Συμβουλίου Περιοχής Ερμιονίδας μέχρι το 1998 που και παρέδωσε τα ηνία του Δήμου.
Ως ένας άνθρωπος της σύνθεσης και όχι της σύγκρουσης, ο Νίκος Κοντογιάννης μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας μετριοπαθής Δήμαρχος, ο οποίος διαχειρίστηκε με δικαιοσύνη, υπευθυνότητα και ανιδιοτέλεια τις υποθέσεις του Δήμου Κρανιδίου.
Ενδεικτικό του τρόπου σκέψης του είναι το γεγονός ότι αντίθετα με τις πιεστικές κομματικές φωνές της εποχής που ζητούσαν την απομάκρυνση νεοδιορισμένων εργαζόμενων στις δημοτικές υπηρεσίες, διακρίνοντας τη διάθεση για γνώση και προσφορά, επέλεξε να μονιμοποιήσει το προσωπικό και να προσφέρει στο Δήμο ένα ικανό στελεχιακό δυναμικό που προσέφερε τις υπηρεσίες του στους πολίτες, μέχρι και σήμερα. Με την πολύχρονη πείρα του στις γραφειοκρατικές διαδικασίες της τοπικής αυτοδιοίκησης, συνέβαλλε στην εκπαίδευσή τους και παράλληλα ο ίδιος προσαρμόστηκε άμεσα στις απαιτήσεις της γραφειοκρατικής διαχείρισης.
Προσπάθησε να βρεθεί κοντά στον πολίτη, φροντίζοντας την καθημερινότητά του κυρίως μέσω της βελτίωσης των υποδομών του τοπικού και περιφερειακού οδικού δικτύου, καθώς και της ηλεκτροδότησης των οικισμών. Αποφεύγοντας να επιβαρύνει τον Δήμο, δεν έδωσε έμφαση στη σχεδίαση και χρηματοδότηση μεγάλων έργων, αλλά περιορίστηκε στην υλοποίηση προτάσεων που είχαν κρατική χρηματοδότηση. Η κριτική που λογικά προκύπτει, αντισταθμίζεται από τα νοικοκυρεμένα οικονομικά του Δήμου, που επέτρεψαν στις επόμενες δημοτικές αρχές να προχωρήσουν σε σχεδιασμούς, χωρίς οικονομικά βάρη του παρελθόντος. Καθ’ όλη τη διάρκεια και των δύο θητειών του, η διάφανη και συνετή οικονομική διαχείριση δεν δημιούργησε έστω και την παραμικρή υπόνοια κακοδιαχείρισης. Θεσμοθέτησε πολιτιστικά δρώμενα όπως χαρακτηριστικά είναι ο «Πολιτιστικός Αύγουστος», τα οποία συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.
Μετά την ολοκλήρωση της θητείας του το 1998, ο βιογραφούμενος δεν ξαναπήρε μέρος σε άλλη εκλογική αναμέτρηση. Διακριτικά, συζητά και ενημερώνεται, έχει θέση και άποψη για τις τοπικές εξελίξεις, αλλά πάντα με σεβασμό στους νέους πρωταγωνιστές.
Τα χρόνια της πανδημίας του κορονοϊού έφεραν ένα ακόμη τραγικό χτύπημα στην οικογένεια του Νίκου Κοντογιάννη. Σε ηλικία 82 ετών, η σύζυγός του Αθανασία χάνει τη μάχη με τον φονικό ιό, Μεγάλο Σάββατο -ανήμερα Πρωτομαγιάς του 2021- βυθίζοντας στη σιωπή το σπίτι της οικογένειας.
Σήμερα, ο Νίκος Κοντογιάννης συνεχίζει να ζει ήρεμα την καθημερινότητα στον τόπο που γεννήθηκε και αγάπησε, το Κρανίδι. Επισκέπτεται τα μελίσσια του, τα κτήματα με τις ελιές, τη γη στην οποία εργάζεται ακαταπόνητος για περισσότερο από 85 χρόνια. Κάνει εκτιμήσεις για την επόμενη γεωργική χρονιά. Κατά τη διάρκεια της κοπιαστικής συλλογής της ετήσιας σοδειάς του ελαιόλαδου, δίνει το παρών. Μαθαίνει στα εγγόνια του να χρησιμοποιούν το «χτένι» για να αφαιρούν τις ελιές από τα κλαδιά. Παρακολουθεί τη σημερινή αυτοματοποιημένη διαδικασία παραγωγής ελαιόλαδου στο ελαιοτριβείο συγκρίνοντας τη σκληρή και εξαντλητική δουλειά των περασμένων δεκαετιών. Αφηγείται χαρακτηριστικά: «Εργαζόμασταν χωρίς διακοπή μία ή δύο ημέρες χωρίς ύπνο. Δεν άντεχες…αλλά ήταν όμορφα χρόνια».