Η Στέλλα Κοκόλη γεννήθηκε στο Μπατσί της Άνδρου. Είναι κόρη του Ιωάννη Βολίκα με καταγωγή από την Άνδρο και της Αγάπης Συνοδινού-Κατσιώτου με καταγωγή από την Αίγυπτο. Αποφοίτησε από το 3ο Λύκειο Αθηνών και από την Παιδαγωγική Ακαδημία της Αθήνας. Στη συνέχεια σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας με ειδίκευση στις Δημόσιες Σχέσεις και συνέχισε τις σπουδές της στη Σορβόννη της Γαλλίας. Όταν μετανάστευσε στην Αμερική το 1967 έγινε κάτοχος ΒΑ στην Αγγλική Φιλολογία και Εκπαίδευση από το Κολλέγιο Hunter και Master από το Πανεπιστήμιο Columbia στην Παιδαγωγική και στον Διοικητικό Τομέα. Επίσης, κατέχει το Ed.M. στην Παιδαγωγική και Διοίκηση Σχολείων από το Columbia University. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές για επιθεωρήτρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Teachers’s College του Columbia University (Professional Degree).
Επί 43 χρόνια υπηρέτησε ως εκπαιδευτικός σε δημόσια και κοινοτικά σχολεία με Ελληνικό πρόγραμμα. Διετέλεσε Πρόεδρος του Συμβουλίου Παιδείας της Αρχιεπισκοπής στα χρόνια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής κ.κ. Ιακώβου. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος, πρόεδρος και μέλος Διοικητικών Συμβουλίων πολλών ομογενειακών, αμερικανικών και διεθνών οργανισμών. Σήμερα είναι Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελλήνων Εκπαιδευτικών και Πολιτιστικών Συλλόγων Αμερικής. Είναι διεθνώς αναγνωρισμένη ως ηγετική φυσιογνωμία με εθελοντική προσφορά στους τομείς της Ελληνόγλωσσης Εκπαίδευσης, Φιλανθρωπίας και Πολιτικής Δράσης στις Η.Π.Α. Σύζυγός της ήταν ο ιατροφιλόσοφος Παναγής Κοκόλης, ο οποίος απεβίωσε το 2006, με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά και τέσσερα εγγόνια.
Ο προπάππος της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, καταγόταν από τον Άγιο Μάρκο της Χίου και η προγιαγιά της από την Άνδρο, το μεγαλύτερο μετά τη Νάξο νησί των Κυκλάδων. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του επτά παιδιά, πέντε αγόρια, μεταξύ των οποίων, τον Μιχαήλ, παππού της βιογραφούμενης και δύο κορίτσια. Τα δύο από τα πέντε αγόρια της οικογένειας αφιερώθηκαν στη διάδοση του Λόγου του Θεού και έγιναν ιερείς. Ο παππούς της βιογραφούμενης, Μιχαήλ Βολίκας, γνήσιος Ανδριώτης, ήταν γαιοκτήμονας και κτηνοτρόφος, με πολύ μεγάλη παραγωγή κρεμμυδιού και πατάτας και πολλά «κοπέλια» στη δούλεψή του. Ήταν άνθρωπος πολύ απλός, αλλά πανέξυπνος. Γνώριζε λίγα γράμματα του Δημοτικού σχολείου. Όταν τον επισκέπτονταν τα εγγόνια του, δεν ήξερε πώς να τα περιποιηθεί. Είχε δυο-τρεις κολίγους και τους έδινε οδηγίες να περιποιηθούν τα μικρά παιδιά, τα οποία αγκάλιαζε σφιχτά, χωρίς να τα φιλάει. Άνθρωπος εξαιρετικά φιλόξενος και φιλότιμος, είχε πάντα του σπίτι του ανοιχτό σε επισκέπτες που τους φιλοξενούσε, τους κερνούσε και τους κοίμιζε. Ήταν αγαπητός και σεβαστός στον κοινωνικό του περίγυρο. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών περίπου. Παντρεύτηκε τη Μαρία Βλάμη-Κατσιώτη από τον Απρόβατο της Άνδρου και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του έντεκα παιδιά, εκ των οποίων, τον Ιωάννη, πατέρα της βιογραφούμενης, τον Σταύρο, τον Γιώργο, τον Νικόλαο, τον Λινάρδο, τη Σοφία, την Κατίνα, την Ειρήνη, την Αντριάνα και την Αγγελική. Μετά τον γάμο της αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην οικογένεια και στο σπίτι. Μεγάλωσε τα παιδιά της με στοργή, φροντίδα και αγάπη, ενώ τους μετέδωσε ήθος, αρχές και ηθικές αξίες. Η γιαγιά Μαρία έφυγε από τη ζωή πρόωρα, σε ηλικία 42 ετών, λίγους μήνες μετά τη γέννηση του τελευταίου παιδιού της. Μετά τον θάνατό της, ο παππούς Μιχαήλ μεγάλωσε τα έντεκα ορφανά παιδιά του με τη βοήθεια μιας γυναίκας, που τους περιποιείτο. Αργότερα, αναγκάστηκε να ξαναπαντρευτεί, επειδή τα παιδιά του είχαν στερηθεί τη μητέρα τους σε κρίσιμη γι’ αυτά ηλικία.
Η γιαγιά Άννα Γαβαλά-Συνοδινού γεννήθηκε στο νησί του «απέραντου γαλάζιου, την Αμοργό. Η Αμοργός είναι Κυκλαδίτικο νησί του Αιγαίου Πελάγους και πήρε το όνομά της από το φυτό αμοργίς, ένα είδος λιναριού από το οποίο φτιάχνονταν οι «άλικοι αμοργίδες», χιτώνες της Αμοργού. Βρίσκεται στο ΝΑ άκρο των Κυκλάδων και ΝΑ της Νάξου. Είναι μακρόστενο νησί με απότομη ορεινή μορφολογία εδάφους. Σε ηλικία 12 ετών η Άννα ολοκλήρωσε τη φοίτησή της με εξαιρετικές επιδόσεις στο Σχολαρχείο, που ήταν το τριτάξιο Γυμνάσιο εκείνης της εποχής, ένα από τα πρώτα Ελληνικά σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που απέκτησε η ελεύθερη Ελλάδα. Ακολουθώντας τα βήματα του αδελφού της, μετανάστευσε στην πατρίδα του Αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη, στην Αίγυπτο, όπου συνέχισε την εκπαίδευσή της στην περίφημη Γαλλική Σχολή Καλογραιών. Ήταν η εποχή που ο Ελληνισμός της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας ήκμαζε. Τα Ελληνικά Γράμματα και οι Τέχνες βρίσκονταν στο απόγειό τους και η πόλη ήταν γεμάτη φιλολογικούς, διδασκαλικούς, μουσικούς και επιστημονικούς συλλόγους. Το ελληνικό εμπόριο και η επιχειρηματικότητα ανθούσαν. Το ελληνικό στοιχείο δέσποζε στη χώρα, καθώς τοπικά δεν υπήρχε μεγάλη πολιτισμική και οικονομική ανάπτυξη και επιπλέον ήταν κοντά στην Ελλάδα. Εξάλλου για αυτό ακριβώς τον λόγο ο Ελληνισμός της Αιγύπτου κράτησε την Ελληνικότητά του άφθαρτη και αλώβητη. Μεγαλώνοντας σ’ αυτό το εύπορο, αλλά κυρίως πνευματικό περιβάλλον, η γιαγιά Άννα έλαβε εξαιρετική παιδεία και καλλιέργεια που διαμόρφωσαν την έντονη προσωπικότητά της. Πέρασε όμως μεγάλες δοκιμασίες. Έχασε τον σύζυγό της μετά τη γέννηση της μητέρας της βιογραφούμενης, όταν εκείνος έφυγε για να πολεμήσει με τον ελληνικό στρατό στη Μικρασιατική Εκστρατεία. Κάποιοι είπαν ότι πέθανε από φυματίωση, άλλοι ότι τον πήραν αιχμάλωτο… Κανείς δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια. Έτσι η Άννα μεγάλωσε μόνη της τη μητέρα της βιογραφούμενης και όταν ήρθαν τα δύσκολα χρόνια του Νάσερ στην Αίγυπτο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη που λάτρεψε για να έρθει στην Αθήνα και μετά στην όμορφη Άνδρο.
Η πρωτεύουσα του νησιού είναι η Άνδρος ή αλλιώς Χώρα. Η Άνδρος αναπτύχθηκε πολύ στον Κυκλαδικό πολιτισμό και ήταν ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά και οικονομικά κέντρα της εποχής. Οι πρώτοι κάτοικοι της Άνδρου ήταν Ιωνικής καταγωγής. Το 700 π.Χ. χτίστηκε η Παλαιόπολη και έγινε η πρώτη πρωτεύουσα του νησιού. Κατά τα βυζαντινά χρόνια η Παλαιόπολη άρχισε να παρακμάζει και οι κάτοικοί της εγκαταστάθηκαν στην ενδοχώρα για να ασχοληθούν με την γεωργία. Οι ακτές εγκαταλείφθηκαν επειδή δεν ήταν ασφαλείς καθώς γίνονταν συχνές πειρατικές επιδρομές. Τα πρώτα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εξαπλώθηκε σε όλο το νησί ο Χριστιανισμός. Όταν η Κωνσταντινούπολη έγινε μεγάλο οικονομικό και εμπορικό κέντρο, η Άνδρος μαράζωσε. Το πολιτισμικό κενό κάλυψαν τα μοναστήρια. Μετά την άλωση της Πόλης, η Άνδρος πέρασε πρώτα στα χέρια των Βενετών, οι οποίοι έχτισαν πολλά κάστρα, και ύστερα πέρασε στην κατοχή των Τούρκων. Όταν έγινε η Ελληνική επανάσταση του 1821, το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Ανδριώτες ήταν να προφυλάξουν τις πόλεις και το Κάβο Ντόρο, πράγμα που κατόρθωσαν. Μετά από πολλές μάχες στην ευρύτερη περιοχή του νησιού, η Άνδρος απελευθερώθηκε το 1826. Τον 19ο αι. η Άνδρος ανέπτυξε μεγάλο στόλο που επεκτάθηκε ακόμα περισσότερο τον 20ο αι. μέχρι το 1980 που άρχιζε να παρακμάζει. Μεγάλες οικογένειες είχαν στην κατοχή τους πολλά πλοία. Η Άνδρος είχε έναν από τους μεγαλύτερους στόλους διεθνώς. Σήμερα το νησί έχει μεγάλη τουριστική ανάπτυξη, κυρίως, λόγω των πολλών και όμορφων παραλιών, των μονοπατιών, του φυσικού της πλούτου, του πλούσιου υδροφόρου ορίζοντα και των πολλών αξιοθέατων. Χαρακτηριστικό της Άνδρου αποτελούν και τα πολλά και παλιά μοναστήρια της. Το μοναστήρι της Αγίας Μαρίνας, με το αγίασμα και τη θαυματουργή εικόνα της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Νικολάου όπου και φυλάσσεται η μυροβλύζουσα εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών, της Παναγίας Παναχράντου, που χτίστηκε από τον Νικηφόρο Φωκά το 963-969 μ.Χ όπου φυλάσσεται και η κάρα του Αγίου Παντελεήμονα, και της Ζωοδόχου Πηγής που αποτελεί και το μεγαλύτερο μοναστήρι της Άνδρου.
Η Άνδρος φημίζεται και για την παραδοσιακή κουζίνα της. Σπεσιαλιτέ της Άνδρου, είναι η ομελέτα φρουτάλια ή φουρτάλια. Επίσης, γνωστά είναι και τα παραδοσιακά αμυγδαλωτά, τα παστίτσια, τα παστέλια και τα καλτσούνια. Ένα άλλο παραδοσιακό φαγητό της ανδριώτικης κουζίνας είναι ο «λαμπριάτης». Μαγειρεύεται το Πάσχα και είναι κατσικάκι γεμιστό που ψήνεται σε μεγάλο ταψί, πάνω σε κληματόβεργες συνήθως σε ξυλόφουρνο. Το ανδριώτικο κρασί αποτελεί ένα από τα προϊόντα του νησιού που πρέπει να δοκιμάσει όποιος βρεθεί στο νησί. Στους γάμους σερβίρουν την περίφημη «σουμάδα, ένα λευκό ποτό από γαλάκτωμα αμυγδάλου.
Ο πατέρας της βιογραφούμενης, Ιωάννης Βολίκας, γεννήθηκε το 1914 στην Άνδρο. Τελείωσε το Σχολαρχείο και στη συνέχεια ταξίδεψε σαν μηχανικός στο εμπορικό ναυτικό μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Όταν ξεμπάρκαρε από ένα ταξίδι του το ομορφόπαιδο, που πολλές κοπέλες λαχταρούσαν, ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά την όμορφη Αγάπη, «όνομα και πράμα», όπως έλεγαν όσοι τη γνώριζαν. Ο γάμος τους θεωρήθηκε ο γάμος της εποχής. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες κράτησε το γλέντι, που έγινε στο Μπατσί της Άνδρου, τη γενέτειρα της βιογραφούμενης. Στο γλέντι παρευρέθηκαν και πολλοί Ιταλοί, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στο νησί λόγω της Κατοχής. Ο χορός και το γλέντι κράτησαν ολομερής και ολονυχτίς.
Το 1942 ο Ιωάννης Βολίκας μπάρκαρε για άλλη μια φορά, ενώ η Αγάπη ήταν ήδη έγκυος. Το πρώτο παιδί –κοριτσάκι ήτανε– γεννήθηκε στα τέλη του 1942. Δεν ήταν γραπτό, όμως, να ζήσει, καθώς είχε πάθει κάποια μόλυνση. Η απώλεια του πρώτου της παιδιού «τσάκισε» ψυχολογικά τη μητέρα. Ο πατέρας της βιογραφούμενης έλειπε διαρκώς. Τούτο ήταν το τίμημα της ζωής των ναυτικών και των οικογενειών τους. Τις περισσότερες φορές ούτε στις γέννες παρευρίσκονταν οι άνδρες, ούτε στους θανάτους των προσφιλών τους προσώπων. Όπως αναφέρει η βιογραφούμενη, «η ζωή των γονιών μου άλλαξε με τη γέννησή μου, που τους έδωσε μεγάλη χαρά. Ο πατέρας μου έλειπε σε μακρινό ταξίδι, όταν γεννήθηκα και με πρωτοείδε μετά από μερικούς μήνες. Από τις διηγήσεις των συγγενών μου έμαθα ότι από μικρή μου έφερνε τόσα παιχνίδια και ρούχα, που βολεύονταν και όλη η γειτονιά. Αυτοί ήταν οι γονείς μου, που δεν μπορούσαν να έχουν τα ‘καλούδια’ μόνο για το σπίτι τους. Βοηθούσαν όσο μπορούσαν με τον τρόπο τους οικογένειες που είχαν ανάγκη. Οι σοκολάτες, το κακάο, το τσάι και το πιπέρι που έφερνε ο πατέρας μου και μοίραζε η μητέρα μου, ήταν τα χρόνια εκείνα δυσεύρετα. Ο πατέρας μου έλεγε συχνά: ‘όλα τα υλικά αγαθά είναι για να τα απολαμβάνει ο κόσμος εδώ και τώρα. Τίποτα δεν είναι δικό μας. Τούβλα είναι όλα… τίποτα δεν παίρνουμε μαζί μας, όταν φύγουμε από αυτόν τον κόσμο. Όσο μπορείτε, να βοηθάτε’. Και πραγματικά ο ίδιος είχε βοηθήσει χιλιάδες νέους την εποχή εκείνη να αποκτήσουν ναυτικά φυλλάδια και να βρουν εργασία στα καράβια. Στο ίδιο πνεύμα και η μητέρα μου μας δίδαξε την αξία της ανιδιοτελούς προσφοράς: ‘κάνε το καλό και ρίξ’ το στο γιαλό’, μας έλεγε και ξανάλεγε: ‘μην υπολογίζετε και μην προσδοκάτε ανταλλάγματα. Αρκεί η χαρά που μας δίνει η πράξη αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο. Να φροντίζετε να κάνετε πάντοτε το καλό, για να έχετε τη συνείδησή σας καθαρή. Θα ξέρετε πώς να ξεχωρίζετε το καλό από το κακό, γιατί το κακό πάντοτε βαραίνει τη συνείδησή μας’».
Ο Ιωάννης και η Αγάπη Βολίκα, το γένος Συνοδινού, απέκτησαν από τον γάμο τους πέντε παιδιά. Την Μαρία, που πέθανε βρέφος, τη βιογραφούμενη Στέλλα, τον Μιχάλη, την Άννα, που πέθανε το 2007, και τον Νίκο. Ο Ιωάννης Βολίκας μετά τη συνταξιοδότησή του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αμερική. Εκεί αγόρασε, μαζί με τα αδέλφια του Νίκο και Γιώργο, ένα εστιατόριο, το οποίο διατήρησε για λίγα χρόνια, λόγω του πρόωρου θανάτου του από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 66 ετών. Ο Ιωάννης ήταν άνθρωπος πολύ έξυπνος, αυστηρών αρχών και ήπιος στη συμπεριφορά του. Υπήρξε εξαίρετος οικογενειάρχης και πατέρας, που αγαπούσε ιδιαίτερα τη σύζυγο και τα παιδιά του. Είχε ιδιαίτερα μεγάλη αδυναμία στη βιογραφούμενη Στέλλα και της έλεγε: «αν είχα δέκα παιδιά, θα ήθελα να ήταν Στέλλες». Ήταν άνθρωπος ιδιαίτερα φιλόξενος, φιλότιμος, γενναιόδωρος και ανοιχτοχέρης. Στις σχέσεις με τα παιδιά του, αναφορικά με την επαγγελματική σταδιοδρομία τους, ήταν δημοκρατικός. Το μόνο που ήθελε ήταν να είναι προσεκτικοί με τις παρέες τους και να κρατούν τις αρχές, που τους είχε διδάξει.
Η μητέρα της βιογραφούμενης, Αγάπη Συνοδινού, γεννήθηκε το 1920 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο – Λύκειο Κηφισιάς. Ένα από τα καλοκαίρια, που πήγαινε με την οικογένειά της στην Άνδρο για διακοπές, γνώρισε τον σύζυγό της Ιωάννη. Οι δύο νέοι ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Ήταν μία καλοβαλμένη κυρία, σοβαρή, όχι πολύ εκδηλωτική, αξιοπρεπέστατη και τρομερά ευγενής. Αφοσιώθηκε στην οικογένεια και στα παιδιά της, που τα μεγάλωσε με πολλή αγάπη, στοργή και φροντίδα, τους μετέδωσε ήθος και ηθικές αξίες, όχι μόνο η ίδια, αλλά και η μητέρα της Άννα, που στάθηκε δίπλα στα εγγόνια της σαν δεύτερη μάνα και είχε καταλυτική παρουσία στη ζωή της βιογραφούμενης Στέλλας.
Η Στέλλα Βολίκα-Κοκόλη, γεννήθηκε στο Μπατσί της Άνδρου. Όπως σημειώνει η ίδια, «η πορεία της ζωής μου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γενέτειρά μου. Το Μπατσί, η ιδιαίτερη πατρίδα μου, απέχει 8,5 χλμ. από την πρωτεύουσα του νησιού. Πρόκειται για αρχοντικό κεφαλοχώρι με όμορφη φύση, πευκόφυτες ακρογιαλιές με χρυσαφένια αμμουδιά, αμφιθεατρική δόμηση και αρχιτεκτονική, με περίτεχνα νεοκλασικά και παραδοσιακά σπίτια. Το λιμάνι στο Μπατσί, όπου έδεναν εκείνα τα χρόνια τα βαπόρια, συνέβαλε στη ζωηρή κίνηση και στην ανάπτυξη του τουρισμού και έφερνε πλούτο στον τόπο. Οι κάτοικοι ήταν λίγοι, αλλά αδελφωμένοι. Βοηθούσαν ο ένας τον άλλον. Όμορφο, γραφικό, αλλά και προηγμένο το Μπατσί, είχε Πρόεδρο Κοινότητας, δύο δασκάλους και έναν δικολάβο. Ήταν πλούσιος τόπος με ναυτική παράδοση, καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής μας ήταν ναυτικοί. Οι οικογένειες των ναυτικών που έμεναν πίσω περνούσαν καλά, δεν τους έλειπε τίποτα. Θυμάμαι σαν τώρα, τους βαρκάρηδες να φέρνουν καθημερινά, ψάρια, χταπόδια και αστακούς, αλλά και τα μεγάλα παραδοσιακά γλέντια που στήνονταν με κάθε ευκαιρία και τα περίφημα πανηγύρια σε γιορτές αγίων. Κοντά στο χωριό υπάρχει η Μονή Ζωοδόχου Πηγής. Τις τελευταίες δεκαετίες το Μπατσί έχει εξελιχθεί σε ένα απ’ τα τουριστικότερα χωριά της Άνδρου, διατηρώντας, όμως, έντονα το παραδοσιακό χρώμα του. Στο Μπατσί έχουν γυριστεί οι κλασικές ταινίες του Ελληνικού κινηματογράφου Φουσκοθαλασσιές και Κορίτσια στον Ήλιο. Η μεγάλη παραλία του έχει βραβευτεί με γαλάζια σημαία».
Και συνεχίζει τη διήγησή της για τον τόπο καταγωγής της: «H Άνδρος έχει αναρίθμητες εκκλησίες και παρουσιάζει έναν πολύ πλούσιο εορταστικό κύκλο που διασώζει τα στοιχεία της πολιτιστικής της παράδοσης, προσφέροντας ταυτόχρονα άφθονες ευκαιρίες για πηγαίο κέφι και διασκέδαση στα πάμπολλα τοπικά πανηγύρια, όπου ο συρτός και ο μπάλος κρατούν μέχρι το πρωί. Τι να πρωτοθυμηθώ!!! Τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο είχαμε τα ‘χοιροσφάγια’, ένα ζωηρό έθιμο που έχει τις ρίζες του στους Βυζαντινούς χρόνους. Τα ‘χοιροσφάγια’ αποτελούν ένα παλιό έθιμο και ταυτόχρονα μια αφορμή για τη συγκέντρωση μιας ευρύτερης κοινωνικής ομάδας. Ακολουθούσαν οι μεγάλες γιορτές του Αγίου Δημητρίου, της Αγίας Αικατερίνης και μετά τα Χριστούγεννα, η Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, το Αποκριάτικο ξεφάντωμα και φυσικά η Πασχαλιά με τα ‘τσούνια’, παραδοσιακό παιχνίδι που μοιάζει με το μπόουλινγκ. Χαραγμένα στη μνήμη μου είναι τα κάλαντα που τραγουδούσαμε τριγυρνώντας στις γειτονιές. Μετά περιμέναμε να έρθει το ευλογημένο καλοκαιράκι για να παίζουμε κοντά στη θάλασσα, να κάνουμε βαρκάδες και να αντηχήσουν τα τραγούδια μας σε όλο το νησί… Τα τρικούβερτα γλέντια διαρκούσαν από το τέλος Ιουνίου μέχρι της Αγίας Σοφίας, στις αρχές Σεπτεμβρίου που άνοιγαν και τα σχολεία.».
Η Στέλλα Κοκόλη φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο στην Άνδρο και ήταν τόσο καλή μαθήτρια που έφτασε στο σημείο να κερδίσει μία τάξη και να φοιτήσει κατευθείαν στη Δευτέρα, επειδή ήξερε όλα τα μαθήματα από τη γιαγιά της που είχε αναλάβει από νωρίς την εκπαίδευσή της. Όπως σημειώνει η ίδια, «αγαπούσα πολύ τα γράμματα, αγάπη που μού είχε εμφυσήσει η γιαγιά μου. Η ίδια επέμενε και με έγραψε άτυπα στο σχολείο, καθώς δεν είχα συμπληρώσει την απαιτούμενη ηλικία για την Πρώτη Δημοτικού. Με τις πολύ καλές γνώσεις που είχα αποκτήσει από την ίδια, βρέθηκα κατευθείαν στη Δευτέρα Δημοτικού, όπου μάλιστα ήμουν σε θέση να διορθώνω τους συμμαθητές μου. Με προετοίμαζε από μικρό παιδί να γίνω δασκάλα, αν και το δικό μου όνειρο, τότε ήταν να γίνω δικηγόρος…. Ήμουν ένα χαρούμενο παιδί, με την ξεγνοιασιά και την άνεση που μου διασφάλιζαν οι δικοί μου. Ο αδελφός μου, ο Μιχάλης, γεννήθηκε όταν ήμουν δύο χρονών. Τον υποδέχτηκα με μεγάλη χαρά. Μεγαλώνοντας, είχα έναν καλό φίλο. Τρία χρόνια μετά γεννήθηκε η αγαπημένη αδελφή μου Άννα και το 1953 ο δεύτερος αδελφός μου, ο Νίκος. Τα παιδικά μου χρόνια τα θυμάμαι και τα αναπολώ πάντοτε με νοσταλγία, διατηρώντας ακόμα και σήμερα ζωντανές αναμνήσεις. Πολλές φορές με χαρά και συγκίνηση συζητώ με τους αδελφούς μου – κυρίως με τον Μιχάλη – διάφορες στιγμές της παιδικής μας ηλικίας, και άλλοτε γελάμε, άλλοτε κλαίμε και άλλοτε κάνουμε αυτοκριτική για τα διάφορα γεγονότα της ζωής μας».
Από μικρή η Στέλλα Κοκόλη είχε ενστερνιστεί και τον εθελοντισμό. Ήταν αρχηγός της τοπικής αθλητικής ομάδας, όπου εκτός από τα αθλήματα επιδιδόταν και στις δενδροφυτεύσεις. Κυρίως φύτευαν αλμυρίκια και μουριές. Η κυρία Ειρήνη Διαπούλη, η δασκάλα της, τής εμφύσησε από νωρίς την αγάπη για το περιβάλλον. Είχαν κήπους σχολικούς, όπου φύτευαν λαχανικά και δέντρα, για να τους «κρατούν σκιά». Όταν τον χειμώνα του 2013 τίμησαν τη βιογραφούμενη οι Ανδριώτες της Αθήνας, στην ομιλία της η κυρία Στέλλα Κοκόλη αναφέρθηκε στις μνήμες από τα παιδικά της χρόνια και δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στην κυρία Ειρήνη, αλλά και στα παιδιά της που την συντρόφευαν στα παιχνίδια της.
Μεταξύ αναρίθμητων διακρίσεων, η Στέλλα Κοκόλη έχει τιμηθεί:
- Ως Διεθνής Γυναίκα από τη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού το 2008.
- «Μετάλλιο του Τάγματος του Αγίου Παύλου» από τον Αρχιεπίσκοπο Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβο το 1994.
- Βραβείο «Woman of the Year Award» από το Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα το 1989.
Η Στέλλα Κοκόλη είναι ιδρυτικό μέλος του ιστορικού Συλλόγου Ελληνο-Αμερικανικών Εκπαιδευτικών, «Προμηθέας», με έδρα τη Νέα Υόρκη. Το 2005 η βιογραφούμενη με τη συνδρομή και ενθάρρυνση του ευεργέτη Θεόδωρου Σπυρόπουλου ηγήθηκε της πρωτοβουλίας ιδρύσεως Ομοσπονδίας, της «Ομοσπονδίας Ελληνο-Αμερικανών Εκπαιδευτικών και Πολιτιστικών Συλλόγων». Ως ιδρύτρια και Πρόεδρος της Ομοσπονδίας για πρώτη φορά στην ομογενειακή ιστορία καταφέρνει και φέρει όλους τους Συλλόγους εκπαιδευτικών στις Η.Π.Α. κάτω από τον ίδιο οργανισμό-ομπρέλα σε εθνικό επίπεδο. Σήμερα είναι Πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ελλήνων Εκπαιδευτικών Αμερικής.
Διετέλεσε Πρόεδρος του Συμβουλίου Παιδείας της Αρχιεπισκοπής στα χρόνια του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, διοργανώνοντας εκδηλώσεις για τα Ελληνικά Γράμματα που άφησαν ιστορία στην Ομογένεια. Τα καλοκαίρια διοργάνωνε ταξίδια για μαθητές στην Ελλάδα και την Κύπρο προκειμένου τα παιδιά να γευτούν από κοντά τον Ελληνικό πολιτισμό, να γνωρίσουν την Ελλάδα και να εξασκήσουν την Ελληνική γλώσσα.
Επί 15 έτη διετέλεσε Πρόεδρος της Επιτροπής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής «Ελληνικά Γράμματα και Κληρονομιά». Η Στέλλα Κοκόλη διετέλεσε, επίσης, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Δημάρχου του Μπρούκλυν, του Ινστιτούτου Διαβαλκανικών Σχέσεων, της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Πρυτάνεως της Πολιτείας της Νέας Υόρκης για εκπαιδευτικά θέματα και του οργανισμού «Hungry Children Around the World». Επίσης, υπήρξε liaison για πολιτικά θέματα μεταξύ της Ελληνικής και Αμερικανικής Κοινότητας.
Η Στέλλα Κοκόλη μεταξύ άλλων εργάσθηκε ως Καθηγήτρια στο Fort Lee της Νέας Υερσέης, επί 24 έτη, όπου δίδαξε Αρχαία και Νέα Ελληνικά. Τότε ανέπτυξε σημαντική δράση, καθώς παράλληλα έκανε θέατρο και διοργάνωσε διάφορες εκδηλώσεις. Επίσης δίδασκε ως Καθηγήτρια Ιστορίας και Αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, σε δημόσια ημερήσια και απογευματινά σχολεία της Νέας Υόρκης, επί 12 χρόνια καθώς και για πέντε χρόνια ως Διευθύντρια του Ελληνικού Σχολείου «Πλάτων», στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης και της Ακαδημίας «Απόλλων και Αθηνά», στη Νέα Υόρκη. Όλα αυτά τα χρόνια δίδαξε την Ελληνική γλώσσα στα απογευματινά σχολεία της Ομογένειας «Άγιος Δημήτριος» στο Κονέκτικατ και «Τίμιος Σταυρός» στο Μπρούκλυν.
Στις 11 Ιουλίου 1973 η βιογραφούμενη παντρεύτηκε με τον Παναγή (Παναγιώτη) Κοκόλη, το γένος Πόλη. Το ζευγάρι ήθελε ο γάμος τους να γίνει στην Ελλάδα, αλλά λόγω των γεγονότων με τη στρατιωτική Χούντα δεν το αποφάσισαν. Το μυστήριο τελέστηκε στην Αγία Αικατερίνη, στην Αστόρια, σε στενό κύκλο, καθώς δεν είχαν πολλά χρονικά περιθώρια για τη διοργάνωση γαμήλιας γιορτής.
Ο Παναγής (Παναγιώτης) Κοκόλης είχε καταγωγή, από την πλευρά της μητέρας του, από την Κωνσταντινούπολη. Η Κωνσταντινούπολη, διεθνώς γνωστή ως Ισταμπούλ, είναι η μεγαλύτερη πόλη και λιμάνι της Τουρκίας, κτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου, στη νότια είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου, που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα στο Βορρά, με τη θάλασσα του Μαρμαρά στο Νότο. Αποτελεί κατ’ αυτόν τον τρόπο τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε δύο ηπείρους, την Ευρώπη και την Ασία. Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα τριών διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (324-395) της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (330-1453) και στη συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1453-1923). Η ακμαία Ελληνική κοινότητα της Πόλης συρρικνώθηκε δραματικά ύστερα από διαδοχικούς διωγμούς, με πιο αξιοσημείωτο τα Σεπτεμβριανά του 1955. Φάρος της Ελληνικής κοινότητας και του Οικουμενικού Ελληνισμού είναι μέχρι σήμερα το Οικουμενικό Ορθόδοξο Πατριαρχείο, που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη, καθώς επίσης η Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Η μητέρα του Παναγή γεννήθηκε στην Κεφαλονιά, όπου και μεγάλωσε. Παντρεύτηκε στον Πειραιά τον Σπύρο Κοκόλη και από τον γάμο τους απέκτησαν έναν γιο, τον Παναγή. Ο Παναγής έχασε τον πατέρα του, όταν ήταν 5 χρονών. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής (1941-1944) οι Γερμανοί επίταξαν το σπίτι της οικογένειας και το έκαναν μαγειρείο. Η οικογένεια εγκαταστάθηκε σε ένα δωματιάκι πάνω από το σπίτι, όπου κάθε πρωί με ένα καλάθι που ανεβοκατέβαινε, τους έβαζαν μία κουραμάνα, για να φάει το παιδί. Το σπίτι αυτό όπου μεγάλωσε ο Παναγής είναι ακόμη διατηρητέο και βρίσκεται στην οδό Χίου 16, στα Καμίνια του Πειραιά. Ο Παναγής μεγάλωσε με μεγάλη δυσκολία και ανέχεια. Ήταν όμως άριστος μαθητής και με τη μικρή οικονομική βοήθεια που είχε από τον θείο του στην Αμερική κατάφερε να σπουδάσει ιατρός. Με πλήρη υποτροφία, μόλις τελείωσε το πανεπιστήμιο, πήγε στο Τζέφερσον, στη Φιλαδέλφεια, όπου συνέχισε την ειδικότητά του, ως ειδικός Παθολόγος–Καρδιολόγος. Στο Πανεπιστήμιο Thomas Jefferson στη Φιλαδέλφεια ανέλαβε το Πειραματικό Εργαστήριο για έρευνες καρκίνου και διαβήτη. Ήταν αυτός που με μία ομάδα εφηύρε το μηχάνημα που εισέρχεται στον οργανισμό, για να ελέγχει τον διαβήτη ενός ασθενούς. Το 1963 ο Πρόεδρος των ΗΠΑ κ. Τζόνσον έδωσε εντολή να παραμείνει η ομάδα των γιατρών αυτής της έρευνας μόνιμα στην Αμερική. Ο Παναγής, ωστόσο, επέστρεψε στην Ελλάδα, για να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία του ως γιατρός. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, επέστρεψε στην Αμερική και άνοιξε το δικό του ιδιωτικό Ιατρείο. Ο Παναγής και η Στέλλα Κοκόλη, το γένος Βολίκα, απέκτησαν από τον γάμο τους δύο παιδιά, τον Σπύρο και τον Ροδάμανθο.
Ο Σπύρος Κοκόλης γεννήθηκε το 1975 στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Αριστούχος μαθητής, αποφοίτησε από ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο του Μπρούκλυν, στην Κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου, και στη συνέχεια φοίτησε στο Bronx School of Science κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων. Στη συνέχεια σπούδασε pre-med στο Sophie Davis School of Biomedical Education και Ιατρική στο Syracuse University. Αποφοίτησε αριστούχος και μετεκπαιδεύτηκε στο Down State New York University και στο Lenox Hospital στην ειδικότητα της Καρδιολογίας και της Επεμβατικής Χειρουργικής. Σήμερα διατηρεί δύο ιδιωτικά Ιατρεία στο Μπρούκλυν και στο Μανχάταν. Είναι παντρεμένος με την αρχιτέκτονα Μαρία Σφηναρολάκη, με καταγωγή από την Κρήτη με την οποία έχει αποκτήσει δύο παιδιά, τον Παναγιώτη (9 ετών) και την Αλεξάνδρα (9 μηνών).
Ο Ροδάμανθος Κοκόλης γεννήθηκε το 1978 στο Μπρούκλυν της Νέας Υόρκης. Αριστούχος μαθητής, αποφοίτησε από ιδιωτικό Δημοτικό Σχολείο του Μπρούκλυν, στην Κοινότητα Αγίου Κωνσταντίνου, και στη συνέχεια φοίτησε στο Bronx School of Science κατόπιν εισαγωγικών εξετάσεων. Σπούδασε pre-med στο New York University και Medical School στο Stony Brook της Νέας Υόρκης, όπου έλαβε ειδικότητα Παθολόγου–Καρδιολόγου. Επίσης, έκανε ειδικότητα και στο Νοσοκομείο του Stony Brook και στο Νοσοκομείο του John Hopkins στη Βαλτιμότη της πολιτείας του Μέρυλαντ. Σήμερα διατηρεί δικό του ιδιωτικό Ιατρείο στη Φλώριδα. Είναι παντρεμένος με την Έλενα Ελευθερίου, με καταγωγή από το Λιτόχωρο Πιερίας, η οποία είναι κάτοχος διδακτορικού στην Ιατρική Επιστήμη. Το ζευγάρι έχει αποκτήσει δύο παιδιά, τη Στέλλα (4 ετών) και τη Νικολέτα (2 ετών).
Όπως αναφέρει η βιογραφούμενη Στέλλα, «πάντα φρόντιζα τα δύο παιδιά μου να πάρουν σωστή μόρφωση και κατάρτιση στα καλύτερα σχολεία της Νέας Υόρκης και τους δίδασκα να αγαπούν την εργασία όπως κι εγώ».
Σήμερα η Στέλλα Κοκόλη αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο της στα εγγόνια της και κυρίως στην εθελοντική προσφορά στους τομείς της Ελληνόγλωσσης Εκπαίδευσης και του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Συμμετέχει σε διαλέξεις και σεμινάρια ανά την Αμερική, πάντα με σκοπό τη διαφύλαξη, τη διακίνηση και τη μεταλαμπάδευση των Ελληνικών αξιών και του Ελληνικού Φωτός στις μετέπειτα γενιές. Όπως αναφέρει η ίδια, «τούτο το φως, το Ολυμπιακό φως, το Χριστιανικό Φως που εμπνέει, γαλουχεί και μορφώνει όλον τον πολιτισμένο κόσμο ολόκληρης της Γης». Η ίδια επιθυμεί τα παιδιά της να ακολουθήσουν τα βήματά της και να βοηθήσουν όσο μπορούν το έργο που έχει ξεκινήσει, με άλλα λόγια, να διατηρήσουν με οποιοδήποτε τρόπο μπορούν τις Ελληνικές ρίζες τους, να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τις Ελληνικές αρχές και να βοηθούν πάντα το έργο της Εκκλησίας και άλλων φορέων που προωθεί τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας. Η Στέλλα Κοκόλη ασχολείται παράλληλα και με τη συγγραφή βιβλίων, μεταξύ των οποίων και ποιητικών συλλογών, και το τελευταίο βιβλίο της με τίτλο Το Ταξίδι μου, Ελλάδα–Αμερική (2016, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης), αποτελεί μία συγκλονιστική αυτοβιογραφία που αποτυπώνει παραστατικά μισόν αιώνα αγώνων και δράσεων για να διατηρηθεί η Ελληνική πολιτιστική κληρονομιά. Πολλά ποιήματά της έχουν μελοποιηθεί και έχουν παρουσιαστεί στην Ελλάδα και την Αμερική.