O Σπύρος Γιατράς γεννήθηκε στη Λιθακιά Ζακύνθου το 1952. Είναι Καθηγητής φιλόλογος. Χρημάτισε συνδικαλιστής και πολιτικός.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Σπύρος Γιατράς και γεννήθηκε στη Λιθακιά Ζακύνθου το 1872. Ήταν αγρότης. Ο ίδιος παντρεύτηκε τρεις φορές, καθώς οι δύο πρώτες γυναίκες του έφυγαν πρόωρα από τη ζωή αφήνοντας πίσω τους μικρά παιδιά. Από τον πρώτο γάμο του με την Άννα Αλιάζη από τη Λιθακιά απέκτησε δύο παιδιά: τον Νικόλα και την Αθηνά. Από τον δεύτερο γάμο του με την Αγγελική Κλάδη από τον γειτονικό Αγαλά απέκτησε τρία παιδιά, τον Διονύσιο (Νιόνιο), τον Παύλο και τον Μίμη. Η τρίτη γυναίκα του ήταν η Αικατερίνη Λούντζη, με καταγωγή από τον επίσης γειτονικό Παντοκράτορα. Το ζευγάρι απέκτησε πέντε παιδιά: τον Κώστα, τον Θοδωρή, πατέρα του βιογραφούμενου, την Αγγελική (Κούλα), τον Αντώνη, που υπήρξε θύμα του Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949) και εκτελέστηκε το 1948 σε ηλικία 24 ετών. Την ίδια περίοδο ο πατέρας του βιογραφούμενου βρισκόταν σε εξορία στη Μακρόνησο. Η πολυμελής οικογένεια βίωσε τον εμφύλιο στο εσωτερικό της, καθώς μέλη της βρέθηκαν τοποθετημένα σε διαφορετικά στρατόπεδα του εθνικού αλληλοσπαραγμού. Απέκτησαν και μία ακόμη κόρη, που πέθανε σε μικρή ηλικία.
Ο παππούς έφυγε από τη ζωή το 1955 σε ηλικία 83 ετών, όταν ο βιογραφούμενος ήταν 3 ετών. Η γιαγιά Αικατερίνη έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 77 ετών το 1962.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Θοδωρής Γιατράς, γεννήθηκε το 1920 στη Λιθακιά Ζακύνθου, όπου και έζησε, ως γόνος πολυμελούς αγροτοκτηνοτροφικής οικογένειας. Εκείνη την εποχή ήταν σκληρή η βιοπάλη.
Ο Θοδωρής Γιατράς παντρεύτηκε τη Ρεγγίνα Λυκούρεση, αμέσως μετά την επιστροφή του από την εξορία. Η Ρεγγίνα Λυκούρεση γεννήθηκε το 1931 στη Λιθακιά Ζακύνθου. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά: τον βιογραφούμενο Σπύρο, τον Διονύσιο και την Αικατερίνη.
Ο Θοδωρής Γιατράς, παρά τις κακουχίες της ζωής, λάμβανε μέρος σε όλα τα κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά δρώμενα του χωριού του. Εξαιτίας της φτώχειας, είχε αρχίσει η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση των κατοίκων της Ζακύνθου, κυρίως, στην Αυστραλία. Ο πατέρας του βιογραφούμενου ήταν δεμένος πολύ με τη γη και το άλογό του. Το άλογο τότε ήταν απαραίτητο για να ζήσει μία οικογένεια, καθώς μ’ αυτό έκαναν όλες τις δουλειές. Όταν ήρθε η στιγμή να διαλέξει να μεταναστεύσει στην Αυστραλία ή να μείνει στον τόπο του, διάλεξε να μείνει, λόγω και της συναισθηματικής σχέσης με το άλογό του. Αργότερα, έφυγε εσωτερικός μετανάστης στην Αθήνα για τα παιδιά του, όπως έλεγε.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου έφυγε από τη ζωή το 1998 σε ηλικία 78 ετών και η μητέρα του Ρεγγίνα το 2018 σε ηλικία 87 ετών.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Διονύσιος Λυκούρεσης και γεννήθηκε στη Λιθακιά Ζακύνθου. Ήταν αγρότης και διατηρούσε μικρό παντοπωλείο στο χωριό. Παντρεύτηκε τη Μαρία Κάπαρη από το ίδιο χωριό. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Τη Ρεγγίνα, μητέρα του βιογραφούμενου, την Αικατερίνη (Κατίνα) και τον Νικόλα.
Ο παππούς του βιογραφούμενου πέθανε σε ηλικία 55 ετών. Η γιαγιά Μαρία έμεινε χήρα με μωρά παιδιά που ανέθρεψε μόνη της. Η ίδια έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 90 ετών.
Ο βιογραφούμενος, Σπύρος Γιατράς, γεννήθηκε το 1952 στη Λιθακιά Ζακύνθου. Το χωριό Λιθακιά βρίσκεται στην αρχή της πεδιάδας του κόλπου του Λαγανά και σε απόσταση 10 χλμ. από την πόλη της Ζακύνθου. Είναι ένα από τα πλουσιότερα αγροτικά χωριά, χάρη στο εύφορο έδαφός του. Χαρακτηριστικές άλλωστε του κλίματος, της βλάστησης και των φυσικών καλλονών της Ζακύνθου είναι οι ονομασίες και οι χαρακτηρισμοί που κατά καιρούς της αποδόθηκαν: «Υλήεσσα» (δασώδης) στον Όμηρο, «nemorosa» (αλσώδης) στον Βεργίλιο, «silvosa» (δασώδης) στον σχολιαστή Raerus, «Υρία» (η αρχαιότερη ονομασία της), «Fior di Levante» (λουλούδι της Ανατολής), «πλωτός κήπος», «κήπος της Ελλάδας», «γήινος παράδεισος», «Νύμφη του Ιονίου».
Από τα αξιοθέατα της περιοχής ξεχωρίζει η βυζαντινή εκκλησία της Φανερωμένης που είναι η κεντρική εκκλησία του χωριού και κτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα. Διαθέτει αξιόλογες εικόνες κι ένα εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο. Στους πρόποδες του βουνού βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του 16ου αιώνα, που βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς και έχει ανακαινιστεί. Στην εκκλησία αυτή μεταφέρθηκε η εικόνα από την περιοχή της Αβύσσου μετά την καταστροφή από επιδρομή πειρατών, θύματα της οποίας υπήρξαν 300 Λιθακιώτες. Το χωριό ξεκινά από το βουνό και εκτείνεται μέχρι τη θάλασσα με μεγάλη ακτογραμμή στον κόλπο του Λαγανά. Στον Κόλπο γεννούν τα αυγά τους οι χελώνες καρέτα-καρέτα. Σήμερα έχει 1.500 κατοίκους, ενώ παλαιότερα το χωριό είχε μεγαλύτερο πληθυσμό. Οι κάτοικοι παλιά ήταν αγρότες και παρήγαγαν κυρίως ελιά, σταφίδα και οπωροκηπευτικά. Σήμερα, οι κάτοικοι ασχολούνται και με τον τουρισμό, καθώς η περιοχή βρίσκεται στο στάδιο της τουριστικής οργάνωσης και ανάπτυξης των υποδομών της. Στη Λιθακιά υπάρχει Δημοτικό σχολείο, Γυμνάσιο και το Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης που στεγάζεται σε κτίριο της Κοινότητας. Είναι το επισκευασμένο παλαιό αρχοντικό, το οποίο κατασκευάσθηκε το 1520, γνωστό σήμερα σαν Αρχοντικό Μεσσαλά. Είναι Κέντρο της Ιονίου Περιφέρειας και συμμετέχει, μαζί με άλλα Κέντρα στην Ελλάδα, στην ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα γνώσης και προστασίας του Φυσικού και Ανθρωπογενούς Περιβάλλοντος. Στο χωριό υπήρχαν είκοσι τέσσερα εξωκλήσια, από τα οποία σήμερα είναι ενεργά τέσσερα. Στη Λιθακιά ανήκει το Μαραθονήσι, ένα νησί στον κόλπο του Λαγανά, κοντά στο χωριό και πολύ κοντά στον Μαραθία, στο Κερί. Είναι στο πρόγραμμα προστασίας Natura 2000. Φιλοξενεί θαλάσσιες χελώνες καρέτα-καρέτα, όπου γεννούν τα αυγά τους. Διαθέτει, επίσης, πολλές σπηλιές. Το νησί είναι επισκέψιμο με σκάφος και εντάσσεται στο Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Ζακύνθου. Στο νησάκι υπάρχει ιστορικό μοναστήρι από την περίοδο των Παλαιολόγων και σώζονται τα ερείπια ενός πύργου, που χρησίμευε ως υγειονομικό παρατηρητήριο επί Ενετοκρατίας. Το νησάκι παραχωρήθηκε το 1490 από τον Ενετό προβλεπτή Πέτρο Φώσκολο στον Θ. Παλαιολόγο και το 1530 υπέστη καταστροφές από επιδρομή πειρατών. Σήμερα το Μαραθονήσι είναι ιδιωτικό νησί, ωστόσο κάθε Δεκαπενταύγουστο, το απόγευμα πηγαίνουν οι χωριανοί με βάρκες και κάνουν παράκληση στην παραλία. Και τούτο γιατί οι ιδιοκτήτες απαγορεύουν την είσοδο στον χώρο που βρισκόταν η εκκλησία.
Τον Αύγουστο του 1953, που έγινε ο μεγάλος και καταστροφικός σεισμός της Ζακύνθου, ο βιογραφούμενος ήταν 1,5 έτους. Το σπίτι τους καταστράφηκε ολοσχερώς από τον σεισμό και σε όλη τη Ζάκυνθο έμειναν όρθια τρία με τέσσερα κτίρια. Μετά τον σεισμό, ακολούθησε φωτιά στην πόλη και καταστράφηκαν τα πάντα. Εκείνη την εποχή ο βιογραφούμενος με την οικογένειά του, όπως κάθε καλοκαίρι, έμεναν σε καλύβα μέσα στις καλλιέργειες και έτσι σώθηκαν. Τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε σε πρόχειρη αυτοσχέδια παράγκα (ξύλινο παράπηγμα). Στη Ζάκυνθο έμεινε μέχρι την αποφοίτησή του από το Λύκειο και στη συνέχεια σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στον Στρατό Ξηράς, στο Σώμα Υλικού Πολέμου, ως οπλίτης, με την ειδικότητα του τεχνικού γραφέα. Το 1979, διορίστηκε καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην Εύβοια, στο Γυμνάσιο Αλμυροποτάμου. Το 1980 μετατέθηκε στο 1ο Γενικό Λύκειο Αλιβερίου, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε το 2011. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Εύβοια, την οποία εκπροσώπησε και στο ελληνικό κοινοβούλιο με το ψηφοδέλτιο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατά την περίοδο 1993-1996.
Υπό τη βουλευτική του ιδιότητα συμμετείχε στις διαρκείς κοινοβουλευτικές επιτροπές εσωτερικών, δημόσιας διοίκησης, αποκέντρωσης και μορφωτικών υποθέσεων, καθώς και στη διακομματική επιτροπή για τον Απόδημο Ελληνισμό. Υπήρξε εισηγητής σημαντικών νομοσχεδίων, όπως η θεσμοθέτηση του ΑΣΕΠ για αντικειμενικές και αξιοκρατικές προσλήψεις στο Δημόσιο, «Η ελληνική παιδεία στο εξωτερικό», η αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τους Τούρκους.
Ο Σπύρος Γιατράς υπήρξε στέλεχος του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος και τραυματίστηκε σοβαρά στην κατάληψη της Νομικής τον Μάρτη του 1973, ενώ κατόρθωσε να διαφύγει κατά την εισβολή των δυνάμεων της Χούντας στο Πολυτεχνείο. Πρωταγωνίστησε ακόμα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, στην ίδρυση του Συλλόγου Ζακυνθίων φοιτητών, του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος. Χρημάτισε Αντιπρόεδρος του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών μετά τη μεταπολίτευση. Έχει, επίσης, χρηματίσει: Πρόεδρος του Δ.Σ. της ΕΛΜΕ Εύβοιας, Οργανωτικός Γραμματέας της ΟΛΜΕ, Πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς των Δημοσίων Υπηρεσιών, Μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, στο πλαίσιο της οποίας διετέλεσε Αντιπρόεδρος του Τμήματος Περιβάλλοντος, Δημόσιας Υγείας και Κατανάλωσης, Μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης, Μέλος του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου για την επιλογή των Γενικών Διευθυντών, πρώτος Πρόεδρος της Κίνησης Ειρήνης όλων των Συνδικαλιστικών οργανώσεων της Ελλάδας, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων. Εξαιτίας των παραπάνω ιδιοτήτων του έχει επισκεφτεί περί τις σαράντα χώρες σε όλες τις ηπείρους, έχει λάβει μέρος σε διεθνή συνέδρια, έχει έρθει σε επαφή με τον Απόδημο Ελληνισμό στο πλαίσιο της προετοιμασίας του νόμου για την ελληνική εκπαίδευση στο εξωτερικό, έχει παραχωρήσει συνεντεύξεις σε Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, εντός και εκτός Ελλάδας και έχει δημοσιεύσει άρθρα του σε εφημερίδες και περιοδικά. Ως εκπαιδευτικός, πέρα από το διδακτικό του έργο, ανέπτυξε πρωτοβουλίες σε θέματα κοινωνικού, οικολογικού και πολιτιστικού περιεχομένου, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα για εξωστρέφεια του σχολείου.
Το 1976, ο Σπύρος Γιατράς παντρεύτηκε τη Μαρία Θαλάσση, με καταγωγή από το Αλιβέρι Νομού Εύβοιας. Η Μαρία Θαλάσση είναι καθηγήτρια φιλόλογος. Υπηρέτησε στο Γυμνάσιο Κριεζών, στο Πολυκλαδικό Λύκειο Αλιβερίου και διετέλεσε Διευθύντρια στο 2ο ΤΕΕ (Τεχνικό Επαγγελματικό Εκπαιδευτήριο), στο 2ο και στο 1ο Γενικό Λύκειο Αλιβερίου, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε το 2015. Το ζευγάρι από τον γάμο του απέκτησε δύο κόρες: τη Ρεγγίνα και τη Σταματούλα (Ματίνα).
Η Ρεγγίνα Γιατρά γεννήθηκε το 1977. Είναι πτυχιούχος γαλλικής φιλολογίας και ζει στην Αθήνα. Είναι παντρεμένη με τον Δημήτρη Μεγρέμη, με καταγωγή εκ πατρός από Αρκαδία και εκ μητρός από Κρήτη. Το ζευγάρι έχει αποκτήσει δύο παιδιά: τον Γιώργο και τον Σπύρο.
Η Σταματούλα (Ματίνα) Γιατρά γεννήθηκε το 1983. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Οικονομίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου στη Χίο. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Είναι αρραβωνιασμένη με το Χρήστο Ηλιάκη, γεννημένο στην Αθήνα και καταγόμενο εκ πατρός από Κρήτη και εκ μητρός από Εύβοια.
Ο βιογραφούμενος, Σπύρος Γιατράς, αγαπάει πολύ την ιδιαίτερη πατρίδα του τη Ζάκυνθο, την οποία μετά τη συνταξιοδότησή του επισκέπτεται αρκετά συχνά. Πέρα από τις φυσικές ομορφιές, το ωραίο της κλίμα και την πλούσια ιστορία της, διακρίνεται για την λαϊκή της παράδοση -κοσμική και θρησκευτική- και τα μοναδικά της έθιμα. Όπως αναφέρει ο ίδιος, στη Ζάκυνθο γίνεται παραδοσιακό καρναβάλι τις Απόκριες, με πολύ μεγάλη συμμετοχή από σχολεία, Δήμους, πολιτιστικούς συλλόγους και μεμονωμένους πολίτες, που μεταμφιεσμένοι κατά παρέες επισκέπτονται σπίτια και περιφέρονται σε δρόμους, πλατείες και κέντρα διασκέδασης προσδίδοντας ένα ιδιαίτερο εύθυμο κλίμα. Στους αποκριάτικους χορούς τα σκήπτρα κρατούσαν οι εκδηλώσεις στις πολυτελείς αίθουσες των καζίνων (Ρωμιάνικο και Λομπαρδιανό) με τις μάσκαρες σε πρωταγωνιστικό ρόλο να επιδεικνύουν με χάρη τις περίφημες στολές και τις πολυποίκιλες μορέτες τους. Στα αποκριάτικα δρώμενα πέρα από την παρέλαση και την κηδεία του Καρνάβαλου, καθώς και το ξεφάντωμα στους αποκριάτικους χορούς και στις «Μπαγόρδες» (φαγοπότια μέχρι τελικής πτώσης), συγκαταλέγονται και οι περίφημες «Ομιλίες». Πρόκειται για ιδιότυπο θεατρικό είδος, για μια από τις γνησιότερες μορφές λαϊκού θεάτρου με σατιρικό χαρακτήρα και διασκεδαστικό περιεχόμενο σε μορφή ομοιοκατάληκτων δεκαπεντασύλλαβων στίχων. Συντελούν καθοριστικά στη διακωμώδηση κοινωνικών, θρησκευτικών και πολιτικών καταστάσεων με πάντα και πανταχού έκδηλο το ερωτικό στοιχείο. Λαϊκοί θίασοι από ερασιτέχνες αυτοσχέδιους ηθοποιούς, αποτελούμενοι αποκλειστικά από άνδρες που υποδύονται και τους γυναικείους ρόλους, δίνουν παραστάσεις στις πλατείες των χωριών και των πόλεων, πάνω σε προσωρινά πατάρια. Στα αποκριάτικα δρώμενα συμπεριλαμβάνονται επίσης ο Βενετσιάνικος Γάμος και η Γκιόστρα (ιππικοί αγώνες με έπαθλο αργυρό σπαθί για τον πρώτο και ένα ζευγάρι ασημένια σπιρούνια για τον δεύτερο. Ο νικητής φεύγει έφιππος παίρνοντας πισωκάπουλα στο άλογο την κοπέλα, για χάρη της οποίας συμμετείχε στην Γκιόστρα. Το έθιμο ανάγεται στα μέσα του 17ου αιώνα).
Πλούσια και ιδιαίτερη είναι και η θρησκευτική παράδοση της Ζακύνθου. Η Μεγάλη Εβδομάδα στη Ζάκυνθο έχει ένα δικό της, εντελώς χαρακτηριστικό, χρώμα. Έχει, επίσης, ξεχωριστό τυπικό στις θρησκευτικές της τελετές και δικά της πανάρχαια έθιμα, που οι κάτοικοί της τα σέβονται και τα τηρούν με μοναδική φροντίδα και ευλάβεια. Το Μεγαλοβδόμαδο αρχίζει ουσιαστικά το Σάββατο του Λαζάρου, όταν στις 11 το πρωί οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούν πανηγυρικά και κρεμιέται το «βαγί» σ’ όλα τα καμπαναριά της πόλης και των χωριών του νησιού. Το βαγί στη Ζάκυνθο δεν είναι η γνωστή δάφνη που μοιράζεται στην υπόλοιπη Ελλάδα αυτή τη μέρα, αλλά τα φρέσκα κιτρινωπά φύλλα του φοίνικα, που μ’ αυτά πλέκουν σταυρούς, «βαγιοφόρες», ήλιους, αλογάκια κ.ά. και στολίζουν τις εκκλησίες για τη γιορτή. Την Κυριακή των Βαΐων, μετά τη Θεία Λειτουργία, στις στολισμένες με βαγιά εκκλησίες, οι «νόντσολοι» (νεωκόροι Ι. Ναού), μοιράζουν σ’ όλα τα σπίτια το βαγί ως ευλογία του Ιερέως-Εφημερίου και οι πιστοί το τοποθετούν στις εικόνες. Μετά το τέλος της Λειτουργίας, οι ναοί ντύνονται στα πένθιμα. Το βράδυ τελείται η Ακολουθία του Νυμφίου. Τη Μεγάλη Τρίτη το βράδυ, ακούγεται το κατανυκτικότατο τροπάριο της Κασσιανής (Δοξαστικό των Αποστίχων), όπως ψάλλεται από τις μελωδικές χορωδίες των ναών και ιδιαιτέρως της Ι. Μονής του Αγίου Διονυσίου, του Μητροπολιτικού Ναού και της Φανερωμένης στην πόλη. Τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, γίνεται ο Εσπερινός και η Θεία Λειτουργία σ’ όλους τους Ιερούς Ναούς. Μετά απ’ αυτήν, τα πάντα πενθούν και οι καμπάνες δεν ξανακτυπούν, μέχρι το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Χηρεύουν κατά τη ζακυνθινή έκφραση και γι’ αυτό το διάστημα κρεμιούνται μαύρα λάβαρα στα μπαλκόνια των σπιτιών, οι σημαίες είναι μεσίστιες και οι ενδυμασίες πένθιμες.
Οι ιδιομορφίες του Ζακυνθινού εκκλησιαστικού τυπικού είναι έντονες από τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ. Πρώτα απ’ όλα, ξαφνιάζει το άκουσμα των ύμνων «Διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά μου ἑαυτοῖς…» και το «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου…», που είναι τονισμένα κατά τη Ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική. Εδώ ο Εσταυρωμένος δεν εξέρχεται μετά το πέμπτο Ευαγγέλιο, όπως αλλού. Στο νησί ο Εσταυρωμένος βγαίνει μετά το ενδέκατο Ευαγγέλιο. Ο ψάλτης μπροστά στον Εσταυρωμένο ψάλλει, κατά το Ζακυνθινό μέλος, τον ύμνο «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου…», ενώ αμέσως μετά ψάλλεται από τη χορωδία ή τους ψάλτες (μόνο στη Ζάκυνθο) ο περίφημος Ψαλμός «Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη…» μέσα σε κατανυκτική ατμόσφαιρα, ενώ λιτανεύεται ο Εσταυρωμένος. Το δωδέκατο Ευαγγέλιο «Τῇ ἐπαύριον…», ψαλλόμενο κι αυτό οπωσδήποτε στα «Ζακυνθινά», αποτελεί το αποκορύφωμα της Ακολουθίας της Μεγάλης Πέμπτης.
Η Μεγάλη Παρασκευή βρίσκει το νησί σε φοβερή υπερένταση. Τα πάντα στη Ζάκυνθο, η έλλογος και η άλογος φύση, συμμετέχουν στο Θείο Δράμα. Το πρωί, γίνεται η Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και ακολούθως η Αποκαθήλωση, που στη Ζάκυνθο τελείται κατά τη στιγμή που ψάλλονται τα Απόστιχα «Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρόν…». Μετά από λίγο, ο Ιερεύς θα εξέλθει από το Ιερό Βήμα, λιτανεύοντας τον Χριστό επί του ώμου του, τυλιγμένο σε λευκό σεντόνι. Σημειωτέον ότι στη Ζάκυνθο δεν χρησιμοποιείται ο γνωστός στην υπόλοιπη Ελλάδα κεντητός Επιτάφιος, αλλά αμφιπρόσωπη ξυλόγλυπτη αγιογραφία του νεκρού Χριστού, που ονομάζεται «Αμνός». Μετά τη λιτάνευση, το Σώμα του Χριστού τοποθετείται στον Επιτάφιο, που σίγουρα εντυπωσιάζει, αφού και πάλι εδώ η ιδιαιτερότητα της Ζακύνθου είναι εμφανής. Εδώ οι επιτάφιοι δεν στολίζονται με λουλούδια, επειδή είναι ξυλόγλυπτοι, με επένδυση φύλλου χρυσού και βελούδου, δηλαδή πραγματικά έργα τέχνης. Μεγάλη Παρασκευή μεσημέρι. Ώρα 14:00. Το αποκορύφωμα του Ζακυνθινού Μεγαλοβδόμαδου. Ο κόσμος, Ζακυνθινοί και επισκέπτες, συρρέουν στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου, απ’ όπου θα ξεκινήσει η λιτανεία του Εσταυρωμένου. Η ατμόσφαιρα είναι μοναδική. Η συγκίνηση διαπερνά κάθε Ζακυνθινή ψυχή. Η πένθιμη λιτανεία αρχίζει υπό τους ήχους του «Ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη…» από τη Φιλαρμονική. Μαζί με τον Εσταυρωμένο λιτανεύεται και η περίφημη Εικόνα της «Mater Dolorosa», δηλαδή της Παναγίας του Πάθους. Η λιτανεία διασχίζει σχεδόν όλη την πόλη και επιστρέφει στην πλατεία Σολωμού, όπου, πάνω σε βάθρο, ο Μητροπολίτης ευλογεί τον κλήρο και τον λαό με τον Εσταυρωμένο. Η λιτανεία καταλήγει στον ίδιο ναό, όπου γίνεται η εναπόθεση του Χριστού στον Επιτάφιο. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, γίνεται κανονικά σ’ όλους τους Ιερούς Ναούς η Ακολουθία του Επιτάφιου Θρήνου, χωρίς όμως λιτάνευση των Επιταφίων τους. Στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου των Ξένων η Ακολουθία αυτή, σύμφωνα με παμπάλαιο έθιμο, δεν γίνεται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά τις πρώτες πρωινές ώρες του Μεγάλου Σαββάτου και συγκεκριμένα στις 2:00 το πρωί. Στις 4:00 περίπου το πρωί, γίνεται η έξοδος του Επιταφίου, ενώ χιλιάδες κόσμου παρακολουθούν τις μοναδικές αυτές στιγμές. Παράλληλα χαρακτηριστικό και μοναδικό υπήρξε το έθιμο του ξηλώματος από νέους και ανακατέματος των ταμπελών σε καταστήματα και υπηρεσίες τη νύχτα της Μ. Παρασκευής με στόχο τη διακωμώδηση και τη δημιουργία ευτράπελων καταστάσεων με ιδιαίτερα ευφάνταστο πολλές φορές τρόπο. Το ιατρείο π.χ. φέρεται ως γραφείο τελετών και το γραφείο τελετών ως κέντρο διασκέδασης. Το κέντρο αισθητικής ως κρεοπωλείο και το ιχθυοπωλείο ως αρωματοπωλείο. Τα τελευταία χρόνια δεν γίνεται αντικατάσταση των ταμπελών, αλλά απλά μεταφορά και εναπόθεσή τους φύρδην μίγδην στην πλατεία Σολωμού, όπου την επόμενη ημέρα εναγωνίως οι καταστηματάρχες αναζητούν τις δικές τους. Το έθιμο αυτό πάντως βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία. Ο Επιτάφιος επιστρέφει γύρω στις 5:30 π.μ. στον ναό, όπου συνεχίζεται η Ακολουθία. Ο ωραιότατος ύμνος «Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε…», τονισμένος και αυτός στη Ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική, που ψάλλεται από όλο τον λαό και η ξακουστή “Gloria” (δόξα) ή το «κομμάτι» (Πρώτη Ανάσταση) και το σπάσιμο των πήλινων σταμνών από τις νοικοκυρές όλων των σπιτιών που διαδραματίζονται κατά την Πρώτη Ανάσταση, εντυπωσιάζουν. Ο κόσμος μαζεύει τα σπασμένα κομμάτια από τη στάμνα που σπάει ο παπάς έξω από την Ωραία Πύλη για να τα πάει σπίτι του και να τα βάλει σε ρούχα και συρτάρια για τον σκόρο. Το μαζικό σπάσιμο πήλινων σταμνών γίνεται στην πλατεία Αγίου Μάρκου. Τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, στις 23:15, αρχίζει η Ακολουθία στον Μητροπολιτικό Ναό. Στις 23:45 ξεκινά η Αναστάσιμη πομπή για την πλατεία του Αγίου Μάρκου, όπου γίνεται η Ανάσταση. Το «Χριστός Ανέστη» από τα χείλη του Μητροπολίτη, ψαλλόμενο κι αυτό κατά την ιδιόμορφη Ζακυνθινή εκκλησιαστική μουσική, μεταδίδει σ’ όλους τους χριστιανούς, που κατακλύζουν την πλατεία και τους γύρω χώρους, το μήνυμα της Αναστάσεως του Χριστού. Αμέσως μετά, η Εικόνα της Ανάστασης επιστρέφει στον Μητροπολιτικό Ναό, όπου διαδραματίζονται τα του «Ἄρατε Πύλας…». Κατά την τοπική παράδοση, η Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία δεν τελείται αμέσως μετά σε κανένα ναό της πόλεως και των χωριών, αλλά το πρωί της Κυριακής του Πάσχα. Το «αντέτι» (έθιμο) θέλει κατά τη διάρκεια της αναγνώσεως του Ευαγγελίου να κτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών. Ας σημειωθεί ότι μόνο στον ναό του Πολιούχου Αγίου Διονυσίου πραγματοποιούνται δύο Αναστάσιμες Θείες Λειτουργίες. Η πρώτη στη 1:00 π.μ. και η δεύτερη το πρωί του Πάσχα. Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, γίνεται ο Εσπερινός της Αγάπης στον Ιερό Ναό του Αγίου Λαζάρου της πόλεως και η λιτάνευση της επιβλητικής εικόνας της Παναγίας της Γαλανούσας καθώς και της εικόνας της Αναστάσεως. Τη Δευτέρα του Πάσχα, τα περισσότερα χωριά πανηγυρίζουν.
Ο Άγιος Διονύσιος είναι από τους λαοφιλέστερους σύγχρονους αγίους και είναι πολιούχος της πόλης της Ζακύνθου. Γιορτάζεται δύο φορές τον χρόνο, στις 17 Δεκεμβρίου η μνήμη του και στις 24 Αυγούστου η μεταφορά του σκηνώματός του από τα Στροφάδια στην πόλη. Οι Στροφάδες ή τα Στροφάδια αποτελούν συστάδα νησίδων στο Ιόνιο πέλαγος, σε απόσταση 27 μιλίων νότια της Ζακύνθου. Η Σταμφάνη και η Αρπίνα, όπως ονομάζονται τα δύο νησάκια, ήταν οι «πλωτές νήσοι» των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με τον μύθο, έως εδώ κυνήγησαν οι φτερωτές Άρπυες (αρπακτικά όντα) τον γιο του Βορέα, όπου και αναγκάστηκαν σε στροφή προς τα πίσω, για να συναντήσουν τους Αργοναύτες. Εξ ου κατά τη λαϊκή παράδοση και η ονομασία «Στροφάδες». Κατά ορθολογική όμως ερμηνεία, στο μικρό αυτό νησιωτικό σύμπλεγμα επικρατούσαν ανεμοστρόβιλοι, που οι αρχαίοι προσδιόριζαν με τη φράση «στροφάδες ἄελλαι».
Στα Στροφάδια υπάρχει καστρομονάστηρο, του οποίου το τείχος έχει ύψος 25 μέτρα και κατά την παράδοση χτίστηκε το 1241 από την Αυτοκράτειρα Ειρήνη. Εκεί τάφηκε κατά δική του επιθυμία ο Άγιος Διονύσιος, που πέθανε σε ηλικία 75 ετών το 1622. Το 1717 το μοναστήρι λεηλατήθηκε από μουσουλμάνους πειρατές που, αφού μάταια προσπάθησαν να πυρπολήσουν το ιερό σκήνωμα, του έκοψαν τα χέρια, σκότωσαν τους περισσότερους μοναχούς και άρπαξαν την εικόνα της Παναγίας της Παντοχαράς («πάντων χαρά»). Τα κειμήλια βρέθηκαν να πωλούνται στη Μικρά Ασία. Τα χέρια του Αγίου εξαγοράστηκαν από ευσεβείς χριστιανούς και επιστράφηκαν στη Ζάκυνθο. Η μεγαλόπρεπη βρεφοκρατούσα Παναγία αγοράστηκε από Πάτμιους καραβοκύρηδες και έμεινε για χρόνια στο αιγαιοπελαγίτικο νησί. Απεικονίστηκε σε τοιχογραφία στον ναό του Αγίου Βασιλείου και η πρωτότυπη εικόνα επεστράφη τελικά στη Ζάκυνθο και σήμερα βρίσκεται στον Ιερό Ναό του Αγίου Διονυσίου. Πρόκειται για την αγαπημένη Παναγία του Οδυσσέα Ελύτη («Η Παναγιά τα πέλαγα κρατούσε στην ποδιά της»).
Τα Στροφάδια αποτελούν έναν εξαιρετικά πολύτιμο σταθμό στο Ιόνιο Πέλαγος για τα μεταναστευτικά πουλιά. Είναι η πρώτη στεριά που συναντούν καθώς ταξιδεύουν από την Αφρική προς την Ευρώπη την άνοιξη και η τελευταία κατά την επιστροφή τους το φθινόπωρο. Κάθε άνοιξη, χιλιάδες χελιδόνια, μελισσοφάγοι, συκοφάγοι, τσαλαπετεινοί, τρυγόνια και πολλά άλλα μικροπούλια και υδρόβια πουλιά καταφθάνουν εξαντλημένα από το κοπιαστικό ταξίδι αναζητώντας τροφή και ανάπαυση. Παλιά γινόταν πραγματική γενοκτονία των πουλιών από τους κυνηγούς, ενώ σήμερα η περιοχή είναι προστατευμένη και απαγορεύεται το κυνήγι και το ψάρεμα.
Στην πόλη της Ζακύνθου υπάρχει το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου των Φιλικών. Η Ζάκυνθος έπαιξε σημαντικό ρόλο στον αγώνα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία και την αποτίναξη του τούρκικου ζυγού. Το νησί υπήρξε χώρος που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία πολλοί αγωνιστές του 1821. Ο Άγιος Γεώργιος των Φιλικών είναι ένα εκκλησάκι που κτίστηκε τον 17ο αιώνα από την οικογένεια ευγενών του Γεώργιου Λατίνου. Εδώ ορκίζονταν από τον Άνθιμο Αργυρόπουλο οι μυηθέντες. Μέσα στο εκκλησάκι βρίσκεται και κατάλογος όλων όσων ορκίστηκαν. Ανάμεσά τους βρίσκουμε τα ονόματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, του Πλαπούτα, του Νικηταρά, του Αναγνωσταρά, του Σολωμού, του Ρώμα, του Φλαμπουριάρη, του Λογοθέτη, του Μαρτινέγκου, του Καντούνη, των Πλαπουταίων, του Γουζέλη, του Πετμεζά, του Μαρτελάου. Στο σχολείο του τελευταίου φοίτησαν ο Σολωμός, ο Φώσκολος, ο Τερτσέτης, ο Μάτεσης και τα παιδιά του Κολοκοτρώνη. Πολλές φορές παρακολουθούσε τα μαθήματα και ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης. Στο εκκλησάκι αυτό ο Κολοκοτρώνης, που ζούσε στη Ζάκυνθο ως ζωέμπορος και, αστειευόμενος μάλιστα, υπέγραφε συχνά ως «μακελλάρης», έχει κάνει πολλά γλέντια με συγγενείς και φίλους, έχει βαφτίσει τα παιδιά του που γεννήθηκαν στη Ζάκυνθο και έχει θάψει τη γυναίκα του σκάβοντας τον τάφο της με τα ίδια του τα χέρια.
Για λόγους ασφάλειας, η εικόνα που ορκίστηκαν οι Φιλικοί φυλάσσεται στο Μουσείο Μεταβυζαντινής Τέχνης. Αριστερά από την εκκλησία βρίσκεται το κοιμητήριο της Εβραϊκής κοινότητας, το οποίο ιδρύθηκε το 1281. Λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πάνω βρίσκεται ο λόφος του Στράνη, επί του οποίου ο Διονύσιος Σολωμός εμπνεύστηκε τον «Ύμνο στην ελευθερία» τον Μάιο του 1823, του οποίου οι πρώτες στροφές μελοποιημένες από τον Νικόλαο Μάντζαρο καθιερώθηκαν ως ο Εθνικός Ύμνος της χώρας το 1865. Κατά τον βιογραφούμενο, η συμπλήρωση 200 χρόνων από την εθνική εξέγερση του 1821 πρέπει να αποτελέσει την αφορμή αφενός για την έμπρακτη υιοθέτηση της επαναστατικής, ανατρεπτικής και τολμηρής προτροπής του εθνικού μας ποιητή «το έθνος να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθές» και αφετέρου για την ανάδειξη σε σταθερή πυξίδα της μελλοντικής του πορείας τον μοναδικής αισθητικής και νοηματικής τελειότητας στίχο του «πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου».
Η Ζάκυνθος υπήρξε κέντρο των γραμμάτων, της τέχνης και του πολιτισμού. Στην περίοδο της Βενετοκρατίας, άνθισαν η αγιογραφία, η ξυλογλυπτική και η μεταλλουργία. Οι πιο γνωστοί αγιογράφοι της κρητικής σχολής εργάστηκαν εκεί πριν και μετά την υποδούλωση της Μεγαλονήσου στους Τούρκους μεταβάλλοντας το νησί σε ένα απέραντο μουσείο μεταβυζαντινής τέχνης. Υπήρξαν περισσότερες από 300 εκκλησίες που στέγαζαν πραγματικούς θησαυρούς τέχνης και ήταν και οι ίδιες πραγματικά μνημεία. Σχεδόν όλες καταστράφηκαν από τους σεισμούς και όποια έργα διασώθηκαν, φυλάσσονται στο Μουσείο ζωγράφων, όπως ο Μόσχος, ο Καντούνης, ο Κουτούζης, ο Δοξαράς. Η Ζάκυνθος, βέβαια, δεν υπήρξε μόνο κέντρο μεταβυζαντινής τέχνης, αλλά και κέντρο ανάπτυξης της μουσικής, της ποίησης, του θεάτρου, της ιστοριογραφίας, του μυθιστορήματος. Με κορυφαίο τον εθνικό ποιητή, Δ. Σολωμό, μια πλειάδα ποιητών και πεζογράφων δημιούργησαν την παράδοση της Επτανησιακής Σχολής. Ο Α. Μαρτελάος, ο Α. Κάλβος, ο Γ. Τερτσέτης, ο Δ. Τσακασιάνος, ο Π. Χιώτης, ο Σπ. Δεβιάζης, ο Αντ. Μάτεσης, ο Δ. Γουζέλης, ο Ντ. Κονόμος, ο Γ. Ξενόπουλος, ο Λ. Ζώης, ο Π. Καρέρ, ο Δ. Ρώμας συνεισφέρουν έργο αξιολογότατο. Το πρωτοποριακό-ριζοσπαστικό πνεύμα των κατοίκων χαρακτηρίζει όλη την ιστορική διαδρομή του νησιού. Εδώ ξέσπασε στις αρχές του 17ου αιώνα η πρώτη λαϊκή εξέγερση. Συγκεκριμένα, το 1628, 161 χρόνια πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, εκδηλώθηκε εξέγερση εναντίον των ευγενών με αίτημα τη χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων, που είναι γνωστή στην ιστορία ως «Το ρεμπελιό των ποπολάρων». Ο λαός (popolo) καίει πανηγυρίζοντας το Libro d’oro, το βιβλίο δηλαδή στο οποίο ήταν καταγεγραμμένοι οι ευγενείς (nobili). Η κοινωνική διαστρωμάτωση στη Ζάκυνθο επί Βενετοκρατίας συμπληρώνεται με τους αστούς (civili).
Η μαγευτική φύση και το εύκρατο κλίμα, η πλούσια ιστορία και ο πολύπλευρος πολιτισμός, οι παραδόσεις και τα μοναδικά αντέτια (έθιμα), ο προοδευτικός και κάποτε ριζοσπαστικός χαρακτήρας των κατοίκων της ιδιαίτερης πατρίδας του έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τον βιογραφούμενο Σπύρο Γιατρά. Πιστεύει ότι η δυναμική της τουριστικής ανάπτυξης του νησιού όχι μόνο δεν πρέπει να οδηγήσει σε υποβάθμιση, αλλά αντίθετα μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί για την ανάδειξη και τον εμπλουτισμό όλων των παραπάνω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών.
Απόρροια της μόνιμης οικογενειακής εγκατάστασης του βιογραφούμενου στην Εύβοια, την οποία αγάπησε σαν δεύτερη πατρίδα του και των πολλαπλών δραστηριοτήτων του είναι να έχει ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του εκτός Ζακύνθου. Παρά ταύτα, η σχέση του με αυτήν παραμένει, όπως δηλώνει, αναντικατάστατη και εκφράζεται απόλυτα από τον στίχο του Α. Κάλβου «Ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει».