Μενού Κλείσιμο

Αρβανιτίδου Ελισάβετ

Η Ελισάβετ Αρβανιτίδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Χημεία και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Imperial College του Λονδίνου και ασχολείται με την οικογενειακή επιχείρηση «Σιδηρομπετόν ΑΕΒΕ». Από τον γάμο της απέκτησε μια κόρη, τη Μαρία Ιουστίνη Ελισάβετ, που κατοικεί στην Αγγλία.

 

Η πατρική της οικογένεια, Ζαλοκώστα στο επίθετο, ήταν Έλληνες Ηπειρώτες από το Δελβινάκι, οι οποίοι μετοίκησαν στην Πόλη. Εκεί, λόγω καταγωγής από την Ήπειρο -τότε Αρβανιτιά- τους έδωσαν το παρατσούκλι Αρβανίτες, που τελικά επικράτησε και μετονομάστηκαν σε Αρβανιτίδης.

Ο παππούς της, Παύλος Αρβανιτίδης, ήταν απόφοιτος της Ροβερτείου Σχολής με γνώσεις μηχανικού και πολεοδόμου. Στην Πόλη, μαζί με τον μηχανικό Μανούσο έκαναν τεχνικά έργα και κατασκευές. Επίσης, άνοιξε και ένα τυπογραφείο, το οποίο έβγαζε μεταξύ άλλων και καρτ ποστάλ. Μια τέτοια καρτ ποστάλ βρέθηκε στα χέρια Τούρκου πριν δέκα χρόνια από τη βιογραφούμενη.

Ο Παύλος Αρβανιτίδης παντρεύτηκε το 1910 τη Θελξιόπη Γιαννακακίδου-Αρβανιτίδου, η οποία γεννήθηκε στην Πόλη και η οικογένειά της είχε μαούνες, το μεταφορικό μέσο της τότε εποχής.

Μετά τον γάμο, η οικογένεια έφυγε κάποια στιγμή από την Πόλη, περίπου το 1912 και ανέλαβε τη διοίκηση κάποιου μεγάλου τσαρικού αγροκτήματος στην περιοχή της Οδησσού της Ουκρανίας, που ανήκε στην οικογένεια Ευγενίδη. Οι στενές φιλικές σχέσεις με την οικογένεια Ευγενίδη συνεχίστηκαν και μετά την καταστροφή.

Ο Παύλος με την Θελξιόπη απέκτησαν τρία παιδιά. Το 1911 γεννήθηκε η Κλεονίκη Αρβανιτίδου. Όταν παντρεύτηκε, πήρε το επίθετο του συζύγου της, Κυριακίδου. Ήταν φιλόλογος γαλλικών και διευθύντρια του Εκπαιδευτηρίου «Σχοινάς». Το δεύτερο παιδί του ζευγαριού ήταν ο Νίκος, ο οποίος γεννήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1918 στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο το διάστημα, ο Παύλος βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη και ασχολούνταν με το εμπόριο οικιακών ειδών και πετρελαίου. Περίπου το 1920, πούλησε τις επιχειρήσεις του και επέστρεψε στην Τουρκία. Το 1922 το ζευγάρι απέκτησε το τρίτο παιδί του, την Ελισάβετ Αρβανιτίδου. Μετέπειτα πήρε το επίθετο Δημητροπούλου και έγινε Φυσικός. Σημειώνεται δε ότι η Θελξιόπη έδινε μεγάλη βάση στη μόρφωση των παιδιών της και στην εκμάθηση των ξένων γλωσσών. Η οικογένεια του Παύλου είχε παραθαλάσσιο σπίτι στο Μυριόφυτο, όπου το 1920 είχαν αγοράσει ένα τεράστιο τσιφλίκι και έκαναν παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Ήλπιζαν ότι η Ανατολική Θράκη θα ήταν για πάντα Ελληνική, ελπίδα που διαψεύστηκε από τα μετέπειτα γεγονότα.

Ο Παύλος προβλέποντας την καταστροφή της Μικράς Ασίας, πήρε την οικογένειά του και ήρθαν στην Ελλάδα. Οι φίλοι του οι Τούρκοι έκλαιγαν που έφυγε, γιατί ήταν πολύ αγαπητό πρόσωπο στο τσιφλίκι του, το οποίο περιλάμβανε 6-7 χωριά. Μαζί με την οικογένεια, ήρθε η αδελφή της Θελξιόπης, Ανδρομάχη Γιαννακακίδου-Παππίδου, σύζυγος πάμπλουτου εμπόρου μεταξιού ο οποίος χάθηκε κατά την καταστροφή και η κόρη της Χρυσή.

Εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, στην Πέτρου Συνδίκα, σε ένα οικόπεδο το οποίο ο Παύλος είχε αποκτήσει με τις δραστηριότητές του στην Ελλάδα και στο οποίο έκτισε την κατοικία τους.

Έβαλε την κόρη του Κλεονίκη στο Καλαμαρί και τη Χρυσή στο Αμερικανικό Κολλέγιο που άνοιξε τότε στη Σοφούλη, ενώ ο γιος του ο Νίκος και η Ελισάβετ ήταν ακόμα παιδάκια. Ο παππούς της βιογραφούμενης, ο Παύλος, ασχολήθηκε για κάποιο διάστημα με τις κατασκευές ιδιωτικά αλλά και τη δημιουργία των προσφυγικών καταυλισμών για τους Έλληνες πρόσφυγες από τη Μ. Ασία και αργότερα εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα, από όπου και συνταξιοδοτήθηκε. Διατήρησε πολύ στενές επαφές με τη ρώσικη κοινότητα και τους Ρώσους Λόγιους.

Η Θελξιόπη νοσταλγούσε μέχρι την τελευταία της πνοή τα σπίτια στην Πόλη και στο Μυριόφυτο και τη ζωή τους εκεί. Ο Παύλος και η Θελξιόπη πέθαναν πλήρεις ημερών και οι δύο, κοντά στην ηλικία των 100 ετών. Το 1970 ο γιος τους Νίκος με τη βιογραφούμενη επισκέφθηκαν το Μυριόφυτο και βρήκαν το πατρικό σπίτι κατοικημένο πλέον από Τούρκους. Δυστυχώς η Θελξιόπη ήταν πολύ μεγάλη πια για ένα τέτοιο ταξίδι.

Ο Νικόλαος Αρβανιτίδης μεγάλωσε στην Πέτρου Συνδίκα. Τελείωσε το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων και η μητέρα του τον έγραψε στη Νομική Σχολή στη Θεσσαλονίκη. Όμως ο Νικόλαος είχε άλλα όνειρα. Δεν παρακολούθησε τη Νομική. Πήγε στην Αθήνα και γράφτηκε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και άρχισε το στρατιωτικό του στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών.

Το καλοκαίρι του 1940, σε ηλικία 21 ετών και ενώ υπηρετούσε ακόμα στη Σχολή, προσφέρθηκε να αντικαταστήσει στο μέτωπο της Αλβανίας έναν αξιωματικό, ο οποίος είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Εκεί τον βρήκε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και έγινε ο νεότερος αξιωματικός του Αλβανικού Έπους. Κατά την οπισθοχώρηση μαζί με τον Αξιωματικό Γιώργο Φιλόγλου ανατίναξαν και την τελευταία γέφυρα και μετά κατέφυγαν πεζοί στον Βόλο. Μέχρι και οι Γερμανοί τους σεβάστηκαν και δεν τους αφόπλισαν σε ένα δραματικό επεισόδιο της οπισθοχώρησης.

Στη διάρκεια της Κατοχής, με την παρέα του εντάχθηκαν στην Αντίσταση και διέσωζαν Εβραίους. Δυστυχώς προδόθηκαν από κάποια Εβραία ονόματος Έρρικα και από θαύμα κατάφεραν να διαφύγουν με μια τράτα στη Μέση Ανατολή, όπου και εκπαιδεύτηκε ως ναρκοσυλλέκτης και πολέμησε με τα Βρετανικά στρατεύματα.

Το 1949 όταν πλέον αποστρατεύτηκε, μαζί με τον Φαίδωνα Κοντόπουλο, Χημικό Μηχανικό και τον Παναγιώτη Καλιδόπουλο, γιο του στρατηγού Καλιδόπουλου, ξεκίνησαν να κάνουν ένα εργοστάσιο επεξεργασίας του πυρήνα της ελιάς στην Ποτίδαια της Χαλκιδικής. Λόγω κακής πληροφόρησης και επιλογής μηχανημάτων, η προσπάθεια αυτή απέτυχε. Ο Νίκος, ασχολήθηκε μετά με τις κατασκευές, τομέα που γνώριζε από τον στρατό. Εκείνη την περίοδο, ήταν αρραβωνιασμένος με τη μέλλουσα σύζυγό του, τη Λιζέτα και το πατρικό της ήταν η πρώτη πολυκατοικία που κατασκεύασε. Από τότε έκανε πολλά ιδιόκτητα έργα, αλλά και δημόσια, γέφυρες, δρόμους κλπ. Καταξιώθηκε ως κατασκευαστής, μέχρι το 1980. Παράλληλα, κατά το 1956 με 1957 ασχολήθηκε με την εμπορία ξυλείας, τσιμέντου και σίδερου. Η εταιρεία ονομαζόταν «Αρβανιτίδης ΟΕ» και ιδρύθηκε το 1958. Η έδρα της βρισκόταν στην οδό Λαγκαδά. Το 1970 περίπου μεταφέρθηκε στις ιδιόκτητες εγκαταστάσεις στο 5,5 χιλιόμετρο Οδού Θεσσαλονίκης-Λαγκαδά, όπου λειτουργεί μέχρι σήμερα. Η εταιρεία Αρβανιτίδης ασχολήθηκε μόνο με το σίδηρο τελικά. Το 1980 μετονομάστηκε σε «Σιδηρομπετόν ΑΕΒΕ».

Ο Νικόλαος με τους συνεταίρους του, τον Κοντόπουλο και τον Καλιδόπουλο, και άλλος φίλους ίδρυσαν τον Όμιλο Φίλων Θαλάσσης, γύρω στο 1950, ο οποίος υφίσταται ακόμα και σήμερα.

Επίσης, ο Νικόλαος ήταν κυνηγός. Όργωσε με τους φίλους του όλα τα βουνά της Ελλάδας, κυνηγώντας θηράματα. Επίσης κυνηγούσε μαζί με τη γυναίκα του, τη Λιζέτα, πήγαιναν μαζί ταξίδια και έκαναν πολλές αθλητικές δραστηριότητες.

Η οικογένεια της Λιζέτας, το γένος Πισσία-Βουλγαράκη, ξεκίνησε επίσης από την Πόλη. Η οικογένεια Πισσία έχει πολύ παλιά ιστορία. Η καταγωγή τους ήταν από τη Χίο και ήταν πλοιοκτήτες.

Ο Σουλτάνος είχε καλέσει άτομα της οικογένειας Πισσία να ζήσουν στην Πόλη και να πλαισιώσουν τη Μεγάλη Πύλη. Ήταν σύνηθες εκείνη την εποχή. Στεγάστηκαν στο Φανάρι. Ο Φωκίων Βουλγαράκης, παππούς της βιογραφούμενης, έλεγε ότι η γιαγιά του ήταν δισέγγονη του Μαυροκορδάτου. Ήταν Φαναριώτες επί γενιές ολόκληρες. Κάποια στιγμή, στις αρχές του 19ου αιώνα, τότε με τις πρώτες εξεγέρσεις του Ελληνισμού και επειδή υποστήριξαν τις προσπάθειες της εξέγερσης, οι Τούρκοι τους έδιωξαν. Επέστρεψαν στη Χίο, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο και ίσως πάλι με τη ναυσιπλοΐα. Το 1922 με 1923 κατά τη σφαγή, εκδιώχθηκαν από τη Χίο και πήγαν στη Σύρο.

Ίσως ο Μιχαήλ Πισσίας να ήταν και ο μόνος από όλη του την οικογένεια που γλίτωσε τη σφαγή γιατί αυτός διατήρησε τον τίτλο του Κόντε που είχαν από πρόγονο ενετικής καταγωγής και διοικητή των Δωδεκανήσων. Απέκτησε μαζί με τη Μαρία Παγίδα (δισέγγονη του Μαυροκορδάτου), μεταξύ άλλων παιδιών, τον Βασίλη Πισσία, ο οποίος παντρεύτηκε τη Θεσσαλονικιά Αικατερίνη Βουλγαράκη, κόρη γνωστού ξυλεμπόρου και απέκτησαν τρία αγόρια, τον Μιχάλη, τον Γιώργο και τον Φωκίωνα Πισσία-Βουλγαράκη.

Ο Φωκίων με τα αδέρφια του έχασαν τη μητέρα τους σε πολύ μικρή ηλικία και τότε ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Τα μεγάλωσε η αδελφή της μητέρας τους Ευλαλία, σύζυγος του Τζώρτζη Φλώκα της γνωστής Σοκολατοβιομηχανίας, διότι το ζεύγος Φλώκα δεν κατάφερε να αποκτήσει δικά του παιδιά και έτσι η Ευλαλία μεγάλωσε τα τρία ορφανά μαζί με τον πατέρα της Γεώργιο Βουλγαράκη σαν δικά της.

Λόγω του ότι η επιχείρηση με την ξυλεία ήταν του παππού Βουλγαράκη, ο Φωκίων το 1927 άλλαξε το επίθετο του από Πισσίας σε Βουλγαράκης. Ο Φωκίων παντρεύτηκε το 1923 την Ελένη Παράσχου, Θεσσαλονικιά κόρη του μεγαλεμπόρου στα Λαδάδικα Κωσταντίνου Παράσχου και απέκτησαν τρία κορίτσια, την Ευλαλία, την Αικατερίνη και τη Λιζέτα, μητέρα της βιογραφούμενης.

Ο Κωνσταντίνος Παράσχος ήταν έμπορος με καταγωγή από το Λιβάδι Ολύμπου. Ήρθε στη Θεσσαλονίκη επειδή ορφάνεψε ενώ σπούδαζε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και είχε τη μητέρα του και πολλά αδέρφια να φροντίσει. Παντρεύτηκε την Ελισάβετ και χρησιμοποιώντας την προίκα της, ένα διώροφο σπίτι στην πλατεία Δημοκρατίας ως κεφάλαιο, έγινε μεγάλος έμπορος. Είχε πολλά καταστήματα στα Λαδάδικα. Απέκτησε δύο κόρες, την Ελένη και την Γεωργία. Η Γεωργία παντρεύτηκε τον Μανώλη Πλατάκη, δικηγόρο από την Κρήτη της οικογένειας Τζερμιά και η Ελένη τον Φωκίωνα.

Οι γονείς της βιογραφούμενης, ο Νικόλαος και η Λιζέτα, απέκτησαν μία κόρη, την Ελισάβετ. Η βιογραφούμενη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Βασιλίσσης Όλγας, στο ύψος της Ανάληψης όπου ήταν το πατρικό σπίτι της μητέρας της.

Αργότερα μετακόμισαν στην οδό Κυδωνιών της Σοφούλη. Ήταν ένα σπίτι με μεγάλο κήπο, γεμάτο από δένδρα, λουλούδια και πολλά ζωάκια. Είχε σκύλους, γάτες αλλά και σκαντζόχοιρους, χελώνες και μια κότα. Κατά καιρούς, περιέθαλπαν διάφορα ζώα που έβρισκε ο πατέρας της πληγωμένα, όταν πήγαινε στο αγαπημένο του σπορ, το κυνήγι. Από εκεί προέκυψε και η μεγάλη της αγάπη για τα ζώα και την περίθαλψή τους. Όταν ήταν δέκα ετών, μετακόμισαν σε διαμέρισμα δίπλα από το Κυβερνείο, νυν Λαογραφικό Μουσείο, όπου μένει μέχρι και σήμερα.

Η βιογραφούμενη πήγε δημοτικό στο Ελληνικό Κολλέγιο και γυμνάσιο στο Αμερικάνικο Κολλέγιο. Σπούδασε Χημεία και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Imperial College του Λονδίνου.

Όταν της πρότειναν το 1982 ως τελειόφοιτη να εργαστεί στη Unilever της Βρετανίας αποφάσισε να μην δεχθεί. Ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα, όχι μόνο επειδή ήταν ήδη παντρεμένη από το 1978 με τον Ντένη Δρακουλάκο, αλλά και επειδή αγαπούσε τον τόπο της με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του, την ιστορία του και τη μοναδικότητά του.

Ασχολήθηκε με την επιχείρηση της οικογένειάς της από το 1983 έως σήμερα και επέκτεινε την εταιρεία και στον κλάδο των μεταλλικών κατασκευών και μεταλλικών επίπλων.

Ο πατέρας της απεβίωσε σε ηλικία 99 ετών και η μητέρα της διανύει το 93ο έτος της ζωής της.

Από τον γάμο της, που διήρκεσε 22 χρόνια, απέκτησε μία κόρη, τη Μαρία Ιουστίνη Ελισάβετ, η οποία μετά το Master της από το Πανεπιστήμιο του Bath στην Αγγλία, επέλεξε να εγκατασταθεί και να ζήσει εκεί, εργαζόμενη στο τμήμα Marketing μεγάλης εταιρείας αλλά και ιδρύοντας τη δική της εταιρεία τον τομέα του Real estate και catering.

Είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου Αγία Μαρκέλλα, ο οποίος είναι ένας χιώτικος σύλλογος που τη συνέδεσε με τη χιώτικη καταγωγή της από την πλευρά της μητέρας της.

Η βιογραφούμενη ζωγραφίζει από παιδί. Δάσκαλοί της υπήρξαν ο Γ. Παραλής και η Μ. Πασαλή. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής και έχει κάνει εκθέσεις στα Κρούσια, στο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης, στη Χίο και σε πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το αγαπημένο της θέμα είναι η φύση και ειδικά τα λουλούδια. Επίσης ασχολείται με την κεραμική, τη μαγειρική, τη διακόσμηση αλλά και κάθε είδους χειροτεχνία.

Αγαπά την Αγγλία ως δεύτερη πατρίδα της, γιατί θεωρεί ότι τα χρόνια που έζησε εκεί την δίδαξαν πολλά, αλλά η μεγάλη αγάπη της είναι η Πόλη, μια πόλη που θεωρεί ότι είναι μαγική αφού κάθε φορά που την επισκέπτεται, αισθάνεται ότι την γνώριζε από πάντα, ότι εκεί ανήκει, ότι εκεί είναι το σπίτι της, η καταγωγή της.

Επίσης λατρεύει τα ζώα και ειδικά τις γάτες, που τις θεωρεί μοναδικά πλάσματα. Όταν γεράσει, θα ήθελε να ζήσει σε ένα μικρό χωριό όπου θα μπορεί να έχει έναν μεγάλο κήπο με πολλά ζώα και δέντρα, όπως τότε στην παιδική της ηλικία.