Ο Γεώργιος Ανδρέου γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1955 στο Μακρυχώρι Εύβοιας. Είναι εγγονός αγωνιστή του 1940, που έπεσε θύμα της γερμανικής ναζιστικής θηριωδίας και άφησε την τελευταία του πνοή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην περιοχή της Βαλτικής και Έλληνα αγωνιστή του Μικρασιατικού Πολέμου που επιβίωσε της Καταστροφής της Σμύρνης το 1922. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στα ΚΑΤΕ Πειραιώς και εκπαιδεύτηκε ως διοικητικός στη σχολή του ΟΤΕ, στον οποίο εργάστηκε από το 1976 έως το 2009, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε. Παράλληλα, ασχολήθηκε συστηματικά από το 1984 με την παραγωγή μελισσοκομικών προϊόντων, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τη βοτανολογία και με αγροτικές εργασίες. Έχει ιδρύσει τον Μελισσοκομικό Σύλλογο Ν. Εύβοιας, του οποίου ήταν Πρόεδρος από την ίδρυσή του μέχρι το 2017. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά.
Οι ρίζες του βιογραφούμενου βρίσκονται στο Μακρυχώρι Εύβοιας. Ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του ονομαζόταν Γεώργιος Ανδρέου του Χρήστου. Γεννήθηκε το 1900 στο Μακρυχώρι, όπου και έζησε όλη του τη ζωή. Ήταν γεωργός στο επάγγελμα. Παντρεύτηκε με τη συντοπίτισσά του, Σταυρούλα Πανταζή, γεννηθείσα το 1899. Μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά: τον Δημήτρη, την Παναγιώτα, τη Μαρία, τον Αθανάσιο και τον Χρήστο. Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής συνελήφθη από τις φασιστικές, γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Ως αιχμάλωτος των Γερμανών, μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νοϊενγκάμε στην ευρύτερη περιοχή της Βαλτικής θάλασσας. Εκεί, εξαναγκαζόταν να δουλεύει σε εργοστάσιο κατασκευής όπλων και τροφίμων του γερμανικού στρατού. Τους υποχρέωναν, μάλιστα, να μαζεύουν τις βόμβες που έπεφταν από αεροπλάνα και δεν είχαν εκραγεί. Καθώς δεν τρεφόταν επαρκώς, ο παππούς Γεώργιος αρρώστησε βαριά με αποτέλεσμα να αφήσει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 45 ετών μέσα στα απάνθρωπα δεσμά του γερμανικού φασισμού το 1945 σε νοσοκομείο του Αμβούργου.
Μετά από αυτό το τραγικό συμβάν, η γιαγιά Σταυρούλα ανέλαβε να μεγαλώσει τα παιδιά της με τη βοήθεια του γιου της και πατέρα του βιογραφούμενου, Δημήτρη Ανδρέου. Έζησε όλα τα χρόνια της ζωής της στο Μακρυχώρι και πέθανε σε ηλικία 82 ετών. Προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια και είχε άλλα επτά αδέρφια, εκ των οποίων τα έξι ήταν αγόρια και τα δύο κορίτσια (η γιαγιά Σταυρούλα και η Ελένη). Από τα αγόρια επιβίωσαν μόνο τα δύο, ο Κωνσταντίνος και ο Ευάγγελος. Ο Νίκος σκοτώθηκε στο μικρασιατικό πόλεμο, ο Δημήτρης από θραύσμα χειροβομβίδας που έριξαν Τούρκοι Τσέτες, ο Παύλος σε στρατιωτικές ασκήσεις εκπαίδευσης και ο Θανάσης ως μετανάστης στην Αμερική.
Ο Δημήτρης Ανδρέου, ο πατέρας του βιογραφούμενου, γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1929 στο Μακρυχώρι. Ήταν αγρότης, κτηνοτρόφος και μελισσοκόμος. Ήταν μόλις 15 ετών (1944) όταν έμεινε ορφανός από πατέρα και ανέλαβε να βοηθήσει τη μητέρα του να μεγαλώσουν μαζί τα αδέρφια του. Το 1954 παντρεύτηκε με τη Μαρία Κακκαβά του Αναστασίου από το Μακρυχώρι. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά: τον Γεώργιο (βιογραφούμενος), τον Χρήστο και τον Αναστάσιο. Το 1957 αποφάσισε να αναζητήσει μία καλύτερη ζωή και μετανάστευσε στο Βέλγιο όπου διέμεινε για δύο χρόνια. Επέστρεψε στην Ελλάδα και ξαναπήγε στο Βέλγιο από το 1962 έως το 1965. Έζησε στη Λιέγη (Liège) του Βελγίου. Διετέλεσε Κοινοτικός Σύμβουλος και υπεύθυνος του συνεταιρισμού Μακρυχωρίου. Έφυγε από τη ζωή στις 15 Μαΐου 2009, σε ηλικία 80 ετών, ενώ η σύζυγός του Μαρία έφυγε από τη ζωή στις 12 Σεπτεμβρίου 2017, σε ηλικία 83 ετών.
Ο παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά της μητέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος Κακκαβάς. Γεννήθηκε το 1895 στο Μακρυχώρι Εύβοιας. Ασχολείτο με τη γεωργία και τη μελισσοκομία και ήταν παντρεμένος με την Ελένη Μυλωνά-Χάρλα του Χρήστου, από τα Μανίκια Εύβοιας. Όταν ξέσπασε ο Μικρασιατικός Πόλεμος πολέμησε στο μέτωπο για έξι χρόνια, φτάνοντας από το Εσκί-Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, μέχρι τα παλάτια του Κροίσου.
Το 1922, σε ηλικία 27 ετών, τον βρήκε στη Σμύρνη, όπου υπηρετούσε σε κάποιο φυλάκιο ελέγχου εισόδου στην πόλη. Όπως εξιστορούσε ο ίδιος, κάποια στιγμή συνειδητοποίησε ότι υπήρχε μεγάλη εισροή ανθρώπων στην πόλη, γεγονός που τον προβλημάτισε. Τότε, αποφάσισε να φύγει από το φυλάκιο μαζί με έναν στρατιώτη συνάδελφό του και να μεταβούν στο λιμάνι της Σμύρνης όπου είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου, προσπαθώντας να ξεφύγει από τις φλόγες που κατέκαιγαν τα σμυρναίικα σπίτια μετά από την πυρπόλησή τους από τον τουρκικό στρατό. Ο Αναστάσιος Κακκαβάς και ο συνάδελφός του, σε μία κίνηση απελπισίας για να σώσουν τη ζωή τους, πήδηξαν στην θάλασσα και γραπώθηκαν από το παλαμάρι ενός πλοίου, παλεύοντας να τα καταφέρουν να ανέβουν πάνω του, καθώς κάποιοι επιβάτες τούς κοπανούσαν τα χέρια γιατί το πλοίο ήταν ήδη γεμάτο. Για καλή του τύχη, ο Αναστάσιος κατάφερε να σκαρφαλώσει στο καράβι. Αποκαμωμένος από την προσπάθειά του να σωθεί, στάθηκε και κοιτούσε τη λιμάνι της Σμύρνης, εκεί που κάποτε χτυπούσε η καρδιά του θαλάσσιου εμπορίου: αμέτρητα πτώματα επέπλεαν, ενώ οι Άγγλοι έκοβαν τα χέρια όποιων προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στα συμμαχικά καράβια… Έπειτα από μιάμιση ημέρα ταξίδι, έφθασε στη Θεσσαλονίκη όπου και αποστρατεύτηκε. Στον στρατό έμαθε να γράφει και να διαβάζει. Μετά από την τραγική αυτή περιπέτεια τόσο για τον ίδιο όσο και για τον Ελληνισμό, ο παππούς του βιογραφούμενου επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Εκεί ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία, διατηρώντας 100 κυψέλες («κουβέλια»). Έφυγε από τη ζωή το 1979 σε ηλικία 84 ετών.
Ο Αναστάσιος Κακκαβάς και η Ελένη Μυλωνά-Χάρλα απέκτησαν επτά παιδιά: τον Κώστα (δάσκαλος στο επάγγελμα και συγγραφέας του βιβλίου για το Μακρυχώρι «Ένα ταξίδι ζωής στον Τόπο Μου»), τον Χρήστο, τον Νίκο, τη Μαρία, τον Απόστολο, την Παναγιώτα και την Κατερίνα που πέθανε σε ηλικία 10 ετών. Ο Χρήστος σκοτώθηκε στις 18 Απριλίου, σε ηλικία 21 ετών κατά τη διάρκεια του εμφυλίου το 1949, ο Νίκος και ο Απόστολος ζουν από τη δεκαετία του 1960 ως μετανάστες στις Η.Π.Α.
Ο βιογραφούμενος Γεώργιος Ανδρέου γεννήθηκε στις 3 Μαρτίου 1955 στο Μακρυχώρι Εύβοιας. Εκεί τελείωσε το Δημοτικό σχολείο και σε ηλικία 12 ετών μετέβη στο χωριό Ενορία Κύμης για να φοιτήσει στο γυμνάσιο της περιοχής από το 1967 έως το 1973, όπου διέμεινε φιλοξενούμενος στον θείο του Κώστα Κακκαβά. Το 1973 ξεκίνησε να φοιτά στο τμήμα Πολιτικών Μηχανικών των ΚΑΤΕ της Σιβιτανίδειου Σχολής. Έπειτα από δύο χρόνια έδωσε εξετάσεις στον ΟΤΕ και ήταν στους επιτυχόντες. Παρακολούθησε τη Σχολή του ΟΤΕ για 6 ½ μήνες και ξεκίνησε να εργάζεται στην εταιρεία από τις 16 Ιουλίου 1976 ως διοικητικός υπάλληλος. Παρ’ όλα αυτά δεν εγκατέλειψε τις σπουδές του στα ΚΑΤΕ. Συνέχισε και παράλληλα εργαζόταν και σε τουριστικό γραφείο για να τα βγάλει πέρα. Το 1979 έγινε τεχνικός του ΟΤΕ και λίγο αργότερα υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στην αεροπορία, σε μονάδα της στο Πήλιο. Όταν απολύθηκε τον Μάρτιο του 1981, μετατέθηκε στην Κόρινθο όπου και εργάστηκε για τρεισήμισι χρόνια.
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1981 παντρεύτηκε με την Κατερίνα Μανούσου από την Αμάρυνθο Εύβοιας, ιδιοκτήτρια καταστήματος κάβας επί εικοσιπενταετία, με καταγωγή από το Μακρυχώρι, με την οποία έχουν αποκτήσει τρία παιδιά: τη Μαρία (1982), πολιτικό μηχανικό, η οποία είναι παντρεμένη με τον Δημήτρη Αργύρη από τα Μανίκια Εύβοιας, λογιστή στο επάγγελμα και έχουν μία κόρη, την Ειρήνη· τη Δήμητρα (1984), πολιτικό μηχανικό, η οποία είναι παντρεμένη με τον Χαράλαμπο Παπαχαραλάμπους από το Γυμνό Εύβοιας, ηλεκτρολόγο στο επάγγελμα και έχουν έναν γιο, τον Βασίλη· την Άρτεμη (1995), ηλεκτρολόγο μηχανικό.
Ο βιογραφούμενος πήρε μετάθεση για τη Χαλκίδα το 1984. Από το 2005 έως το 2008 ανέλαβε καθήκοντα προϊστάμενου του Τεχνικού Τμήματος του ΟΤΕ Εύβοιας. Το 2008 ανέλαβε παράλληλα και καθήκοντα αναπληρωτή διευθυντή του ΟΤΕ του Τηλεπικοινωνιακού Διαμερίσματος Ευβοίας και Βοιωτίας. Συνταξιοδοτήθηκε το 2009.
Από το 1984 ασχολείται και με τη μελισσοκομία μαζί με τη σύζυγό του Κατερίνα. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών παρήγαγαν σχεδόν όλα τα μελισσοκομικά προϊόντα, όπως μέλι, γύρη, πρόπολη, βασιλικό πολτό. Το 1999 ίδρυσε μάλιστα τον Μελισσοκομικό Σύλλογο Ν. Εύβοιας, του οποίου ήταν πρόεδρος μέχρι το 2017. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τα εγγόνια του, τη μελισσοκομία, το κυνήγι, τα βότανα και ιδιαίτερα με τη συγκομιδή μανιταριών, καθώς η φύση αποτελεί μία από τις μεγαλύτερές του αγάπες. Η σύζυγός του ασχολείται και εκείνη πρωτίστως με τα εγγόνια τους, τη βυζαντινή αγιογραφία, τη ζωγραφική, τα βότανα, τα μανιτάρια αλλά και με την παραγωγή οικιακών προϊόντων.