O Κωνσταντίνος Αγγελίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1949. Είναι γιος του Παντελή Αγγελίδη με καταγωγή από το Σιδηρόκαστρο Σερρών και της Αγγελικής Τσιάμη με καταγωγή από τη Νέα Ζίχνη Σερρών. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στην Ορθοπεδική. Σήμερα είναι συνταξιούχος και ζει στη Θεσσαλονίκη. Είναι παντρεμένος με την Ανθή Πορφυριάδου και έχουν αποκτήσει ένα παιδί.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Κωνσταντίνος Αγγελίδης και γεννήθηκε στο Σιδηρόκαστρο το 1854. Έζησε μια περιπετειώδη ζωή, σε μία ταραχώδη εποχή γεμάτη ανακατατάξεις στρατιωτικές και πολιτικές, με επίκεντρο πάντα την πόλη του, το Σιδηρόκαστρο. Αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων και γνώριζε γαλλικά. Για την εποχή του διέθετε υψηλό επίπεδο παιδείας και κοινωνικής μόρφωσης. Εργάστηκε για λίγο ως δάσκαλος στην Ήπειρο (Πάργα, Περιστέρι Άρτας). Ξενιτεύτηκε και εργάστηκε ως έμπορος στη Ρουμανία μαζί με συγγενείς και άλλους συντοπίτες του, ήδη εγκατεστημένους εκεί. Επέστρεψε το 1896 οικονομικά ισχυρός και δημιούργησε κατάστημα υαλικών στο Σιδηρόκαστρο. Τον ίδιο χρόνο παντρεύτηκε την Καλλίτσα (Καλλιόπη) Ευαγγελοπούλου με την οποία απέκτησε δέκα παιδιά, από τα οποία δύο πέθαναν σε βρεφική ηλικία. Παράλληλα ασχολήθηκε με τα κοινά.
Μετά από πυρκαγιά που κατέστρεψε την επιχείρησή του, ο παππούς Κωνσταντίνος διορίστηκε δάσκαλος μπαίνοντας στην υπηρεσία της ΙΜ Μελενίκου-Σιδηροκάστρου και υπηρέτησε σε Μελενίκο, Πετρίτσι (Petrich) και Αχλαδοχώρι. Το 1907 χειροτονήθηκε ιερεύς και τοποθετήθηκε ως ιερεύς-δάσκαλος στην Άνω Τζουμαγιά, όπου και έμεινε μέχρι το 1913. Εκεί τον βρήκαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Μετά την ανακωχή (Ιούλιος 1913) και τη λήξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, υπό τον φόβο βουλγαρικών αντιποίνων και βιαιοτήτων, εγκατέλειψε οικογενειακώς μαζί με άλλους Έλληνες την Άνω Τζουμαγιά και μετά από πορείες μέσα στα βουνά κατέφυγε στις γραμμές του ελληνικού στρατού στο Λιβούνοβο (Βουλγαρία) όπου δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες και από εκεί στο Σιδηρόκαστρο. Εκεί τον βρήκε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Β΄ Βουλγαρική κατοχή που κατά τη διάρκειά της εξορίστηκε οικογενειακώς στη Βόρεια Βουλγαρία, στο Λομ (Παλάγκα), λιμάνι στον Δούναβη, από όπου επέστρεψε με τη λήξη του πολέμου και την ανακωχή-συνθηκολόγηση της Βουλγαρίας. Έφυγε από τη ζωή την 1η Απριλίου 1929 στο Σιδηρόκαστρο, σε ηλικία 60 ετών, από τύφο.
Η γιαγιά Καλλιόπη γεννήθηκε στο Μελενίκο το 1878 και καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Πήγε στο σχολείο μέχρι το γυμνάσιο (Παρθεναγωγείο Μελενίκου). Μετά τον γάμο της (1896) ακολούθησε τον σύζυγό της σε όλη του την πορεία. Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, «η γιαγιά Καλλιόπη έμενε μαζί μας. Ήταν μία κοντόχοντρη, γεματούλα γυναίκα, που δεν εκδήλωνε τα συναισθήματά της. Δεν μας μαγείρευε, ούτε έπλεκε και γενικά δεν ήταν η “κλασική γιαγιά”. Ήταν αρκετά κοινωνική με παλιές φίλες ή συγγενείς από το Μελενίκο. Δεν μου διηγήθηκε κάτι από τα συνηθισμένα παραμύθια αλλά, περήφανη για την καταγωγή της, μου ανιστορούσε εμπειρίες από τη νεανική της ηλικία. Έλεγε ότι το σχολείο της δεν είχε αυλή και έτσι το διάλειμμα γινόταν μέσα στην τάξη, πηδώντας με τις συμμαθήτριές της πάνω από τα θρανία. Ο επιστάτης ανέβαινε και τις μάλωνε φωνάζοντας “Ατια του Ατούμ Μπέη!”». Αυτές οι ιστορίες δημιούργησαν στον βιογραφούμενο την επιθυμία να γνωρίσει το Μελενίκο, κάτι που κατάφερε μόλις το 2017, όταν ομαλοποιήθηκε η ζωή στη Βουλγαρία. Η γιαγιά Καλλίτσα πέθανε στη Θεσσαλονίκη, στις 16 Ιουνίου 1965.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Παντελής Αγγελίδης, γεννήθηκε στην Άνω Τζουμαγιά (Blagoevgrad) στις 9 Δεκεμβρίου 1912 και ήταν το 8ο παιδί της οικογένειας. Λίγο καιρό μετά τη γέννησή του, η οικογένεια αναγκάστηκε να καταφύγει στο Σιδηρόκαστρο του Νομού Σερρών. Φοίτησε στο Δημοτικό και στο εξατάξιο Γυμνάσιο Σιντικής (Σιδηρόκαστρο) όπου κατέφυγε η οικογένεια. Το 1933 εισήχθη, μετά από εξετάσεις, πρώτος στη Σχολή ΤΤΤ (Ταχυδρομείο, Τηλέγραφος, Τηλέφωνο) στην Αθήνα, από την οποία αποφοίτησε δεύτερος, τον επόμενο χρόνο. Άρχισε την επαγγελματική του καριέρα στις 24 Δεκεμβρίου 1934 από το ΤΤΤ Σερρών και την ολοκλήρωσε ως επιθεωρητής-προϊστάμενος της Περιφερειακής Ταχυδρομικής Επιθεωρήσεως Μακεδονίας. Διετέλεσε για 5 χρόνια διδάσκων στην Ταχυδρομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Γνώριζε γαλλικά. Τον Νοέμβριο του 1956 κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του και πήρε το πτυχίο της Νομικής από το ΑΠΘ. Το 1963 του απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός του Βασιλικού Τάγματος Γεωργίου Α΄», γεγονός πολύ σημαντικό για την εποχή του, μετά τη συμμετοχή του σε άσκηση του ΝΑΤΟ.
Παντρεύτηκε με την Αγγελική Τσιάμη και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του έναν γιο, τον βιογραφούμενο Κωνσταντίνο.
Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, «ο πατέρας ήταν άντρας μετρίου αναστήματος, με μέτρια εμφάνιση και λίγο γεματούλης. Όταν ήμουν μικρός, με πήγαινε πολλές βόλτες, μου αγόραζε βιβλία και παιχνίδια, μου διάβαζε παραμύθια για να με κοιμίσει. Με συμβούλευε να είμαι σωστός άνθρωπος, δεν με πίεζε ιδιαίτερα με τα μαθήματα και με μάλωνε σπάνια και δικαιολογημένα, γιατί εγώ είχα κάνει αταξία και είχε δίκιο. Μου έκανε όσα χατίρια δεν θεωρούσε βλαβερά για μένα. Επίσης, ήταν πάντα πολύ ευγενικός με τη μητέρα μου. Πολλές φορές, όταν ερχόταν κουρασμένος στο σπίτι, του έλεγα χαριτολογώντας: «ήρθε ο Διοικητής» και πράγματι ήταν καλός διοικητής, αλλά διοικητής. Ήταν μία σημαντική φιγούρα και προσωπικότητα. Κάναμε μαζί διάφορα ταξίδια και φτάσαμε μέχρι το Εδιμβούργο. Του άρεσε πολύ και ήταν πολύ πιο χαρούμενος ταξιδεύοντας. Σε κάθε μέρος που επισκεπτόμασταν, με έβαζε να διαβάσω την ιστορία του. Για να πω την αλήθεια όλοι ήμασταν στα ταξίδια πιο χαρούμενοι, αν και η μητέρα μου δεν τα λάτρευε».
Ο Παντελής Αγγελίδης έφυγε πρόωρα από τη ζωή στις 9 Σεπτεμβρίου 1982 από καρκίνο οισοφάγου με γενικευμένη διάχυση στο πεπτικό σύστημα. Τα τελευταία του λόγια ήταν: «Αγγελική, να προσέχεις τον Κώστα».
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Ιωάννης Τσιάμης και γεννήθηκε το 1897 στη Νέα Ζίχνη, κωμόπολη του Νομού Σερρών, έδρα του ομώνυμου Δήμου και έδρα της παλιάς επαρχίας Φυλλίδος. Ο παππούς Ιωάννης ήταν ο πρώτος που πήρε το επίθετο «Τσιάμης» από τον δάσκαλό του κατά την εγγραφή του στο σχολείο, επειδή ήταν ψηλός. Μέχρι τότε το επίθετο ήταν «Γιαννάκης» από το όνομα του παππού, όπως συνηθιζόταν επί Τουρκοκρατίας. Αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο Σερρών και γνώριζε γαλλικά. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη βουλγαρική κατοχή εξορίστηκε στη Δοβρυτσά, στη Βόρεια Βουλγαρία, όπου έμαθε βουλγαρικά για να συνεννοείται με τους ντόπιους. Ήταν κτηματίας, παραγωγός σιταριού και καπνού, ασχολούμενος ταυτόχρονα με το εμπόριο και τη μεσιτεία καπνών για λογαριασμό εταιρείας της Θεσσαλονίκης. Παράλληλα διατηρούσε, μαζί με τον αδελφό του, εστιατόριο και ξενοδοχείο στη Νέα Ζίχνη. Ήταν ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας στην εποχή του και είχε εμφάνιση αστού: κοντό περιποιημένο μουστάκι, κομψά κοστούμια και τον χειμώνα φορούσε παλτό με βελούδινα πέτα. Άνθρωπος με αυστηρές αρχές, δεν έπινε, δεν έπαιζε χαρτιά, δεν ξενυχτούσε. Είχε δικό του άλογο και του άρεσε να ιππεύει. Αγαπούσε τα σκυλιά. Είχε συντηρητικές πολιτικές απόψεις και ήταν οπαδός του Λαϊκού Κόμματος και φιλοβασιλικός. Κατά το βενιζελικό κίνημα στην Ανατολική Μακεδονία (01.03-14.03.1935) εξορίστηκε στο Διδυμότειχο. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο συνεργάστηκε με τις «Εθνικές Αντιστασιακές Ομάδες» του Αντών Τσαούς.
Ο Ιωάννης Τσιάμης παντρεύτηκε τη Μαρίκα Χαλκιοπούλου και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι, την Αγγελική, μητέρα του βιογραφούμενου.
Ο παππούς Ιωάννης είχε μεγάλη αδυναμία στη μοναχοκόρη του. Δυστυχώς, έφυγε από τη ζωή πρόωρα, σε ηλικία 45 ετών το 1944 όταν, κατά τη συγκυριαρχία ΕΑΜ και βουλγαρικού στρατού, δολοφονήθηκε από τους αντάρτες κοντά στο χωριό Συκιά Σερρών. Το πτώμα του βρέθηκε μερικές μέρες αργότερα και ετάφη στις Σέρρες.
Η γιαγιά Μαρίκα γεννήθηκε στις Σέρρες το 1898. Τελείωσε το δημοτικό και πήγε σε 3-4 τάξεις στο εξατάξιο γυμνάσιο Σερρών. Εκεί γνωρίστηκε με τον μέλλοντα σύζυγό της. Εν συνεχεία, σπούδασε στην Αθήνα, στη Σχολή Νηπιαγωγών Καλλιθέας, μαζί με τη μικρότερη αδελφή της την Ευπραξία, η οποία, δυστυχώς, πέθανε κατά το λιμό της Νότιας Ελλάδας (Δεκέμβριος 1916-Ιούλιος 1917). Η Μαρίκα γύρισε στις Σέρρες αλλά δεν άσκησε το επάγγελμα γιατί παντρεύτηκε τον Ιωάννη και μετακόμισε στη Νέα Ζίχνη. Μετά τον θάνατο του συζύγου της, η οικογένεια μετακόμισε στις Σέρρες και τελικά στη Θεσσαλονίκη.
Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, «η γιαγιά Μαρίκα ήταν μετρίου αναστήματος, λεπτή και κομψή γυναίκα που ντυνόταν σύμφωνα με τη μόδα της εποχής. Κυρίως όμως ήταν “δασκάλα”. Αγαπούσε το διάβασμα, είχε αυστηρές αρχές και πίστευε ότι τα παιδιά πρέπει να έχουν όρια. Αγαπούσε και τα 7 εγγόνια της και ήθελε να μάθουμε γράμματα. Άρχιζε να προετοιμάζει εμένα και τα ξαδέλφια μου με το που πλησιάζαμε σε σχολική ηλικία. Σ’ εμένα προσωπικά, όταν ήμουν μαθητής Α΄ Δημοτικού είχε προχωρήσει στη διδασκαλία της ύλης της Β΄ Δημοτικού με αποτέλεσμα να μην παρακολουθώ τη δασκάλα στο σχολείο. Αργότερα, με συστηματική επανάληψη εμπέδωσα τη “γραμματική” γνώση που παραμένει. Με βοήθησε και στα γαλλικά στην Α΄ Γυμνασίου. Είχε αποκτήσει σημαντικές και πολύπλευρες γνώσεις στη Σχολή Νηπιαγωγών που εφάρμοσε στο μεγάλωμα των εγγονιών της. Μας έραβε τα αποκριάτικα κοστούμια μας και σε εμένα διέγνωσε αρχή ραχίτιδας-υποβιταμίνωσης D και έτσι άρχισα να πίνω μουρουνέλαιο που με βοήθησε. Επίσης διέγνωσε την πλατυποδία μου που διορθώθηκε απόλυτα με ειδικά παπούτσια που φορούσα για 3-4 χρόνια. Η φροντίδα της ήταν σφαιρική και διαρκής: όταν μου αγόρασαν το πρώτο μου κοστούμι, η γιαγιά έλεγξε την ποιότητα και αν μου πήγαινε. Την ίδια προσφορά είχε και προς τα υπόλοιπα εγγόνια της, με σταδιακή όμως μείωση, λόγω ηλικίας». Πέθανε ήσυχα στον ύπνο της, στις 29 Απριλίου 1982, όταν ο βιογραφούμενος ήταν πια γιατρός.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Αγγελική Τσιάμη, γεννήθηκε στη Νέα Ζίχνη Σερρών στις 20 Ιουλίου 1927. Φοίτησε στο σχολείο μέχρι την Γ’ τάξη του Γυμνασίου και διέκοψε, επειδή ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Αργότερα, με τη λήξη του πολέμου κατάφερε να πάρει το απολυτήριο του εξατάξιου Γυμνασίου, αλλά δεν εργάστηκε ποτέ και ασχολήθηκε με τα οικιακά. Όταν παντρεύτηκε, ήταν σε ηλικία 21 ετών και το πρώτο παιδί της ήταν ο βιογραφούμενος Κωνσταντίνος. Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, «η μητέρα μου ήταν δυναμική και αυστηρή γυναίκα. Μαγείρευε πολύ καλά και με φρόντιζε πολύ. Ήταν εξαιρετική οικοδέσποινα και υπερπροστατευτική με τους ανθρώπους που αγαπούσε. Στο σπίτι φρόντιζε και την πεθερά της. Εμένα με διάβαζε από την ώρα που πήγα στο σχολείο και αργότερα διάβαζε και φρόντιζε την εγγονή της, δηλαδή την κόρη μου. Φρόντιζε όλη την οικογένεια, έφτιαχνε γλυκά, σιδέρωνε, έλυνε σταυρόλεξα και ήταν διαχειρίστρια στην πολυκατοικία της, όπου συνεργαζόταν μάλιστα και με έναν φιλόλογο για τις ανακοινώσεις. Στήριγμα και σκέπη ήταν η μητέρα μου. Παρέμεινε ψηλή, όμορφη και πολύ μαμά ακόμη και μέχρι το τέλος». Η Αγγελική Τσιάμη απεβίωσε στις 5 Νοεμβρίου 2019, ύστερα από κάταγμα που υπέστη στο αριστερό μηριαίο οστό και μετεγχειρητικές επιπλοκές.
Ο βιογραφούμενος, Κωνσταντίνος Αγγελίδης, γεννήθηκε το 1949 στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στο Πειραματικό σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το οποίο θεωρούνταν ένα από τα καλύτερα σχολεία της πόλης. Όπως διηγείται ο βιογραφούμενος, «εκεί δεν μας έδωσαν μόνο πολλές γνώσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά μας έμαθαν τι θα πει σοβαρότητα, πειθαρχία και ουσιαστικός λόγος. Οι γονείς έπρεπε να επισκέπτονται το σχολείο υποχρεωτικά δύο φορές τον μήνα. Αν ένας μαθητής δεν πήγαινε καλά στις εξετάσεις, έπρεπε να φύγει από το σχολείο. Ο Διευθυντής του σχολείου που ήταν παιδαγωγός, επέλεγε τους καθηγητές και αρκετοί από αυτούς έκαναν στη συνέχεια ακαδημαϊκή καριέρα ως πανεπιστημιακοί. Οι καθηγητές του σχολείου ήταν και αυστηροί και φιλικοί. Όταν στα υπόλοιπα σχολεία η κάθε τάξη είχε 70 μαθητές, στο Πειραματικό δεν ξεπερνούσε τα 30 παιδιά η τάξη. Σε μία τάξη του 1966, πριν από εμένα, λέει ένας καθηγητής στον μαθητή: «είσαι γάιδαρος και να πας να το πεις στη μητέρα σου». Την άλλη μέρα, ρωτά ο καθηγητής τον μαθητή: «το είπες στη μητέρα σου;» «Ναι!» απαντά ο μαθητής, «της είπα ότι ο μαύρος (αυτό ήταν το παρατσούκλι του καθηγητή γιατί είχε μαύρα μαλλιά) μου είπε ότι είμαι γάιδαρος» και τότε γέλασαν όλοι. Μάλιστα ο καθηγητής του είπε: «καλός είσαι, άντε». Όταν μία μέρα η μητέρα μου ρώτησε τον φιλόλογο: «γιατί του βάλατε 19 στην Ιστορία;». «Γιατί έγραψε καλά» απάντησε ο καθηγητής. «Μα δεν διάβασε» του ανταπαντά η μητέρα μου». «Απάντησε, όμως, σωστά και αυτό μετράει» της είπε ο καθηγητής».
Κατά τα γυμνασιακά του χρόνια ο βιογραφούμενος είχε λίγες παρέες και δεν έκανε πολύ στενούς φίλους, ενώ διάβαζε αρκετά. Στο Λύκειο, όπως ομολογεί ο ίδιος, «άρχισαν τα πάρτι και οι έρωτες με τα κορίτσια. Στην αρχή ερωτεύτηκα την Ελένη, αλλά δεν κράτησε πολύ και μετά την Άννα, λίγο πριν αποφοιτήσω από το Λύκειο. Με την Άννα είχαμε κοινές αρχές και ταιριάζαμε περισσότερο, αλλά ήμασταν μικροί και πήραμε διαφορετικούς δρόμους».
Ο Κωνσταντίνος Αγγελίδης από παιδί ήθελε να γίνει εμποροπλοίαρχος, στη συνέχεια πιλότος και μετά αρχιτέκτονας, όπως συνηθιζόταν στη δική του γενιά. Κάποια ατυχήματα που συνέβησαν εκείνη την εποχή επηρέασαν αρνητικά τον ίδιο και την οικογένεια του στο να γίνει πιλότος, ενώ δεν στράφηκε στην αρχιτεκτονική, γιατί ο θείος του (αδελφός της μητέρας του), που ήταν ιατρός μικροβιολόγος και τον συμβούλευε να επιλέξει την Ιατρική, είχε πει το εξής καταπληκτικό: «Κάποια στιγμή η Ελλάδα θα κτιστεί ολόκληρη και θα σταματήσει να χτίζεται, ενώ οι άνθρωποι θα γεννιούνται και θα πεθαίνουν συνέχεια». Έτσι, ο βιογραφούμενος επηρεάστηκε από τον θείο του και επέλεξε να σπουδάσει Ιατρική. Αποφοίτησε από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και πήρε ειδικότητα Ορθοπεδικού. Ως ιατρός αντιμετώπισε πολλά δύσκολα περιστατικά, ιδιαίτερα πασχόντων από οστεομυελίτιδα, η οποία άφηνε, συχνά, αναπηρία. Όπως αναφέρει ο ίδιος, «στην Ιατρική με βοήθησε το απίστευτο πείσμα μου και ο δημιουργικός εγωισμός μου, απόρροια του γεγονότος ότι ήμουν μοναχοπαίδι. Για παράδειγμα, έλεγα ότι αυτό το δύσκολο περιστατικό θα το καταφέρω και ήθελα να κάνω τα πάντα, ώστε να νοιώσει ο ασθενής καλά. Την Ορθοπεδική τη διάλεξα γιατί είναι μία ειδικότητα που κινείται σε συγκεκριμένο πλαίσιο. Πάντα ήμουν φιλικός με τους ασθενείς μου και πρώτα απ’ όλα Άνθρωπος. Ένοιωθα αληθινή ευτυχία κάθε φορά που πετύχαινα τη θεραπεία ενός ασθενή».
Στην ηλικία των 35 ετών ο Κωνσταντίνος Αγγελίδης γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, την Ανθή Πορφυριάδου, η οποία γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από Πόντιους γονείς. Η Ανθή είναι πτυχιούχος Αισθητικός, Φυσικοθεραπεύτρια, Γιατρός με διδακτορικό στην Ιατρική Σχολή ΑΠΘ. Ήταν καθηγήτρια στο Τμήμα Φυσικοθεραπείας Α-ΤΕΙ Θεσσαλονίκης και τώρα είναι συνταξιούχος.
Όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, «η Ανθή είναι μία γυναίκα μέτριας εμφάνισης, αλλά πολύ γλυκιά, άνθρωπος εκδηλωτικός και ζεστός, εξαιρετικά δραστήρια γυναίκα, πολυπράγμων και λάτρης των ταξιδιών». Στα σπουδαστικά της χρόνια και στον επαγγελματικό της χώρο ήταν συνδικαλίστρια και έχει έντονη ενασχόληση με τα πολιτιστικά ποντιακά δρώμενα ως ενεργό μέλος των σημαντικών Ποντιακών Σωματείων της Μακεδονίας. Συνεχής είναι και η παρουσία της στην πολιτική σκηνή. Στα μαθητικά της χρόνια ανήκε στη Νεολαία Λαμπράκη και μετά τη διάλυσή της και την 7ετία στράφηκε στα δεξιά του πολιτικού χώρου, στη Νέα Δημοκρατία. Ο βιογραφούμενος αναφέρει για τη γυναίκα του ότι «πάντα ήταν βασιλική, γι’ αυτό η κόρη μας είπε κάποτε “είμαι στρουμφάκι με κορώνα”». Είναι στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, υποψήφια στο ψηφοδέλτιο Β΄ Θεσσαλονίκης και διετέλεσε νομαρχιακή σύμβουλος και Αντινομάρχης με τον Παναγιώτη Ψωμιάδη.
Ο Κωνσταντίνος Αγγελίδης αναφερόμενος στη γυναίκα του λέει: «Με εντυπωσιάζει που είναι πολυπράγμων και δεν είναι μία κλασική μητέρα και σύζυγος. Λόγω των δραστηριοτήτων της, έλειπε πολλές ώρες από το σπίτι και γι’ αυτό στην ανατροφή της κόρης μας βοήθησε πολύ η μητέρα μου και η πεθερά μου».
Η κόρη του βιογραφούμενου, Αγγελική Αγγελίδου, γεννήθηκε το 1983. Είναι μοναχοπαίδι, παρόλο που μικρή ήθελε να έχει αδέλφια. Λατρεύει τα αγωνιστικά αυτοκίνητα και έχει λάβει μαύρη ζώνη στις πολεμικές τέχνες. Έχει πτυχία Ιατρικών Μηχανημάτων και Ζωικής Παραγωγής. Το τελευταίο της πτυχίο είναι στη Φυσικοθεραπεία, με μεταπτυχιακά σε κακώσεις στο γόνατο και κακώσεις σε πολεμικές τέχνες. Επαγγελματικά έχει δημιουργήσει Εργαστήριο Φυσικοθεραπείας στη Θεσσαλονίκη. Τελευταία, οργανώνει «Ιππικό Όμιλο» στη Χρυσούπολη Καβάλας με σκοπό την τουριστική ιππασία στο Δέλτα του ποταμού Νέστου και την Ιπποθεραπεία (Θεραπευτική Ιππασία) σε άτομα με κινητικά προβλήματα. Γνωρίζει άπταιστα αγγλικά.
Σήμερα ο βιογραφούμενος είναι συνταξιούχος και παρακολουθεί με ενδιαφέρον τη δημόσια πολιτική ζωή της χώρας. Όπως εξομολογείται, «με έχουν στεναχωρήσει και πληγώσει οι τελευταίες εξελίξεις στο Μακεδονικό».
Αξίζει να γίνει μία σύντομη αναφορά σε ιστορικές και γεωγραφικές πληροφορίες των τόπων καταγωγής των προγόνων του βιογραφούμενου, τόπους που, λόγω των ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων και των πολεμικών συγκρούσεων και αναταράξεων του 20ού αιώνα, επηρεάστηκαν σημαντικά, παρασέρνοντας μαζί στις αλλαγές αυτές και τις οικογένειες τόσων Ελλήνων.
Το Σιδηρόκαστρο, τόπος καταγωγής του παππού του από την πλευρά του πατέρα του, βρίσκεται βορειοδυτικά των Σερρών σε απόσταση 25 χιλιομέτρων, ανάμεσα στα όρη της Bροντούς και του Aγκύστρου από βορρά και του ποταμού Στρυμώνα από δυτικά. Αποτελεί έδρα του Δήμου Σιντικής και είναι ο τελευταίος Δήμος της Ελλάδας στην έξοδο της χώρας προς τη Βουλγαρία. Το Σιδηρόκαστρο είναι αμφιθεατρικά κτισμένο στους πρόποδες του Ίσσαρη, πανύψηλου κι απόκρημνου γρανιτένιου, γκρίζου βράχου που δεσπόζει ανατολικά και στους τριγύρω λόφους του. Το Σιδηρόκαστρο είναι τόπος με μακραίωνη ιστορία, που φτάνει μέχρι την παλαιολιθική εποχή. Το 1383, το Σιδηρόκαστρο καταλήφθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία για πέντε περίπου αιώνες. Το 1912 έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση και το 1913 τη διοίκησή του ανέλαβαν οι Βούλγαροι. Το διάστημα εκείνο, τις τελευταίες ημέρες της κατοχής της περιοχής και γνωρίζοντας πως ο ελληνικός στρατός προελαύνει, ο βουλγαρικός στρατός προέβη σε πρωτοφανείς σφαγές και ποικίλες βιαιότητες. Οι Βούλγαροι συνέλαβαν στις 25 Ιουνίου 1913 στο Σιδηρόκαστρο τον Μητροπολίτη Μελενίκου και Σιδηροκάστρου Κωνσταντίνο Ασημιάδη και τον κατακρεούργησαν. Μαζί με τον Μητροπολίτη, μαρτυρικό θάνατο βρήκαν ο πρωθιερέας Σταύρος και ο πρόκριτος Θωμάς Παπαχαριζάνος. Την επομένη, ημέρα Τετάρτη, σφαγιάσθηκαν από τον Βουλγαρικό στρατό κατοχής 148 κάτοικοι του Σιδηροκάστρου. Οι Βούλγαροι έσυραν τα σώματα του Μητροπολίτη και των άλλων εκτελεσθέντων και τα έριξαν σε λάκκο με ασβέστη. Επίσης ο βουλγαρικός κατοχικός στρατός, πριν αποχωρήσει, προέβη σε βιασμούς, εμπρησμούς οικιών και καταστημάτων Ελλήνων και ληστείες αφήνοντας πίσω εικόνα καταστροφής και φόβου. Στις 27 Ιουνίου 1913, το Σιδηρόκαστρο καταλαμβάνεται από τον Ελληνικό στρατό. Οι κάτοικοι του Σιδηρόκαστρου είναι γηγενείς και πρόσφυγες από διάφορα μέρη: Μικρασιάτες, Mελενίκοι που ήρθαν το 1913 από το Mελένικο, Θρακιώτες που ήρθαν από την Ανατολική Θράκη το 1922 με τη Μικρασιατική Καταστροφή, Πόντιοι από τον Πόντο, Βλάχοι και τη τελευταία δεκαετία, παλιννοστούντες Eλληνοπόντιοι από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Στο Σιδηρόκαστρο βρίσκεται το ιστορικό οχυρό Pούπελ που λειτούργησε ως φραγμός στην προέλαση των Γερμανοβουλγαρικών δυνάμεων, το 1941.
Η Ανατολική Μακεδονία το 1912 έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση και το 1913 ανέλαβαν τη διοίκηση της περιοχής οι Βούλγαροι. Στις 28 Ιουνίου 1913 η πόλη των Σερρών πυρπολήθηκε άγρια από τους Βουλγάρους, καθώς αυτοί οπισθοχωρούσαν προβλέποντας την ήττα τους από τον Ελληνικό Στρατό που προήλαυνε. Στις 29 Ιουνίου 1913, η πόλη απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στρατό. Τον Αύγουστο του 1916, μονάδες του Βουλγαρικού Στρατού κατέλαβαν πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας βίαια για δεύτερη φορά μετά την Α΄ Βουλγαρική Κατοχή το έτος 1913. Στη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) ο ελληνικός πληθυσμός στις πόλεις και τα χωριά υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και συλλήψεις, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική Βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό Βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες έχασαν τη ζωή τους. Ταυτόχρονα εφαρμόστηκε από τους Βούλγαρους ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων της Ανατολικής Μακεδονίας σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Ενδεικτικά την περίοδο της Βουλγαρικής κατοχής εξορίστηκαν από την πόλη των Σερρών και τα χωριά 3.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Βουλγαρίας ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία, ενώ το καλοκαίρι του 1918 συνελήφθησαν άλλοι 5.000 περίπου άνδρες και εκτοπίστηκαν στη Βουλγαρία και αυτοί ως όμηροι στα τάγματα εργασίας. Μετά την ήττα του βουλγαρικού στρατού και την επακόλουθη ανακωχή, τον Σεπτέμβριο του 1918, όσοι όμηροι επέζησαν από τις κακουχίες και τα καταναγκαστικά έργα επέστρεψαν σε άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση. Η επισιτιστική και ανθρωπιστική κρίση που δημιουργήθηκε σε βάρος των Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας στη διάρκεια της Β΄ Βουλγαρικής κατοχής, διαπιστώθηκε σε όλο το εύρος της μετά την απελευθέρωση των περιοχών οπότε και οργανώθηκαν συσσίτια, πρόχειρα νοσοκομεία και διανομή ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού.
Η Νέα Ζίχνη, τόπος καταγωγής του παππού του από την πλευρά της μητέρας του, βρίσκεται στη νότια πλαγιά του Mενοικίου, νοτιοανατολικά των Σερρών σε απόσταση 27χλμ. από το κέντρο τους. Αρχικά η πόλη χτίστηκε στις όχθες της (τώρα αποξηραμένης) λίμνης του Αχινού. Το αρχαίο της όνομα ήταν Ίχνα. Απελευθερώθηκε από τους Βουλγάρους κατά τον B΄ Βαλκανικό Πόλεμο το 1913 και ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος μαζί με την πόλη των Σερρών.
Ο βιογραφούμενος γεννήθηκε και ζει στη Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη από την εποχή της ίδρυσής της από τον Κάσσανδρο ως μια ακμάζουσα Ελληνιστική πόλη μέχρι την Οθωμανική κυριαρχία, αξιοποιεί τη στρατηγική της θέση και αναπτύσσεται σε μια πολυπολιτισμική πόλη. Από το 1912, με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και την ενσωμάτωση της περιοχής στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Με την ένταξή της στον κορμό του Ελληνικού Κράτους το 1912, ο πληθυσμός της πόλης παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές με τη μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού και την αντικατάστασή του από προσφυγικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι πληθυσμιακές μεταβολές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης με την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική της αναδιοργάνωση επιταχύνθηκε από τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας Ελληνικής διοίκησης να προσθέσει αρχαιοελληνικά και ευρωπαϊκά στοιχεία στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, που οδήγησε στην καταστροφή αρκετών οθωμανικών λατρευτικών και λειτουργικών κτιρίων. Οι σημαντικότερες πληθυσμιακές μεταβολές παρατηρούνται με το ολοκαύτωμα της ακμαίας Εβραϊκής κοινότητας από τα ναζιστικά στρατεύματα την περίοδο της τριπλής κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εγκατάσταση του Μικρασιατικού και Θρακιώτικου προσφυγικού πληθυσμού έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και με την εσωτερική μετανάστευση που παρατηρείται κατά τη δεκαετία του ’50 και μεταγενέστερα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.