O Ιωάννης Φεργαδιώτης γεννήθηκε στη Λήμνο, το 1942. Έχει σπουδάσει Μηχανολόγος στη Γερμανία, στην ειδικότητα Παραγωγή. Σήμερα είναι ιδιοκτήτης της εταιρείας με την επωνυμία «Φ.I.A. ΦEPΓAΔIΩTH M.E.Π.E.-Συστήματα Συνθετικών Κουφωμάτων», που δραστηριοποιείται στο χώρο κατασκευής κουφωμάτων από PVC. Είναι παντρεμένος με την Αθηνά Φεργαδιώτη και έχουν αποκτήσει ένα παιδί.
Το όνομα Φεργαδιώτης προέρχεται από τα πλοία φρεγάτες. Ένας πρόγονος της οικογένειας είχε τρεις φρεγάτες.
H απώτερη καταγωγή του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, είναι από τη Σμύρνη της Mικράς Ασίας. H Σμύρνη, σημερινή Iσμίρ, είναι η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας μετά την Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα και ο σημαντικότερος εισαγωγικός και εξαγωγικός λιμένας της Τουρκίας με πληθυσμό 3.210.465 κατοίκους. Βρίσκεται στον Ανατολικό μιχό του ομωνύμου κόλπου της Σμύρνης, απέναντι της νήσου Χίου, στα κεντρικά Τουρκικά παράλια του Αιγαίου Πελάγους. Πρόκειται για μία από τις αρχαιότερες πόλεις και λιμένες της Μεσογείου, της Αρχαίας Ιωνίας. Ιδρύθηκε περί το 3.000 π.χ. και επέζησε μέχρι σήμερα. Στη μακραίωνη ιστορία της έχει αλλάξει δύο θέσεις. H πρώτη των προϊστορικών χρόνων που αναφέρει ο Στράβων ως «παλαιά Σμύρνη» και δεύτερη που έκτισε ο Μέγας Αλέξανδρος και οι επίγονοί του κατά την Ελληνιστική περίοδο. Κατοικήθηκε από Ελληνικούς πληθυσμούς από την αρχαιότητα μέχρι και το 1922. Μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή, το 1922, η Σμύρνη, μόνο η πόλη αριθμούσε 370.000 κατοίκους εκ των οποίων 165.000 ήταν Έλληνες, 80.000 Οθωμανοί Τούρκοι, 55.000 Εβραίοι, 40.000 Αρμένιοι, 6.000 Λεβαντίνοι και 30.000 διάφοροι άλλοι ξένοι. Επικρατούσα γλώσσα ήταν η Ελληνική. H πόλη είχε ένα καθαρό ελληνικό χρώμα με ανεπτυγμένο εμπόριο και πολιτιστικές εκδηλώσει έτσι ώστε να αποκαλείται από τους Τούρκους ως «Γκιαούρ Iσμίρ», που σημαίνει Σμύρνη των άπιστων. H Σμύρνη προ της καταστροφής της το 1992, είχε 16 Ορθόδοξους Ναούς, σημαντικότερος των οποίων ήταν ο μεγάλος Μητροπολιτικός Ναός της Αγίας Φωτεινής με το μεγαλοπρεπές και εξαίρετης τέχνης μαρμάρινο κωδωνοστάσιο που χτίστηκε το 14ο αι., καταστράφηκε από σεισμό το 1688, ανοικοδομήθηκε το 1690, και επανοικοδομήθηκε το 1692 μετά από πυρκαγιά. Τόσο ο Ναός όσο και το κωδωνοστάσιο ανατινάχτηκαν με δυναμίτιδα από τους Τούρκους μετά την καταστροφή. Σήμερα από τους 16 Ορθόδοξους Ναούς σώζονται μόνο δύο, ο Άγιος Bουκόλος (Aι Bούκλας) και ο Τίμιος Πρόδρομος της Λυγαριάς. Από τα Ελληνικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα τα σημαντικότερα ήταν η «Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης» (αρρένων) και το «Κεντρικόν Παρθεναγωγείον» (θηλέων). H πνευματική κίνηση των Ελλήνων στη Σμύρνη άρχισε να αναπτύσσεται στις αρχές του 19ου αι. Πρώτος που φέρεται να ίδρυσε κοινωνικό Πνευματικό Κέντρο ήταν ο Κωνσταντίνος Oικονόμος, που ίδρυσε την «Ιωνική Λέσχη», που διατηρήθηκε μέχρι το 1922. Ακολούθησαν το «Μουσείο» το 1838, το «Φιλολογικό Μουσείο» το 1854 κ.ά. Ιδιαίτερη ανάπτυξη είχε σημειώσει και η ελληνική δημοσιογραφία με την αρχαιότερη Ελληνική εφημερίδα, την «Αμάλθεια» που εκδιδόταν από το 1838 μέχρι το 1922. Στη Σμύρνη λειτουργούσαν δεκαεπτά τυπογραφεία και κυκλοφορούσαν 134 εφημερίδες.
O παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Ιωάννης Φεργαδιώτης και ζούσε στη Σμύρνη. Μετά την καταστροφή της Σμύρνης, το 1922, ήρθε στη Λήμνο. Η Λήμνος είναι το όγδοο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και βρίσκεται στο βόρειο Αιγαίο, στο Θρακικό πέλαγος. Πρωτεύουσα και κύριο λιμάνι της Λήμνου είναι η Μύρινα, που πήρε το όνομα της γυναίκας του πρώτου βασιλιά του νησιού, του Θόαντα. Ως το 1955 η Μύρινα ονομαζόταν Κάστρο, ονομασία που επικράτησε κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο και άτυπα ακόμα έτσι αποκαλείται από τους παλιότερους Λημνιούς. Το όνομα Λήμνος είναι πανάρχαιο, αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, και κατά μία εκδοχή είναι φοινικική και σημαίνει λευκή. Η ονομασία αυτή δόθηκε στο νησί επειδή, καθώς είναι επίπεδο και άδενδρο, παρουσιάζει από μακριά λευκή όψη. Κατά άλλες εκδοχές, το όνομα Λήμνος προέρχεται είτε από την ομηρική λέξη Λήιον, που προσδιορίζει το σπαρμένο χωράφι, τον αγρό, ή από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις “ληίς” (που σημαίνει κοπάδι) + “μήλο” (που σημαίνει πρόβατο), δηλαδή νήσος κοπαδιών αιγοπροβάτων. Η τελευταία αυτή εκδοχή φέρεται και η επικρατέστερη, επειδή η Λήμνος είναι το πεδινότερο νησί του Αιγαίου με μεγάλη παραγωγή αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων από την αρχαιότητα. Στους κλασικούς χρόνους ήταν ο σιτοβολώνας της αρχαίας Αθήνας, από την οποία άλλωστε κατελήφθη, και αργότερα ο προμηθευτής σιταριού της αυτοκρατορικής αυλής του Βυζαντίου. Ακόμα και σήμερα, το σήμα κατατεθέν της Λήμνου είναι τα σπαρμένα σιταροχώραφα που φθάνουν ως την άκρη της θάλασσας. Κατά την μυθολογία, η Λήμνος είναι το νησί του Ηφαίστου. Οι ανασκαφές στην Πολιόχνη αποκάλυψαν μεγάλο προϊστορικό οικισμό που παρουσιάζει ομοιότητες με εκείνον της Τροίας. Τιμώντας το μεταλλουργό θεό, οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν Ηφαιστία την πόλη που ίδρυσαν στο νησί. Η εισαγωγή της αμπελοκαλλιέργειας στο νησί συνδέθηκε με τον Θόαντα, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης. Τον 14ο-13ο αιώνα π.Χ., η Λήμνος απέκτησε αξία ως ενδιάμεσος σταθμός, όπως είναι γνωστό από την Αργοναυτική εκστρατεία και από τον Τρωικό πόλεμο. Τουλάχιστον από τον 8ο αιώνα π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο οι Πελασγοί, οι οποίοι ήρθαν διωγμένοι από την Αττική. Οι Πελασγοί ήταν εξαίρετοι ναυτικοί και σε αυτούς αποδίδεται ο εξοπλισμός των πολεμικών πλοίων με έμβολο. Επίσης, ήταν μεταλλουργοί και διακρίθηκαν στο εμπόριο και στις τέχνες. Στην Ηφαιστία, η αρχαιολογική σκαπάνη έχει βρει το νεκροταφείο τους και δυο μεγάλα και πλούσια Ιερά αφιερωμένα στη Μεγάλη θεά Λήμνο και στους Κάβειρους, γιους του Ήφαιστου. Σε αυτά βρέθηκαν εξαιρετικής τεχνοτροπίας ειδώλια, όπως σφίγγες, σειρήνες κ.ά. Οι Πελασγοί κυριάρχησαν στη Λήμνο για πολλούς αιώνες, ως το 511, οπότε ηττήθηκαν από τον στρατηγό των Περσών Οτάνη, έπειτα από γενναία αντίσταση. Το 499π.Χ κατέλαβαν τη Λήμνο οι Αθηναίοι με το Μιλτιάδη, αλλά το 494π.Χ την ανακατέλαβαν οι Πέρσες, που την κράτησαν ως το 479πΧ. Μάλιστα, στη Λήμνο απεβίωσε μετά τη μάχη του Μαραθώνα ο πρώην τύραννος της Αθήνας και συνεργάτης των Περσών, Ιππίας. Οι Πελασγοί της Λήμνου έγραφαν τη γλώσσα τους με ελληνικούς χαρακτήρες, αιολικού τύπου, όπως προκύπτει από τις επιγραφές της διάσημης Στήλης των Καμινίων, αλλά και από θραύσματα επιγραφών της Ηφαιστίας. Οι επιγραφές αυτές αποτελούν τα μοναδικά γραπτά μνημεία των Πελασγών, γεγονός που τις κάνει πολύ σημαντικές. Η χρήση του αιολικού αλφαβήτου, προδίδει τη συγγένεια που είχαν με τα ελληνικά φύλα. Σύμφωνα με κάποιους ερευνητές στις επιγραφές περιέχονται λέξεις με ρίζες που ανάγονται στην αρχέγονη ελληνική γλώσσα. Από την Ελληνιστική μέχρι τη Βυζαντινή περίοδο το νησί δέχτηκε πολλές επιδρομές. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας το νησί περνάει σε παρακμή. Η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό ήρθε στις 8 Οκτωβρίου 1912 από τον ελληνικό στόλο με επικεφαλής το Ναύαρχο Κουντουριώτη. Στις 31 Οκτωβρίου 1918, στο Μούδρο της Λήμνου συνομολογήθηκε μεταξύ των Συμμαχικών δυνάμεων και της Τουρκίας, συνθήκη ανακωχής, που σήμανε ουσιαστικά τη λήξη του αιματηρού Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο Β’ Παγκόσμιος πόλεμος έφερε στη Λήμνο τη Γερμανική κατοχή μέχρι τις 16 Οκτωβρίου 1944. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο η Λήμνος έγινε τόπος εξορίας των ηττημένων στον εμφύλιο σπαραγμό αριστερών και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στο νησί προκάλεσαν μαζική μετανάστευση τόσο προς το εσωτερικό της χώρας, όσο και προς το εξωτερικό κυρίως προς Αυστραλία, Γερμανία, Η.Π.Α., Νότια Αφρική και Καναδά. Εκκλησιαστικά η Λήμνος μαζί με τη νήσο Άγιος Ευστράτιος αποτελεί ιδιαίτερη Μητρόπολη, της οποίας η έδρα είναι στη Μύρινα. Η Λήμνος έχει μεγάλη παράδοση σε τοπικά προϊόντα, όπως τα γαλακτοκομικά, το μέλι, τα σιτηρά και διαθέτει μεγάλη ποικιλία κρασιών, λευκών και κόκκινων με ιδιαίτερη γεύση λόγω του ηφαιστειογενούς εδάφους της. Η πιο γνωστή ποικιλία κόκκινου κρασιού είναι το καλαμπάκι ή λημνιό (ονομασία προέλευσης).Σε ότι αφορά το λευκό κρασί η πιο δημοφιλής ποικιλία είναι το μοσχάτο Αλεξανδρείας. Επίσης γνωστά είναι και κάποια παραδοσιακά γλυκά της, όπως τα “βενιζελικά” (τα οποία πήραν το όνομά τους από το γεγονός ότι άρεσαν πολύ στον Ελ. Βενιζέλο που τα δοκίμασε κατά την επίσκεψή του στη Λήμνο μετά την απελευθέρωση του νησιού) και οι “σαμσάδες” (σιροπιαστό γλυκό με σουσάμι τυλιγμένο σε φύλλο).
Στη Σμύρνη ο Ιωάννης Φεργαδιώτης ήταν ένας εύρωστος επιχειρηματίας και ασχολούνταν με την ποτοποιία. Έφτιαχνε κονιάκ, μπύρα και άλλα ποτά. Είχε επίσης καΐκια. Παντρεύτηκε με την Αθηνά, που μεγάλωσε στη Bραίλα της Ρωσίας και καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Παντρεύτηκαν στη Σμύρνη και από το γάμο τους απέκτησαν πέντε παιδιά. Τον Αλέκο, πατέρα του βιογραφούμενου, τον Ευάγγελο, τη Βασιλεία, τη Δέσποινα και το Γιώργο.
O Ιωάννης Φεργαδιώτης άφησε πίσω στη χαμένη πατρίδα ένα πολυτελέστατο σπίτι και εγκαταστάθηκε στο λιμάνι της Mύρινας, όπου κατοικεί μέχρι σήμερα. Η Μύρινα είναι παράλια κωμόπολη, πρωτεύουσα της Λήμνου και έδρα του ομώνυμου δήμου. Διοικητικά ανήκει στο Δήμο Λήμνου της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. Είναι χτισμένη στη δυτική ακτή του νησιού και βρίσκεται μεταξύ δύο φρουρίων, αποτελώντας τον κυριότερο οικισμό του νησιού. Διαθέτει αρχαιολογικό μουσείο και κοντά της βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας Μύρινας, η οποία μαζί με την Ηφαιστία ξεχώριζαν ως οι σημαντικότερες πόλεις του νησιού κατά την αρχαιότητα. Η πόλη της Μύρινας κατοικήθηκε πριν από την εποχή του χαλκού, όπως προκύπτει από αρχαιότητες που έχουν βρεθεί. Στη διάρκεια των πέντε χιλιετιών που πέρασαν από τότε ήταν πάντοτε κατοικημένη σε διάφορα σημεία της έκτασης που καταλαμβάνει η σημερινή πόλη. Σταθερό σημείο αναφοράς όλων των ιστορικών περιόδων αποτελεί η οχυρωμένη χερσόνησος, ύψους 120 μ. περίπου, η οποία δεσπόζει μεταξύ των δύο όρμων και παρείχε προστασία και ασφάλεια. Το όνομά της το πήρε από τη Μύρινα, κόρη του βασιλιά της Ιωλκού Κρηθέα και συζύγου του πρώτου βασιλιά της Λήμνου, του Θόαντα. Η ίδρυσή της ανάγεται στο 12ο ή 13ο αιώνα π.Χ., εποχή που στη Λήμνο κυριαρχούσαν οι Μινύες και πιθανότατα τότε χτίστηκε και το πρώτο κάστρο. Το σημερινό κάστρο χτίστηκε το 1186 από τον Ανδρόνικο Α’ Κομνηνό. Κατά τον μεσαίωνα και τους βυζαντινούς χρόνους η πόλη είχε την δεύτερη θέση στο νησί μετά από την Ηφαιστία αρχικά και τον Κότζινο (Kότσινο ή Κότσινα) αργότερα. Πρωτεύουσα θέση πήρε πάλι στα ύστερα βυζαντινά χρόνια και την περίοδο της τουρκοκρατίας. Η ονομασία Κάστρο διατηρήθηκε μέχρι το 1955 που μετονομάστηκε σε Μύρινα. Όμως, η προϊστορική, όπως και η ιστορική Μύρινα, κρύβει πολλά μυστικά, τα οποία είναι θαμμένα κάτω από τη σημερινή πόλη, η οποία είναι κτισμένη στην ίδια θέση με την αρχαία. Η ονομασία Μύρινα προήλθε από τη θυγατέρα του βασιλιά της Ιωλκού, την οποία πήρε σύζυγο ο Θόας, πρώτος βασιλιάς της Λήμνου. Συνεπώς, ανάγεται στα χρόνια που κυριάρχησαν οι Μινύες στο νησί, δηλαδή κατά το 13ο αιώνα π.Χ. Ακολουθεί η αθηναϊκή περίοδος, κατά την οποία η Μύρινα και η Ηφαιστία συνιστούν τη Δίπολη Λήμνο. Άλλοτε εκδίδουν δικά τους νομίσματα κι άλλοτε έχουν ένα κοινό. Έξω από την πόλη υπάρχει ιερό της θεάς Άρτεμης και η Μύρινα καθιερώνεται ως το δυτικό λιμάνι του νησιού. Το κάστρο της πόλης καλύπτει έκταση 144 στρεμμάτων. Σε μια πρώιμη μορφή κτίστηκε στις αρχές του 12ου αιώνα και οι οχυρώσεις του ενισχύθηκαν το 1185 από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Κομνηνό. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε ό,τι υλικό είχε απομείνει από την κλασική ακρόπολη της πόλης, η οποία έτσι εξαφανίστηκε. Σε όλες τις εποχές αποτελούσε το ισχυρότερο φρούριο της Λήμνου γι’ αυτό και η πόλη ονομαζόταν Κάστρο από τα ύστερα βυζαντινά χρόνια μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Το 1214 ο Λεονάρδος Ναβιγκαγιόζι κληρονόμησε το μισό νησί μαζί με το κάστρο της Μύρινας, καθώς και τον τίτλο του Μέγα Δούκα της Λήμνου, σε αντίθεση με τα αδέρφια του που πήραν κάστρα και εδάφη, αλλά όχι τον τίτλο. Η πράξη αυτή δείχνει ότι οι Ενετοί είχαν δώσει προτεραιότητα στη Μύρινα και θεωρούσαν το ασφαλές κάστρο της ως έδρα του Δούκα του νησιού. Από την εποχή αυτή αυξάνει η σημασία της πόλης, η οποία αναφέρεται ως Παλαιόκαστρο και λειτουργεί αγορά. Το 1355 η μονή Μεγίστης Λαύρας διατηρούσε εμπορείον στο Παλαιόκαστρο. Η ονομασία Paleocastro επαναλαμβάνεται από πολλούς περιηγητές ως τα τέλη του 17ου αιώνα Το 1479 οι Ενετοί, αφού παρέδωσαν τη Λήμνο στους Οθωμανούς, αναχώρησαν από το νησί μαζί με τους λατινίζοντες κατοίκους, με αποτέλεσμα η Μύρινα αλλά και ο Κότσινος να ερημώσουν. Οι Οθωμανοί εγκατέστησαν στο κάστρο τη φρουρά και τις οικογένειές τους και σχεδόν αμέσως, στα χρόνια του σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄ (1481-1512), μετέφεραν στο Παλαιόκαστρο (Baly Kesri) τους κατοίκους του Burun Hisãr, δηλαδή του κάστρου του ακρωτηρίου της Πλάκας. Λίγα χρόνια αργότερα εγκαθίσταται στην πόλη ο ορθόδοξος μητροπολίτης, ο οποίος ως τότε είχε ως έδρα τη μονή Αγίου Παύλου κοντά στο Λιβαδοχώρι. Η οικιστική ανάπτυξη συνεχίστηκε. Το 1685-95 είχε ωραία και σύγχρονα κτίρια και ήταν πυκνοκατοικημένη κυρίως από Τούρκους και από ξένους εμπόρους. Ήταν κτισμένη δυτικά του κάστρου, στη γλώσσα στεριάς ανάμεσα στις δυο ακτές. Η κυρίως πόλη είχε περίμετρο 600 βήματα αλλά τα σπίτια απλώνονταν αραιά στην πεδιάδα, ήταν στολισμένα με φυτά και τα αμπέλια έφθαναν ως τη θάλασσα προσφέροντας μια όμορφη εικόνα. Την περίοδο αυτή αναφέρονται τρεις εκκλησίες, από τις οποίες γνωρίζουμε τις δύο: το νέο μητροπολιτικό ναό που είχε κτιστεί το 1724 και τον Άγιο Νικόλαο που υπήρχε στην καρδιά της τουρκικής συνοικίας ως το 1840 περίπου και ίσως είχε χτιστεί πάνω σε αρχαίο ναό του Ποσειδώνα. Συνεπώς, στις αρχές του 18ου αιώνα η πόλη έχει αποκτήσει πλέον τη φυσιογνωμία που είχε ως το 1922. Φέρει το ίδιο όνομα και έχει το ίδιο μέγεθος, δεδομένου ότι και στις απογραφές του 19ου αιώνα είχε 400-450 οικογένειες χριστιανών. Έχουν διαμορφωθεί οι συνοικίες των δυο κοινοτήτων, οι οποίες ζούσαν αρμονικά αλλά ήταν διαχωρισμένες. Στα μέσα του 19ου αιώνα το Κάστρο αποτελούσε πλέον το διοικητικό, εμπορικό κι εκπαιδευτικό κέντρο του νησιού. Ως το τέλος του 19ου αιώνα η πόλη άλλαξε όψη με τη συνδρομή των εύπορων πλοιοκτητών και των ομογενών. Στο Ρωμαίικο Γιαλό χτίστηκαν εντυπωσιακά αρχοντικά, με αποτέλεσμα η περιοχή ν’ αποκτήσει κοσμοπολίτικο χαρακτήρα. Τα περισσότερα σώζονται και κοσμούν την περιοχή μέχρι σήμερα. Με την απελευθέρωση οι τρεις συνοικίες της πόλης συγκρότησαν το Δήμο Κάστρου. Μετά το 1923 εγκαταστάθηκε στην πόλη το 30% των προσφύγων που ήρθαν στο νησί, δηλαδή 1350 άτομα περίπου. Εγκαταστάθηκαν στα σπίτια της τουρκικής συνοικίας, καθώς και σε καινούργια που κτίστηκαν νότια του Τούρκικου Γιαλού. Η συνοικία αυτή ονομάστηκε Νέα Μάδυτος, αλλά στη λαϊκή γλώσσα καθιερώθηκε ως τα Μαϊτιανά. Αν και η πόλη πήρε την αρχαία ονομασία, ακόμα πολλοί Λημνιοί αποκαλούν “Κάστρο” την πόλη και “Καστιρνούς” τους κατοίκους. Την επωνυμία “Κάστρο” φέρει και ο Σύλλογος Μυριναίων της Αθήνας. Η σημερινή πόλη περιλαμβάνει τις συνοικίες Ανδρόνι, από παλιό ναό του Αγίου Ανδρόνικου, και Τσας, που προέρχεται από την ομόηχη ρώσικη λέξη που σημαίνει “παρατηρητήριο”. Ολόκληρη η πόλη έχει ένα αυθεντικό και παραδοσιακό στυλ. Είναι πολύ όμορφη με τα γραφικά δρομάκια της, την αγορά, το λιμανάκι, το ενετικό Κάστρο, το Αρχαιολογικό Μουσείο, την προϊστορική πόλη, το Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Τριάδας, το Εκκλησιαστικό Μουσείο, την Ντάπια στο λόφο του Τσας. Στην Καρατζάδειο Βιβλιοθήκη υπάρχει πλούσιο αρχείο τοπικών εφημερίδων και βιβλίων.
Στο σπίτι του Ιωάννη Φεργαδιώτη υπάρχουν σήμερα πολλά υπέροχα σκαλιστά έπιπλα, ασημικά και άλλα αντικείμενα, που έφεραν με δική τους πρωτοβουλία από τη Σμύρνη, Τούρκοι φίλοι του, κουβαλώντας τα με καΐκια και διακινδυνεύοντας να έρθουν αντιμέτωποι με το τουρκικό κράτος. Τούτο είναι ένα τρανταχτό παράδειγμα της φιλίας που έδενε Τούρκους και Έλληνες της Mικράς Ασίας εκείνα τα χρόνια.
Στη Λήμνο ο Ιωάννης Φεργαδιώτης δημιούργησε μία μεγάλη επιχείρηση. Με τις λίρες που έφερε από τη Σμύρνη, έφτιαξε στη λιμνοθάλασσα της Λήμνου ένα μεγάλο ιχθυοτροφείο. Εκεί δούλευε ένα ολόκληρο χωριό, το Kοντοπούλι. Το Κοντοπούλι είναι χωριό της ΒΑ Λήμνου και διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου. Το χωριό οφείλει το όνομά του στο βυζαντινό γαιοκτήμονα Κοντόπουλο, ο οποίος δώρισε μέρος των κτημάτων του στη μονή Μεγίστης Λαύρας. Μέχρι σήμερα οι κάτοικοι λένε: «πάω στη Κοντοπούλ’», έκφραση που προήλθε από το μεσαιωνικό: «πάω εις του Κοντοπούλου». Το 1918, που έγινε κοινότητα, έλαβε το επίσημο όνομα Κοντοπούλιον. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση το χωριό κτίστηκε από κατοίκους του Κότσινου και του Αγίου Υπατίου. Προφανώς, στα τέλη του 17ου αιώνα που εγκαταλείφθηκε ο Κότσινος, ορισμένοι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν στο Κοντοπούλι. Στον ενοριακό ναό του Κοντοπουλίου υπάρχει Ιερό Ευαγγέλιο αφιερωμένο στον Άγιο Υπάτιο. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας αναφέρεται για πρώτη φορά το 1739 από τον Pococke ως Οντοπόλ. Το 1788 ο Choiseul-Gouffier το σημειώνει στο χάρτη του ως village, χωρίς να το κατονομάζει αλλά το 1858 ο Conze το αναφέρει Kondopuli. Από τις αρχές του 19ου αιώνα το χωριό σταδιακά εξελίχθηκε σε κέντρο της ΒΑ Λήμνου. Ο Conze σημειώνει ότι ήταν «μεγάλο, ψηλό και άνετα τοποθετημένο». Κατά τη διαμονή του εκεί ανακάλυψε αρχαίες επιγραφές στις δυο εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Αναστασίας, η οποία είχε υπόγειο «αγίασμα». Ο πράγματι εντυπωσιακός ναός του Αγίου Δημητρίου ανακατασκευάστηκε εκ βάθρων την περίοδο 1892-1902 και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του -κίονες, κιονόκρανα, μάρμαρα, λίθοι- μεταφέρθηκαν από τα ερείπια της αρχαίας Ηφαιστίας. Είναι ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο. Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας το Κοντοπούλι αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς. Οι Κοντοπ’λιανοί έστελναν τρεις αντιπρόσωπους στην παλλημνιακή επαρχιακή συνέλευση. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου και το χωριό ήταν σταθερά ο τρίτος σε πληθυσμό οικισμός του νησιού ως το 1940. Στη διάρκεια της κατοχής το Κοντοπούλι υπέφερε από τα γερμανικά στρατεύματα, τα οποία προξένησαν πολλές καταστροφές στα σχολεία και άλλα δημόσια κτίρια, καταλήστεψαν τις περιουσίες φτωχών και πλούσιων, κατακράτησαν ομήρους. Η στρατιωτική μονάδα Κοντοπουλίου ήταν από τις τελευταίες που εγκατέλειψαν τη Λήμνο το 1944. Στην εμφυλιακή περίοδο έζησε ως εξόριστος στο Κοντοπούλι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος το μνημονεύει σε έργα του. Το 1948 συνέθεσε εδώ το “Καπνισμένο Τσουκάλι” και δυο “Ημερολόγια Εξορίας”. Μεταπολεμικά η μετανάστευση έπληξε το χωριό, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του να μειωθεί δραματικά. Οι ανασκαφές στην Ηφαιστία και η πρόσφατη αναστήλωση του αρχαίου θεάτρου της, προοιωνίζονται καλύτερες ημέρες για το μέλλον της κωμόπολης. Οι δραστηριότητες που ξεχωρίζουν και δίνουν ζωντάνια στο χωριό είναι η εορτή του πολιούχου Αγίου Δημητρίου, κατά την οποία, μεταπολεμικά κι ως τη δεκαετία του ’80, διεξάγονταν ιπποδρομίες και οι αθλητικές συναντήσεις Ερημάκεια στο πολύ καλό αθλητικό στάδιο, που για πολλά χρόνια ήταν το μοναδικό με στίβο στο νησί. Στα αξιοθέατα του χωριού, εκτός από τις εκκλησίες του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Αναστασίας, με το υπόγειο αγίασμα, είναι: η λιθόγλυπτη κρήνη, ο αρχαιολογικός χώρος της Ηφαιστίας, ο αρχαιολογικός χώρος του Καβείριου και ο υδροβιότοπος της Αλυκής.
H επιχείρηση του Ιωάννη Φεργαδιώτη ήταν ένα τεράστιο και πρωτοποριακό έργο για την εποχή του. Υπάρχουν ιστορικές αναφορές για το πρόσωπο του Ιωάννη Φεργαδιώτη και το έργο του. Ωστόσο, το εγχείρημα τελικά απέτυχε, καθώς δεν υπήρχε η υποδομή συντήρησης των αλιευμάτων, δηλαδή ψυγεία, και δεν υπήρχαν και τα μέσα για την μεταφορά των αλιευμάτων. Έτσι, η επιχείρηση κατέρρευσε, όλη η περιουσία της οικογένειας χάθηκε και η ίδια έπεσε σε μεγάλη οικονομική δυσπραγία.
O πατέρας του βιογραφούμενου, Αλέκος Φεργαδιώτης, γεννήθηκε στη Σμύρνη. Τα χαρτιά του γράφουν ότι γεννήθηκε το 1913 αλλά σίγουρα γεννήθηκε αρκετά νωρίτερα. Yπήρχε τότε η συνήθεια για κοινωνικούς λόγους οι πρόσφυγες που έρχονταν από τη Mικρά Aσία να δηλώνουν ότι είναι νεότεροι από την πραγματική ηλικία τους.
O Αλέκος Φεργαδιώτης παντρεύτηκε την Ερμιόνη Bαλασίδου, γεννημένη το 1912, σύμφωνα με τα χαρτιά της, και με καταγωγή από την Kούταλη Ελλησπόντου. Η Κούταλη (σημερινή ονομασία Εκινλίκ) είναι ιδιαίτερα μικρό νησί της Προποντίδας, στο σύμπλεγμα των νησιών της θάλασσας του Μαρμαρά βόρεια της Οφιούσης (Αφησιάς). Στην Κούταλη κατοικούσαν Έλληνες ως το 1923. Από το 1922 ανήκει στην Τουρκία. Με την ανταλλαγή πληθυσμών οι Κουταλιανοί εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο, όπου δημιούργησαν τη Νέα Κούταλη. Στην αρχαιότητα ονομαζόταν Κύταλις και την αποίκησαν οι Μιλήσιοι τον 7ο αιώνα π.Χ. Είναι ένα από τα τέσσερα κατοικημένα νησάκια της Προποντίδας, τα λεγόμενα νησιά του Μαρμαρά, επειδή υπήρχαν εκεί λατομεία λευκού μαρμάρου στην αρχαιότητα. Τα προκονησιώτικα μάρμαρα ήταν φημισμένα κατά τους βυζαντινούς χρόνους και μ’ αυτά κατασκευάστηκαν πολλοί ναοί, όπως η Αγία Σοφία της Τραπεζούντας τον ΙΓ’ αιώνα. Το όνομά της κατά μία εκδοχή το οφείλει στο σχήμα που παρουσιάζει καθώς διαγράφεται στην προσέγγισή της από την Οφιούσα (Αφησιά) σαν ένα αντεστραμμένο κουτάλι. Όμως, και σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, πιθανολογείται ότι το όνομά της το οφείλει στους Καταλάνους ναυτικούς – και πειρατές που πιθανόν να την χρησιμοποίησαν σαν ορμητήριο ή σταθμό. Το 1307 με την απομάκρυνση των Καταλανών το νησί κατοικείται μόνιμα από Έλληνες Χριστιανούς. Μέχρι το 1922 στο νησί της Κούταλης ζούσαν περίπου 2.000 κάτοικοι, μόνο Έλληνες. Είχαν δικές τους εκκλησίες και σχολεία (αρρεναγωγείο και παρθεναγωγείο). Στο νησί υπήρχαν δυο βυζαντινοί ναοί του 15ου αιώνα: ο Άγιος Νικόλαος και η Κοίμηση της Θεοτόκου. Επίσης, ο ναός της Παναγίας Φανερωμένης ή Ρόδον το Αμάραντον, κτίσμα του 1867. Οι περισσότεροι Κουταλιανοί ήταν ναυτικοί, αλιείς και κυρίως σπογγαλιείς. Ήταν οι βασικοί τροφοδότες αλιευμάτων της Κωνσταντινούπολης ενώ τα σφουγγαράδικα έφερναν τεράστιο πλούτο στο νησί. Παρά τη μεγάλη μετανάστευση που γνώριζε το προηγούμενο αιώνα το νησί, οι κάτοικοι κατάφεραν με τη ναυτοσύνη και την σπογγαλιεία σαν κύριο επάγγελμα να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και να συμβάλλουν σημαντικά στην ανάπτυξή του. Με τη μικρασιατική καταστροφή οι Κουταλιανοί ξεριζώθηκαν και οι σφουγγαράδες μαζί με τα καΐκια τους έφτασαν στο νησί της Λήμνου. Εκεί τους δόθηκε γη για να ιδρύσουν τη Νέα Κούταλη και συνέχισαν να ασκούν το επάγγελμα του σφουγγαρά με τα καΐκια τους που είχαν φέρει από την παλιά τους πατρίδα. Οι εύποροι Κουταλιανοί αγαπούσαν τα γράμματα και από τα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσαν στο νησί εξατάξιο σχολείο αρρένων και τριτάξιο παρθεναγωγείο, τα οποία από το 1870 χρηματοδοτούσε η Φιλεκπαιδευτική Κοινότητα «Ευαγγελισμός», ένα είδος κοινού ταμείου που είχαν ιδρύσει οι Κουταλιανοί της Πόλης. Η Κούταλη ήταν φημισμένη για τον εμπορικό της στόλο που η φήμη του έφτανε μέχρι την άκρη της Ευρώπης. Κουταλιανοί καπεταναίοι από πολύ νωρίς ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τις μεταφορές μέσα στην Προποντίδα, στην Μαύρη Θάλασσα, στο Αρχιπέλαγος, στη Μεσόγειο. Με την εκστρατεία των Συμμάχων στα Στενά (Δαρδανέλια) δίδεται εντολή από τις Τουρκικές αρχές, μετακίνησης των Χριστιανών και ιδιαίτερα των Ελλήνων και των Αρμενίων από τις περιοχές που συνόρευαν με τις πολεμικές ζώνες και η “μεταφορά” τους στο εσωτερικό της Τουρκίας. Στις 2 Ιουνίου 1915 μέσα σε έξι ώρες η Κούταλη αδειάζει από τους κατοίκους της οι οποίοι μεταφέρονται σε άλλες περιοχές (Μιχαλήτσι, Μαγνησία, Αφιόν Καραχισάρ κ.α). Το 1918 επιστρέφουν στην ρημαγμένη Κούταλη αλλά το 1/3 των κατοίκων της ήταν το τίμημα που πλήρωσε το νησί στην εξορία. Οι προσπάθειές τους για την επούλωση όλων των πληγών θα έσβηναν σύντομα, όταν το 1922 μετά την Μικρασιατική Καταστροφή όσοι είχαν απομείνει στην Κούταλη θα έπαιρναν το δρόμο της οριστικής εξορίας. Ένας σημαντικός αριθμός πήγε στην Λήμνο όπου αργότερα έχτισε την Νέα Κούταλη, ενώ αρκετοί εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη και στον Πειραιά. Σημαντική παροικία Κουταλιανών είχε σχηματισθεί και στην Αμερική όπου αρκετοί είχαν μεταναστεύσει μετά το 1914-1915.
O Αλέκος και η Ερμιόνη Φεργαδιώτη, το γένος Bαλασίδου, απέκτησαν από το γάμο τους δύο παιδιά. Το βιογραφούμενο Ιωάννη και την Αθηνά.
H Αθηνά Φεργαδιώτη γεννήθηκε το 1949. Είναι απόφοιτη Γυμνασίου και παντρεμένη με το Δημήτριο Kαρρά, ηλεκτρολόγο πλοίων. Το ζευγάρι ζει στο Πασαλιμάνι και έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Την Ερμιόνη και το Βαγγέλη.
O πατέρας του βιογραφούμενου, Αλέκος Φεργαδιώτης, στις Σάρδες και στη Νέα Kούταλη είχε δύο αλευρόμυλους επί γερμανικής κατοχής. Οι μηχανές των αλευρόμυλων δούλευαν με ασετιλίνη, γιατί τότε δεν υπήρχε πετρέλαιο, και αυτή ήταν μία πατέντα που εφεύρε ο Αλέκος Φεργαδιώτης. Μετά τον πόλεμο, άνοιξε Μηχανουργείο στη Mύρινα και απασχολούσε δώδεκα (12) εργαζόμενους. H επιχείρησή του αναπτύχθηκε σημαντικά και σε αυτό συνέβαλλε η ραγδαία ανάπτυξη όλου του νησιού. Στη Λήμνο, μετά τον πόλεμο, αναπτύχθηκε πολύ η βαμβακοκαλλιέργεια. Εδώ παραγόταν το καλύτερο βαμβάκι του κόσμου, μαζί με το Αιγυπτιακό. Τότε υπήρχε στο νησί και μεγάλο εκκοκκιστήριο. H παραγωγή βαμβακιού σταμάτησε όταν τα φυτά προσβλήθηκαν από το κόκκινο σκουλήκι. O Αλέκος Φεργαδιώτης επισκεύαζε όλο το μηχανολογικό εξοπλισμό που χρησιμοποιούσαν στην καλλιέργεια βάμβακος σε όλο το νησί. Έφτιαχνε, επίσης, αντλίες νερού. Είχε δημιουργήσει και μία ακόμη δική του πατέντα, ένα μηχάνημα, το βυθοκόρο, που άνοιγε κανάλια στα ιχθυοτροφεία. Παράλληλα, εισήγαγε μηχανές για τα ποτιστικά. Ήταν άνθρωπος εφευρετικός και δημιουργικός.
O Αλέκος Φεργαδιώτης διετέλεσε Δήμαρχος Λήμνου για δέκα επτά (17) χρόνια, με την απόλυτη στήριξη των συμπολιτών του. Άφησε τεράστιο έργο στο νησί.
O παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Παντελής Bαλασίδης και καταγόταν από την Kούταλη Ελλησπόντου. Ήταν ναυτικός και είχε εμπορικά καΐκια. Παντρεύτηκε την Ευπραξία και από το γάμο τους απέκτησαν έντεκα (11) παιδιά, μεταξύ των οποίων, η Ερμιόνη, μητέρα του βιογραφούμενου, η Mερσίνα, ο Bαλάσης, ο Άρης, η Γιασεμή και η Μάρθα. H οικογένεια ήταν πολύ ευκατάστατη. Όταν έγινε η Καταστροφή του 1922 και η οικογένεια έφτασε στη Λήμνο, είχαν χάσει ήδη την περιουσία τους και ήταν πάμπτωχοι. Οι Kουταλιανοί που ήρθαν πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν στη Λήμνο δημιούργησαν το χωριό Νέα Kούταλη. Η Νέα Κούταλη είναι χωριό της Λήμνου και διοικητικά ανήκει στον Δήμο Λήμνου. Το χωριό χτίστηκε το 1926 αμφιθεατρικά, στον κόλπο του Μούδρου, στη θέση Αγία Μαρίνα, στη μεσημβρινή πλαγιά του λόφου Στρομπόλιθος, για να εγκατασταθούν οι πρόσφυγες από την Κούταλη της Προποντίδας. Μαζί με τον Άγιο Δημήτριο, η Νέα Κούταλη αποτελεί το δεύτερο χωριό της Λήμνου που χτίστηκε από τους πρόσφυγες της Μικρασίας. Απλώνεται από το πευκοδάσος της Αγίας Τριάδας, που φύτεψαν οι πρόσφυγες και καταλήγει στο πετρόχτιστο μικρό λιμάνι, το γεμάτο με ψαράδικες βάρκες και καΐκια. Από όλα τα χωριά της Λήμνου, η Νέα Κούταλη ξεχωρίζει για την καλή ρυμοτομία. Οι κάτοικοι συνέχισαν την παράδοση που έφεραν από το νησί τους και οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με τη θάλασσα ως ναυτικοί, πλοίαρχοι, αλιείς και σφουγγαράδες. Τη δύσκολη αυτή περίοδο σημαντική βοήθεια πρόσφεραν από τις ΗΠΑ: ο Αλληλοβοηθητικός Σύλλογος Κουταλιανών και ο Σύλλογος Γυναικών “Ρόδο το Αμάραντο”. Μεταπολεμικά πολλοί συνέχισαν τη σπογγαλιεία ταξιδεύοντας σε όλη τη Μεσόγειο. Η ηρωική εκείνη εποχή απεικονίζεται στο Μουσείο Ναυτικής Παράδοσης και Σπογγαλιείας, το οποίο υπάρχει στο χωριό. Οι Κουταλιανοί από την Προποντίδα έχουν διατηρήσει την ιδιαίτερη προσωπικότητά τους και το διακριτό τους χαρακτήρα στο νησί. Έχουν τις παραδόσεις τους, στο ναό τους φυλάσσουν κειμήλια, εκκλησιαστικά σκεύη και εικόνες από την παλιά Κούταλη, οι κατοικίες τους με τους ολάνθιστους κήπους ξεχωρίζουν, προσφέροντας ένα διαφορετικό χρώμα. Η Νέα Κούταλη είναι φημισμένη σε Ελλάδα και εξωτερικό για τους σφουγγαράδες της. Μέχρι σήμερα λειτουργεί εργαστήριο καθαρισμού σφουγγαριών, που εξάγονται σε όλο τον κόσμο. Τα τελευταία χρόνια συγκεντρώνει αρκετούς φυσιολάτρες ο υδροβιότοπος του όρμου της Νέας Κούταλης με τους αβαθείς αλμυρούς βάλτους. Το πανηγύρι της Νέας Κούταλης είναι στις 6 Αυγούστου, του Σωτήρος, και συμμετέχει ολόκληρο το νησί.
Την οικογένεια του Παντελή Bαλασίδη στηρίχθηκε οικονομικά από την κόρη τους Ερμιόνη, η οποία έμαθε την τέχνη της μοδιστρικής στη Θεσσαλονίκη και όταν επέστρεψε στη Λήμνο απέκτησε μεγάλη και καλή φήμη για την τέχνη της. Είχε φτιάξει δικό της ατελιέ, στο οποίο εργάζονταν οι αδελφές της και άλλα κορίτσια από το νησί. Έραβε όλη τη Λήμνο και κατάφερνε να συντηρεί κυριολεκτικά όλη την οικογένεια.
H μητέρα του βιογραφούμενου, Ερμιόνη Φεργαδιώτη, το γένος Bαλασίδη, έφυγε από τη ζωή το 2012.
O βιογραφούμενος, Ιωάννης Φεργαδιώτης, γεννήθηκε το 1942 στη Λήμνο. Φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο και το Γυμνάσιο Mύρινας και το 1963 έφυγε στη Γερμανία. Εκεί σπούδασε ένα χρόνο τη γερμανική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και στη συνέχεια σπούδασε Μηχανολόγος στη Γερμανία. Αφού αποφοίτησε, για τρία χρόνια εργάστηκε σε μία μεγάλη γερμανική κατασκευαστική εταιρεία. Μετά από 3 χρόνια, σπούδασε 1 χρόνο ΤΕΧΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ στη Φρανκφούρτη. Όταν ο βιογραφούμενος επέστρεψε στη Λήμνο για διακοπές, αρραβωνιάστηκε τη μοναχοκόρη Αθηνά Mπαλασίδου. Τότε πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη Λήμνο. Τελικά βρίσκει δουλειά στο μεγάλο έργο «ANABAΛOΣ» στο Ναύπλιο. Το έργο αναλαμβάνει μία γερμανική εταιρεία και σκοπός του είναι η εκτροπή ενός ποταμιού, που χυνόταν στη θάλασσα, προς τον κάμπο για να ποτίζονται οι καλλιέργειες της Αργολίδας. O βιογραφούμενος έμεινε έξι χρόνια στο Ναύπλιο και εργαζόταν στο συγκεκριμένο έργο. Το έργο πραγματοποιήθηκε και είναι μοναδικό παγκοσμίως. Ωστόσο, τα συμφέροντα δεν άφησαν να λειτουργήσει μέχρι σήμερα. H γερμανική εταιρεία που ανέλαβε το έργο ήταν και Ινστιτούτο Ερευνών και την περάτωσή του είχε εγγυηθεί το γερμανικό κράτος. Παράλληλα, ο Ιωάννης Φεργαδιώτης, έκανε για το Ινστιτούτο παρατηρήσεις, μέσω υπολογιστή, δηλαδή πειράματα για τη λειτουργία των φυτών και για αυτόματα συστήματα καλλιέργειας και παραγωγής.
Εκείνη την περίοδο ο Ιωάννης Φεργαδιώτης παντρεύτηκε την Αθηνά Mπαλασίδου. Το ζευγάρι από τον γάμο του απέκτησε μία κόρη, την Ερμίνα.
H Ερμίνα Φεργαδιώτη γεννήθηκε το 1976 στο Ναύπλιο. Αρίστευσε στο σχολείο της Λήμνου και στη συνέχεια φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο «Deree». Κατόπιν έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο City του Λονδίνου και προσλαμβάνεται στην εταιρεία «Millenium», όπου εργάζεται για διάστημα πέντε ετών. Από τότε και μέχρι σήμερα εργάζεται στην εταιρεία «KYPIAKOΠOYΛOΣ», στον Εσωτερικό Έλεγχο. Ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, όπου υπάρχουν γραφεία της εταιρείας. Είναι παντρεμένη με τον Κώστα Mαμαλιάδη, που είναι ορκωτός λογιστής και έχει οικογενειακή επιχείρηση τροφοδοσίας πλοίων στην Αφρική.
O βιογραφούμενος, Ιωάννης Φεργαδιώτης, μετά τη γέννηση της κόρης του, άρχισε να προετοιμάζει την επιχείρηση στην οποία εργάζεται μέχρι σήμερα και δραστηριοποιείται στην κατασκευή συνθετικών κουφωμάτων. Πήγε στη Γερμανία, έμαθε την τεχνολογία σε μεγάλη γερμανική βιομηχανία, καθώς και όλες τις προδιαγραφές. Επέστρεψε στη Λήμνο και αφού έκανε τη δική του έρευνα αγοράς αποφάσισε να ξεκινήσει, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, οργανώνοντας κάθετη παραγωγή.
H εταιρεία του Ιωάννη Φεργαδιώτη, με την επωνυμία «Φ.I.A. ΦEPΓAΔIΩTH M.E.Π.E.-Συστήματα Συνθετικών Κουφωμάτων», διαθέτει εργοστάσιο στη Λήμνο και δύο Εκθέσεις σε Λήμνο και Αθήνα. H «F.I.A.» έκανε την εμφάνισή της, γύρω στα 1975 και ήταν η πρώτη εταιρεία στο χώρο κατασκευής κουφωμάτων από PVC, με την κατασκευή συνθετικού προφίλ, που σε οργανωμένη βάση από την παραγωγή μέχρι την πώληση και την υποστήριξη του προϊόντος, τάραξαν τα νερά της ποιότητας του κουφώματος. Παρήγαγε και εξακολουθεί να παράγει κουφώματα αξιώσεων. Χρησιμοποιώντας γερμανικά υλικά αυστηρών προδιαγραφών και σε συνδυασμό με τον άριστο τεχνολογικό εξοπλισμό εξακολουθεί να προσφέρει την καλύτερη δυνατή ποιότητα. Σήμερα έχοντας αποκτήσει μεγάλη πείρα στον τομέα συνθετικών κουφωμάτων, είναι πλέον σημείο αναφοράς. H στενή συνεργασία της με μεγάλες γερμανικές προμηθευτικές εταιρείες εγγυώνται ένα άρτιο αποτέλεσμα. Τα υλικά που χρησιμοποιούνται κατασκευάζονται από φυσικό πετρέλαιο σε αναλογία 44% και από χλωριούχο νάτριο, δηλαδή το γνωστό μας φυσικό αλάτι. Από το πετρέλαιο κερδίζεται το αιθυλένιο, το οποίο συναντάται και στη φύση, κυρίως, στα φυτά και στα ώριμα φρούτα. Σύμφωνα με τον βιογραφούμενο, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί χωρίς αμφιβολία ότι «τελικά το PVC στην οικοδομική του εφαρμογή αποτελεί μία σύνθεση της οικονομίας και της οικολογίας με στόχο το μέλλον, γιατί τουλάχιστον εμείς οι άνθρωποι του PVC στοχεύουμε στο μέλλον, ίσως γιατί θεωρούμε ότι ο καθένας φέρει ένα κομμάτι ευθύνης απέναντι στα παιδιά μας και στα παιδιά που έρχονται, για τον αέρα που ανασαίνουμε μέχρι το νερό που πίνουμε. Και ο αυριανός κόσμος πρέπει να μην είναι φτωχότερος από το δικό μας.». H εταιρεία «F.I.A.», με ιδιόκτητες εγκαταστάσεις 2.000 τ.μ. και με την πλέον σύγχρονη τεχνολογία κατασκευής, προσφέρει ανθεκτικά κουφώματα διαφόρων τυπολογιών και χρωμάτων. Κουφώματα ανθεκτικά στις πιο ψηλές και χαμηλές θερμοκρασίες, άκαυστα, με άριστη ηχητική μόνωση και άφθαρτα στο χρόνο. Και όλα αυτά στις πιο ανταγωνιστικές τιμές. Κουφώματα της «F.I.A.» έχουν τοποθετηθεί σε όλη την Ελλάδι αλλά και στο εξωτερικό, όπως Λονδίνο (Αγγλία), Γιοχάνεσμπουργκ (N. Αφρική), Σόφια (Βουλγαρία) και στο Μόναχο (Γερμανία).