Η Βεσσέλα Νικολαΐδου γεννήθηκε στο Πετρίτσι της Βουλγαρίας. Είναι κόρη του Αλέξανδρου Δημητρόβ και της Σουλτάνας Τοπάλη. Σπούδασε Ιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στη Γυναικολογία / Μαιευτική. Σήμερα εργάζεται ως ιδιώτης ιατρός σε πολυϊατρείο με τον σύζυγό της, Γενικό Ιατρό, Δαυίδ Νικολαΐδη, στο καντόνι της Λουκέρνης και είναι συνεργάτιδα σε τρία νοσοκομεία της περιοχής. Είναι μητέρα δύο παιδιών.
Οι μητρικές ρίζες της βιογραφούμενης βρίσκονται στη Βόρεια Ελλάδα, στα Άνω Πορόια του Νομού Σερρών, ένα πολύ γραφικό χωριό, που το καλοκαίρι έχει πολύ δροσερό κλίμα. Στην πλατεία του χωριού υπάρχουν ψηλά πλατάνια και το χωριό διαθέτει μύλο. Είναι κτισμένα στις υπώρειες του Μπέλες βορειοδυτικά της λίμνης Κερκίνης και έχουν 970 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2011. Σχετικά με την ετυμολογία της ονομασίας του χωριού, υπάρχουν αρκετές εκδοχές: πολλαί ροιαί (ροδιές), πόρος (πέρασμα) + ροιαί (ροδιές), πολλή ροή, πόρος (πέρασμα) + ροή. Όποια κι αν είναι η πραγματική ετυμολογία, η ονομασία του χωριού είναι αναμφισβήτητα ελληνικής προέλευσης. Οι πρώτοι κάτοικοι του χωριού με ελληνικές καταβολές ήταν απόγονοι Βλάχων. Πιο συγκεκριμένα, η ιστορία αναφέρει ότι ομάδες οικογενειών κατατρεγμένων, από τη Μοσχόπολη, τα Γιάννενα, το Αργυρόκαστρο, τα Τρίκαλα, τα χωριά του Ολύμπου, της Πίνδου και του Γράμμου, όπως το Μέτσοβο, η Σαμαρίνα και η Αβδέλλα, ήταν οι πρώτοι μετανάστες που αποτέλεσαν τους πυρήνες του πληθυσμού του χωριού στις αρχές του 19ου αιώνα. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, οι κάτοικοι συμμετείχαν στις ελληνικές προσπάθειες με κυριότερο αγωνιστή, τον οπλαρχηγό Εμμανουήλ Βασιλείου. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν, ξεριζωμένοι από τις πατρογονικές τους εστίες, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, οι οποίοι αντιμετωπίσθηκαν με ευνοϊκή μεταχείριση και ευμενή διάθεση από τους τοπικούς παράγοντες και τους απλούς ανθρώπους. Η προοδευτική δε μίξη των προσφύγων με τους ντόπιους έδωσε νέα τροπή στο χωριό. Η οικονομική ζωή του χωριού βασιζόταν κυρίως στην άνθηση της κτηνοτροφίας και της γεωργίας, με κύριο βάρος της δεύτερης στην καπνοκαλλιέργεια. Ο οικισμός διατηρεί τα χαρακτηριστικά της Μακεδονίτικης Αρχιτεκτονικής που έφεραν οι Βλαχόφωνοι Έλληνες από την Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία μαζί με τα ήθη και έθιμά τους, τα οποία «παντρεύτηκαν» αργότερα με την εγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων στα 1922. Αξιοθέατα είναι τα καλντερίμια των «μαχαλάδων», το αισθητικό δάσος με πλατάνια, τα αγιογραφημένα ξωκλήσια των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Ηλίας Τοπάλης και γεννήθηκε στα Παρόια Σερρών. Ήταν ένας ψηλός, πολύ όμορφος άνδρας και άνθρωπος μορφωμένος για την εποχή του. Είχε τελειώσει το εξατάξιο Γυμνάσιο και μιλούσε πέντε ξένες γλώσσες. Ο παππούς διέθετε μεγάλη κτηματική περιουσία,120 στρέμματα στο δάσος του Μπέλες και 100 στρέμματα γης στις όχθες της λίμνης Κερκίνη. Όλοι όσοι τον γνώριζαν τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν.
Ο Ηλίας Τοπάλης παντρεύτηκε με την Άννα Γκαρμέζη και το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Τη Σουλτάνα, μητέρα της βιογραφούμενης, το 1941, τον Γιάννη, τον Δημήτρη, την Ευαγγελία, την Ιορδάνα και τον Νίκο.
Στα τέλη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά την αποχώρηση των βουλγαρικών κατοχικών δυνάμεων, η κατάσταση στην περιοχή προκαλούσε στους κατοίκους μεγάλη ανησυχία. Ο παππούς είχε ακούσει ότι θα υπάρξουν εκτελέσεις παιδιών από τους Βούλγαρους και προειδοποίησε όλους τους συγχωριανούς του να φυγαδεύσουν τα παιδιά τους. Μόνο τον δάσκαλο του χωριού δεν βρήκε τότε για να τον ειδοποιήσει κι έτσι έπιασαν τον γιο του και τον εκτέλεσαν. Το γεγονός αυτό τον στεναχωρούσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Συγχρόνως την εποχή εκείνη εκδηλώνονταν βίαια οι ιδεολογικές και κοινωνικές διαφορές που μετέπειτα οδήγησαν σε ανοικτές εμφυλοπολεμιακές συγκρούσεις.
Ο Ηλίας Τοπάλης, ως ένας από τους πιο ευκατάστατους κατοίκους της περιοχής και προστάτης της οικογένειας, αποφάσισε να φύγει στη Βουλγαρία. Άφησε τη γυναίκα του και τα δύο μικρά παιδιά του στην Ελλάδα και ο ίδιος πέρασε με το άλογο στη Βουλγαρία, όπου εγκαταστάθηκε κοντά στα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα, σε ένα χωριό που κατοικούνταν από Έλληνες πρόσφυγες. Εκεί αφού αγόρασε σπίτι και κτήματα, μετά από 6 μήνες έφερε την οικογένειά του οδοιπορικώς, κρυφά τη νύχτα, στη Βουλγαρία. Ο παππούς Ηλίας δεν φανταζόταν ότι ξεκινούσε μία οδύσσεια χωρίς επιστροφή.
Στην αρχή διατηρούσε στενή επαφή με την πατρίδα. Παράνομα περνούσε στην Ελλάδα με τα πόδια μέσα από το βουνό κι έφερνε ελληνικές εφημερίδες στους συμπατριώτες του, για να γνωρίζουν αληθινά τι συνέβαινε στην πατρίδα και να μην πέφτουν θύματα της βουλγαρικής προπαγάνδας, που εκείνη την εποχή διαστρέβλωνε τα γεγονότα. Επίσης, έφερνε από την Ελλάδα λάδι, ψάρια και ελιές.
Μέχρι που μία ημέρα μπήκαν στο σπίτι αστυνομικοί Βούλγαροι και βρήκαν τη γιαγιά Άννα, η οποία δεν μιλούσε τη Βουλγαρική, μαζί με τα δύο μικρά της παιδιά. Ρώτησαν τότε τη μικρή Σουλτάνα πού είναι ο πατέρας της και το παιδάκι απάντησε αθώα ότι ο μπαμπάς της βρίσκεται στην Ελλάδα. Στη συνέχεια την ανάγκασαν να ανοίξει το σεντούκι και εκεί μέσα βρήκαν χρυσές λίρες. Μέσα στο σπίτι εκείνη τη στιγμή υπήρχε και ο παραγιός του παππού, ένα κωφάλαλο Ελληνόπουλο που τον βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Χωρίς κανένα δισταγμό οι Βούλγαροι αστυνομικοί σκότωσαν τον παραγιό μπροστά στα παιδικά μάτια του κοριτσιού. Η γιαγιά δεν άντεξε τη σκηνή και λιποθύμησε, ενώ η μικρή Σουλτάνα κοιτούσε έκπληκτη την τρύπα από τη σφαίρα στο ταβάνι του σπιτιού. Οι αστυνομικοί περίμεναν τον παππού να γυρίσει και μόλις επέστρεψε τον συνέλαβαν. Η γιαγιά, που ήταν έγκυος στο τρίτο παιδί, όταν συνήλθε από τη λιποθυμία, δεν ήξερε πού τον πήγαν. Ρωτούσε στην Αστυνομία και δεν της έδιναν καμία πληροφορία για την τύχη του άντρα της. Κάποιοι έλεγαν ότι τον πήγαν στις φυλακές της Βόρειας Βουλγαρίας, εκεί όπου φυλάκιζαν τους Βούλγαρους πολιτικούς κρατούμενους. Μόνη της με δύο παιδιά δεν άντεξε και από το ισχυρό σοκ έχασε το μωρό που είχε στην κοιλιά της λίγους μήνες μετά τη γέννα.
Ο παππούς Ηλίας, επειδή διψούσε για γνώση, έμαθε μέσα στη φυλακή να γράφει και να διαβάζει τη Βουλγαρική. Κάποια στιγμή έστειλε και γράμμα στην οικογένεια ότι είναι ζωντανός. Από τα βασανιστήρια στο κεφάλι είχε πάθει αμνησία και γι΄ αυτό, όταν τον άφησαν ελεύθερο μετά από σχεδόν δύο χρόνια, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει ούτε τη γυναίκα ούτε τα παιδιά του. Μετά από αυτά τα συμβάντα ολοένα και περισσότερο φούντωνε μέσα του η δίψα να γυρίσει στην πατρίδα. Έκανε άπειρες προσπάθειες με συνεχείς προσφυγές στο Ελληνικό Προξενείο. Η ζωή της οικογένειας Τοπάλη στην κομμουνιστική Βουλγαρία με την εθνικοποίηση γης και περιουσιών γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Δυστυχώς η πατρίδα του δεν τον δεχόταν πίσω. Το 1960, επί κυβερνήσεως Καραμανλή, θα μπορούσε ο παππούς να επιστρέψει, εάν γινόταν δεκτός από την Κοινότητά του. Επειδή, όμως, στο σπίτι του παππού έμενε ο Πρόεδρος της Κοινότητας, εκείνος δεν ήθελε να χάσει αυτό το προνόμιο και δεν τον δέχτηκε.
Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, ονομαζόταν Μπόρις και η γιαγιά της Βασιλική. Είχαν καταγωγή από τις Μουριές του Νομού Κιλκίς και ήταν κτηνοτρόφοι. Το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων βρίσκει το λεκανοπέδιο των Μουριών τμήμα του Ελληνικού κράτους και τις Μουριές (Ακίντζαλι) ως το τελευταίο χωριό της Ελλάδας στα σύνορα Ελλάδας – Σερβίας – Βουλγαρίας. Ύστερα από 518 χρόνια Οθωμανικής και έναν χρόνο Βουλγάρικης κατοχής το λεκανοπέδιο ενσωματώθηκε στην Ελλάδα. Πριν την απελευθέρωση, στα χωριά του Ακίντζαλι κατοικούσαν Οθωμανοί, Έλληνες και Βούλγαροι. Μετά την απελευθέρωση και την αποχώρηση των Οθωμανών και Βουλγάρων, εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την π. Δοϊράνη, τη Γευγελή, τη Στρώμνιτσα (1913), τον Καύκασο (1920), το Σαράϊ, την Τυρολόη, τις Μέτρες, κ.ά. της Ανατολικής Θράκης (1923), τον Πόντο (1924), τα Άδανα κ.ά. της Μικράς Ασίας (1924), τη Νίγδη της Καππαδοκίας (1924), κ.ά. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες μαζί με τους γηγενείς Έλληνες συμπεριλαμβανομένων των Σαρακατσάνων που προϋπήρχαν στο λεκανοπέδιο, αλλά αναγκάστηκαν μετά το 1923 να εγκαταλείψουν τη νομαδική ζωή και να εγκατασταθούν μόνιμα, ήταν οι νέοι κάτοικοι στους οικισμούς των Μουριών. Την περίοδο του Εμφυλίου, το λεκανοπέδιο, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, δοκιμάστηκε σκληρά και πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος. Από το καλοκαίρι του 1947 μέχρι το Σεπτέμβρη του 1949, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να πάρουν και πάλι το δρόμο της προσφυγιάς για να γλυτώσουν τις συνέπειες του Εμφύλιου που μαίνονταν στην περιοχή. Από το 1950 το λεκανοπέδιο των Μουριών ζει ειρηνικά χωρίς πολέμους και συγκρούσεις.
Ο Μπόρις Αλεξόβ και η Βασίλκα Γκότσεβα απέκτησαν από το γάμο τους τέσσερα παιδιά, δύο κορίτσια και δύο αγόρια. Τη Φωτεινή, τον Δημήτρη, τον Αλέξανδρο, πατέρα της βιογραφούμενης, και τη Σάββα. Η οικογένεια διώχθηκε κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και μετά από ενδιάμεσους σταθμούς εγκαταστάθηκαν στο Πετρίτσι. Οι αναμνήσεις της βιογραφούμενης για την οικογένεια του πατέρας της είναι αμυδρές. Κι αυτό γιατί δυστυχώς απεβίωσαν λίγο μετά τη γέννησή της.
Η μητέρα της βιογραφούμενης Σουλτάνα Τοπάλη παντρεύτηκε σε ηλικία 19 ετών με τον δάσκαλο Αλέξανδρο στο Πετρίτσι της Βουλγαρίας. Το ζευγάρι έπειτα από δέκα χρόνια γάμου και πολλές προσπάθειες απέκτησε τη βιογραφούμενη Βεσσέλα. Την ονόμασαν Βεσσέλα, που σημαίνει χαρά, από τη χαρά τους για τη γέννηση του παιδιού τους μετά από τόσες επίμονες προσπάθειες, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι απαγορευόταν να δώσουν στο μωρό ελληνικό όνομα. Την βάφτισαν κρυφά μέσα στο σπίτι. Τέσσερα χρόνια μετά τη γέννηση της Βεσσέλα ήρθε στον κόσμο και το δεύτερο παιδί της οικογένειας, η Μποριάννα.
Η Μποριάννα σπούδασε και παντρεύτηκε στη Βουλγαρία. Εργάζεται ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο στο Μπλαγόεβγκραντ (Άνω Τζουμαγιά) και έχει μία κόρη.
Η βιογραφούμενη, Βεσσέλα Νικολαΐδου, μεγάλωσε στο Πετρίτσι με τα ελληνικά ήθη και έθιμα, με τα ελληνικά τραγούδια. Σε ηλικία 8 ετών ήρθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα και ήταν, όπως λέει, η πιο όμορφη στιγμή της ζωής της. Είχαν πάρει, όπως επιβαλλόταν τότε, πρόσκληση να επισκεφτούν την πατρίδα τους από τους συγγενείς. Όπως ήδη αναφέραμε, ο παππούς Ηλίας ήθελε εδώ και χρόνια να επιστρέψει, αλλά του ζητούσαν να βγάλει Βουλγαρικό διαβατήριο, πράγμα που δεν ήθελε.
Το 1980 ο παππούς Ηλίας αναγκάστηκε να δεχτεί τη Βουλγαρική υπηκοότητα, καθώς ήταν ο μόνος τρόπος να επιστρέψει στην πατρίδα του και ιδιαίτερα στο χωριό του, στα Πορόια. Όταν έφτασαν στο χωριό, όλοι οι συγχωριανοί τους υποδέχτηκαν με συγκίνηση και δάκρυα. Ο παππούς γονάτισε και φιλούσε το χώμα. Συνάντησε και τον Πρόεδρο του χωριού και τον ρώτησε γιατί δεν του επέτρεψε να γυρίσει. Ο Πρόεδρος του ζήτησε συγγνώμη και δικαιολογήθηκε ότι φοβήθηκε γιατί είχε οικογένεια. Επιστρέφοντας στη Βουλγαρία, ο παππούς Ηλίας πήρε ένα παγούρι με νερό από τον τόπο του και έπινε μία γουλιά, κάθε μέρα, για να του φτάσει μέχρι να πεθάνει. Λίγους μήνες μετά ο παππούς πέθανε.
Η βιογραφούμενη θυμάται ακόμα τη φιλοξενία των συγγενών στο σπίτι με τον παλιό μύλο, τις μυρωδιές, τη φύση. Κάθε φορά που επέστρεφαν από την Ελλάδα οι Βουλγαρικές αρχές τους ανέκριναν σκληρά. Έρχονταν στο σπίτι για κατ΄ οίκον έρευνα και ρωτούσαν τι είδαν στην Ελλάδα. Στην εκκλησία πήγαιναν κρυφά και για την Ελλάδα δεν έλεγαν τίποτα.
Η Βεσσέλα μεγάλωσε με πολύ ελεύθερο πνεύμα. Της άρεσε η μελέτη, διάβαζε πολλά βιβλία και έβρισκε διαφυγή στην τέχνη, κυρίως, στη ζωγραφική. Έδωσε εξετάσεις για να εισαχθεί στην Ιατρική Σχολή και παρότι το γραπτό της δεν είχε ούτε ένα λάθος, την έκοψαν και της απάντησαν ότι έδωσαν τη θέση της σε ένα άλλο παιδί. Ενδιάμεσα εργαζόταν σε παιδικούς σταθμούς και μερικές φορές στα χωράφια με την αδελφή και τη μητέρα της, που είχε σπουδάσει Οικονομικά. Αν και τη δεύτερη φορά πέρασε επιτυχώς τις εξετάσεις, για να εισαχθεί στην Ιατρική Σχολή, πήγε στο Υπουργείο Πολιτισμού και ρώτησε αν θα μπορούσε να σπουδάσει στο εξωτερικό. Της απάντησαν ότι με τους βαθμούς που είχε, θα μπορούσε να σπουδάσει με υποτροφία σε πολλά ευρωπαϊκά κράτη. Χωρίς δεύτερη σκέψη αποφάσισε να υποβάλει τα χαρτιά της στην Ιατρική Σχολή της Θεσσαλονίκης, όπου και ολοκλήρωσε τις σπουδές της. Την προαναφερόμενη υποτροφία τελικά δεν την πήρε ποτέ. Η μητέρα της τότε εργαζόταν σε παράρτημα του Υπουργείου Παιδείας. Παραιτήθηκε από τη θέση της και άνοιξε τουριστικό γραφείο, ώστε να συντηρεί την οικογένειά της και τη φοιτούσα βιογραφούμενη στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, στο έκτο έτος της Ιατρικής, η βιογραφούμενη γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της Δαυίδ Νικολαΐδη, ο οποίος σπούδαζε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας. Παντρεύτηκαν στη Βασιλεία με πολιτικό γάμο και έναν χρόνο αργότερα απέκτησαν το πρώτο παιδί τους, τον Διονύση. Επειδή η βιογραφούμενη είχε χάσει τον πατέρα της, ο θρησκευτικός γάμος του ζευγαριού τελέστηκε ενάμιση χρόνο μετά, μαζί με τη βάπτιση του Διονύση.
Η Βεσσέλα Νικολαΐδου υπηρέτησε το Αγροτικό της σε άγονη περιοχή του Νομού Σερρών, ενώ ο Δαυίδ υπηρέτησε στο Κέντρο Υγείας Σιδηροκάστρου. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Αχλαδοχώρι Σερρών, το χωριό όπου έκανε το Αγροτικό της η Βεσσέλα. Εκεί απέκτησαν το δεύτερο παιδί τους, τον Αλέξανδρο. Στη συνέχεια η βιογραφούμενη ξεκίνησε ειδικότητα Γυναικολογίας στο Νοσοκομείο Σερρών. Εκείνη την εποχή ο σύζυγός της Δαυίδ Νικολαΐδης της πρότεινε να πάνε στην Ελβετία και έτσι έγινε. Έφυγαν για το Σαν Γκάλεν και εκεί η Βεσσέλα άρχισε να εργάζεται στο διπλανό καντόνι Άπεντσελ. Μετά από δύο χρόνια εγκαταστάθηκαν στη Λουκέρνη. Τα πρώτα χρόνια δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμοστεί. Της έλειπε η Θεσσαλονίκη και στο αυτοκίνητο άκουγε ελληνική μουσική και την έπαιρναν τα κλάματα. Τελείωσε την ειδικότητα της Γυναικολόγου, εργαζόμενη σε διάφορες πόλεις, καθώς και στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βασιλείας. Αμέσως μετά άνοιξαν πολυϊατρείο με τον σύζυγό της, ο οποίος είναι Γενικός Ιατρός, ενώ η Βεσσέλα Νικολαΐδου συνεργάζεται με τρία νοσοκομεία της Λουκέρνης, όπου χειρουργεί και ασκεί το λειτούργημα της Μαιευτικής.
Όλα αυτά τα χρόνια η βιογραφούμενη ενισχύει οικονομικά το Ογκολογικό Κέντρο του Σαν Γκαλέν, το Παραπληγικό Κέντρο του Νοτβίλ, την οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα, το τοπικό ορφανοτροφείο, τον Σύλλογο Τυφλών, τον τοπικό Γυναικείο Σύλλογο και το Παιδικό Χωριό SOS στην Ελλάδα.
Η Βεσσέλα στον ελεύθερο χρόνο της ζωγραφίζει και συμμετέχει ως μέλος στον Σύλλογο Ιατρών Καλλιτεχνών. Έχει λάβει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και ένα από τα έργα της έχει βραβευτεί. Τα έσοδα από τις εκθέσεις αυτές διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τα χόμπι της είναι το σκι, το τένις και το ποδήλατο. Μαζί με τον σύζυγό της συμμετέχουν στη διατήρηση του Ελληνικού σχολείου στη Λουκέρνη, το οποίο έχει πάψει να χρηματοδοτείται από το Ελληνικό κράτος. Συμμετέχουν, επίσης, σε όλες τις ελληνικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται στην περιοχή (μουσικές παραστάσεις, ελληνικά εκθέματα, κ.ά).
Σήμερα ο πρωτότοκος γιος Διονύσης Νικολαΐδης είναι 18 ετών και τελειόφοιτος του Λυκείου. Έχει σκοπό να σπουδάσει Ιατρική. Του αρέσει ο αθλητισμός και έχει πάρει χρυσό μετάλλιο στην κολύμβηση. Σαν χόμπι έχει το σκι, το τένις, το body building και το ποδήλατο. Του αρέσει η μουσική, παίζει κλαρίνο και ζωγραφίζει. Ο ίδιος μιλάει πέντε γλώσσες.
Ο Αλέξανδρος Νικολαΐδης φοιτά σε Κολέγιο στη Γερμανία. Ασχολείται με όλα τα σπορ, αλλά αγαπά περισσότερο το μπάσκετ και το σκι. Μιλάει, επίσης, πέντε γλώσσες.
Μαζί με την οικογένεια Νικολαΐδη μένει και η μητέρα της Βεσσέλας. Μέχρι σήμερα η κυρία Σουλτάνα βοηθάει όλους τους Έλληνες σε οποιαδήποτε ανάγκη τους, είναι πολύ φιλόξενη και εργατική. Η βιογραφούμενη νιώθει ευλογημένη για τη μητέρα της.
Σύμφωνα με τη βιογραφούμενη, «ο άνθρωπος που αισθάνεται Έλληνας, δεν χάνει ποτέ την ταυτότητά του ό,τι και να προκύψει. Για εμένα Ελλάδα σημαίνει γαλάζιος ουρανός και ελευθερία, έτσι όπως τα πρωτόνιωσα όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Ελλάδα. Ο Ελληνικός πολιτισμός είναι το εισιτήριο για την ελευθερία του πνεύματος.».