Ο Δημήτριος Χαλαζωνίτης, του Άνθιμου και της Μαγδαληνής, γεννήθηκε το 1959 στο Γιαουνδέ του Καμερούν. Σε ηλικία πέντε ετών επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Εισήχθη στο τμήμα Οδοντιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1982. Για δυο επιπλέον χρόνια ειδικεύθηκε στη Χειρουργική στόματος και εργάσθηκε ως επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων έφυγε για τη Σουηδία, όπου μετεκπαιδεύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Goteborg στην Κλινική του Branemark στην εμφυτευματολογία. Ολοκληρώνοντας το 1986 τις σπουδές του επέστρεψε στην Ελλάδα και άνοιξε το δικό του ιατρείο στην Αθήνα, το οποίο διατηρεί μέχρι και σήμερα. Η δράση του στον κοινωνικό και πολιτικό τομέα είναι έντονη και το ανθρωπιστικό του έργο ανυπολόγιστο.
Ο παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά του πατέρα του, Δημήτρης Χαλαζωνίτης, γεννήθηκε στους Γαργαλιάνους Μεσσηνίας. Σε μικρή ηλικία με πρωτοβουλία των γονέων του μετοίκισε στο Χαρτούμ για μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Όλα του τα αδέρφια απεβίωσαν, εκτός από ένα, που ζούσε στη Γερμανία. Ασχολούνταν με αγροτικές εργασίες καλλιεργώντας την κτηματική του περιουσία και αυτή η δραστηριότητα αποτελούσε την κύρια επαγγελματική του απασχόληση. Βρήκε την αγάπη και τη συντροφικότητα στο πρόσωπο της Αγγελικής Αγγελάκη και απέκτησαν τρία παιδιά, τη Μαριγώ, τον Άνθιμο και τον Σωτήρη. Ο παππούς ήταν άτομο εργατικό που ανάπτυσσε έντονη δραστηριότητα σ’ όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η εγρήγορσή του και ο έντονος δυναμισμός του τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό στο κοινωνικό σύνολο και μάλιστα έχαιρε της εκτίμησης και του σεβασμού των κατοίκων του χωριού, που τον αγαπούσαν ιδιαίτερα. Απεβίωσε στην αρκετά νεαρή ηλικία των τριάντα χρόνων και ομολογουμένως με άδικο τρόπο, προσπαθώντας να χωρίσει δυο συγχωριανούς του που τσακώνονταν. Στην απόπειρά του να ηρεμήσει τα πνεύματα, μια μαχαιριά των δυο αντιμαχόμενων αντρών του στοίχισαν τη ζωή.
Η γιαγιά του βιογραφούμενου, Αγγελική Αγγελάκη, γεννήθηκε στα Χανιά της Κρήτης. Η οικογένειά της ήταν πολυμελής και έτσι η γιαγιά από πολύ μικρή ηλικία είχε μάθει να εργάζεται και να συνεισφέρει με τον δικό της τρόπο στην οικογένειά της. Αυτό συντέλεσε στην οικοδόμηση μιας ολοκληρωμένης και υγιούς οικογένειας, καθώς η γιαγιά πέρα από τα οικιακά της καθήκοντα, βοηθούσε σημαντικά τον παππού και στις αγροτικές εργασίες. Μετά τον θάνατο του παππού που, όπως προαναφέρθηκε, απεβίωσε σε αρκετά νεαρή ηλικία, η γιαγιά ξαναπαντρεύτηκε, αφού και η ίδια ήταν πολύ νέα. Ο Δημήτριος Μουραφέτης, ο καινούργιος της σύζυγος, της χάρισε τρία παιδιά, την Πολυξένη, την Ευαγγελία και τον Θανάση. Η έντονη προσωπικότητά της δικαιολογείται απόλυτα από τη δυναμικότητά της και την έντονη εγρήγορση σ’ όλες τις πλευρές της ανθρώπινης δραστηριότητας. Επιπλέον, η εξωστρέφειά της και η κοινωνικότητά της την κατέστησαν ιδιαίτερα αποδεκτή και αγαπητή από την κοινωνική της ομήγυρη. Ιδιαίτερα επίμονη και ικανή καθώς ήταν, κατάφερε να επιβάλει τη θέλησή της και να συνεισφέρει τα μέγιστα στην επιβίωση της οικογένειάς της. Απεβίωσε σε ηλικία εβδομήντα πέντε ετών περίπου.
Ο Μιχάλης Πετρίδης, ο παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά της μητέρας του, γεννήθηκε στη Σύμη και εργαζόταν ως αξιωματικός του στρατού. Ήταν άνθρωπος γεμάτος καλοσύνη με έντονα δημοκρατικά στοιχεία, αφού αναγνώριζε την ιδιαιτερότητα του κάθε συνανθρώπου του και έτσι δεν τον παρεξηγούσε, αλλά τον αποδεχόταν. Η εργατικότητα, ο δυναμισμός και η τιμιότητά του τον καθιστούσαν μοναδικό. Γνώρισε την αγάπη στο πρόσωπο της συζύγου και γιαγιάς του βιογραφούμενου Ευτυχίας Μιχαηλίδου, που γεννήθηκε στο Ουσάκ της Μικράς Ασίας. Μετοίκισε στην Ελλάδα, όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες της το 1922, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τον βίαιο εκπατρισμό τους από τους Τούρκους. Ο Μιχάλης και η Ευτυχία απέκτησαν τρία παιδιά, τη Μαγδαληνή, τη μητέρα του βιογραφούμενου, τον Παναγιώτη και τον Νικήτα. Ο παππούς Μιχάλης απεβίωσε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρων ετών περίπου.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Άνθιμος Χαλαζωνίτης, γεννήθηκε στους Γαργαλιάνους το 1930. Από την τρυφερή ηλικία των οκτώ ετών εργαζόταν στα χωράφια αναλαμβάνοντας την ευθύνη για την επιβίωση της οικογένειας, καθώς εκείνη την εποχή συνέπεσε χρονικά και ο θάνατος του πατέρα του. Παράλληλα, δεν αδιαφόρησε και για τις σχολικές του σπουδές και παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, κατάφερε να αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο. Υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία ως αξιωματικός του στρατού ξηράς στην Κρήτη. Απολυόμενος, πήρε τη μεγάλη απόφαση να μεταναστεύσει στην Αφρική εξαιτίας της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του. Συγκεκριμένα μετοίκισε στο Καμερούν, στο οποίο θα είχε τη συμπαράσταση και αρωγή πολλών φίλων και γνωστών. Συγκεκριμένα βοηθήθηκε ιδιαίτερα από τον θείο του Μπρίσκα, που ασκούσε το επάγγελμα του ιατρού και μάλιστα χωρίς υπερβολή η φήμη του ήταν διεθνής, παρόλο που έδρα της επαγγελματικής του δραστηριότητας ήταν το Παρίσι. Ο Άνθιμος στην Αφρική ασχολήθηκε με το εμπόριο υφασμάτων και ένδυσης. Στη μακρινή εκείνη ήπειρο γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, τη Μαγδαληνή Πετρίδη και απέκτησαν μαζί δύο παιδιά, τον Δημήτρη και την Αγγελική. Με την ανυπολόγιστη βοήθεια και υποστήριξη της συζύγου του, που διατηρούσε ήδη στην περιοχή κατάστημα ρούχων, κατόρθωσε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το ένα μαγαζί να το επεκτείνουν και επιπλέον, να ιδρύσουν άλλα δέκα. Εργάσθηκαν βέβαια πολύ σκληρά και ο Άνθιμος και η Αγγελική κατάφεραν να ευημερήσουν οικονομικά με πολύ κόπο και μόχθο. Παρέμειναν εκεί για μια δεκαετία περίπου από το 1954 έως το 1964. Αν και το 1959 πραγματοποιήθηκε η αυτονόμηση και η ανεξαρτητοποίηση του Καμερούν από τους Γάλλους και ως απότοκο αυτού η κοινωνική κατάσταση ήταν έκρυθμη, ο Άνθιμος Χαλαζωνίτης δεν πτοήθηκε. Δεν κατάφεραν να πλήξουν αυτόν και την οικογένειά του ούτε οικονομικά, ούτε ηθικά και μάλιστα ενίσχυσαν την αγάπη και τον σεβασμό των συνανθρώπων τους στο πρόσωπό τους.
Με έντονη τη νοσταλγία για την πατρίδα αποφάσισαν να πουλήσουν την περιουσία τους και να επιστρέψουν στην Ελλάδα το 1964. Και στη γενέτειρά του ο Άνθιμος Χαλαζωνίτης συνέχισε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες με έντονη δραστηριοποίηση σε πολλούς τομείς, αρχικά στον τομέα της ένδυσης και αργότερα στον τομέα των αυτοκινήτων αγοράζοντας ένα λεωφορείο, δύο ταξί και αποκτώντας κατά αυτόν τον τρόπο και κινητή και ακίνητη περιουσία. Στις μέρες μας, έχει συνταξιοδοτηθεί, αλλά μέχρι και σήμερα συμμετέχει σε πολλές δραστηριότητες και κυρίως στον τομέα των τροφίμων ανοίγοντας φούρνο, αλλά και στον αγροτικό τομέα και συγκεκριμένα στην παραγωγή και τυποποίηση λαδιού. Η δημιουργικότητα και η πολυπραγμοσύνη του του έδωσαν τη δυνατότητα να καταπιαστεί με πάρα πολλές ενασχολήσεις και να τις φέρει εις πέρας με μεγάλη επιτυχία.
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ικανότητά του, την έντονη κοινωνικότητα και την άδολη αγάπη για τον τόπο του, την πατρίδα του. Έμπρακτη απόδειξη αυτής του της αγάπης υπήρξε η θητεία του ως πρόεδρος επί πολλά έτη του Συλλόγου Γαργαλιανωτών Αθήνας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του πραγματοποίησε την αδερφοποίηση των χωριών Άγρα και Καρυδιά, περιοχή που έδρασε και σκοτώθηκε ο μακεδονομάχος πρόγονός του Τέλος Άγρας με τόπο γέννησής του τους Γαργαλιάνους. Μ’ αυτόν τον τρόπο τίμησε στην ουσία την ιστορία, αλλά πρωτίστως τον ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα, Τέλο Άγρα. Ο ανθρωπισμός και η ανιδιοτελής προσφορά του αντικατοπτρίζεται στο κοινωνικό του έργο, αφού αρκετές φορές δώρισε ένα καθόλου ευκαταφρόνητο μέρος της περιουσίας του στον τόπο του για την εξέλιξη και την ευημερία του. Στόχος του ανέκαθεν υπήρξε η δημιουργία ενός πολυδύναμου πολιτιστικού κέντρου, που θα προάγει την πολιτιστική στάθμη του τόπου του και θα καταστήσει το χωριό του ξεχωριστό στη Μεσσηνία για την προσφορά του στα πολιτιστικά δρώμενα.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, Μαγδαληνή Πετρίδη, γεννήθηκε το 1927 στον Πειραιά, αλλά έζησε και μεγάλωσε στη Ρόδο. Ολοκλήρωσε τις σχολικές της σπουδές και αμέσως μετά, σπούδασε και εργάσθηκε ως μοδίστρα για αρκετά χρόνια στη Ρόδο. Ο γάμος της σε νεαρή ηλικία έστρεψε την προσοχή της στην οικογένεια. Η μετανάστευσή της στην Αφρική με τον σύζυγό της την ανάγκασαν να προσαρμοστεί σε μια νέα τάξη πραγμάτων. Εκεί συνέχισε να εργάζεται στο χώρο της ένδυσης ανοίγοντας δικό της εμπορικό κατάστημα. Μετά τον θάνατο του πρώτου της συζύγου γνωρίστηκε και γοητεύτηκε από τον Άνθιμο Χαλαζωνίτη και τον παντρεύτηκε στο Καμερούν. Καρπός του έρωτά τους ήταν τα δυο τους παιδιά. Η έντονη προσωπικότητά της της επέτρεπε να είναι ιδιαίτερα δραστήρια και δημιουργική. Με ικανότητα και υπομονή, απαράμιλλη αγάπη και υπευθυνότητα στήριξε τον σύζυγό της και μοιράσθηκε μαζί του τόσο τις ευχάριστες, όσο και τις δυσάρεστες στιγμές της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Ως μητέρα, υπήρξε ιδιαίτερα τρυφερή στα παιδιά της τα οποία και μεγάλωσε με ιδιαίτερη αγάπη και στοργή. Μερίμνησε ιδιαίτερα για την εκπαίδευσή τους προτρέποντας και στηρίζοντάς τα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πράγμα που την ανάγκαζε αρκετές φορές να εκδηλώνει την αυστηρότητά της με απώτερο σκοπό να εμφυσήσει σ’ αυτά τις πρέπουσες ηθικές αρχές. Η χαρισματική προσωπικότητά της αναγνωρίστηκε και ανταμείφθηκε από την αποδοχή, την αγάπη και τον σεβασμό του κοινωνικού συνόλου.
Ο βιογραφούμενος, Δημήτριος Χαλαζωνίτης, γεννήθηκε το 1959 στο Γιαουνδέ του Καμερούν. Σε ηλικία πέντε ετών επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Φοίτησε το Δημοτικό Σχολείο στο Κατρανίδη και αμέσως μετά σε Γυμνάσια διαφόρων περιοχών, της Φιλοθέης, του Αιγάλεω και του Παλαιού Ψυχικού. Αυτές οι μετακινήσεις ήταν απόλυτα δικαιολογημένες από την έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα του πατέρα του. Εισήχθη στο τμήμα Οδοντιατρικής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1982. Για δυο επιπλέον χρόνια ειδικεύθηκε στη Χειρουργική στόματος και εργάσθηκε ως επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο. Την στρατιωτική του θητεία την εκπλήρωσε υπηρετώντας στον στρατό ξηράς στο Μεσολόγγι, στην Άρτα, την Αυλώνα και στο 401 Νοσοκομείο ως γιατρός. Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων έφυγε για τη Σουηδία όπου μετεκπαιδεύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Goteborg στην κλινική του Branemark στην εμφυτευματολογία. Το 1986 ολοκληρώνοντας τις σπουδές του επέστρεψε στην Ελλάδα και άνοιξε το δικό του ιατρείο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας 86 στην Αθήνα, το οποίο διατηρεί μέχρι και σήμερα. Η ειδίκευσή του σε μια επιστήμη αρκετά προχωρημένη για τα τότε χρονικά δεδομένα σε συνδυασμό με την υπευθυνότητα και την αγάπη τον βοήθησαν να κερδίσει την αποδοχή των πελατών του. Μεγάλη όμως σημασία έχει το γεγονός ότι το πνεύμα του βρίσκεται σε συνεχή εγρήγορση και ενημερώνεται και καταρτίζεται συνεχώς στο αντικείμενό του. Η ανοδική του λοιπόν πορεία είναι εξασφαλισμένη και κατοχυρώνει την επιτυχή του πορεία στο χώρο της Οδοντιατρικής.
Η ευαισθησία του και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο τον κατηύθυναν από τα φοιτητικά του κιόλας χρόνια στην ενασχόληση με τα κοινά. Εκδήλωσε έμπρακτα το ενδιαφέρον του για τον τόπο και τους συμπολίτες του, καθώς τα τελευταία δεκαέξι χρόνια διατελεί Δημοτικός Σύμβουλος στον Δήμο Ψυχικού έχοντας να επιδείξει ένα πολύ σημαντικό έργο κυρίως στον χώρο του πολιτισμού. Επιπλέον, τα τελευταία έξι χρόνια είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Οδοντιατρικού Συλλόγου.
Τον ελεύθερο χρόνο του συγγράφει κυρίως ποιητικά βιβλία. Έχουν ήδη εκδοθεί τρεις ποιητικές συλλογές: « Ζημιές», «Αερίτες» και «Πωλείται το παρόν». Η τέταρτη ποιητική του συλλογή θα εκδοθεί πολύ σύντομα. Για έξι χρόνια είχε διατελέσει μέλος του Διοικητικού συμβουλίου μιας πολιτιστικής εφημερίδας. Επιπλέον, αρθρογραφεί σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες κυρίως για πολιτιστικά θέματα. Επιμελείται τις στήλες παρουσίασης βιβλίων, αλλά και ποιητικών συλλογών.
Η προσωπικότητα του βιογραφούμενου είναι πολυσχιδής, καθώς είναι ένα άτομο με έντονες πνευματικές αναζητήσεις, ιδιαίτερα καλοσυνάτο και ευπροσήγορο με έντονη αίσθηση του χιούμορ. Η φήμη του έχει εξαπλωθεί και πέρα από τα εθνικά σύνορα, καθώς το 1998 δέχθηκε κάλεσμα από τον Αρχιεπίσκοπο της Αλβανίας, Αναστάσιο. Για ένα μήνα παραβρέθηκε ως εθελοντής στη γειτονική χώρα με στόχο την οργάνωση και παροχή οδοντιατρικής περίθαλψης. Οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και πολλές φορές επικίνδυνες, καθώς το οδοντιατρείο ήταν κινητό και παρείχαν τις φροντίδες τους σε πολλούς ανθρώπους από περιοχή σε περιοχή και ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Στην έκκληση του Αρχιεπίσκοπου ανταποκρίθηκαν δυο μόνο γιατροί, εκ των οποίων ο ένας ήταν ο βιογραφούμενος. Επιπλέον, το 1995 βρέθηκε στο Μεξικό για δεκαπέντε μήνες βοηθώντας και ενισχύοντας το έργο του κινήματος της ΣΙΑΠΑΣ. Παράλληλα, είναι μέλος της Διεθνούς Αμνηστίας και προσφέρει με κάθε ευκαιρία τις υπηρεσίες του στο κοινό καλό.