Μενού Κλείσιμο

Ποιμενίδου Μαρίνα

Η Μαρίνα Ποιμενίδου γεννήθηκε στην Ξάνθη, το 1960. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων Ηρακλείου, της Σχολής Νηπιαγωγών Χανίων και του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Σήμερα είναι ιδιοκτήτρια του Κέντρου Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης «Φωλιά του Παιδιού» στις Μουρνιές. Είναι παντρεμένη με τον Δημήτρη Χαριτάκη και έχουν αποκτήσει τρία παιδιά τον Ιάσωνα, τον Κίμωνα και τη Μυρτώ.

Ο παππούς της, από την πλευρά του πατέρα της, ονομαζόταν Ζαχαρίας Ποιμενίδης και καταγόταν από την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας. Ήταν παντρεμένος με τη Φωτεινή. Ήρθε με την οικογένειά του πρόσφυγας στην Ξάνθη με τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους. Ήταν εξαιρετικός τεχνίτης  και γι’ αυτό ήταν οικονομικά ευκατάστατος. Στην Ξάνθη έκτισε ωραίο σπίτι. Εκείνη την εποχή οι πρόσφυγες από την Κιουτάχεια δεν μιλούσαν Ελληνικά, ωστόσο ο παππούς τα γνώριζε. Όλες οι προσφυγικές οικογένειες, έκαναν παρέα μεταξύ τους κι έτσι δυσκολεύονταν να μάθουν τη γλώσσα.  Ο Ζαχαρίας Ποιμενίδης απέκτησε από το γάμο του έξι παιδιά. Πέθανε με τον καημό της χαμένης πατρίδας.

Ο πατέρας της Μαρίνας, Μιχάλης Ποιμενίδης, γεννήθηκε το 1922, στην Ξάνθη. Η Ξάνθη (κατά την Τουρκοκρατία: Ίσκετσε) είναι μια πόλη της Θράκης, στη Βόρεια Ελλάδα. Υπάγεται διοικητικά στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Είναι η πρωτεύουσα του ομώνυμου Νομού και του ομώνυμου Δήμου. Η πόλη έχει πλούσια ιστορία, παραδόσεις και έθιμα και είναι πνευματικό-πολιτιστικό κέντρο στην περιοχή. Θεωρείται πόλη πολυπολιτισμική και έχει χαρακτηριστεί ως “Ξάνθη, η πόλη με τα χίλια χρώματα”.  Ο Στράβων αναφέρει την πόλη Ξάνθεια στα τέλη του 1ου αιώνα π.X. χαρακτηρίζοντάς την «Kικόνων πόλη». Ως Ξάνθεια μαρτυρείται και το 879 μ.Χ. όταν ο επίσκοπος αυτής, Γεώργιος, αναφέρεται να συμμετέχει στην Δ΄ Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο δεν υπάρχει κανένα αρχαιολογικό τεκμήριο για την ταύτιση της αρχαίας πόλης με την ομώνυμη βυζαντινή, καθώς η θέση της αρχαίας Ξάνθειας δεν είναι ξεκάθαρη, όμως, τοποθετείται πιο ανατολικά από τη βυζαντινή και κυρίως πέρα από τη λίμνη της Βιστονίδας. Η πόλη αποτέλεσε σταθμό της εκστρατείας του Ανδρόνικου Γ΄ του Παλαιολόγου το 1327, κατά τον εμφύλιο πόλεμο που επικρατούσε εκείνη την εποχή. Η άνθηση της πόλης επήλθε τον 18ο με 19ο αιώνα, οπότε και η πόλη έγινε ξακουστή σε ολόκληρο τον κόσμο για τον καπνό της και δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Την αποκαλούσαν και μικρό Παρίσι, εξαιτίας του πλούτου που είχε εκείνη την εποχή. Την οικονομική άνθηση της πόλης σταμάτησαν δύο δύσκολες περίοδοι: α) η Ελληνική Επανάσταση, κατά την οποία πολλοί Ξάνθιοι συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν (μεταξύ των οποίων και ο τότε μητροπολίτης Σεραφείμ) και β) οι δύο αλλεπάλληλοι σεισμοί το 1829 (Μάρτιο και του Απρίλιο) ισοπέδωσαν την πόλη και τα χωριά της περιοχής. Η πρώτη φάση οικοδόμησης της σημερινής Παλιάς Πόλης, διατηρώντας μεγάλο μέρος του παλαιότερου πολεοδομικού ιστού, εκτιμάται ότι έγινε μεταξύ 1830-1845 με οικοδόμους από την Δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Μετά την καταστροφή της Γενισέας, το 1870, ξεκινά η δεύτερη φάση οικοδόμησης της πόλης. Η πόλη γίνεται διοικητικό κέντρο της περιοχής και το 1891 ολοκληρώνεται η σιδηροδρομική γραμμή Θεσσαλονίκης – Κωνσταντινούπολης. Την περίοδο 1870–1910 στην πόλη αναπτύσσεται έντονη οικονομική δραστηριότητα και έχουμε οικονομική άνθηση. Διάσημο στην πόλη είναι το Ξανθιώτικο Καρναβάλι (κάθε Φεβρουάριο) το οποίο είναι από τα πιο γνωστά καρναβάλια της Ελλάδας. Το Ξανθιώτικο Καρναβάλι είναι από τα πλέον φημισμένα και στα Βαλκάνια. Κάθε χρόνο στην περίοδο του τριωδίου διοργανώνονται δεκάδες εκδηλώσεις για μικρούς και μεγάλους. Κορυφαία στιγμή των εορτών αποτελούν οι καρναβαλικές παρελάσεις που γίνονται το τελευταίο Σαββατοκύριακο πριν από την Καθαρά Δευτέρα. Χιλιάδες καρναβαλιστές ξεχύνονται στους δρόμους για να παρελάσουν μαζί με δεκάδες άρματα, μετά το πέρας της παρέλασης πραγματοποιείται το κάψιμο του τζάρου στο ποτάμι της πόλης, ένα έθιμο που κρατά από τα αρχαία χρόνια. Επίσης η Ξάνθη είναι γνωστή για το παζάρι της που γίνεται κάθε Σάββατο στην πλατεία εμπορίου. Στο παζάρι αυτό μπορείς να βρεις οτιδήποτε, από είδη ένδυσης, διακόσμησης μέχρι και αντίκες.

Η γιαγιά της βιογραφούμενης, Φωτεινή Ποιμενίδου, ήταν έγκυος στον πατέρα της, όταν έφτασαν στην Ξάνθη.

Ο Μιχάλης Ποιμενίδης ήταν μπαρμπέρης σε ένα χάνι της Ξάνθης. Κάποια στιγμή σε νεαρή ηλικία μετανάστευσε στην Αυστρία, όπου εργάστηκε δύο χρόνια στους σιδηροδρόμους. Από αυτή τη μικρή διάρκειας εργασία συνεχίζει ακόμη και σήμερα, που είναι 90 ετών, να παίρνει μία μικρή σύνταξη.

Το 1957, ο Μιχάλης Ποιμενίδης παντρεύτηκε την Αικατερίνη Τζαφέρη.

Η μητέρα της βιογραφούμενης, Αικατερίνη Ποιμενίδη, το γένος Τζαφέρη εργαζόταν στο Ζαχαροπλαστείο «Τζούκας», φημισμένο για τις ωραίες καριόκες του, που υπάρχει έως και σήμερα. Επειδή προερχόταν από πολύτεκνη οικογένεια, επέλεξε να μεταναστεύσει με τον άντρα της στη Γερμανία, όπου το ζευγάρι εργάστηκε επί μία εικοσαετία. Ο παππούς της Μαρίνας, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Νίκος Τζαφέρης και γεννήθηκε στην Καρίτσα Καρπενησίου, το 1896. Σε ηλικία δώδεκα (12) ετών αποφάσισε, μαζί με το δίδυμο αδελφό του, να ψάξει την τύχη του στη Βόρειο Ελλάδα. Ο Νίκος Τζαφέρης υπηρέτησε επί δώδεκα (12) έτη στον Στρατό και έλαβε μέρος σε όλους τους πολέμους εκείνης της εποχής. Φορούσε, συνεχώς, στρατιωτικά ρούχα, γιατί τον καλούσαν συνεχώς στρατιώτη. Ήταν πεταλωτής και συνεργαζόταν με έναν κτηνίατρο για την καλή υγεία των αλόγων του στρατού. Κάποια στιγμή ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί  ο δίδυμος αδελφός του αποφάσισε να παραμείνει  και να κάνει καριέρα στρατιωτικού στον τουρκικό στρατό. Παντρεύτηκε Τουρκάλα και έφτιαξε εκεί τη ζωή του. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Νίκος Τζαφέρης τον ξέγραψε από την ζωή του  και ποτέ δεν ξαναμίλησε γι’ αυτόν.

Ο Νίκος Τζαφέρης γνώρισε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε την Άννα Βουλγαρίδη, μία αστή με καταγωγή από την Ανδριανούπολη. Η Αδριανούπολη ή Αντριανούπολη, είναι  σήμερα πόλη της δυτικής Τουρκίας, (ανατολικής Θράκης), πολύ κοντά στα σύνορα με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Ο πληθυσμός της πόλης είναι 141.765 κάτοικοι (2009). Εάν και είχε κατοικηθεί η πόλη από τους Θράκες, στη ρωμαϊκή περίοδο έγινε κέντρο συγκοινωνιών και εμπορίου, ρόλους που κράτησε σε όλη τη διάρκεια των αιώνων. Την ίδια εποχή ανακαινίστηκε και εξωραΐστηκε (υδραγωγεία, λουτρά, αγορά κλπ.) με δαπάνες του αυτοκράτορα Αδριανού, που της έδωσε το όνομά του και το οποίο διατήρησε κατά την κατοπινή εποχή, παρόλο που κατά τα βυζαντινά χρόνια ξαναπήρε το όνομα Ορεστιάδα. Οι κυριότερες από τις σημαντικές μάχες, που δόθηκαν σ’ αυτήν την πόλη, έγιναν το 323 μ.Χ. μεταξύ Μεγάλου Κωνσταντίνου και Λικινίου, το 378 μ.Χ. μεταξύ Ρωμαίων και Γότθων (ονομαστή μάχη όπου έπεσαν 40.000 Ρωμαίοι), το 551 μ.Χ. μεταξύ Σλάβων και Βυζαντινών, το 568 μ.Χ. πολιορκήθηκε από τους Αβάρους. Αδιάφορους δεν άφησε η Αδριανούπολη και τους Βούλγαρους, που προσπάθησαν, αρκετές φορές, να την καταλάβουν με αρκετές επιτυχίες. Η πόλη ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες και επιδρομές που γνώρισε την εποχή των σταυροφοριών έπεσε τελικά στα χέρια του Τούρκου Σουλτάνου Μουράτ Α’ το 1361. Μέχρι το 1453 ήταν πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους. Από την εποχή αυτή σώζονται διάφορα κτίρια, όπως τεμένη, λουτρά, ανάκτορα, ιδρύματα κ.α. που κτίστηκαν με το υλικό των γκρεμισμένων ρωμαϊκών και βυζαντινών κτιρίων. Οι Τούρκοι ονόμαζαν την Αδριανούπολη κατά παραφθορά Εντρινέ ή Εντιρνέ. Στη διάρκεια της εποχής που αναφερόμαστε ήταν κέντρο ελληνισμού και δεινοπάθησαν πολύ οι κάτοικοι από τους αφεντάδες Τούρκους με την κήρυξη της επανάστασης του 1821. Γεγονός σημαντικό για την ελληνική ιστορία ήταν η υπογραφή της Συνθήκης της Ανδριανούπολης το 1829, που έβαλε τέρμα στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο του 1828-29, και που με αυτή, για πρώτη φορά οι Τούρκοι αναγνώριζαν την ύπαρξη ελεύθερου ελληνικού κράτους. Στους βαλκανικούς πολέμους (1912-13) οι Βούλγαροι την κατέλαβαν για λίγο, ενώ από το 1920-1922 ανήκε στην Ελλάδα και μάλιστα ήταν κέντρο της Γενικής Διοίκησης Θράκης. Με τη Μικρασιατική Καταστροφή του ’22 οι Έλληνες κάτοικοι αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν. Τελικά με τη Συνθήκη της Λωζάννης η Αδριανούπολη περιήλθε  στη Τουρκία. Άξιο παρατήρησης και θαυμασμού είναι το μεγαλοπρεπές τζαμί του Οθωμανού σουλτάνου Σελίμ Β’. Το 1574, τη χρονιά της ανακατάληψης της Τύνιδας από τους Οθωμανούς, ο σουλτάνος Σελίμ Β’ πέθανε μετά από πτώση στο λουτρό του σε ηλικία πενήντα ετών. Πρόλαβε όμως και επιμελήθηκε την ανέγερση του Τεμένους Σελιμιγιέ, όχι στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, την Κωνσταντινούπολη, αλλά στην αγαπημένη του πόλη και πρώην πρωτεύουσα των Οθωμανών, την Αδριανούπολη. Το Τέμενος αποτελεί κομψοτέχνημα της ισλαμικής αρχιτεκτονικής και το αρτιότερο δημιούργημα του αρχιτέκτονα Σινάν. Αξίζει να αναφερθεί ότι το κτίσμα οικοδομήθηκε αποκλειστικά από τα λάφυρα της εκστρατείας των Οθωμανών στην Κύπρο, όπως νωρίτερα το Σουλειμανίγιε (τζαμί του Σουλευμάν) είχε χτιστεί με τη λεία των εκστρατειών στο Βελιγράδι, τη Ρόδο και τη Μάλτα.

Η Άννα Βουλγαρίδη ήρθε στην Ξάνθη με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Τα πεθερικά της δεν την ήθελαν για νύφη κι έτσι ο Νίκος Τζαφέρης όταν παντρεύτηκε, έμεινε  στην Ξάνθη και δεν ξαναγύρισε ποτέ στο Καρπενήσι. Ήταν άνθρωπος πολύ περήφανος και του είχε στοιχίσει το γεγονός ότι τον εγκατέλειψε ο δίδυμος αδελφός του και οι γονείς του τον αποκλήρωσαν λόγω του γάμου του.

Ο Νίκος και η Άννα Τζαφέρη, το γένος Βουλγαρίδη, απέκτησαν από τον γάμο τους δώδεκα (12) παιδιά, από τα οποία επέζησαν έξι και μεταξύ τους ήταν η Αικατερίνη, μητέρα της βιογραφούμενης.

Η γιαγιά της βιογραφούμενης, Άννα Τζαφέρη, μεγάλωσε τη βιογραφούμενη Μαρίνα από τα τρία έως τα δέκα της χρόνια. Έγραφε το όνομα και την ημερομηνία γέννησης του κάθε παιδιού της πίσω από τα εικονίσματα. Πέθανε σε ηλικία 66 ετών, το 1968. Η βιογραφούμενη Μαρίνα έζησε άλλα δύο χρόνια με τον παππού της Νίκο Τζαφέρη. Στο σπίτι του υπήρχε καταπακτή, στην οποία κρυβόταν ο ίδιος όταν έρχονταν οι Βούλγαροι. Ο παππούς Νίκος ήταν δεινός κυνηγός. Κυνηγούσε ταξιδεύοντας με τα πόδια για τρεις με τέσσερις ημέρες. Συνήθως, όταν επέστρεφε από το κυνήγι, έφερνε πέρδικες, που αποτελούσαν το κρέας για τη διατροφή της οικογένειας. Οι γείτονες στο σπίτι του παππού ήταν αγρότες και καλλιεργούσαν καπνά στα γύρω χωριά. Τα παιδιά συμμετείχαν με χαρά στη διαδικασία αποξήρανσης του καπνού, που ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Τηρούσαν όλα τα έθιμα με ευλάβεια. Το Σάββατο του Λαζάρου τριγυρνούσαν σε όλες τις γειτονιές με κλαδιά ελιάς και τραγουδούσαν το τραγούδι των Βαγιών: «Βάγια-Βάγια των Βαγιώ πότε θα ‘ρθει η Πασχαλιά με τα κόκκινα αυγά». Την Κυριακή πριν την Καθαρά Δευτέρα έπαιζαν το παιχνίδι με το αυγό. Ένας ενήλικας έπαιρνε ένα αυγό, βρασμένο και καθαρισμένο, και το έδενε με ένα σπάγκο και το κρεμούσε από ένα ξύλο. Τα παιδιά γύρω γύρω με το στόμα ανοιχτό έπρεπε να καταφέρουν να δαγκώσουν το αυγό. Ήταν το τελευταίο αυγό, ο «μπουναμάς», που θα έτρωγε το τυχερό παιδί για τις επόμενες σαράντα (40) ημέρες μέχρι την Ανάσταση.

Η Μαρίνα Ποιμενίδου, γεννήθηκε στην παλιά πόλη της Ξάνθης, το 1960. Έμεινε κατά διαστήματα στη Γερμανία, μαζί με τους γονείς της, αλλά, κυρίως, ζούσε με τις γιαγιάδες και τις θείες της στην Ξάνθη, επειδή δεν της άρεσε καθόλου η Γερμανία. Οι γονείς στη Γερμανία ζούσαν μία καλή ζωή και είχαν ένα όμορφο σπίτι. Η βιογραφούμενη έμαθε τα Γερμανικά, που της χρησίμεψαν αργότερα. Μετά το 1974, όταν «εξαντλήθηκαν» οι θείες, η Μαρίνα επέλεξε αντί να πάει στη Γερμανία, να φοιτήσει στο οικοτροφείο θηλέων στο Καρπενήσι, δηλαδή στη γενέτειρα του παππού της.  Το Καρπενήσι  διέθετε τις ηπιότερες κλιματικές συνθήκες με λιγότερο αέρα και ψύχος. Λέγεται, μάλιστα, ότι αναζητώντας το καλύτερο σημείο για να χτίσουν την πόλη, οι κάτοικοι κρέμασαν τον χειμώνα από ένα κομμάτι  κρέας σε τρία δέντρα αντίστοιχων πιθανών τοποθεσιών. Στο σημείο όπου το κρέας αλλοιώθηκε γρηγορότερα θεωρήθηκε η πιο κατάλληλη και ηπιότερη κλιματικά τοποθεσία για τη δημιουργία της πόλης. Το Καρπενήσι έπεσε στα χέρια των Τούρκων το 1393. Τη μεγάλη του ακμή την γνώρισε την περίοδο μεταξύ του 16ου και των αρχών του 19ου αιώνα. Αρχικά υπαγόταν στην αρμοστεία της Ναυπάκτου και στην επαρχία Αγράφων. Πολύ σύντομα έγινε το ίδιο έδρα επαρχίας. Υπήρξε σημαντικό πνευματικό κέντρο, ειδικά τα χρόνια της λειτουργίας μεγάλης σχολής γραμμάτων, σχολείων και οικοτροφείου για άπορους μαθητές. Μεγάλη πρόοδος καταγράφηκε στο εμπόριο και στις βιοτεχνικές δραστηριότητες. Υφαντά, υποδήματα, δέρματα, χάλκινα σκεύη και όπλα είναι ορισμένα από τα πολλά προϊόντα εκείνων των χρόνων. Φημισμένοι ήταν οι φαναρτζήδες του Tυμφρηστού, οι οποίοι κατασκεύαζαν φανάρια κυρίως για τους αγωγιάτες. Στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης η πόλη και τα γύρω χωριά δοκιμάστηκαν από τις αλλεπάλληλες σκληρές συγκρούσεις και καταστροφές. O τόπος γέννησε γενναίους οπλαρχηγούς, όπως τους Γιολδασέους και τους Kατσικογιαννέους. Εδώ σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά λίγο έξω από την πόλη ο Μάρκος Μπότσαρης. H οριστική απελευθέρωση ήρθε στις 23 Νοεμβρίου 1828. Ιδιαίτερα δύσκολα χρόνια γνώρισε η περιοχή κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (Eλληνοϊταλικό – Eλληνογερμανικό), την περίοδο της γερμανικής κατοχής με την ανάπτυξη αντάρτικων αντιστασιακών ομάδων αλλά και κατά τον εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε.

Στο Καρπενήσι βρήκε το σχολείο αυστηρό και περιοριστικό. Έτσι αποφάσισε να φύγει από εκεί. Μία Παρασκευή βράδυ πέρασε τη βαλίτσα της από τα κάγκελα, πήρε το δισάκι της στον ώμο, βρίσκει ένα ταξί και ζητάει να την πάει στον πιο κοντινό σιδηροδρομικό σταθμό. Ο πιο κοντινός σταθμός βρισκόταν 2-3 ώρες απόσταση με το αυτοκίνητο. Πήρε το τραίνο και έφτασε στην Ξάνθη. Τότε ήταν περίπου 14 ετών και δεν ήξερε σε ποιόν συγγενή να πάει. Επιλέγει να πάει στη γιαγιά Φωτεινή, μητέρα του πατέρα της. Φτάνει το απόγευμα στο σπίτι της γιαγιάς, που βρισκόταν δίπλα από το Τάγμα Τεθωρακισμένων (Μαυροσκούφηδων). Η γιαγιά έλειπε εκείνο το απόγευμα από το σπίτι. Έφτασε η νύχτα και η γιαγιά δεν είχε ακόμη επιστρέψει. Έτσι, χτύπησε την πόρτα μίας γειτόνισσας, που την πληροφόρησε ότι η γιαγιά της ήταν στο νοσοκομείο. Το βράδυ εκείνο φιλοξενήθηκε στο γειτονικό σπίτι και την επόμενη μέρα επισκέφτηκε τη γιαγιά Φωτεινή στο νοσοκομείο. Εκεί της ανακοίνωσε την απόφασή της να μείνει μαζί της. Πράγμα που έγινε. Η συνεννόηση στο σπίτι γινόταν σε Τουρκο-Ελληνικά. Η βιογραφούμενη είχε πλήρη ελευθερία κινήσεων, γεγονός που τη βοήθησε να ζήσει μία απολύτως φυσιολογική ζωή. Η γιαγιά Φωτεινή την προέτρεπε να παντρευτεί το φαντάρο που την ερωτεύτηκε και τη ζήτησε επανειλημμένα σε γάμο, αλλά η βιογραφούμενη προτίμησε να συνεχίσει τις σπουδές της. Όταν φοιτούσε στην έκτη τάξη του Γυμνασίου επέστρεψε στην Ελλάδα η μητέρα της και έναν χρόνο αργότερα επέστρεψε και ο πατέρας της, με τον αδελφό της Ζαχαρία.

Όταν έσμιξε και πάλι όλη η οικογένεια, η βιογραφούμενη τελειώνοντας το Γυμνάσιο, αποφασίζει και πάλι να φύγει μακριά. Επέλεξε να σπουδάσει στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, στο Ηράκλειο της Κρήτης, γιατί ήταν η πιο μακρινή πόλη από την Ξάνθη και έτσι θα είχε πάλι την ελευθερία της. Έτσι εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο. Το Ηράκλειο είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Κρήτης, καθώς και ο μεγαλύτερος λιμένας του νησιού. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο Δήμος Ηρακλείου έχει πληθυσμό 173.450 κατοίκους. Κύριοι οικονομικοί τομείς της πόλης είναι ο τουρισμός, η γεωργία και το εμπόριο. Διαθέτει βιομηχανική περιοχή 4 χλμ. νοτιοανατολικά του κέντρου. Το Ηράκλειο διαθέτει επίσης ένα από τα μεγαλύτερα σε κίνηση αεροδρόμια της χώρας (αεροδρόμιο “Νίκος Καζαντζάκης”) και λιμάνι με μεγάλη κίνηση επιβατών και εμπορευμάτων. Το Ηράκλειο βρίσκεται κοντά στο παλάτι της Κνωσού που την περίοδο του μινωικού πολιτισμού είχε τη μεγαλύτερη συγκέντρωση πληθυσμού στην Κρήτη. Η πόλη του Ηρακλείου κτίστηκε το 824, όταν κατέλαβαν τις ακτές οι Σαρακηνοί πειρατές υπό τον Αμπού Χαφέζ. Έχτισαν μεγάλο οχυρό με μια περιμετρική μεγάλη τάφρο γύρω από την οποία και αναπτύχθηκε η πόλη που έλαβε και την αρχική ονομασία Χάνδαξ. Οι Σαρακηνοί κατέστησαν την πόλη αυτή πρωτεύουσά τους και ορμητήριο των πειρατικών τους δραστηριοτήτων, πράγμα που εξόργισε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Το 961 οι Βυζαντινοί επιτέθηκαν στην πόλη, έσφαξαν τους Σαρακηνούς, τη λεηλάτησαν και την έκαψαν. Την ξανάκτισαν και κράτησαν την κυριαρχία της για 243 χρόνια. Το 1204 η πόλη αγοράστηκε από τους Ενετούς εν μέσω μιας πολιτικής συμφωνίας που συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων την επανατοποθέτηση στο θρόνο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας του Ισαάκιου Β΄ Αγγέλου από τους Σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας. Οι Ενετοί βελτίωσαν τις οχυρώσεις της πόλης χτίζοντας ένα τεράστιο τείχος (πάχους μέχρι 40μ σε ορισμένα σημεία), του οποίου το μεγαλύτερο μέρος σώζεται μέχρι και σήμερα. Το όνομα της πόλης από Handaq έγινε Candia στα Ιταλικά. Το 1647  μ.Χ. ξεκίνησε η πολιορκία της πόλης από τους Οθωμανούς Τούρκους, η οποία κράτησε 22 χρόνια και κόστισε τη ζωή σε 30.000 Κρητικούς και 120.000 Τούρκους και εν τέλει έληξε με την κατάκτηση της πόλης το 1669, από τον Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η πόλη έγινε γνωστή και ως “Μεγάλο Κάστρο” ή “Κάστρο”. Η πόλη ελευθερώθηκε το 1898  και μπήκε στην Κρητική Πολιτεία το 1908  που με τη σειρά της προσαρτήθηκε στην Ελλάδα το 1913. Κατά την απελευθέρωσή της η πόλη ονομάστηκε Ηράκλειο από τον Μινωικό οικισμό που υπήρχε στο σημείο, ήδη από τον 7ο π.Χ. αιώνα, σύμφωνα με τα “Γεωγραφικά” του Στράβωνα (“… έχει για επίνειο η Κνωσός το Ηράκλειο”). Tο Hράκλειο διαθέτει επτά μουσεία: το Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου, το Ιστορικό Μουσείο Κρήτης, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το Μουσείο Μάχης Κρήτης και Εθνικής Αντίστασης, ο Αρχαιολογικός χώρος Κνωσού, το Μουσείο Εικαστικών Τεχνών Ηρακλείου και το Μουσείο Αγίας Αικατερίνης. Eπίσης, στα αξιοθέατα της πόλης περιλαμβάνονται: το ενετικό φρούριο Κούλες στο λιμάνι του Ηρακλείου, η εκκλησία του Αγίου Τίτου επί της 25ης Αυγούστου, η ενετική Λότζια, το σημερινό Δημαρχείο, η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, το μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά, η αγορά στην οδό 1866, η πεζοδρομημένη οδός 25ης Αυγούστου με τα πολλά διατηρημένα νεοκλασικά κτίρια, η πλατεία Λιονταριών με την κρήνη Μοροζίνι, τα ενετικά τείχη του Ηρακλείου, η πλατεία Κορνάρου, ο τάφος του Νίκου Καζαντζάκη στο προμαχώνα Μαρτινέγκο, η πλατεία Ελευθερίας. Το Ηράκλειο είναι η πατρίδα αρκετών διάσημων Ελλήνων, ανθρώπων των γραμμάτων και της τέχνης, της πίστης, του καθήκοντος, του πολιτισμού, του εμπορίου, της βιομηχανίας και του αθλητισμού. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο El Greco, ένας από τους σημαντικότερους αναγεννησιακούς ζωγράφους , που γεννήθηκε στο χωριό Φόδελε (κοντά στο Ηράκλειο) και πέθανε στο Τολέδο της Ισπανίας.

Στο Ηράκλειο, η Μαρίνα Ποιμενίδου, συνάντησε εντελώς τυχαία έναν παλιό γνωστό από την Ξάνθη, που τον γνώρισε όταν εκείνος υπηρετούσε εκεί τη θητεία του. Ήταν ο Δημήτρης Χαριτάκης, με καταγωγή από τα Χανιά. Τα Χανιά είναι παραλιακή πόλη της βορειοδυτικής Κρήτης, ένας από τους σημαντικότερους λιμένες της Κρήτης και πρωτεύουσα του Νομού Χανίων. Καταλαμβάνει έκταση περίπου 11 τετραγωνικών χιλιομέτρων και αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του νησιού μετά το Ηράκλειο. Υπήρξε σημαντική μινωική πόλη και έχει ταυτιστεί με την αρχαία Κυδωνία. Τα Χανιά είναι η τοποθεσία σύμφωνα με την οποία οι Μινωίτες έκτισαν την “Κυδωνία”. Από ανασκαφές που έγιναν σε διάφορες συνοικίες, όπως αυτή στο Καστέλι, βρέθηκε ότι η περιοχή ήταν κατοικημένη από τη Νεολιθική εποχή. Η πόλη αποτέλεσε μετά τη Μινωική εποχή, μια σημαντική πόλη-κράτος με όρια από τη θάλασσα μέχρι τους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Η πρώτη βυζαντινή περίοδος διήρκεσε από το 395 ως το 824 μ.Χ. Γι’ αυτήν δεν υπάρχουν αρκετές καταγραφές. Κατά την Αραβοκρατία που ακολούθησε η πόλη ονομαζόταν Al Hanim. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Χριστιανικοί πληθυσμοί μετακινήθηκαν προς τα ορεινά του νομού λόγω των διωγμών. Ο Βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς επανακατέλαβε την πόλη το 961 μ.Χ. Η δεύτερη βυζαντινή περίοδος κράτησε μέχρι το 1204 μ.Χ. και το όνομά της άλλαξε σε Χανιά. Οι Βυζαντινοί άρχισαν να ενισχύουν με οχυρωματικά έργα την πόλη χρησιμοποιώντας αρχαία οικοδομικά υλικά, με σκοπό να αποτρέψουν και άλλη αραβική επιδρομή. Μετά την τέταρτη σταυροφορία (1204μ.Χ.) και την πτώση της Βυζαντινής κυριαρχίας στην περιοχή, η Κρήτη δόθηκε στο Βονιφάτιο το Μομφερρατικό. Αυτός αποφάσισε να την πουλήσει στους Ενετούς για 100 ασημένια μάρκα. Το 1252 οι Ενετοί κατάφεραν να υποτάξουν τους Κρήτες, αλλά το 1263 οι αντίπαλοί τους Γενουάτες, με τοπική υποστήριξη, πολιόρκησαν την πόλη υπό τις διαταγές του Eνρίκο Πεσκατόρε και την κράτησαν ως το 1285, όπου οι Ενετοί επέστρεψαν. Τα Χάνια επελέγησαν να είναι η έδρα του Γενικού Αρμοστή της Κρήτης και άνθησαν, λόγω της θέσης τους, ως εμπορικό κέντρο, αλλά και ως αγροτική περιοχή. Στην αρχή, οι Ενετοί ήταν σκληροί και καταπιεστικοί, αλλά σιγά σιγά οι σχέσεις τους με τους ντόπιους αναθερμάνθηκαν. Η επαφή τους με τη Βενετία βοήθησε στο να αναμειχθούν οι δύο κουλτούρες, χωρίς όμως οι Κρήτες να χάσουν τις ελληνοχριστιανικές τους παραδόσεις. Το όνομα της πόλης άλλαξε σε La Canea και οι βυζαντινές οχυρώσεις ενισχύθηκαν δίνοντας στα Χανιά τη σημερινή τους μορφή. Παρόλα αυτά τα τείχη της δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τους Οθωμανούς από το να καταλάβουν την πόλη το 1645 ύστερα από μια 2μηνη πολιορκία. Οι Οθωμανοί αποβιβάστηκαν κοντά στο μοναστήρι της Γωνιάς στην Κίσσαμο, το οποίο και λεηλάτησαν και έκαψαν. Πολιόρκησαν τα Χανιά στις 2 Αυγούστου 1645. Το 1821, με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, υπήρξαν διαμάχες μεταξύ των Χριστιανών και Μουσουλμάνων στα Χανιά, που οδήγησαν σε μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Ο επίσκοπος Κισσάμου, Μελχισεδέκ Δεσποτάκης, κρεμάστηκε από τους Τούρκους σε έναν πλάτανο στην πλατεία της Σπλάτζιας, ο οποίος υπάρχει έως σήμερα. Το 1878, υπογράφηκε η συνθήκη της Χαλέπας. Μεγάλο μέρος των Μουσουλμάνων σκοτώθηκαν ή μετακινήθηκαν στην Τουρκία. Το 1898, κατά τη διάρκεια των τελευταίων κινημάτων για ανεξαρτησία και ένωση με την Ελλάδα, οι Μεγάλες δυνάμεις έκαναν τα Χανιά πρωτεύουσα της ημιαυτόνομης Κρητικής Πολιτείας, με ύπατο αρμοστή της τον πρίγκιπα Γεώργιο. Το παλάτι βρίσκεται στη συνοικία Καστέλι πάνω από το παλιό λιμάνι. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, η Κρήτη τύπωσε δικό της νόμισμα και γραμματόσημα. Η πόλη έπαψε να αποτελεί ένα απομακρυσμένο βιλαέτι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έγινε κοσμοπολίτικη, ξανακερδίζοντας το ρόλο της, ως σταυροδρόμι των πολιτισμών της Ευρώπης και της Ανατολής. Πολλά σημαντικά κτήρια χτίστηκαν κατά την περίοδο αυτή, κυρίως στην οδό Νεάρχου, καθώς και στο προάστιο της Χαλέπας, όπου βρίσκονταν τα προξενεία των προστάτιδων δυνάμεων. Παρόλα αυτά ο κύριος στόχος ήταν η ένωση με την Ελλάδα, ο οποίος πραγματοποιήθηκε έπειτα από τη στάση του Ελευθέριου Βενιζέλου προς τον πρίγκιπα Γεώργιο. Ύστερα από αρκετές διαμάχες, η επανάσταση του Θερίσου στις 10 Μαρτίου 1905, κατάφερε να διώξει το Γεώργιο και να φέρει στην Κρήτη τον Αλέξανδρο Ζαΐμη. Τελικά, το 1908, ο Βενιζέλος κατάφερε να εδραιώσει μια επαναστατική κυβέρνηση, η οποία αναγνωρίστηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η μετέπειτα εκλογή του, ως πρωθυπουργού της Ελλάδας, το 1910, κατάφερε να ενώσει την Κρήτη με την Ελλάδα στις 1 Δεκεμβρίου 1913. Η Ελληνική σημαία υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά στο παλιό λιμάνι με την παρουσία του Βενιζέλου και του βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου. Μια άλλη σημαντική στιγμή στην ιστορία των Χανίων είναι η εισβολή και κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έπειτα από έναν ανηλεή βομβαρδισμό της πόλης από τη Γερμανική αεροπορία το Μάιο του 1941, οι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές εισέβαλαν στην πόλη από τα δυτικά (από τις περιοχές του Γαλατά και του Mάλεμε) και απωθήθηκαν από τους Βρετανούς στο λόφο της Δεξαμενής στα νότια της πόλης. Ο βασιλιάς Γεώργιος διέμεινε σε μια βίλα στα Περιβόλια, κοντά στα Χανιά, στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τους Γερμανούς στην Αίγυπτο. Η Εβραϊκή κοινότητα των Χανίων υπέστη σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια της 5ετούς κατοχής. Οι περισσότεροι από αυτούς, όπως και άλλοι αντιστασιακοί, μεταφέρθηκαν από τους Γερμανούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην κεντρική Ευρώπη. Την δεκαετία του ΄70 η Κρήτη μετατράπηκε σε μείζονα τουριστικό προορισμό για διεθνή και εγχώριο τουρισμό, πράγμα το οποίο συνέβαλε στην άνθηση της οικονομίας και της πολιτιστικής ανάπτυξης της πόλης. Τα Χανιά έπαψαν να είναι πρωτεύουσα της Κρήτης το 1971 έπειτα από 686 χρόνια. Στα Χανιά βρίσκονται και πολλές εκκλησίες, όπως η Αγία Μαγδαληνή σε Ρωσικό ρυθμό και η Ευαγγελίστρια χτισμένη σε ρυθμό Μπαρόκ. Στον λόφο πάνω από τη Χαλέπα, βρίσκεται ο Προφήτης Ηλίας με τους Τάφους των Ελευθερίου και Σοφοκλή Βενιζέλου