Μενού Κλείσιμο

Τσικούδη Άννα

Η Άννα Τσικούδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Είναι κόρη του Αθανάσιου Τσικούδη, με καταγωγή από τον Τρίλοφο του Νομού Θεσσαλονίκης και της Θεοπούλας Βαρσαμή, με καταγωγή από τον Παλαιό Μαρμαρά Προποντίδας. Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε την ειδικότητα Νευρολογίας-Ψυχιατρικής. Εξειδικεύτηκε ως ψυχίατρος στην Ομαδική Ψυχοθεραπεία στην Αγγλία για πέντε χρόνια. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και άνοιξε το δικό της ιατρείο. Σήμερα είναι συνταξιούχος.

Ο παππούς και ο προπάππους της βιογραφούμενης, από την πλευρά του πατέρα της, ήταν ντόπιοι. Γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον Τρίλοφο του Νομού Θεσσαλονίκης. Ο προπάππους της ονομαζόταν Αθανάσιος Τζίκος και ο παππούς της Αντώνιος Τζίκος (1868-1966). Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Αντώνιος Τζίκος «κατέβηκε» στη Θεσσαλονίκη όπου άνοιξε χασάπικο και άλλαξε το επίθετό του σε Τσικούδης.

Στις αρχές του 1900 παντρεύτηκε τη συγχωριανή του Βασιλική Γιοβανούδη και με την προίκα της και τις οικονομίες του αγόρασαν δύο διώροφες κατοικίες στην οδό Κυδωνιών, πάροδο της Θεμιστοκλή Σοφούλη. Έμεναν στη μία απ’ αυτές, όπου γεννήθηκαν και μεγάλωσαν τα τρία παιδιά τους (ένα απ’ αυτά ήταν ο πατέρας της βιογραφούμενης) και τα πέντε εγγόνια τους (ένα απ’ αυτά είναι η βιογραφούμενη). Τόσο ο παππούς Αντώνης, όσο και η γιαγιά Βασιλική, έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα και πέθαναν μέσα σ’ αυτό το σπίτι.

Ο Τρίλοφος βρίσκεται 20 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του κέντρου της Θεσσαλονίκης, ανήκει στο δήμο Θέρμης και είναι έδρα της δημοτικής ενότητας Μίκρας. Πρώτη αναφορά στις πηγές του Τριλόφου, με το παλιό όνομα «Ζομβάτοι», γίνεται το 1240 σε αγιορείτικο έγγραφο. Η κατοίκηση του συνεχίστηκε αδιάκοπα σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Το χωριό ανήκε διοικητικά στο ναχιγιέ της Καλαμαριάς και ειδικότερα στο χάσι του Λόγγου. Μέχρι το 1927, ο Τρίλοφος είχε την ονομασία Ζουμπάτ ή Ζουμπάτες ή Σπάτες. Η κυριότερη εκδοχή για την ονομασία αυτή, προέρχεται από το πάτημα των σταφυλιών (Ζουμ-Πατ). Από τον Τρίλοφο ήταν οι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821 Γεώργιος Καραλής και Κωνσταντίνος Λιόλιου. Η ονομασία Τρίλοφος προέρχεται από το γεγονός ότι το χωριό είναι κτισμένο πάνω σε τρεις λόφους, το Κοτρώνι στα ανατολικά, τον Προφήτη Ηλία στα νότια και την Τούμπα, ή Συγκουνά, στα δυτικά.

O πατέρας της βιογραφούμενης, Αθανάσιος Τσικούδης, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1906. Αποφοίτησε από το ιδιωτικό Γυμνάσιο Κωνσταντινίδη και αμέσως μετά πήγε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Εκεί έμαθε να οδηγεί και αργότερα έγινε οδηγός στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Στο ηρωικό έπος του 1940, ήταν επιφορτισμένος με τη διανομή της αλληλογραφίας και των πακέτων στο Μέτωπο. Σε μία αποστολή στο Μέτωπο, ανατινάχθηκε το αυτοκίνητο που οδηγούσε από μία νάρκη και, ως εκ θαύματος, εκείνος σώθηκε με ένα μόνο τραυματισμό στο δεξί του χέρι. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξαιτίας γεροντικής άνοιας, του έρχονταν έντονα οι μνήμες από το Μέτωπο.

Ο παππούς της βιογραφούμενης, από την πλευρά της μητέρας της, ονομαζόταν Βαρσαμής Σκαρλάτος (1868-1958), είχε πιθανή καταγωγή από την Κεφαλονιά, γεννήθηκε στον Παλαιό Μαρμαρά της Προποντίδας και ήταν ένας εύπορος έμπορος.

Στη θάλασσα της Προποντίδας και βορειοδυτικά της χερσονήσου Κυζίκου, βρίσκεται το νησί της Προικοννήσου, γνωστό σήμερα ως νησί του Μαρμαρά. Τόσο το νησί, όσο και η θάλασσα της Προποντίδας έχουν πάρει την ονομασία τους λόγω της εξόρυξης από την αρχαιότητα των περίφημων μαρμάρων του. Με μια έκταση 130 χιλιομέτρων και ένα ανάγλυφο που φτάνει έως και τα 720 μέτρα στις κορυφές της «Ψηλής Ράχης», αποτελεί το πρώτο καλωσόρισμα στο πέρασμα των στενών των Δαρδανελίων. Ένα καλωσόρισμα γεμάτο Ρωμιοσύνη, όπως το περιγράφει ο Ακύλας Μήλλας. Σήμερα, το νησί του Μαρμαρά, ή Marmara Adasi στα Τουρκικά, υπάγεται στην επαρχία Μπαλικεσίρ (Balikesir). Στην απογραφή του 2000 καταγράφονται 9.446 μόνιμοι κάτοικοι. Απέχει 70 ναυτικά μίλια από την Κωνσταντινούπολη και ανήκει στα Προκοννήσια, ή νησιά του Μαρμαρά, που αποτελούν το ένα από τα δύο συμπλέγματα νησιών της Προποντίδας. Μέχρι το 1923, το νησί κατοικούνταν από έναν σχεδόν αμιγώς Ελληνικό πληθυσμό. Μετά την ήττα της Ελλάδος, εκπατρίστηκαν οι περίπου 10.000 κάτοικοι του νησιού. Μια ιστορία αιώνων πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς, ακολουθώντας τους υπόλοιπους χιλιάδες Έλληνες και Τούρκους εκδιωγμένους σε ένα από τα μεγαλύτερα «ξεριζώματα» που γνώρισε η νεότερη Ιστορία.

Στον Παλαιό Μαρμαρά, ο Βαρσαμής Σκαρλάτος απέκτησε από τον γάμο του έξι παιδιά, τρία αγόρια και τρία κορίτσια. Τον Παναγιώτη, την Άννα, τον Βασίλη, τη Θεοπούλα, μητέρα της βιογραφούμενης και τα δίδυμα Χρυσώ και Βασίλη, που γεννήθηκαν το 1922, λίγο πριν φύγουν για την Ελλάδα. Οι ελληνικές οικογένειες υπέστησαν πολλές κακουχίες από τις Τουρκικές αρχές. Έζησαν την πρώτη προσφυγιά το 1914, όταν οι Τούρκοι τους υποχρέωσαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να εγκατασταθούν στην Κρεμαστή, στον Κασαμπά, μια περιοχή στο εσωτερικό της Τουρκίας. Το 1918 επέστρεψαν και πάλι στον Μαρμαρά, όμως, δεν μπόρεσαν να ησυχάσουν. Το 1922, πριν γίνει η μεγάλη καταστροφή, επιβιβάστηκαν σε καράβια και έζησαν για δεύτερη φορά το κύμα της προσφυγιάς. Πρώτη στάση ήταν στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής, όπου κάποιες οικογένειες αποβιβάστηκαν και ίδρυσαν τον σημερινό Νέο Μαρμαρά. Εγκαταστάθηκαν εκεί γιατί το μέρος τους θύμιζε τη δική τους πατρίδα. Βέβαια, οι συνθήκες τότε σε εκείνη την ελώδη περιοχή ήταν πολύ δύσκολες και πολλοί πρόσφυγες πέθαναν από την ελονοσία.

Η οικογένεια του Βαρσαμή Σκαρλάτου και κάποιοι άλλοι συγγενείς δεν αποβιβάστηκαν στη Χαλκιδική, ούτε στη Θεσσαλονίκη που ήταν η δεύτερη στάση. Έλεγε ο παππούς: «Καλύτερα να πάμε κοντά στην πρωτεύουσα». Έτσι έφτασαν στην Εύβοια και αποβιβάστηκαν αρχικά στη Λίμνη Ευβοίας, που επίσης έμοιαζε με τον Παλιό Μαρμαρά. Με χρήματα που είχε μαζί του, νοίκιασε ένα αγρόκτημα για καλλιέργεια γης. Μετά από δύο χρόνια, κατέβηκε στη Χαλκίδα και άνοιξε έναν φούρνο, ενώ όλη η οικογένεια εγκαταστάθηκε στα προσφυγικά σπίτια που τους έδωσε το κράτος. Στη Χαλκίδα, δυστυχώς, απεβίωσαν δύο αγόρια της οικογένειας. Ο μεγάλος, ο Βασίλης, πέθανε από ελονοσία σε ηλικία 12 ετών και ο Παναγιώτης από μηνιγγίτιδα, σε ηλικία 16 ετών. Όλα τα υπόλοιπα παιδιά μεγάλωσαν στη Χαλκίδα.

Η μεγάλη κόρη, Άννα, γεννήθηκε το 1908 και παντρεύτηκε το 1929 με προξενιό έναν Έλληνα μετανάστη στην Αμερική. Ο γαμπρός είχε έρθει στη Χαλκίδα για να βρει κοπέλα να παντρευτεί με έναν όρο: η οικογένεια της νύφης να φροντίσει την κατάκοιτη μητέρα του, που ζούσε μόνη στη Χαλκίδα. Η Άννα ήθελε πολύ να πάει στην Αμερική κι έτσι ο γάμος έγινε στη Χαλκίδα και αμέσως μετά έφυγαν για το Σαν Φρανσίσκο. Έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό της, σε ηλικία άνω των 90 ετών. Απέκτησε δύο κόρες, τέσσερα εγγόνια και έξι δισέγγονα. Ο δίδυμος Βασίλης με τη γυναίκα του μετανάστευσε στη Βραζιλία στις αρχές του 1950, απέκτησε έναν γιο και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του, σε ηλικία 80 ετών. Η δίδυμη Χρυσώ ήταν ανύπαντρη και έζησε μέχρι τον θάνατό της, σε ηλικία 84 ετών, στη Χαλκίδα.

Η μητέρα της βιογραφούμενης, Θεοπούλα Σκαρλάτου, γεννήθηκε το 1914 και παντρεύτηκε το 1937, επίσης από προξενιό, τον Αθανάσιο Τσικούδη τον Θεσσαλονικιό. Η νύφη, συνοδευόμενη από τον πατέρα της, ταξίδεψε με το αλιευτικό καράβι του θείου της από τη Χαλκίδα στον Νέο Μαρμαρά για να γνωρίσει τόσο τους συγγενείς της που ζούσαν εκεί, όσο και τον υποψήφιο γαμπρό. Άρεσε πολύ ο ένας στον άλλο και αμέσως αρραβωνιάστηκαν. Ο γάμος έγινε στη Θεσσαλονίκη και, με τις λίρες που έδωσε ο πατέρας της ως προίκα, το ζευγάρι εξασφάλισε ένα τμήμα από το πατρικό σπίτι του γαμπρού και εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί.

Η Θεσσαλονίκη από την εποχή της ίδρυσής της από τον Κάσσανδρο, ως μια ακμάζουσα Ελληνιστική πόλη, μέχρι την Οθωμανική κυριαρχία, αξιοποιεί τη στρατηγική της θέση και αναπτύσσεται σε μια πολυπολιτισμική πόλη. Από το 1912, με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων και την ενσωμάτωση της περιοχής στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Με την ένταξή της στον κορμό του Ελληνικού Κράτους, το 1912, ο πληθυσμός της πόλης παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές με τη μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού και την αντικατάστασή του από προσφυγικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Οι πληθυσμιακές μεταβολές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης, με την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονική της αναδιοργάνωση επιταχύνθηκε από τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας Ελληνικής διοίκησης να προσθέσει αρχαιοελληνικά και ευρωπαϊκά στοιχεία στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, που οδήγησε στην καταστροφή αρκετών οθωμανικών λατρευτικών και λειτουργικών κτιρίων. Οι σημαντικότερες πληθυσμιακές μεταβολές παρατηρούνται με το ολοκαύτωμα της ακμαίας Εβραϊκής κοινότητας από τα ναζιστικά στρατεύματα, την περίοδο της τριπλής κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εγκατάσταση του Μικρασιατικού και Θρακιώτικου προσφυγικού πληθυσμού έπειτα από τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και με την εσωτερική μετανάστευση που παρατηρείται κατά την δεκαετία του 1950 και μεταγενέστερα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.

Στη «νύφη του Θερμαϊκού» ήρθαν στον κόσμο και οι τρεις κόρες του ζευγαριού, η Βασιλική, η Κυριακή και η βιογραφούμενη Άννα. Η Θεοπούλα ταλαιπωρήθηκε μέχρι να αποκτήσει το τρίτο τους παιδί που ήθελαν να είναι αγόρι. Είχε δύο αυτόματες αποβολές και στη συνέχεια, όταν ήταν πάλι έγκυος σε δίδυμα αγόρια, ανέβηκε στη σκάλα για να καθαρίσει την κουζίνα της πεθεράς της, έπεσε και τα έχασε. Στην εγκυμοσύνη της τρίτης κόρης της, της βιογραφούμενης Άννας, είχε ξαφνικά αιμορραγία και την πήγαν στο πρώην Ρωσικό Νοσοκομείο, για να γεννήσει με καισαρική. Οι γιατροί ανησύχησαν με την κατάσταση της εγκύου και ρώτησαν τον άντρα της αν ήθελε να σώσουν την ίδια ή το παιδί. Εκείνος αμέσως απάντησε: «έχω δύο ανήλικα παιδιά, τη μητέρα τους φυσικά». Τελικά όλα πήγαν καλά· σώθηκαν και οι δύο. Όταν οι γιατροί έβγαλαν το παιδί που ήταν πέντε κιλά, αναφώνησαν: «σώπα, μωρή, που κόντεψες να φας τη μάνα σου!». Η Θεοπούλα που το άκουσε σκέφτηκε: «μωρή, πάλι κορίτσι γέννησα!». Ο Αθανάσιος Τσικούδης έφυγε από τη ζωή το 2000, πλήρης ημερών, σε ηλικία 94 ετών και τους τελευταίους μήνες της ζωής του, όταν ξυπνούσε, έλεγε συχνά: «τι, ακόμη δεν πέθανα;». Η Θεοπούλα Τσικούδη έφυγε από τη ζωή αιωνόβιος, το 2016, σε ηλικία 102 ετών. Μέχρι το τέλος της ζωής της διηγούνταν όλα όσα έζησε και μάλιστα με λεπτομέρειες. Τα τελευταία χρόνια συχνά αναρωτιόταν γιατί ζούσε ακόμα, αφού όλοι της ηλικίας της είχαν πεθάνει. Τότε οι δικοί της άνθρωποι της έλεγαν: «γιαγιά, έχεις μείνει πίσω γιατί έχεις ακόμα έργο να επιτελέσεις».

Η Βασιλική Τσικούδη, η μεγαλύτερη κόρη, γεννήθηκε το 1938. Ήταν άριστη μαθήτρια στο Δημοτικό και με παρότρυνση του πατέρα της έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις και τελείωσε το Αμερικάνικο Κολέγιο Anatolia Θεσσαλονίκης με υποτροφία. Ήθελε να σπουδάσει στην Αμερική, αλλά η μητέρα της δεν ήθελε με τίποτα να πάει εκεί. Έτσι το 1959 πήγε για δύο χρόνια ως εθελόντρια στο τότε Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, που βοηθούσε τις υποανάπτυκτες περιοχές των ορεινών χωριών του Νομού Ιωαννίνων. Εκεί μάθαιναν στις γυναίκες θέματα σωματικής υγιεινής, συντήρησης τροφίμων, κηπουρικής και άλλα. Το 1961, με πλήρη υποτροφία “Fullbright” πήγε στις ΗΠΑ, όπου έκανε σπουδές στα Μαθηματικά, στη Φυσική και τελικά έκανε PhD στην Αστροφυσική. Επειδή η μητέρα και πάλι δεν ήθελε να πάει το παιδί της στην Αμερική, ο πατέρας τότε όρκισε τη Βασιλική να μη μείνει για πάντα στην Αμερική. Το ταξίδι προς τον Νέο Κόσμο έγινε με το κρουαζιερόπλοιο S. S. Atlantic: Τελ Αβίβ, Πειραιά, Νάπολη, Νέα Υόρκη. Η βιογραφούμενη Άννα διηγείται: «Οι γονείς μου κι εγώ, τη συνοδέψαμε μέχρι το λιμάνι του Πειραιά. Μπήκαμε μάλιστα και μέσα στο πλοίο για να το δούμε. Όταν βγήκαμε όλοι οι συνοδοί και ακούσαμε τον ήχο της αναχώρησης, η μητέρα μας σπάραζε στο κλάμα. Ένιωθε πως η κόρη της δεν θα γυρνούσε πίσω, όπως δεν γύρισε και η αδελφή της». Η Βασιλική έμεινε στην Αμερική 16 χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στην Ελλάδα το 1977. Διορίστηκε στο τμήμα Αστροφυσικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, αρχικά ως λέκτορας και στη συνέχεια επίκουρος και αναπληρώτρια καθηγήτρια, όπου δίδασκε Αστροφυσική. Σήμερα είναι συνταξιούχος.

Η Κυριακή Τσικούδη, η μεσαία κόρη, γεννήθηκε το 1940. Αποφοίτησε από το εξατάξιο Γυμνάσιο και μετά από εισαγωγικές εξετάσεις συνέχισε τις σπουδές της στο Μικρό Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη (Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών, παράρτημα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου). Παντρεύτηκε με προξενιό λίγο πριν ολοκληρώσει τις σπουδές της και στη συνέχεια πήρε το πτυχίο της, το οποίο εξάλλου ο πατέρας είχε βάλει όρο για τον γάμο να το πάρει οπωσδήποτε. Διορίστηκε ως καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης στις Τεχνικές Σχολές Εργοδηγών Φλώρινας, Πολυγύρου Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκης. Σήμερα είναι συνταξιούχος. Από τον γάμο της με τον δασολόγο Γεώργιο Μυτζήθρα, απέκτησε δύο γιους. Τον Θανάση, το 1961 και τον Αντώνη, το 1964. Ο Θανάσης Μυτζήθρας παντρεύτηκε και άνοιξε βενζινάδικο. Είναι πατέρας μίας κόρης, της Μυρτώς. Ο Αντώνης Μυτζήθρας σπούδασε Φυσικός και εργάζεται ως καθηγητής μέσης εκπαίδευσης.

Η βιογραφούμενη, Άννα Τσικούδη, είναι η μικρότερη κόρη της οικογένειας και γεννήθηκε το 1946. Ήταν ένα πολύ ζωηρό παιδί, σχεδόν αγοροκόριτσο, αφού έπαιζε με τα παιδιά της γειτονιάς που ήταν όλα αγόρια. Φοίτησε κι αυτή στο Αμερικανικό Κολέγιο Anatolia, με υποτροφία μετά από εισαγωγικές εξετάσεις και στη συνέχεια, το 1965, έδωσε εισαγωγικές εξετάσεις με το λεγόμενο «σύστημα Παπανδρέου» και εισήχθη στην Ιατρική Σχολή Αθηνών.

Όπως αναφέρει η ίδια: «Θέλησα να γίνω γιατρός μετά από ένα ορθοπεδικό πρόβλημα που αντιμετώπισα. Το καλοκαίρι του 1957 που ήμουν μαθήτρια της πέμπτης τάξης του Δημοτικού σχολείου, υπήρξε επιδημία ασιατικής γρίπης και το σχολείο έκλεισε είκοσι μέρες νωρίτερα. Μια και δεν είχαμε μαθήματα παίζαμε όλη μέρα στην αυλή του σπιτιού μου, όπου ο πατέρας μου είχε κάνει μια κούνια από σχοινί. Μια μέρα έκανα τόσο πολύ κούνια, που κάποια στιγμή έσπασε το σχοινί και, όπως έπεσα, έσπασε και το κάτω μέρος της αριστερής μου κνήμης. Μου βάλανε γύψο και όλα φαίνονταν πως πήγαιναν καλά. Επτά χρόνια αργότερα, ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι τότε είχε σπάσει και το πάνω μέρος της κνήμης μου, το οποίο έδεσε στραβά. Έπρεπε, λοιπόν, να υποβληθώ σε εγχείρηση. Η επέμβαση έγινε το καλοκαίρι του 1964 στην Αθήνα από τον ορθοπεδικό κ. Καββαδία στην κλινική «Άγιοι Απόστολοι», όπου νοσηλεύτηκα για δύο μήνες. Στη διάρκεια αυτού του διμήνου, μου δημιουργήθηκε η αγάπη για την επιστήμη της ιατρικής. Όταν ήρθε η ώρα να συμπληρώσω το δελτίο εισαγωγής στο πανεπιστήμιο, επέλεξα κρυφά από τους γονείς μου πρώτη την Ιατρική Σχολή Αθηνών και δεύτερη την Ιατρική Θεσσαλονίκης. Τα αποτελέσματα τότε δημοσιεύονταν στις εφημερίδες. Όταν βγήκαν οι πρωινές εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, το όνομά μου δεν υπήρχε ανάμεσα στους επιτυχόντες στις σχολές της Θεσσαλονίκης. Οι γονείς μου στεναχωρήθηκαν πολύ. Το μεσημέρι ήρθαν οι εφημερίδες των Αθηνών, όπου βρισκόμουν μέσα στους 50 πρώτους επιτυχόντες. Η μητέρα μου είχε στην αρχή αντιρρήσεις στο να σπουδάσω στην Αθήνα, αλλά ο πατέρας μου τελικά με βοήθησε να πραγματοποιήσω το όνειρό μου και με συνόδευσε ως την πρωτεύουσα».

Η Άννα Τσικούδη πήρε το πτυχίο της Ιατρικής το 1972 και αμέσως μετά υπηρέτησε για ένα χρόνο (1972-1973) ως Αγροτική Ιατρός στο ορεινό χωριό της Αμυγδαλιάς Δωρίδος (κοινώς Πλέσσα) του Νομού Φωκίδας. Εκείνη την περίοδο γίνονταν στην περιοχή τα έργα του φράγματος του Μόρνου και υπήρχαν πολλά νέα παιδιά στο χωριό. Υπήρχε και ένας απόφοιτος φιλόλογος που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στα ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης) της περιοχής. Κάθε πρωί ο φιλόλογος και οι μαθητές του εξατάξιου Γυμνασίου πήγαιναν με το τοπικό λεωφορείο στο Λιδωρίκι και γυρνούσαν το μεσημέρι. Στη διαδρομή, τα παιδιά του έλεγαν τις δυσκολίες που είχαν με τα μαθήματά τους και ότι οι γονείς τους που ήταν κτηνοτρόφοι, δεν μπορούσαν να τα βοηθήσουν, καθώς «δεν ήξεραν γράμματα». Εν τω μεταξύ ο φιλόλογος είχε γνωρίσει τη «γιατρίνα» στο μοναδικό παντοπωλείο του χωριού, όπου έτρωγαν μαζί κάθε μεσημέρι. Εκεί αποφάσισαν να βοηθήσουν τα παιδιά στα μαθήματά τους, ο ένας στα θεωρητικά και η άλλη στα θετικά. Στο τέλος της χρονιάς όλοι οι μαθητές του χωριού προβιβάστηκαν. Με τη βοήθεια, μάλιστα, του προοδευτικού παπά του χωριού, ανέβασαν το Πάσχα στο Κέντρο Νεότητας της περιοχής αυτοσχέδια θεατρική παράσταση με θέμα τον Παπαφλέσσα, στην οποία συμμετείχαν με χαρά όλοι οι μαθητές και ήταν πραγματικό πανηγύρι για το χωριό. Οι εμπειρίες αυτές ήταν από τις ωραιότερες της νεανικής ζωής της βιογραφούμενης, η οποία ακόμα διατηρεί επαφή με κάποια από εκείνα «τα παιδιά της Πλέσσας». Μία από τις χειρότερες στιγμές της βιογραφούμενης στο χωριό, ήταν όταν ένας κάτοικος έπαθε οπίσθιο έμφραγμα του μυοκαρδίου, αλλά παρά τους έντονους πόνους στο στομάχι δεν πήγε στο ιατρείο και μετά από δύο μέρες τον βρήκαν νεκρό στο μαντρί του. Η νεκροτομή του άτυχου κατοίκου έγινε μαζί με έναν παλιότερο γιατρό της περιοχής σε ένα ξωκλήσι.

Όταν τελείωσε το Αγροτικό Ιατρείο η βιογραφούμενη επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και επέλεξε την ειδικότητα της Νευρολογίας-Ψυχιατρικής. Όπως θυμάται η ίδια: «Εκείνη την περίοδο ήρθε στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, όπου έκανα ειδικότητα, ο καθηγητής ψυχιατρικής κ. Ν. Μάνος που είχε σπουδάσει στην Αμερική. Μας μιλούσε με ενθουσιασμό για τη σύγχρονη ψυχιατρική και την ψυχοθεραπεία και ανέφερε χαρακτηριστικά: «ψυχιατρική δεν σημαίνει να δίνεις φάρμακα, αλλά να μιλάς στην ψυχή του ανθρώπου». Επηρεασμένοι από τη διδασκαλία του, κάποιοι από μας επιλέξαμε την περαιτέρω εξειδίκευσή μας στην ψυχιατρική και πιο συγκεκριμένα στην ψυχοθεραπεία».

Μετά την απόκτηση του τίτλου ειδικότητας στην Ελλάδα, η Άννα Τσικούδη επέλεξε να πάει στην Αγγλία και όχι στη μακρινή Αμερική, όπως η αδελφή της, προκειμένου να εξειδικευτεί στην ομαδική ψυχοθεραπεία. «Επέλεξα την ομαδική ψυχοθεραπεία, γιατί όλη μου τη ζωή βρισκόμουν με κόσμο ή με παρέες, όπου οι άνθρωποι συζητούσαν συντροφικά όλοι μαζί και μοιράζονταν τις εμπειρίες τους και τα συναισθήματά τους». Η βιογραφούμενη μετεκπαιδεύτηκε στην Αγγλία για πέντε χρόνια και επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη, όπου άνοιξε το δικό της ιδιωτικό ιατρείο. Εργάστηκε ως ιδιώτης Ψυχίατρος/Ομαδικός Αναλυτής για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Συνταξιοδοτήθηκε το 2012.