Ο Χαράλαμπος Ρούσσος γεννήθηκε το 1942 στη Σαντορίνη. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύθηκε στην Παθολογία. Ολοκλήρωσε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο McGill και μετεκπαιδεύτηκε στην Πνευμονολογία και την Εντατική Θεραπεία στα Πανεπιστήμια Johns Hopkins (ΗΠΑ), McGill (Καναδάς) και στο Νοσοκομείο Laennec (Γαλλία). Διατέλεσε Επικεφαλής της Μονάδας Εντατικής Θεραπείας στο Νοσοκομείο Royal Victoria του Πανεπιστημίου McGill και στη συνέχεια Καθηγητής-Διευθυντής της Πανεπιστημιακής Κλινικής Εντατικής Θεραπείας στο Νοσοκομείο «Ευαγγελισμός». Είναι διεθνώς αναγνωρισμένος για τη συνεισφορά του στον τομέα της Πνευμονολογίας και της Εντατικής Θεραπείας.
Ο Χαράλαμπος Ρούσσος γεννήθηκε στα χρόνια της Κατοχής, στις 18 Νοεμβρίου 1942, στην Επισκοπή Γωνιάς της Σαντορίνης και είναι το δεύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας του Σπύρου Ρούσσου και της Μαργαρίτας, το γένος Καραμολέγκου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Σαντορίνης και ύστερα στις δύο τάξεις του Γυμνασίου, όμως ο μεγάλος σεισμός του 1956 ανάγκασε την οικογένεια σε «εσωτερική» μετανάστευση στην Αθήνα, και συγκεκριμένα στην περιοχή της Καλλιθέας, όπου έμεναν συγγενείς. Εκεί τελείωσε ο Χαράλαμπος το εξατάξιο Γυμνάσιο.
Το 1960 εισήχθη 6ος επιτυχών σε σειρά στην Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1963-1964, κατά τις θερινές περιόδους, ήταν ασκούμενος φοιτητής στον Τομέα Εσωτερικής Παθολογίας στο Νοσοκομείο Royal Infirmary της Γλασκώβης και στο Brompton Hospital στο Λονδίνο. Αποφοίτησε το 1966 από την Ιατρική Σχολή με βαθμό «Άριστα». Εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία στον στρατό ξηράς για 12 μήνες, ως γιος πολύτεκνης οικογένειας (Ιανουάριος 1967-Ιανουάριος 1968).
Ακολούθησε η εκπαίδευσή του στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Νοσοκομείου Αλεξάνδρα, υπό την καθοδήγηση του Ακαδημαϊκού Καθηγητή Βασίλη Μαλάμου. Πήρε την ειδικότητα στην Εσωτερική Παθολογία το 1971. Από το 1966 έως το 1969 εκπόνησε τη Διδακτορική του Διατριβή με θέμα την «Κεφαλεξίνη-ευρέως φάσματος βιοθεραπευτικό, χορηγούμενο από του στόματος», υπό την καθοδήγηση και εποπτεία του Καθηγητή Γιώργου Δαΐκου. Αρίστευσε για ακόμη μία φορά στο διδακτορικό του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1971 έδωσε εξετάσεις για την απόκτηση της ειδικότητας της Παθολογίας, με Πρόεδρο της Εξεταστικής Επιτροπής τον Καθηγητή Παθολογίας Κ. Γαρδίκα. Το ίδιο έτος έδωσε εξετάσεις ECFMG (Educational Commission for Foreign Medical Graduates) για την απόκτηση άδειας ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος σε νοσηλευτικά ιδρύματα των Η.Π.Α. Έτσι, η λαμπρή του πορεία συνεχίζεται στις Η.Π.Α., όπου παρέμεινε από το 1973 έως το 1978. Η αγάπη του για τη μάθηση τον οδηγεί σε μετεκπαίδευση στην Πνευμονολογία και την Παθολογία-Εντατική Θεραπεία στα Πανεπιστήμια Johns Hopkins (ΗΠΑ), McGill (Καναδάς) και στο Νοσοκομείο Laennec (Γαλλία). Απέκτησε το δίπλωμα γενικού ιατρού στις Η.Π.Α. (FLEX) και τον Καναδά (LMCC). Παράλληλα, το 1976-1978 έκανε Διδακτορική Διατριβή στον τομέα της Παθολογίας, με θέμα τους αναπνευστικούς μύες, την κατανομή του αερισμού και την κόπωση των μυών, λαμβάνοντας για ακόμη μία φορά τον βαθμό «Άριστα».
Το 1978 έλαβε τον τίτλο του Επίκουρου Καθηγητή Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο McGill. Το 1980 έγινε Υφηγητής Παθολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1981 Αναπληρωτής Καθηγητής Παθολογίας και Πνευμονολογίας του Τομέα Εσωτερικής Παθολογίας του Πανεπιστημίου McGill. Το 1983, Καθηγητής πλέον στο Πανεπιστήμιο McGill, αναλαμβάνει Διευθυντής της Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής Βαρέως Πασχόντων του Τομέα Εσωτερικής Παθολογίας στο Γενικό Νοσοκομείο Royal Victoria στο Μόντρεαλ. Απέκτησε επίσης τον τίτλο του Εταίρου του Royal College of Physicians and Surgeons του Καναδά. Παράλληλα, έγινε η εκλογή του στη βαθμίδα του Καθηγητή στον Τομέα Παθολογίας, με γνωστικό αντικείμενο «Παθολογία-Εντατική θεραπεία» στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από το 1989 έως και σήμερα είναι Καθηγητής επί τιμή του Πανεπιστημίου McGill.
Το 1988 διετέλεσε Διευθυντής της Κλινικής Εντατικής Θεραπείας του Τομέα Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και του Τομέα Παθολογίας στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός. Από το 1988 έως το 2009 δίδασκε το υποχρεωτικό μάθημα Παθολογία-Εντατική Θεραπεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1992-1993 ήταν μέλος της εξεταστικής επιτροπής για τη λήψη της ειδικότητας της Εσωτερικής Παθολογίας του Υπουργείου Υγείας για την αναγνώριση της κλινικής εντατικής θεραπείας για χορήγηση ειδικότητας παθολογίας, με υποχρεωτική εκπαίδευση τρίμηνης διάρκειας όλων των ειδικευομένων παθολόγων του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός.
Έχει επιμεληθεί του τρίτομου συγγράμματος Εντατικής Θεραπείας για τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής και τρία συγγράμματα εσωτερικής παθολογίας, τα οποία διανέμονται στους φοιτητές για το μάθημα της Εσωτερικής Παθολογίας. Το πρώτο είναι το σύγγραμμα των Cecil, Coldman et Bennet, που διανέμεται στις Ιατρικές Σχολές των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Θεσσαλίας, Κρήτης, στο Τμήμα Νοσηλευτικής Πατρών και στην Οδοντιατρική Σχολή Θεσσαλονίκης. Το δεύτερο είναι το σύγγραμμα των Runge et Greganti, που διανέμεται στις Ιατρικές Σχολές Αθηνών, Κρήτης, Ιωαννίνων, στο Τμήμα Νοσηλευτικής Πελοποννήσου, Μακεδονίας, Ηπείρου, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Κρήτης, Λαμίας, Λάρισας και Πατρών. Το τρίτο είναι το σύγγραμμα του M. Dampro, που διανέμεται στην Ιατρική Σχολή Αθηνών.
Έχει συγγράψει κεφάλαια σε βασικά συγγράμματα Εσωτερικής Παθολογίας, Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας όπως στο Harrison’s Principles of Internal Medicine, στο Murray & Nadel’s Textbook of Respiratory Medicine, στο Principles of Critical Care Medicine των Hall, Schmidt & Wood και στο Handbook of Physiology των Fishman, Mead & Macklem. Το magnus opus όμως της συγγραφικής του σταδιοδρομίας υπήρξε το σύγγραμμα “The Thorax”, στο οποίο περιγράφεται η φυσιολογία και παθοφυσιολογία του θωρακικού τοιχώματος.
Είναι συγγραφέας άνω των 500 πρωτοτύπων ξενόγλωσσων εργασιών κυρίως σε θέματα αλληλεπίδρασης κυκλοφορικού και αναπνευστικού συστήματος. Συγκαταλέγεται μεταξύ των very highlycited Ελλήνων επιστημόνων και ορισμένες μελέτες του, όπως η κόπωση των αναπνευστικών μυών, έχουν χαρακτηρισθεί ως «θεμελιακές».
Από το 2000 έως το 2006 ήταν μέλος της Συντακτικής Επιτροπής του περιοδικού της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εσωτερικής Παθολογίας. Ήταν εισηγητής και κριτής στην Ιατρική Σχολή Αθηνών και στο εξωτερικό για θέσεις Καθηγητών Παθολογίας. Έχει επιβλέψει άνω των 40 διδακτορικών διατριβών εντός και εκτός Ελλάδος.
Ο Καθηγητής Χαράλαμπος Ρούσσος υπηρετεί τον χώρο της Ιατρικής με ήθος και αυταπάρνηση αγόγγυστα και ακούραστα, δίνοντας το παρών στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Ευαγγελισμού για ατέλειωτες ώρες, μην επιτρέποντας στον εαυτό του την ανακωχή ή τη ραστώνη, δημιουργώντας έτσι ίσως μία από τις καλύτερες μονάδες εντατικής θεραπείας στην Ευρώπη και την Αμερική.
Μία ακόμα προσφορά του είναι η εισαγωγή της διδασκαλίας των φοιτητών του στα προβλήματα του ασθενή επί κλίνης, με την κατάργηση της θεωρητικής εκπαίδευσης.
Είναι ο εμπνευστής και δημιουργός του Ιδρύματος «ΘΩΡΑΞ», στο οποίο ανέπτυξε πρωτοποριακό ερευνητικό εργαστήριο, που η υποδομή του σε όργανα και επιστημονικό προσωπικό το καθιστούν ως ένα από τα σημαντικότερα στον κόσμο.
Θεωρείται «πατέρας» της Ακαδημαϊκής Εντατικής Θεραπείας στην Ελλάδα και κατάφερε να συνδέσει την εξειδίκευση με την Πνευμονολογική Ιατρική. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, έχει εκπαιδεύσει πάνω από εκατό νέους γιατρούς, βοηθώντας στα ερευνητικά τους προγράμματα. Επιπλέον, έχει σημειώσει εξαιρετική επιτυχία στη συγκέντρωση εκατομμυρίων ευρώ σε πόρους για την έρευνα και την ανακαίνιση Μονάδων Εντατικής Θεραπείας, καθώς και άλλων νοσοκομειακών μονάδων.
Πλούσιο είναι και το κοινωνικό του έργο ως μέλος Συμβουλίων Κοινωφελών Ιδρυμάτων. Είναι Πρόεδρος στο Φιλανθρωπικό Ίδρυμα Κωνσταντίνου και Αικατερίνης Ρούσσου στη Σαντορίνη, συνεχίζοντας την κοινωνική προσφορά της οικογένειάς του. Υπηρέτησε επίσης ως Αντιπρόεδρος στο Πτωχοκομείο της Θήρας, δημιούργημα επίσης της οικογένειάς του. Επίσης, είναι μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του Ιδρύματος Λουκά και Ευαγγέλου Μπελλώνια, με την επωνυμία Μπελλώνειο Πολιτιστικό Κέντρο, με σκοπό την προαγωγή του πολιτισμού και την πραγματοποίηση πολιτιστικών και εκπαιδευτικών εκδηλώσεων στη Σαντορίνη.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Επιστημόνων Σαντορίνης και βασικός συντελεστής για τη δημιουργία ενός σύγχρονου Νοσοκομείου στη Σαντορίνη.
Είναι μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ελληνικού Σωματείου Μυϊκής Δυστροφίας (Muscular Dystrophy Association Hellas, MDA) με σκοπό τη στήριξη ατόμων που πάσχουν από δυσλειτουργία του μυϊκού συστήματος.
Είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 2011, της Academia Europaea, και της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της FEAM (Federation of European Academies of Medicine) και της Fleischner Society και αντιπρόεδρος του ΙΙΒΕΑΑ (Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών Ακαδημίας Αθηνών).
Επίσης υπήρξε Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, Πρόεδρος του Ιδρύματος Πνευμονολογίας της Ευρώπης, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εντατικής Θεραπείας και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής Εντατικής Θεραπείας Ευρώπης. Επίσης έχει παραλάβει το βραβείο εξαίρετης πανεπιστημιακής διδασκαλίας «Ξανθόπουλου-Πνευματικού».
Καθοριστική υπήρξε η συνεισφορά του στη μάχη κατά του καπνίσματος από τη θέση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας και του Ιδρύματός της, καθώς και του συντονιστή όλων των ελληνικών αντικαπνιστικών οργανώσεων στην απαγόρευση της διαφήμισης του τσιγάρου σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Οργάνωσε προγράμματα πρόληψης του καπνίσματος σε εφήβους και εφαρμογή σχετικών ηλεκτρονικών εφαρμογών αντικαπνιστικού περιεχομένου με χρηματοδότηση του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Υπήρξε ο εμπνευστής και σύμβουλος του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος για τη μελέτη και εκτέλεση έργων στον χώρο της υγείας, ύψους 500 εκατομμυρίων ευρώ.
Οι αρετές που πλαισίωναν πάντα τη διδασκαλία του ήταν το ήθος, η αγάπη, η ελευθερία, η δημιουργία, το «βλέπειν» και το «προβλέπειν», το «ενεργείν», η υπομονή, η ταχύτητα και βέβαια η γνώση και η μεταγνώση.
Στην προσωπική του ζωή, γνώρισε τη σύζυγό του Αλεξάνδρα, το γένος Χαραλαμπίδου, σε ηλικία 15 ετών. Η Αλεξάνδρα γεννήθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 1942 και κατάγεται από τη Σύμη και τη Ρόδο. Το ζευγάρι ενώθηκε με τα ιερά δεσμά του γάμου στις 27 Νοεμβρίου 1971 και η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε με τον ερχομό των δύο τους παιδιών, του Κωνσταντίνου στις 10 Δεκεμβρίου 1972 και της Κατερίνας στις 27 Μαΐου 1977.
Η σύζυγός του είναι Παιδοψυχίατρος. Σπούδασε στην Αθήνα και έπειτα στη Βοστώνη και στο Πανεπιστήμιο McGill. Η ευρυμάθεια, η ταχύτητα της σκέψης και της διεκπεραίωσης και η εργατικότητά της είναι μερικές μόνο από τις αρετές που τη χαρακτηρίζουν. Διετέλεσε Διευθύντρια του Παιδοψυχιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου McGill. Στην Ελλάδα, διετέλεσε Διευθύντρια στο Νταού Πεντέλης και στο Παιδοψυχιατρικό Κέντρο στο Νέο Ψυχικό. Θεωρείται πρωτοπόρος στον τομέα της παιδοψυχιατρικής στην Ελλάδα, καθώς έβαλε τα θεμέλια για τη δημιουργία αντίστοιχων δομών. Ως άνθρωπος χαρακτηρίζεται ως ήρεμη και σώφρων γυναίκα, ασυναγώνιστη μητέρα και στήριγμα όλων.
Ο Κωνσταντίνος από μικρός είχε μεγάλη αγάπη για τα βιβλία. Σπούδασε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και σήμερα εργάζεται στην California σε μία μεγάλη εταιρεία. Με τη σύζυγό του, Ναταλία, η οποία κατάγεται από τη Ρωσία, έχουν αποκτήσει ένα παιδί, τον Νικόλα-Χαράλαμπο Ρούσσο. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 2004 στη Σαντορίνη. Ο Κωνσταντίνος είναι επίσης μαραθωνοδρόμος.
Η Κατερίνα, που γεννήθηκε στον Καναδά, σπούδασε γαλλικά σε γαλλικό σχολείο και από μικρή είχε ταλέντο στα μαθηματικά. Σπούδασε Μηχανολόγος-Ηλεκτρολόγος στο ΕΜΠ και σήμερα μιλάει 10 γλώσσες. Μεγάλη της αγάπη είναι η μουσική καθώς από τριών ετών παίζει βιολί και πιάνο. Έχει κάνει σπουδές στη μουσική και είναι mezzo-σοπράνο. Ζει και εργάζεται στη Στοκχόλμη και έκανε το χόμπι της επάγγελμα. Έχει πάρει μέρος στη Λυρική ως Κάρμεν αλλά και σε άλλες, πολύ αξιόλογες παραστάσεις. Το 2017 βραβεύθηκε από το ίδρυμα Μπαχάουερ ως «αοιδός της χρονιάς». Παντρεύτηκε τον Μιχάλη Κεραμιδά, ο οποίος κατάγεται από το Ναύπλιο, και ασχολείται με την έρευνα στο Εθνικό Ινστιτούτο της Στοκχόλμης. Απέκτησαν δύο παιδιά, την Αλίκη και τον Ιάσονα.
Η οικογενειακή ιστορία και το γενεαλογικό δέντρο του Χαράλαμπου Ρούσσου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Η καταγωγή της οικογένειας είναι από την Επισκοπή Γωνιάς της Σαντορίνης.
Η Επισκοπή Γωνιάς είναι χωριό της Σαντορίνης, το οποίο βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού του Προφήτη Ηλία, σε απόσταση 6 χιλιομέτρων νοτιοανατολικά από τα Φηρά. Αποκαλείται και Μέσα Γωνιά, όπως ήταν το επίσημο όνομα του χωριού μέχρι το 1915, ενώ σε παλιούς χάρτες αναφέρεται και ως Κάτω Γωνιά. Το όνομα Επισκοπή Γωνιάς οφείλεται στην ύπαρξη πλησίον του χωριού του μεσοβυζαντινού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου ή Παναγιά η Επισκοπή, ο οποίος στα παλαιά χρόνια αποτέλεσε την έδρα, αρχικά της ορθόδοξης και αργότερα της λατινικής επισκοπής του νησιού. Το χωριό της Επισκοπής Γωνιάς καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από τον μεγάλο σεισμό του 1956.
Γενάρχης της οικογένειας είναι ο προπάππους του βιογραφούμενου, Ρουσσέτος, και η σύζυγός του η Μοσχούλα, που είχαν αποκτήσει έξι παιδιά, τον Γιάννη, τον Μανώλη, τη Μαρία, τη Μαρουλιά, την Κυριακή και την Κωνσταντινιώ.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, Γιάννης Ρούσσος, γεννήθηκε λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, γύρω στο 1864-1866, στη Μέσα Γωνιά Σαντορίνης. Σε ηλικία μόλις 12 ετών έφυγε λόγω οικονομικών δυσκολιών από το νησί με 1 λίρα στο χέρι για μακρινό ταξίδι προς τη Ρωσία, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης και ζωής.
Όσο έζησε στη Ρωσία τον φώναζαν Ιβάν Ρουσέτοβ. Έκανε όλες τις δουλειές του ποδαριού προκειμένου γρήγορα να μάθει τα μυστικά του εμπορίου αλλά και τη ρωσική γλώσσα. Έμαθε επίσης να κρατάει κατάστιχα (λογιστικά) και την αλληλογραφία του αφεντικού του, παρότι είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό στη Σαντορίνη, αν αναλογιστεί φυσικά κανείς και τις δυσκολίες της εποχής. Μετά από 10 χρόνια, γύρω στο 1888, γύρισε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία αλλά λόγω του ότι ήταν προστάτης οικογένειας ‒επειδή είχε πεθάνει εν τω μεταξύ ο πατέρας του‒ δεν στρατεύτηκε. Γύρισε έτσι ξανά στη Ρωσία, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο σιτηρών, κάνοντας εξαγωγές στο Ιράν (Περσία) καταφέρνοντας έτσι να γίνει σταδιακά ένας καταξιωμένος έμπορος.
Το 1896 επέστρεψε προσωρινά στη Σαντορίνη και σε ηλικία 30 ετών παντρεύτηκε τη Μαρία, το γένος Πελέκη, η οποία ήταν κόρη του ευκατάστατου κτηματία Ιάκωβου Πελέκη, ο οποίος είχε πέντε κόρες και έναν γιο. Ο Ιάκωβος Πελέκης προίκισε την κόρη του ‒τη γιαγιά Μαρία‒ με ένα μεγάλο και ωραίο σπίτι, όπως έκανε και με όλες του τις κόρες.
Ο Γιάννης και η Μαρία απέκτησαν το 1897 τον πρώτο γιο, τον Ρουσσέτο. Το 1899 τον Ιάκωβο, το 1906 τον Σπύρο, τον πατέρα του βιογραφούμενου, και το 1909 τον Κωνσταντίνο (Κώστα).
Το 1905 ο παππούς Γιάννης, λόγω του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου (1904-1905), ήρθε στην Ελλάδα για επενδύσεις αλλά τελικά άλλαξε γνώμη. Αξίζει να αναφερθεί ότι όλα τα χρόνια της εμπορικής δραστηριότητάς του στη Ρωσία, ο παππούς είχε πάρει κοντά του πολλούς συγγενείς και συγχωριανούς του προκειμένου να εργάζονται στις επιχειρήσεις του και βοηθούσε, επίσης, οικονομικά και τις αδερφές του, στέλνοντάς τους άφθονα χρήματα. Φυσικά έστελνε χρήματα και στη σύζυγό του η οποία, εκτός από πανέμορφα έπιπλα και αντικείμενα για το σπίτι τους, έκανε επενδύσεις αγοράζοντας γη στο νησί. Πολλά από τα έπιπλα αυτά, αντίκες πια, βρίσκονται σήμερα στο σπίτι του βιογραφούμενου.
Ο Γιάννης Ρούσσος βέβαια δεν περιορίστηκε μόνο στην οικονομική βοήθεια και προσφορά προς την οικογένειά του, αλλά φρόντιζε και το χωριό του. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι έστειλε δώρο το 1914 μία καμπάνα για το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, έτσι ώστε οι συγχωριανοί του να ξέρουν πότε είναι το διάλειμμά τους. Συνέχισε πηγαινοερχόμενος μεταξύ Ρωσίας-Ελλάδας, έχοντας ως βάση του τη Ρωσία, έως το 1919 όπου πλέον επέστρεψε μόνιμα στη Σαντορίνη, ώσπου πέθανε στις 15 Αυγούστου 1933 έπειτα από βαρύ εγκεφαλικό.
Τα τέσσερα αγόρια του Γιάννη Ρούσσου τελείωσαν όλα το Δημοτικό Σχολείο και το Σχολαρχείο (Ελληνικό Σχολείο Πύργου).
Ο Ρουσσέτος πήγε στη Νάξο και τελείωσε τη γαλλική Εμπορική Σχολή. Τον Σεπτέμβριο του 1919 πήγε στην Αθήνα, στην Πλάκα. Έγινε αντιπρόσωπος μίας γερμανικής εταιρείας κατασκευής κορνιζών στην Αθήνα έως το 1929 που έγινε το παγκόσμιο κραχ. Έπειτα εργάστηκε ως υπάλληλος στη ζυθοποιία ΦΙΞ έως το 1956 που συνταξιοδοτήθηκε. Το 1925 αρραβωνιάστηκε τη Μαρία Μηνδρινού του Γεωργίου, την οποία και παντρεύτηκε, όμως δεν απέκτησαν παιδιά. Ο Ρουσσέτος πέθανε το 1963. Η σύζυγός του κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου εργαζόταν εθελοντικά στα χριστιανικά σωματεία «Ζωή» και «Απόστολος Παύλος» και στα συσσίτια της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Ο Ιάκωβος (1899-1984) είχε ένα ατύχημα μικρός, ενώ χτυπήθηκε και από πολιομυελίτιδα με αποτέλεσμα να κουτσαίνει σε όλη του τη ζωή. Αποφοίτησε από το ελληνικό σχολείο και γυμνάσιο Πύργου Θήρας και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Όλα τα χρόνια των σπουδών του ζούσε στο σπίτι του αδερφού του, του Ρουσσέτου. Έγινε έφορος και εργάστηκε στη Γ΄ Εφορία Αθηνών, όπου και γνώρισε τη σύζυγό του, Κωνσταντίνα Μαθαρίκου. Δεν απέκτησαν παιδιά.
Ο Κωνσταντίνος (1909-1992) ήταν ο Βενιαμίν της οικογένειας του Γιάννη Ρούσσου. Τελείωσε το δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο στον Πύργο και μετά αποφοίτησε από τη Σχολή Λαζαριστών στα Φηρά. Αξίζει να αναφερθεί ότι εκεί γνωρίστηκε ‒τυχαίο γεγονός‒ με τον μετέπειτα πεθερό του βιογραφούμενου, τον Χαράλαμπο Χαραλαμπίδη από τη Σύμη, πατέρα της Αλεξάνδρας, ο οποίος φοιτούσε στην ίδια σχολή και παρέμειναν φίλοι για όλα τα χρόνια της ζωής τους. Μετά τις σπουδές του, ο Κωνσταντίνος ήρθε και εκείνος στο σπίτι του Ρουσσέτου στην Αθήνα και δούλεψε στην εταιρεία «Δεναξάς και Τράκας» στην οδό Σταδίου, που αργότερα έγινε η αντιπροσωπεία της National Cash Register CO (N.C.R.), αμερικανική πολυεθνική, της οποίας έγινε μεγαλομέτοχος. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη (Κατίνα) Συρίγου-Γεωργακοπούλου η οποία ήταν κόρη καπετάνιου. Η καταγωγή του πατέρα της ήταν από το νησί της Σαντορίνης αλλά έμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Έμεινε ορφανή το 1915 σε ηλικία περίπου 6 ετών, όταν το καράβι που ήταν καπετάνιος ο πατέρας της και τους μετέφερε στην Ελλάδα εμβολίστηκε στον Βόσπορο και σώθηκε όλη η οικογένεια εκτός από εκείνον. Ο Κώστας και η Αικατερίνη δεν απέκτησαν παιδιά.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Σπύρος Ρούσσος (1906-1983), ήταν το τρίτο αγόρι της οικογένειας. Σε ηλικία 12 ετών, μετά την οικονομική καταστροφή που υπέστη ο πατέρας του το 1919, ήρθε στην Αθήνα και δούλευε σε ένα εστιατόριο για να μπορέσει να ζήσει. Στην πορεία εργάστηκε σε πρατήρια και ασχολήθηκε και με το εμπόριο. Στα 25 του γύρισε στη Σαντορίνη και ασχολήθηκε με την οινοπαραγωγή. Ασχολήθηκε επίσης με την καλλιέργεια αμπελιών και ντομάτας. Έμαθε βυζαντινή μουσική και επειδή ήταν πολύ καλός, έγινε γνωστός για τη μελωδικότητά του και την όμορφη δυνατή φωνή του, που γέμιζε όλον τον χώρο και έμενε αξέχαστος σε όποιον τον άκουγε. Έτσι εξηγείται το ταλέντο της κόρης του βιογραφούμενου στη μουσική. Πέραν των άλλων, διατηρούσε επίσης και ένα παντοπωλείο. Λάτρευε το κρασί, παρότι δεν έπινε. Ήταν πολύ εργατικός και του άρεσε η δημιουργία νέων προοπτικών. Σταδιακά έφερε στο νησί και νέες καλλιέργειες (ελιές, φιστίκια, μελίσσια). Αγαπούσε πολύ τη φύση και το «πράσινο» και παραχώρησε στρέμματά του για να φυτευτεί πράσινο στο νησί.
Παντρεύτηκε το 1936 τη Μαργαρίτα Καραμολέγκου, του Μιχαήλ και της Ιωάννας και απέκτησαν πέντε παιδιά, τη Μαρία, τον Χαράλαμπο, τον Ιωάννη, τον Μιχάλη και την Ιωάννα.
Έως το 1956 δεν έλειψε τίποτα στα παιδιά του και ο ίδιος είχε το πάθος και τη θέληση να τους μορφώσει όλους. Ο μεγάλος καταστροφικός σεισμός του 1956 άλλαξε τα πάντα και τα παιδιά του διασκορπίστηκαν αναζητώντας την τύχη τους αλλού. Για τον ίδιο η κατάσταση ήταν δύσκολη αλλά κατάφερε να εξάγει κόκκινο κρασί τύπου Μπορντό στη Γαλλία, το οποίο πήρε το όνομα «Καλντέρα». Ήταν επίσης ένας εξαιρετικός μάγειρας με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του πάντα. Υπήρξε πρότυπο δημιουργίας για τον βιογραφούμενο και το μυαλό του δε σταματούσε ποτέ να λειτουργεί. Κατά περιόδους υπήρξε Πρόεδρος του χωριού. Έφυγε από έμφραγμα του μυοκαρδίου το 1983.
Η μητέρα του βιογραφούμενου ήταν κόρη του επιθεωρητού μέσης εκπαίδευσης Μιχαήλ Σιγάλα. Όσοι τη γνώριζαν την αποκαλούσαν ευφυή και επικοινωνιακή. Υπήρξε η συντονίστρια της οικογένειας, η ήρεμη δύναμη και το σημείο αναφοράς της.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, Μιχαήλ Καραμολέγκος ήταν σπουδαίος επιπλοποιός. Ο Χαράλαμπος μικρός είχε πολύ καλή σχέση με τον παππού του και κοιμόταν μαζί του. Ο Μιχαήλ καμάρωνε όταν ο μικρός Χαράλαμπος έφτιαξε σε ηλικία 12 ετών μόνος του ένα πατίνι. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, ανέδειξε ιδιαίτερο δυναμισμό και ηγετικές ικανότητες. Είχε πάθος για τη ζωή και τη δουλειά του. Υπήρξε η σταθερά της οικογένειας, παρόλο που έχασε πολύ νωρίς την κόρη του (θεία του βιογραφούμενου) και τη γυναίκα του. Για τον Χαράλαμπο, ο παππούς του αποτέλεσε τον πνευματικό του καθοδηγητή.