Η Καλλιόπη Πηγιάκη γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1946 με καταγωγή από την Κρήτη. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει λάβει μεταπτυχιακό δίπλωμα στον Σχολικό Επαγγελματικό Προσανατολισμό και τη Συμβουλευτική από το Πανεπιστήμιο Hertfordshire της Αγγλίας και διδακτορικό δίπλωμα στην Παιδαγωγική Επιστήμη από το Πανεπιστήμιο Southampton της Αγγλίας. Εργάστηκε ως φιλόλογος εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στη συνέχεια, αρχικά ως Λέκτορας, στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, από το οποίο συνταξιοδοτήθηκε με τον βαθμό «Καθηγητή ΑΕΙ». Είναι ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος. Έχει συγγράψει σειρά βιβλίων και άρθρων για τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Είναι μητέρα ενός παιδιού.
Η καταγωγή της είναι «από τα καμένα χωριά της επαρχίας Βιάννου Ιεράπετρας», χωριά με έντονη αντίσταση στη Γερμανική κατοχή. Στα Κάτω Γδόχια, το χωριό του πατέρα και της μητέρας της, νομίζει κανείς ότι η καταστροφή της εχθρικής πυρπόλησης έγινε πρόσφατα, καθώς τίποτα δεν άλλαξε μετά από αυτήν. Τα χόρτα έχουν φυτρώσει απαιτητικά ανάμεσα στα ερείπια που θυμούνται ακόμη, εκεί που θαρρείς ότι ο χρόνος σταμάτησε και τα δείχνει έτσι, ακόμη σήμερα, όπως έπεσαν οι πέτρες και όπως φαγώθηκαν οι τοίχοι των σπιτιών. Στο χωριό συνάχθηκαν οι αντάρτες και ο πατέρας της ανάμεσα, όταν έλαβαν την είδηση ότι οι Γερμανοί τους περικυκλώνουν. Αναζήτησαν τρόπους διαφυγής και χωρίστηκαν σε ομάδες που τράβηξαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Τους έπιασαν όλους και τους εκτέλεσαν, εκτός από την ομάδα του πατέρα της που από τύχη δεν έπεσε στα χέρια τους. Η μητέρα της, όπως και οι άλλες γυναίκες του χωριού με τα μικρά παιδιά τους, συνάχθηκαν από τους Γερμανούς στην εκκλησία των Αγίων Δέκα, ενώ οι φλόγες άρχισαν να καίνε τα σπίτια τους. Είχαν μπει βίαια στα σπίτια οι Γερμανοί στρατιώτες και τις έδιωχναν με φωνές. Η μητέρα της άρπαξε το βρέφος της, τη Δανάη, τη μεγαλύτερη αδελφή της, με τα πόδια πάνω από τον τρόμο της και έτρεξε στην εκκλησία. «Στυλιανή, κρατάς το μωρό ανάποδα» της είπαν οι άλλες γυναίκες και εκείνη με φρίκη ανακάλυπτε το μελανιασμένο προσωπάκι του μωρού και πόσο οι ζωές τους γύριζαν ανάποδα, πόσο κινδύνευαν όλοι. Η γιαγιά της η Καλλιόπη αρνήθηκε να αφήσει το σπίτι της και την κτύπησε άγρια ο Γερμανός με το όπλο του. Το χωριό κάηκε και οι γυναίκες αφέθηκαν μετά ελεύθερες για να βρουν τους σκοτωμένους δικούς τους και τα πάντα καμένα. Τα πάντα, εκτός από την ψυχή τους.
Ο Λεωνίδας Πηγιάκης, ο πατέρας της, ήταν αξιωματικός του στρατού. Πολέμησε τους Ιταλούς και με την κατοχή των Γερμανών εντάχθηκε στην αντίσταση του ΕΑΜ Κρήτης. Στον εμφύλιο που ακολούθησε την απελευθέρωση ήταν στον εθνικό στρατό πάλι. «Αντιφατικές επιλογές, πατέρα» του είχε πει. «Από τη μια στο ΕΑΜ και από την άλλη στον εθνικό στρατό κατά των συντρόφων σου». «Έπρεπε να σκεφτώ και την οικογένειά μου που είχε καταστραφεί», ήταν ο συλλογισμός του. Το καταλάβαινε. Ήξερε και το κυνηγητό που υπέφερε ο πατέρας της μέσα στο στρατό λόγω των δημοκρατικών φρονημάτων του. Θαύμαζε πολύ ο πατέρας τον Ελευθέριο Βενιζέλο και η αγαπημένη του ανάγνωση ήταν τα ιστορικά βιβλία της περιόδου εκείνης. Πάνω από όλα όμως η Εθνική Αντίσταση ήταν το περήφανο έργο του. Η καριέρα του πέρασε πολλές διακυμάνσεις καθώς ποτέ δεν θεωρήθηκε εκεί αρκετά «εθνικόφρων» καθώς ο παππούς της έλεγε ότι ήταν κομμουνιστής. Ήταν εποχή που στον στρατό θεωρούσαν σχεδόν «ντροπή» να έχεις λάβει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Όταν η στρατιωτική δικτατορία των συνταγματαρχών επέβαλε το καθεστώς της το 1967, ο πατέρας της έλαβε ειδοποίηση δυσμενούς μετάθεσης από την Αθήνα που υπηρετούσε τότε για ένα χωριό της Καστοριάς, στα σύνορα, όσο γινόταν πιο μακριά! Παραιτήθηκε τότε από την υπηρεσία του οριστικά.
Λόγω του επαγγέλματος του πατέρα οι μεταθέσεις ήταν συχνές και έτσι έζησε μαθήτρια σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Θυμάται τον εαυτό της στη Δράμα, στο δημοτικό σχολείο, στα Χανιά στο δημοτικό σχολείο, στα Κουφάλια Θεσσαλονίκης στο γυμνάσιο, στην Αθήνα σε γυμνάσιο θηλέων. Όταν ο πατέρας παραιτήθηκε από τον στρατό, εκείνη ήταν φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου είχε εισαχθεί με πολύ καλή σειρά επιτυχίας. Ο πατέρας της ήθελε να γίνει γιατρός και την είχε γράψει στο Πρακτικό Τμήμα του Γυμνασίου με σκοπό τη θετική κατεύθυνση των σπουδών της. Εκείνη όμως την έθελγε η λογοτεχνία. Ήταν κυρίως η γνωριμία της με την τραγική ποίηση που καθόρισε την επιλογή των σπουδών της στην τελευταία τάξη του εξαταξίου γυμνασίου. Ιδιαίτερα η Αντιγόνη του Σοφοκλή έθεσε μια καθοριστική σφραγίδα και οδηγό στη σκέψη της για όλη της τη ζωή. Η γυναικεία μορφή της Αντιγόνης, μορφή αγάπης και τόλμης, εκείνης που υπακούοντας στη «σύνοικο των κάτω θεών Δίκη» και στο αληθινό συναίσθημα της αδελφικής αγάπης, τόλμησε να αψηφήσει την ατιμωτική εντολή του Κρέοντα για απαγόρευση της ταφής του νεκρού αδελφού της και επωμίστηκε μόνη το χρέος να του αποδώσει τις οφειλόμενες νεκρικές και ταφικές τιμές. «Πώς θα δώσεις εξετάσεις στη Φιλοσοφική Σχολή χωρίς να έχεις διδαχθεί Λατινικά;» τη ρώτησε ο πατέρας της όταν του είπε την προτίμησή της για τις σπουδές της. «Θα μάθω, θα μάθω Λατινικά μόνη μου και θα δώσω στο άγνωστο κείμενο που απαιτούν οι εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο», απάντησε και το πίστεψε. Τα Λατινικά τα έμαθε με μία μέθοδο άνευ διδασκάλου. Ολοκλήρωσε χωρίς καθυστέρηση τις σπουδές της με βαθμό πτυχίου «Λίαν Καλώς». Εν τω μεταξύ η χώρα σκοτείνιασε κάτω από το ολοκληρωτικό καθεστώς της δικτατορίας του 1967. Αμέσως μετά την αποφοίτησή της, τον Δεκέμβριο του 1969, διορίστηκε στη ΙΑ’ εκπαιδευτική περιφέρεια Θράκης, με έδρα την Κομοτηνή.
Για να διοριστεί έπρεπε να προσκομίσει πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων. Έτσι, πήγε στην Ασφάλεια Αθηνών και επί τρεις ώρες περίμενε καθισμένη σε ένα διάδρομο. Θυμάται πως κάθε τόσο έβγαινε από το γραφείο του ένας αξιωματικός και την περιεργαζόταν. Θυμόταν στις ώρες της αναμονής τη μεγάλη φοιτητική διαμαρτυρία όπου με πολλούς άλλους φοιτητές μπροστά στα Προπύλαια φώναζαν «αβασίλευτη, αβασίλευτη δημοκρατία». Ήταν τότε που στη διαμαρτυρία αυτή σκοτώθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου μόλις είχε παραιτηθεί, μη ανεχόμενος τη βασιλική παρέμβαση στις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης. Τελικά της έδωσαν το πιστοποιητικό εθνικοφροσύνης.
Ο πρώτος τόπος διορισμού της ήταν η πόλη της Κομοτηνής. Δίδαξε στο Οικονομικό Γυμνάσιο και στο Γυμνάσιο Θηλέων. Από την αρχή της σχολικής εμπειρίας της ως εκπαιδευτικού παρατηρούσε πράγματα που της έκαναν αρνητική εντύπωση. Την προβλημάτιζε το καθημερινό, μετά την πρωινή προσευχή, κήρυγμα συναδέλφου του σχολείου υπέρ της «εθνοσωτήριας» δικτατορίας της 21ης Απριλίου, με το οποίο κατέληγε την καθημερινή ενημέρωση που έδινε στους μαθητές για τα επιτεύγματα και τις μάχες του στρατού. Σύντομα ήρθε και το πρώτο περιστατικό που την έκανε να αναρωτιέται για την ποιότητα του εκπαιδευτικού χώρου που κλήθηκε να υπηρετήσει.
Δύο μήνες μετά τον διορισμό της, στη γιορτή του καρναβαλιού, μαθητές και μαθήτριες του σχολείου μασκαρεύτηκαν και επισκέφτηκαν σπίτια καθηγητών. Την επόμενη μέρα ο Γυμνασιάρχης κάλεσε σε συνεδρία τον Σύλλογο των διδασκόντων και πρότεινε να τιμωρήσουν τα παιδιά αυτά επειδή είχαν ντυθεί καρναβάλια. Ο πραγματικός λόγος ήταν, όπως είπε, άλλος: μια συνάδελφος, σύζυγος του Επιθεωρητή του σχολείου, είχε δεχθεί τηλεφώνημα την προηγούμενη νύχτα που το θεώρησε προσβλητικό και την αναστάτωσε πολύ. Πίστευε ότι το τηλεφώνημα έγινε από τα παιδιά – μασκαράδες που την είχαν επισκεφτεί. Ο Γυμνασιάρχης παραδεχόταν ότι ο πραγματικός λόγος της τιμωρίας ήταν αυτό το τηλεφώνημα, αλλά επειδή δεν υπήρχαν αποδείξεις έπρεπε να επικαλεστούν ως λόγο την καρναβαλίστικη ενδυμασία για την οποία τα παιδιά δεν είχαν πάρει άδεια. Ως νεοδιόριστη, η Καλλιόπη έπρεπε να μιλήσει πρώτη στη συνεδρία του συλλόγου για να προτείνει την ποινή τους!
Εκείνη δεν έβλεπε λόγο τιμωρίας των μαθητών. Επισήμανε ότι το καρναβάλι είναι ένα παλιό έθιμο και τα παιδιά το ακολουθούν κάθε χρόνο. Το ίδιο έκαναν και την χρονιά αυτή. Το σχολείο, εφόσον δεν τα είχε ειδοποιήσει για το αντίθετο, δεν διέθετε κανένα ηθικό έρεισμα για να τα τιμωρήσει επειδή συμμετείχαν στο καρναβάλι. Ο Γυμνασιάρχης επέμενε ότι ο κανονισμός του σχολείου δεν επέτρεπε καμία άλλη περιβολή, πέραν της μπλε ποδιάς για τις μαθήτριες και του πηλικίου για τα αγόρια και ανέφερε απειλητικά ότι καθηγητής που γνωρίζει την παράβαση του κανονισμού και δεν αντιδρά είναι συνυπεύθυνος και συνένοχος της πράξης των μαθητών. Επικαλέστηκε ορισμένα άρθρα κάποιας νομοθεσίας για να στηρίξει την άποψή του. «Αν επιμένετε για ποινή, προτείνω την ποινή της επίπληξης, με την επισήμανση στα παιδιά ότι άλλη φορά να παίρνουν άδεια», είπε. Με μεγάλη της έκπληξη, όμως, άκουσε τους υπόλοιπους συναδέλφους της να προτείνουν ποινές αποβολής των παιδιών από το σχολείο τεσσάρων και επτά ημερών! Ήταν η μόνη που δεν συναίνεσε στην αποβολή και δεν χωρούσε ο νους της το γεγονός ότι εκπαιδευτικοί πήραν τέτοια απόφαση. Όλα αυτά της φαίνονταν αλλόκοτα, ξένα προς τον ρόλο του εκπαιδευτικού. Το αστείο είναι ότι ο Σύλλογος των διδασκόντων αναγκάστηκε μετά από λίγες μέρες να συνεδριάσει ξανά για να ακυρώσει τις ποινές της αποβολής που είχε επιβάλει, επειδή γονείς των παιδιών που τιμωρήθηκαν έφτασαν διαμαρτυρόμενοι μέχρι το υπουργείο Παιδείας, το οποίο και παρενέβη. «Καλά να πάθετε, αφού δεν μπορείτε να πάρετε μία σωστή απόφαση» είπε αυθόρμητα στους συναδέλφους. Η στάση της δεν άρεσε στον Γυμνασιάρχη που άρχισε να εφαρμόζει διάφορα «καψόνια» σε βάρος της, όπως να την καλεί σχεδόν κάθε απόγευμα στο σχολείο για απογευματινή εργασία, για να μετράει κόλλες διαγωνισμού, απουσίες μαθητών, να κάνει μαθηματικές πράξεις σχετικές με τα έσοδα και τα έξοδα του σχολείου και άλλες πολλές καθημερινές αγγαρείες και εκφράσεις δυσαρέσκειας, όπως «που ακούστηκε νεοδιόριστη καθηγήτρια να έχει δική της γνώμη», ή «για να δούμε αν θα σε κάνουμε εσένα μόνιμη». «Αν δεν γίνω εγώ μόνιμη, ποιος θα γίνει;» θυμάται τη χαμογελαστή απάντησή της.
Την επόμενη χρονιά άλλαξε σχολείο στην ίδια πόλη, αλλά συνάντησε άλλα δυσάρεστα εκεί. Δεν μπορούσε να αντέχει τις παρατηρήσεις που της έκανε ο Γυμνασιάρχης, επειδή φώναζε τα παιδιά με τα μικρά τους ονόματα και ήταν μαζί τους στα διαλείμματα. «Κάνεις λαοκρατία μέσα στην τάξη», έλεγε επιτιμητικά, κάτι σαν προειδοποίησή της. Στο σχολικό αυτό κλίμα ένιωθε ότι δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Το 1972 παραιτήθηκε από την υπηρεσία και με τον σύζυγό της πήγαν στην Αγγλία για μια καλύτερη τύχη σε μια ελεύθερη χώρα. Σε έναν χρόνο επιστρέφει στην Ελλάδα και δίνει εξετάσεις στο Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών. Πετυχαίνει και παίρνει υποτροφία για σπουδές στην Ελληνική Κλασσική Φιλολογία, στο King College του Λονδίνου. Οι σπουδές της διακόπηκαν λόγω των προβλημάτων που αντιμετώπισε με την εγκυμοσύνη της. Απέκτησε γιο και με τον σύζυγό της επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1978 μετά την πτώση της δικτατορίας. Εγκαταστάθηκαν, αρχικά, στην Αθήνα και στη συνέχεια, το 1979, στο Ρέθυμνο, όπου δίδασκε ως φιλόλογος σε δημόσια γυμνάσια και λύκεια, αρχικά ως αναπληρώτρια καθηγήτρια και σύντομα με κανονικό δεύτερο διορισμό.
Το 1983, επέτυχε σε διαγωνισμό του Υπουργείου Παιδείας και μεταβαίνει με εκπαιδευτική άδεια στο Πανεπιστήμιο Hertfordshire της Αγγλίας για σπουδές στον Σχολικό Επαγγελματικό Προσανατολισμό. Πήρε το δίπλωμά της «με διάκριση» και συνέχισε αμέσως σπουδές στην Παιδαγωγική Επιστήμη, στο Πανεπιστήμιο του Southampton της Αγγλίας από όπου έλαβε το 1987 διδακτορικό δίπλωμα (PhD) με θέμα (σε μετάφραση): «Η Εισαγωγή του Πολυκλαδικού Λυκείου στην Ελλάδα: Μελέτη Περίπτωσης». Επιστρέφοντας ως διδάκτωρ στο Ρέθυμνο δίδαξε με σύμβαση στο Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου και από το 1993 ως Λέκτωρ, παραιτούμενη από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Η ειδικότητά της στην Παιδαγωγική αφορά στην Εκπαιδευτική θεωρία, πολιτική και μεταρρυθμίσεις, στη Διδακτική, στη Σχολική συμβουλευτική, στις Ποιοτικές μεθόδους έρευνας και στην Εθνογραφία. Αφοσιώθηκε πλήρως στην πανεπιστημιακή διδασκαλία και έρευνα μέχρι το 2011 οπότε έλαβε σύνταξη με το βαθμό του Καθηγητή.
Οι εμπειρίες της από τη διδασκαλία της στη δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και η έρευνά της και οι μελέτες της, καταλήγουν στη δυσάρεστη εκτίμηση ότι τα εκπαιδευτικά πράγματα και στις δύο αυτές βαθμίδες δεν λειτουργούν όπως θα έπρεπε. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση όλη η οργάνωση της σχολικής ζωής και της διδασκαλίας δεν άφηνε στον οραματικό εκπαιδευτικό πολλά περιθώρια παιδαγωγικής και διδακτικής πρωτοβουλίας, ούτε οδηγούσε τους μαθητές στην ανάπτυξη κριτικής σκέψης. Το 1997, ως Επίκουρη Καθηγήτρια, στο πλαίσιο παιδαγωγικού συνεδρίου, επισκέφτηκε την Κομοτηνή 25 χρόνια μετά τον διορισμό της εκεί. Εξεπλάγη με συγκίνηση όταν είδε παλιές μαθήτριές της από το Γυμνάσιο Θηλέων, που είχαν γίνει οι ίδιες φιλόλογοι, να την περιμένουν με μία ανθοδέσμη από φρέσκες, μυρωδάτες φρέζες. Κάτι ανεξήγητο είχε μείνει από την παλιά παιδαγωγική σχέση τους και ξυπνούσε πάλι, τόσα χρόνια μετά. Όταν το βράδυ βρέθηκαν μαζί σε κοινό δείπνο, εντυπωσιάστηκε από την απογοήτευση που ένιωθαν οι ίδιες, ως καθηγήτριες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, για τα εκπαιδευτικά πράγματα των σχολείων. Το παιδαγωγικό όραμα συνθλιβόταν κάτω από ανίατες παθολογίες του συστήματος.
Σε όλη τη διάρκεια της εργασίας της στο Πανεπιστήμιο ασχολήθηκε με την παιδαγωγική έρευνα, με στόχο την εξέταση των παθολογιών και των «κακώς κειμένων» της εκπαιδευτικής πολιτικής. Οι οραματικές πεποιθήσεις της βρήκαν μία διέξοδο όταν το 2004 προσκλήθηκε να συμμετάσχει στην επιστημονική ομάδα του Υπουργείου Παιδείας για την παιδαγωγική καθοδήγηση και τον παιδαγωγικό σχεδιασμό των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας. Στόχος ήταν η δημιουργία μιας διαφορετικής σχολικής οργάνωσης για ένα διαφορετικό δημιουργικό σχολικό κλίμα και διδακτικό έργο. Όλη της την αγωνία και τις εκτιμήσεις για το συγκεκριμένο παιδαγωγικό εγχείρημα κατέγραψε στο βιβλίο της «Δημοκρατική-Κριτική Εκπαιδευτική Καινοτομία: Μαθήματα από το Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας», 2006, εκδόσεις Γρηγόρη. Στο πλαίσιο της εξέτασης των εκπαιδευτικών παθολογιών ανήκει και η έρευνά της για τον εκπαιδευτικό συνδικαλισμό και τη σχέση του με την εκπαιδευτική πολιτική. Τα νοσογόνα συμπτώματα της σχέσης αυτής αποτυπώθηκαν στο βιβλίο της «Εκπαιδευτική Πολιτική και Απεργία Διαρκείας. ΟΛΜΕ 1993-1997. Στρατηγικές Εξουσίας και Ιδεολογικά Σύμβολα», 2000, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Η πανεπιστημιακή της εμπειρία δεν έπαυσε να την εκπλήσσει ως παιδαγωγό και ως άνθρωπο. Η κατάχρηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η ανοχή της κατάχρησής του από πανεπιστημιακά όργανα και διδάσκοντες, οι αυθαιρεσίες που δεν ελέγχονται λόγω του αυτοδιοίκητου του πανεπιστημίου, οι συνειδήσεις που υπνώττουν, η διαφάνεια που δεν προστατεύεται ως βασικό κριτήριο των αποφάσεων, η άδικη παραπομπή του συναδέλφου Στέλιου Αλεξανδρόπουλου, Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών ΔΕΠ των ΑΕΙ τον Απρίλιο του 2006 και ο αιφνίδιος θάνατός του, ένα μήνα μετά, από το αίσθημα της αδικίας που θέρισε την ψυχή του και άλλα πολλά αταίριαστα και ακατάληπτα της άφηναν πάντα έντονο το δραματικό ερώτημα «πού πάμε ως χώρα, πού πάμε ως άνθρωποι;» Ήρθε και η δραματική αποκάλυψη-απειλή για τα σχολεία όλης της Ελλάδας όταν τον Δεκέμβριο του 2011 έγινε γνωστή η δεκαετής δράση παιδόφιλου γυμναστή εκπαιδευτικού που κακοποίησε επί σειρά ετών δεκάδες παιδιών και ψυχών, υπόθεση στην οποία απάντησε μεν αυστηρά η Δικαιοσύνη, αλλά δεν απάντησε η κοινωνία με το υπνώττον ήθος της που αργεί να καταλάβει ότι τέτοιες πράξεις, όταν δεν ξυπνούν πραγματικά τις συνειδήσεις και περνούν γρήγορα στη λήθη, γίνονται καρκινώματα που προκαλούν μεταστάσεις και ηθική φθορά, ενώ αργά ή γρήγορα, στην αίσθηση του ηθικού κενού, θα παρουσιαστούν ξανά, ποιος ξέρει με ποιο πρόσωπο, με ποιο τρόπο, σε ποιο χώρο. Η υπόθεση αυτή άφησε αναπάντητο ακόμη ίσως και σήμερα το ερώτημα «γιατί στο σχολικό χώρο δεν υφίσταται ένα πολύπλευρο σχέδιο προστασίας των παιδιών από διάφορες μορφές βίας και ιδιαίτερα από την ασέλγεια και τη σεξουαλική κακοποίηση»;
Σήμερα, στην ησυχία της ζωής της σε σύνταξη, ασχολείται με τη συγγραφή ενός βιβλίου με θέμα αληθινή περίπτωση συγκάλυψης ασέλγειας σε σχολείο, το 1998-99, παρά τις προσπάθειες που έγιναν τότε για να βρει διοικητική ανταπόκριση η φωνή διαμαρτυρίας των παιδιών. Η συγκάλυψη του προβλήματος από αρμόδιους ιθύνοντες ως ένα ανώμαλο τέλος που στρέφεται κατά της κοινής αντίληψης περί αιδούς και κατά των ηθών δεν συνιστά πράγματι τέλος, αλλά διαρκή ηθική εκκρεμότητα. Αν και πέρασαν χρόνια, η ψυχή της κουβαλά ένα διά βίου πένθος για το άδικο που φώναξε και δεν βρήκε δικαίωση.
Πιστεύει πολύ στη δύναμη της παιδείας, το μεγάλο χρέος της εκπαίδευσης στα παιδιά μας. Δεν της έφτασε δυστυχώς η επαγγελματική της ζωή, ίσως ούτε η ζωή της θα φτάσει, για να δει να πραγματώνεται στη χώρα μας μια πραγματική εκπαιδευτική αλλαγή μακριά από όλη την έλλειψη αισθητικής, μακριά από όλες τις προφάσεις που γεννά ο φόβος, μακριά από την ανευθυνότητα μπροστά στο καθήκον για το παιδί. Μια εκπαιδευτική αλλαγή «ποίησης», όπου η λέξη «ποίηση» να είναι ταυτόσημη με το στοιχείο της γνησιότητας και του πηγαίου σ’ όλη τη σχολική λειτουργία. Μια αλλαγή που να μπορούν οι εκπαιδευτικοί να δεχθούν μια διαδικασία «απομυθοποίησης» του εαυτού τους, να μπορούν να δουν τον εαυτό τους σαν να ζει την πρώτη μέρα της δημιουργίας του, έτοιμο να δει τις νέες δυνατότητές του μέσα από ένα άλλο βαθιά ανθρώπινο και κοινωνικό πρίσμα διανόησης. Θα είναι τότε ο κάθε εκπαιδευτικός ένα μικρό στοιχείο «συν» που θα ζει στον πυρήνα της δημιουργίας αυτής, ένα μικρό στοιχείο «συν», τόσο μικρό και συνάμα τόσο μεγάλο.