Ο Νικηφόρος Νευράκης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1940 από τους γονείς Γεώργιο Νευράκη και Φλωρεντία Μητροπολίτου. Είναι απόφοιτος του Εθνικού Ωδείου Αθηνών και συγκεκριμένα της Σχολής Τρομπονιού, Ειδικού Αρμονίας, Ενοργάνωσης και Διεύθυνσης Μπάντας, Αντίστιξης και Φυγής και Ενορχήστρωσης. Επίσης, είναι κάτοχος διπλώματος σύνθεσης από το Αθηναϊκό Ωδείο. Υπήρξε Πρώτος Τρομπονίστας στις Φιλαρμονικές των Δήμων Αθηνών και Πειραιώς αλλά και της Πολεμικής Αεροπορίας και ιδρυτικό μέλος του πρώτου Ελληνικού Συγκροτήματος Χάλκινων Πνευστών. Το διάστημα 1974-1999 διετέλεσε τακτικός καθηγητής των ανωτέρων θεωρητικών του Εθνικού Ωδείου Αθηνών, ενώ το 1987 ανέλαβε τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων. Έχει αποσπάσει το Α΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Σύνθεσης Εθνικού Εμβατηρίου το 1993 από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας, έχει εναρμονίσει και ενοργανώσει τον «Ύμνο της Άθλησης» των αθλητών ιατρών και υγειονομικών και το έργο του χαίρει εκτιμήσεως και αναγνωρίσεων από πολλούς σημαντικούς φορείς της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Ο Αρχιμουσικός Νικηφόρος Νευράκης γεννήθηκε στην Καλλιθέα Αθηνών στις 21 Νοεμβρίου 1940, ενώ οι ρίζες του εντοπίζονται στα Χανιά, από τη μεριά του πατέρα, και τη Σμύρνη απ’ όπου ήρθε η μητέρα του, Φλωρεντία Μητροπολίτου, με τη Μικρασιατική καταστροφή.
Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Αρρένων Καλλιθέας, ενώ παρακολούθησε κατά τα μαθητικά του χρόνια μαθήματα ξένων γλωσσών (γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και γερμανικά). Σπούδασε και αποφοίτησε από το Εθνικό Ωδείο Αθηνών με Άριστα παμψηφεί σε όλα τα παρακάτω πτυχία και διπλώματα: Σχολή Τρομπονιού, Ειδικό Αρμονίας, Ενοργάνωση και Διεύθυνση Μπάντας, Αντίστιξη και Φυγή και Ενορχήστρωση. Το 1989 απέκτησε Δίπλωμα στη Σύνθεση από το Αθηναϊκό Ωδείο.
Υπήρξε πρώτος τρομπονίστας στις Φιλαρμονικές Ορχήστρες του Δήμου Πειραιώς, της Πολεμικής Αεροπορίας και του Δήμου Αθηναίων. Έχει συμπράξει με σημαντικές συμφωνικές ορχήστρες, όπως με την «Πειραματική Ορχήστρα Αθηνών», του Δήμου Αθηναίων επί ημερών Μ. Χατζιδάκι, του Δήμου Πειραιώς υπό τη διεύθυνση του Μ. Θεοδωράκη και τη Διεθνή Ορχήστρα Νέων Μουσικών στη Λισαβόνα το 1968. Ως ιδρυτικό μέλος του πρώτου Ελληνικού Συγκροτήματος Χάλκινων Πνευστών (1966), πραγματοποίησε πολλές συναυλίες σε όλη την Ελλάδα, καθώς και στη Λισαβόνα.
Από το 1974 και για τα επόμενα εικοσιπέντε χρόνια, διετέλεσε και διακρίθηκε ως Τακτικός Καθηγητής των Ανώτερων Θεωρητικών του Εθνικού Ωδείου Αθηνών, με πληθώρα μαθητών που σημείωσαν υψηλές επιδόσεις σε όλους τους τομείς της μουσικής. Υπήρξε ο πρώτος διευθυντής του «Ευγενίδειου Ωδείου» (1989-1994) και θεμελιωτής-Διευθυντής των Δημοτικών Ωδείων Χαλκίδας «Νίκος Σκαλκώτας» (1984-1994) και Ηρακλείου Κρήτης (1993-1997). Το 1987 ανέλαβε τη διεύθυνση της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Δήμου Αθηναίων (Δ.Φ.Α) στην οποία ασκούσε καθήκοντα Αρχιμουσικού ήδη από το 1970.
Συνέβαλε προσωπικά στο να διενεργηθούν τρεις φορές πανελλήνιες εξετάσεις πρόσληψης μουσικών στη Δ.Φ.Α, μεριμνώντας ιδιαίτερα για τη διαφύλαξη της αμερόληπτης κρίσης προς τους υποψηφίους. Το 1972 αρνήθηκε τη θέση του καθηγητή Μέσης Εκπαίδευσης στην οποία διορίστηκε άνευ διαγωνισμού και κατ’ εξαίρεση από το Υπουργείο Παιδείας λόγω των σπάνιων για την εποχή εκείνη περγαμηνών του.
Το 1993 απέσπασε το Α΄ Βραβείο και χρηματικό έπαθλο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Σύνθεσης Εθνικού Εμβατηρίου από το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας για το έργο «25η Μαρτίου 1821». Το έργο παρουσιάστηκε στο Βερντέν της Γαλλίας από τη Μπάντα της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας. Εκτελέστηκε επίσης από τη Μπάντα της Πολεμικής Αεροπορίας των Η.Π.Α. στην Ευρώπη (U.S.A.F.E.) στο Ζάππειο Μέγαρο (1995), καθώς και την 6η Απριλίου 1996 κατά την παρέλαση στο Παναθηναϊκό Στάδιο την ημέρα του εορτασμού για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, με τη συμμετοχή γιγαντιαίας μπάντας υπό τη διεύθυνση του συνθέτη. Το εθνικό του εμβατήριο «Μακεδονία», εκτέλεσε η περίφημη Μπάντα της Ελαφράς Μεραρχίας του Ηνωμένου Βασιλείου κατά τις εμφανίσεις της στην Ελλάδα το 1995. Άλλη μία σύνθεσή του, με τίτλο «Βαδίζοντας στη Λεωφόρο της Αγάπης», παρουσιάστηκε με μεγάλη επιτυχία στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» κατά τον εορτασμό της 42ας και 43ης Παγκόσμιας ημέρας των Χανσενικών (1995, 1996).
Έχει εναρμονίσει εκκλησιαστικές μελωδίες, καθώς επίσης και τον «Ύμνο της Άθλησης» των αθλητών Ιατρών και Υγειονομικών, σε μουσική του ιατρού Ι. Γεωργακόπουλου.
Υπήρξε αρθρογράφος της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής στήλης της εφημερίδας «Λωτός». Τα έργα του έχουν εκτελεστεί από διακεκριμένους μουσικούς του καιρού μας, όπως είναι ο διάσημος Βέλγο-Αμερικανός Francis Orval, ο Α. Κουρούκλης, ο Θ. Μουρίκης, ο Ευ. Σκούρας, ο Βασίλης Τσαμπρόπουλος, η Βίκυ Στυλιανού, η Έφη Αγραφιώτη, η Μίνα Γραμματικοπούλου, η Ντ. Βρανούση, η Στ. Σία, ο Δ. Καραβέλης, η Μ. Τυλλιανάκη, η Λ. Μπογιατζίεβα, ο Δ. Στεφανίδης, ο Σωκράτης Άνθης, η Beata Iwonna Glinka, ο Σπ. Παπικινός, ο Ν. Χαλκιάς, ο Δ. Μίχας, ο Σπ. Μίχας, ο Σπ. Γαντζιάς, Θ. Σούκερας, ο Σπ. Φαρούγκιας, ο Εμ. Δημητρόπουλος, ο Ευστ. Μαυρομάτης, ο Δ. Ρούσσος, ο Β. Βασιλόπουλος, ο Δ. Μαρινάκης, ο Σπ. Προσωπάρης, και πολλοί άλλοι.
Έργα του κυκλοφορούν σε CD παραγωγής της Πολεμικής Αεροπορίας σε συνεργασία με την Alpha Records (2002), την Αθηναϊκή Αφύπνιση (2000) και τον Σύνδεσμο Ελλήνων Μουσουργών (2017). Βιογραφικό του σημείωμα έχει συμπεριληφθεί στο έργο του Γ. Καλογερόπουλου «Το λεξικό της Ελληνικής Μουσικής» (Εκδόσεις Γιαλελλή). Επίσης, βιογραφικά του σημειώματα συμπεριλαμβάνονται στα βιβλία «Οι Κρητικοί: Δίας Εκδοτική ΕΠΕ 1993» «Το Who is Who στην Ελλάδα» (έκδοση 2011), «Λαϊκή μουσική παράδοση και καλλιτέχνες του Αποκορώνα» των Ι. Λεντάρη και Γ. Γιακουμινάκη (2013) και «Ο Αποκορώνας και οι άνθρωποί του» του Ι. Λεντάρη (2021). Έχει τιμηθεί από φορείς όπως: Γ.Ε.Εθ.Α., Γ.Ε.Σ., Γ.Ε.Α., Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, Δήμος Αθηναίων, Δήμος Χαλκίδας, Φιλαρμονική εταιρεία Λευκάδας, καθώς και από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, την U.S.A.F.E. και τα ιδρύματα Raoul Follereau.
Είναι Επίτιμο Μέλος του Πανελληνίου Συλλόγου Αρχιμουσικών Φιλαρμονικής Ορχήστρας (Π.Σ.Α.Φ.Ο.) και Πρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Μουσουργών (Σ.Ε.Μ.).
Ο Νικηφόρος Νευράκης ανακαλώντας τις διηγήσεις της μητέρας του, Φλωρεντίας Μητροπολίτου, που έζησε την τραγωδία του ξεριζωμού, παραθέτει με ιδιαίτερη ευαισθησία και συγκίνηση τα δραματικά γεγονότα που βίωσε η οικογένεια. Ο αδελφός της μητέρας του, Ευάγγελος, πιάστηκε αιχμάλωτος αλλά τελικά ελευθερώθηκε ως αμερικανός πολίτης με την ονομασία Μιλάνος, επειδή έτυχε να υπάρχουν συγγενείς στην Αμερική. Η μητέρα περιέγραφε τις ζοφερές μνήμες από την καταστροφή: την τρομερή φωτιά της Σμύρνης, τις εγκληματικές πράξεις μελών των Ξένων Δυνάμεων, οι οποίοι έκοβαν με τα σπαθιά τους τα χέρια των Ελλήνων που γαντζώνονταν από τα καράβια για να σωθούν, για τη μεροληπτική στάση της Ρωσίας προς τον Κεμάλ, για τον χαμένο παράδεισο της αλησμόνητης πατρίδας που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν. Οι κτηνωδίες που έλαβαν χώρα τις μέρες εκείνες αποκάλυπταν τα βίαια ένστικτα της ανθρώπινης φύσης, και σημειώνονταν ακόμα και από περιπτώσεις Ελλήνων στρατιωτών, που εκτελέστηκαν από Έλληνα στρατηγό ώστε να ανακοπεί η παράλογη μανία. Η σκηνή που έχει εντυπωθεί έντονα στον Νικηφόρο Νευράκη από τις διηγήσεις της μητέρας του, είναι η στιγμή όπου, κοριτσάκι εκείνη, έτρεξε να πάρει τη ζακέτα της, χωρίς να έχει επίγνωση της κρισιμότητας της κατάστασης αλλά την τράβηξε η γιαγιά με δύναμη για να προφτάσουν να γλιτώσουν. Η οικογένεια έφτασε στη Σάμο, όπου φιλοξενήθηκε για έξι μήνες από μία φίλη που βρισκόταν στο νησί. Αργότερα μετέβησαν στον Πειραιά και κατόπιν στην Καλλιθέα.
Ο πατέρας του, Γεώργιος Νευράκης, καταγόταν από το Μελιδόνι του Δήμου Αποκορώνου της Περιφερειακής Ενότητας Χανίων στην Κρήτη. Ζούσε απέναντι από το σπίτι του προγόνου του, Καπετάν Σήφακα, βροντόφωνου οπλαρχηγού με σημαντική εθνική και πολεμική δράση, ενός πατριώτη που γλίτωσε τη ζωή αρκετών Ελλήνων φυγαδεύοντάς τους από την κρύπτη που διατηρούσε στο χωριό. Όταν ήρθε στην Αθήνα για να καταταγεί στην αστυνομία, γνώρισε τη μητέρα του, παντρεύτηκαν και έκαναν επτά παιδιά από τα οποία επιβίωσαν τα έξι: ο Μιχάλης, οικονομολόγος, φιλομαθής και ταλαντούχος άνθρωπος, o οποίος δεν είναι πια στη ζωή, όπως και o Νικόλαος ο οποίος ήταν θεολόγος, σχολικός σύμβουλος, ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Ο Δημήτριος, δικηγόρος και αθλητής με πτυχία σε δέκα ξένες γλώσσες, ο Νικηφόρος, μουσικός, η Ευαγγελία, φιλόλογος της Γαλλικής και η Μαρία, που εργαζόταν ως λογίστρια σε εφοπλιστικό γραφείο.
Ο Νικηφόρος Νευράκης όταν ήταν μικρό παιδί άκουγε τις διηγήσεις των περιόδων της γερμανικής κατοχής και του εμφυλίου από συγγενείς και γείτονες. Θυμάται τους τοίχους του σπιτιού του γεμάτους τρύπες από σφαίρες άγριων μαχών που γίνονταν στη γειτονιά του, κοντά στις φυλακές του Συγγρού. Θυμάται ακόμη τις περιγραφές θανάτων από πείνα πολλών συμπολιτών του.
Το απόσταγμα των βιωμάτων και των εμπειριών του Νικηφόρου Νευράκη αποκρυσταλλώνεται στην επισήμανση της ανάγκης που ανακύπτει σήμερα να αναβιώσουν οι παραδόσεις εκείνες και τα ήθη που κράτησαν το έθνος μας ζωντανό και ενωμένο σε περιόδους όπου το φρόνημα όλων δοκιμάστηκε, να δώσουμε έναυσμα στον μοναδικό πλούτο για τον οποίο μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι, στον πολιτισμό μας. Αυτή είναι η παρακαταθήκη μας.