Ο Νάστος Θεοχάρης γεννήθηκε στην Παραμυθιά Θεσπρωτίας. Σήμερα, ζει με την σύζυγό του Ανδριάνα και τα παιδιά τους στη Ζυρίχη, όπου έφυγαν μετανάστες. Ο βιογραφούμενος εργάζεται ως υπάλληλος στο τμήμα ασφάλειας του αεροδρομίου της Ζυρίχης. Με τη γυναίκα του δεν παραλείπουν ποτέ να επισκέπτονται τον τόπο τους και νιώθουν υπερήφανοι για την πατρίδα τους, την Ελλάδα.
Οι ρίζες του βιογραφούμενου κρατούν από το χωριό Παραμυθιά του νομού Θεσπρωτίας. Η Παραμυθιά είναι μια όμορφη ορεινή κωμόπολη που αριθμεί 5.000 κατοίκους. Υπήρξε Τουρκοκρατούμενη. Ιστορικά μνημεία του χωριού είναι το ρολόι, το κάστρο και η Εκκλησία της Παναγίας. Χαρακτηριστικός, επίσης, είναι ο ναός του Αγίου Δονάτου, ένας πέτρινος ναός κατασκευασμένος από τεχνίτες της Κόνιτσας. Από την Παραμυθιά κατάγεται και ο γνωστός επιχειρηματίας Bulgari.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, λεγόταν Βασίλης Νάστος. Ήταν μυλωνάς στην Κρυσταλλοπηγή. Παντρεύτηκε την αγαπημένη του σύντροφο, Κωστάντω και από τον γάμο τους απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ηλία και την Ελένη.
Ο παππούς του, από την πλευρά της μητέρας του, λεγόταν Σπύρος Ρώσσης. Ήταν γεωργός και κτηνοτρόφος στο επάγγελμα. Παντρεύτηκε την εκλεκτή του σύντροφο, Δήμητρα και απέκτησαν ένα κοριτσάκι, τη Σταματία. Η γιαγιά, όμως, είχε ακόμα μια κόρη από προηγούμενο γάμο. Ήταν η μόνη γιαγιά που γνώρισε ο βιογραφούμενος. Μία αυστηρή γυναίκα, που αγαπούσε με τον δικό της τρόπο. Είχε ζήσει δύσκολα χρόνια εξαιτίας του πολέμου. Την είχαν πιάσει αιχμάλωτη οι Ιταλοί και κάπου στα σύνορα τούς ξέφυγε και γύρισε πίσω στο χωριό της.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ηλίας Νάστος, γεννήθηκε το 1910 στην Κρυσταλλοπηγή. Ήταν γεωργός και κτηνοτρόφος. Παντρεύτηκε την εκλεκτή του σύντροφο, Σταματία και απέκτησαν εννιά παιδιά, από τα οποία μόνο έξι είναι εν ζωή, η Κωνσταντίνα, ο Βασίλης, η Ηλέκτρα, ο Σπύρος, η Ελένη και ο Θεοχάρης. Ο Ηλίας για κάποιο χρονικό διάστημα, επειδή είχε δύο άλογα, άσκησε το επάγγελμα του ταχυδρόμου μεταξύ Παραμυθιάς και Ιωαννίνων.
Σε γενικές γραμμές οι γονείς του ήταν αυστηροί και μεγάλωναν τα κορίτσια της οικογένειας με αρχές. Ο βιογραφούμενος ήταν υπάκουο παιδί και έζησε όμορφα παιδικά χρόνια. Θυμάται ότι μόνο μια φορά τον είχε χτυπήσει ο πατέρας του, όταν εκείνος έκοψε τη χαίτη του αλόγου.
Ο βιογραφούμενος γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1955 στην Παραμυθιά. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού του. Κατόπιν, βοηθούσε τον πατέρα του στις γεωργικές δουλειές, ενώ αργότερα δούλευε στις οικοδομές. Στα 17 του χρόνια έφυγε για τη Ζυρίχη, όπου βρισκόταν ο αδερφός του. Εκεί εργάστηκε για δύο χρόνια και μετά γύρισε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Μετά τον στρατό, επέστρεψε στη Ζυρίχη, ανανέωσε την άδεια εργασίας του και εργάστηκε ως υπάλληλος σε εστιατόριο. Το 1979, γνώρισε τη σύζυγό του, Αντριάνα, στη Χόικα του νομού Θεσπρωτίας.
Ο παππούς της Αντριάνας λεγόταν Κωνσταντίνος Αθανασίου. Ήταν γεωργός και καλλιεργούσε βαμβάκι κ.ά. Παντρεύτηκε τη γιαγιά Βασιλική και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, τη Δάφνη, την Άννα, τον Σπύρο και τον Γιώργο.
Ο παππούς της από την πλευρά της μητέρας της λεγόταν Χρήστος Κωστάκης. Παντρεύτηκε τη σύντροφο της ζωής του Παρασκευή και απέκτησαν πέντε παιδιά, τον Γεώργιο, τον Κωνσταντίνο, την Πολυξένη, τη Σοφία και την Αλίκη.
Ο πατέρας της, ο Γεώργιος, γεννήθηκε στη Χόικα το 1930. Ήταν κι εκείνος γεωργός. Μετανάστευσε, όμως, στη Γερμανία για πολλά χρόνια, πρώτα μόνος του και μετά πήρε μαζί και τη σύζυγό του Πολυξένη. Τα παιδιά τους, ο Κωνσταντίνος, η Βασιλική, η Ανδριάνα και η Θάλεια έμειναν με τους παππούδες τους στο χωριό, ενώ στη Γερμανία γεννήθηκε και το πέμπτο παιδί της οικογένειας, ο Φώτης. Όταν ο Φώτης έγινε ενός έτους, η μητέρα του γύρισε στο χωριό, ενώ ο πατέρας του συνέχισε να εργάζεται στη Γερμανία μέχρι τη στιγμή που επέστρεψε κι εκείνος λόγω ενός προβλήματος υγείας.
Η Ανδριάνα θυμάται τα παιδικά της χρόνια γεμάτα ανεμελιά και ξεγνοιασιά. Νοσταλγεί την παιδική της ηλικία παρότι τότε δεν είχαν απλόχερα τα πάντα, ως οικογένεια, ούτε όμως τους έλειψε τίποτα, όπως λέει η ίδια.
Με τον βιογραφούμενο παντρεύτηκαν στο χωριό της στις 29 Ιουλίου 1979, όπως όριζε το έθιμο. Μετά τον γάμο τους έφυγαν για την Ελβετία, καθώς τελείωνε η άδεια του συζύγου της, οπότε έπρεπε να επιστρέψει στην εργασία του. Στην αρχή, έμεναν στο ίδιο σπίτι με τον αδερφό και τη γυναίκα του βιογραφούμενου. Η περίοδος εκείνη ήταν δύσκολη για την Ανδριάνα, η οποία καθημερινά κοιτούσε στο γραμματοκιβώτιο να δει αν υπήρχε κάποιο γράμμα από τους δικούς της. Έναν χρόνο μετά, βρήκε δουλειά χωρίς να γνωρίζει τη γλώσσα, ενώ παράλληλα το ζευγάρι γνωρίστηκε με κόσμο και ανέπτυξαν φιλίες. Το 1981, γεννήθηκε ο γιος τους, Κώστας και το 1985 η κόρη τους Ανίτα. Όλα αυτά τα χρόνια η πιο όμορφη περίοδος της ζωής τους ήταν όταν έπαιρναν την άδειά τους και πήγαιναν πίσω στην Ελλάδα. Έφταναν με το πλοίο στην Ηγουμενίτσα, έκλαιγαν από χαρά όταν πλησίαζαν και από λύπη, όταν έπρεπε να επιστρέψουν πίσω. Η Ανδριάνα, παρ’ όλα αυτά, δεν ένιωσε ποτέ άσχημα κατά την παραμονή της στην Ελβετία. Την εκτιμούσαν και της μιλούσαν με ευγένεια. Εργάζεται μέχρι σήμερα σε τράπεζα, αλλάζοντας διάφορες θέσεις εργασίας. Ο βιογραφούμενος εργαζόταν για τριάντα χρόνια ως μεταφορέας σε πολυεθνική εταιρεία, ενώ τα τελευταία πέντε χρόνια εργάζεται στο τμήμα ασφαλείας του αεροδρομίου.
Ο γιος τους, Κώστας, γεννήθηκε το 1981 στη Ζυρίχη. Όταν αποφοίτησε από το σχολείο, σπούδασε ηλεκτρολόγος σε μια τεχνική σχολή. Αρχικά, εργάστηκε για έναν χρόνο ως ηλεκτρολόγος, στη συνέχεια ως τεχνικός κλιματιστικών σε ιδιωτική εταιρεία και σήμερα εργάζεται ως κλινικός προγραμματιστής στους βηματοδότες. Είναι παντρεμένος με την Ιταλοελβετίδα, Ντανιέλα Νταμίκο και έχουν έναν γιο, τον Αλέξανδρο.
Η κόρη τους, Ανίτα, γεννήθηκε κι εκείνη στη Ζυρίχη το 1985. Μετά το σχολείο σπούδασε βοηθός οδοντιάτρου. Επειδή δεν βρήκε αμέσως εργασία στο αντικείμενό της, εργάστηκε αρχικά σε νοσοκομείο και κατόπιν για δύο χρόνια σε ιδιωτική εταιρεία εξαγωγών. Στη συνέχεια, επέστρεψε στο ίδιο νοσοκομείο, στο τμήμα της Διοίκησης, όπου κλείνει σήμερα οκτώ χρόνια εργασίας. Στον ελεύθερο χρόνο της παίζει χάντμπολ στην ομάδα Schlieren.
Ο Θεοχάρης και η Ανδριάνα νιώθουν υπερήφανοι που είναι Έλληνες και ευτυχισμένοι, γιατί και τα παιδιά τους αγαπούν την Ελλάδα. Παράλληλα με την εθνική τους συνείδηση αναγνωρίζουν και τα οφέλη που τους προσφέρει το Ελβετικό Κράτος στους τομείς της οργάνωσης, της αξιοκρατίας, της καθαριότητας και αλλού.