O Γεώργιος Μούσκας γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1953. Είναι γιος του Κυριάκου Μούσκα με καταγωγή από την Αμμόχωστο και της Βενιζέλας (Ζέλας) Λουκαΐδη με καταγωγή από τη Λευκωσία. Σπούδασε Νομικά στο Λονδίνο και σήμερα είναι επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης της εταιρείας με την επωνυμία «OLYMPIA OCEAN CARRIERS LTD», στη Λεμεσό. Είναι παντρεμένος με την Μαίρη Βαβλίτη και έχει αποκτήσει τρία παιδιά.
Οι ρίζες του βιογραφούμενου και από τους δύο γονείς του βρίσκονται στην Κύπρο.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Γιώργος Μούσκας και γεννήθηκε το 1890 στην Αμμόχωστο, όπου και έζησε.
Η Αμμόχωστος βρίσκεται σε μια περιοχή πεδινή και εύφορη, με αρκετά αξιόλογη γεωργική παραγωγή. Το λιμάνι της πόλης είναι από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια που διαθέτει η Κύπρος και το μοναδικό που είναι κλειστό. Έως το 1974 αποτελούσε το βασικό λιμάνι εξαγωγής γεωργικών προϊόντων. Ιδιαίτερα αναπτύχθηκε η Αμμόχωστος μετά την ανακήρυξη της Κύπρου σε ανεξάρτητο κράτος (1960), οπότε, η πόλη γίνεται μεγάλο εμπορικό κέντρο αλλά και σημαντικό τουριστικό θέρετρο διεθνώς. Οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της Αμμοχώστου εκδιώχθηκαν το 1974 από τον Τουρκικό στρατό.
Ο Γιώργος Μούσκας παντρεύτηκε με την Ολυμπία, με καταγωγή από την Αμμόχωστο, γόνο της οικογένειας Κλεόπα. Η οικογένεια Κλεόπα ήταν μία πολύ μεγάλη οικογένεια της Αμμοχώστου και ήταν μεγάλοι έμποροι της εποχής. Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά, τον Κυριάκο, πατέρα του βιογραφούμενου, τον Ανδρέα και τον Ευάγγελο.
Η γιαγιά Ολυμπία έφυγε νέα από τη ζωή, όταν ο πατέρας του βιογραφούμενου Κυριάκος ήταν σε νεαρή ηλικία. Ο Γιώργος Μούσκας έφυγε από τη ζωή το 1968.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Κυριάκος Μούσκας γεννήθηκε στις 25 Νοεμβρίου 1917 στο Κάτω Βαρώσι, ένα προάστιο της ωραίας παραλιακής πόλης του Βαρωσίου, της Επαρχίας Αμμοχώστου Κύπρου.
Ήταν τότε που η Αμμόχωστος, το διοικητικό κέντρο της Επαρχίας και «η πλέον αξιαγάπητη πόλη της Κύπρου», όπως αναφέρει ο Lawrence Durrel στο βιβλίο του «Πικρά Λεμόνια της Κύπρου», βρισκόταν στο μεταίχμιο του να ξαναποκτήσει την προηγούμενη δόξα της και να γίνει το κύριο λιμάνι της Νήσου.
Και επιπλέον ήταν ακόμα μία πολύ φτωχή περιοχή με τυπικό παράδειγμα το μικρό σπίτι της οδού Κολοκοτρώνη, αριθμός 2, όπου ο Κυριάκος έζησε σε στενό οικογενειακό κύκλο, με τους γονείς του, Γιώργο και Ολυμπία και τους δύο μικρότερους αδελφούς του, Ανδρέα και Ευάγγελο.
Ο Γιώργος ήταν το στήριγμα της οικογένειας και εργαζόταν στον σιδηρόδρομο που έκανε τη διαδρομή Αμμοχώστου-Λευκωσίας. Η εργασία του δεν ήταν εξειδικευμένη ή καλοπληρωμένη και χρειαζόταν πολύ χρόνο για ταξίδια. Εν τω μεταξύ η Ολυμπία έμενε στο σπίτι και φρόντιζε την ανατροφή των παιδιών. Η Χρυσταλένη Ζαπόνα, εξαδέλφη του Κυριάκου, περιγράφει ότι η Ολυμπία ήταν μία «ελκυστική γυναίκα», που υπέφερε από βαριά βαρηκοΐα και έπρεπε να «διαβάζει» τα χείλη των συνομιλητών της, εξαιτίας ενός ατυχήματος που είχε στη βρεφική ηλικία.
Μετά την αποφοίτηση από δύο τοπικά Δημοτικά σχολεία στο Κάτω Βαρώσι και Πάνω Βαρώσι, μισής ώρας ποδαρόδρομο μακριά, ήταν αναμενόμενο πως ο μικρός Κυριάκος θα άρχιζε να εργάζεται στα έντεκά του. Κι αυτό γιατί φτωχές οικογένειες σαν τη δική του δεν μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στο Γυμνάσιο, αλλά αυτός ο νέος είχε άλλες ιδέες.
Λίγα χρόνια πριν αποθάνει ο Κυριάκος είπε σ’ ένα Κυπριακό Περιοδικό την ιστορία του, που περιγράφει το πάθος του για επιτυχία και καλυτέρευση της ζωής του, που πράγματι αποδείχτηκε στα μετέπειτα χρόνια.
«Είχα μέσα μου τον διακαή πόθο να μορφωθώ» είπε. «Ετελείωσα το Δημοτικό Σχολείο, αλλά για να συνεχίσω το Γυμνάσιο έπρεπε να πληρώσω δίδακτρα μια λίρα τον χρόνο. Για μένα μία λίρα τον χρόνο ήταν αστρονομικό ποσό. Εννοώ ότι ήμουν απένταρος. Έτσι πήγα στο γραφείο του Δημάρχου της Αμμοχώστου, του Γεωργίου Εφραιμίδη, ο οποίος ήταν επίσης μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Γυμνασίου. Εκείνος μου έδωσε τη μία λίρα και άρχισα τα μαθήματα. Στην αρχή του δεύτερου έτους επήγα πάλι να τον δω και μου έδωσε ξανά μία λίρα. Αλλά για το τρίτο έτος παρουσιάστηκε ένα πρόβλημα. Όταν επήγα στο γραφείο του με κοίταξε στα μάτια απευθείας πολύ προσεκτικά και μου είπε να πάω να βρω δουλειά. «Εάν δεν έχεις τα χρήματα να πληρώσεις για τα δίδακτρα του σχολείου, γιατί θα πρέπει να συνεχίσεις τις σπουδές σου;» είπε, και μου εζήτησε να φύγω από το γραφείο του.
Αλλά ήμουν αμετάπειστος και εκάθησα απ’ έξω για πολλές ώρες. Περιμένοντας εκάθησα εκεί από το πρωί μέχρι το βράδυ και τελικά βγήκε έξω από το γραφείο του. Με είδε πως ήμουν ακόμα εκεί περιμένοντας και με πήρε πίσω στο γραφείο του και μου έδωσε ένα φάκελο με χρήματα μέσα. Έτσι την επόμενη μέρα επήγα στο τρίτο έτος και συνέχισα τα επόμενα χρόνια μέχρι που τελείωσα τις σπουδές μου. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που του εζήτησα χρήματα».
Το σχολείο ήταν το φημισμένο Γυμνάσιο Αμμοχώστου. Ο Κυριάκος-ήταν το πρώτο παιδί στην οικογένειά του που πήγαινε σε ένα τέτοιο σπουδαίο ίδρυμα – σπούδασε εκεί μέχρι τα 18 του χρόνια. Έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά και αφού απεφοίτησε βρήκε εργασία σε ένα ξυλέμπορο στην Αμμόχωστο που λεγόταν Σολέμπριας. Ως υπάλληλος ήταν βεβαίως πρωτάρης έναντι των άλλων εργαζομένων, αλλά και ο μισθός του ήταν μόλις τριάντα σελίνια τον μήνα (λιγότερο από £60 σε σημερινά χρήματα), που ήταν ένα ποσό χρημάτων με το οποίο δύσκολα μπορούσε να ζήσει κανείς.
«Τότε ήταν που επήρε μια μεγάλη απόφαση» είπε ο Αντώνης Αντωνίου, ο αδελφός της Χρυσταλένης.
Η Κύπρος ήταν Βρετανική Αποικία κι οι Κύπριοι Βρετανοί πολίτες. Από το 1878 που η Βρετανία είχε την κατοχή και διοίκηση του νησιού, ένας μικρός αριθμός Κυπρίων είχαν αρχίσει να μεταναστεύουν στην Αγγλία, κυρίως στο Λονδίνο.
Ο Κυριάκος γνώριζε μόνο πέντε-έξι ανθρώπους που είχαν μετακομίσει στο Λονδίνο. Επιπλέον αντιμετωπίζοντας τις πιθανότητες μίας ζωής φτωχικής στην Κύπρο ή την ευκαιρία να κάνει κάτι δικό του στο εξωτερικό, ο δυναμικός δεκαεννιάχρονος αποφάσισε να το ρίξει στην τύχη, για να φτιάξει τον δικό του δρόμο και να φωτίσει την πορεία των μελλοντικών γενεών.
Επήγε στον Αντώνη και στον πατέρα της Χρυσταλένης, που ήταν αδελφός της μητέρας του, και δανείστηκε £20 να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού με το πλοίο από την Κύπρο στην Ελλάδα και μετά από Ελλάδα στη Μασσαλία, με τραίνο από τη Μασσαλία στο Καλαί, με το πλοίο στο Ντόβερ και τέλος με τραίνο από το Ντόβερ στον σταθμό Βικτωρίας στο Λονδίνο. Η μόνη του παρέα ήταν ένας φίλος που λεγόταν Φώτης Φωτίου.
Το καλοκαίρι του 1937, ο Κυριάκος άρχισε την Οδύσσειά του επάνω σε ένα πλοίο της Γαλλικής Ναυτιλιακής Εταιρείας Messageries Maritime, που προοριζόταν για Γαλλία. Τον καιρό εκείνο οι μετανάστες από την Κύπρο είχαν να επιλέξουν μεταξύ δύο τρόπων να ταξιδέψουν: ο ένας ήταν από την Κύπρο στη Βενετία με την Ιταλική Εταιρεία Lloyd Triestino, και ο άλλος από Κύπρο για Μασσαλία. Και για τις δύο διαδρομές, το πλοίο έφευγε από τη Λάρνακα και συνέχιζε μέσω Πειραιά, το επίνειο της Αθήνας, το ταξίδι για Μασσαλία.
Μόλις έφτασαν στο Καλαί, οι φίλοι επιβιβάστηκαν σ’ ένα πλοίο για Ντόβερ και μετά από λίγες ώρες αντίκρισαν τις περίφημες άσπρες ακτές, οι οποίες σηματοδοτούσαν την άφιξή τους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον για τους πολλούς Κύπριους που ταξίδευαν στο Λονδίνο, σαν εντυπωσιακό σημείο αναγνώρισης, παρουσιαζόταν μετά από μερικές ώρες ταξίδι από τις ακτές, ο τεράστιος θορυβώδης ανοικτός Σταθμός «Βικτωρίας», στην καρδιά μιας από τις πιο σπουδαίες πόλεις στον κόσμο.
Αυτός ο σταθμός με την ογκώδη κατασκευή του επρόκειτο να είναι η πρώτη εισαγωγική γνωριμία με αυτή τη μεγάλη κοσμοπολίτικη πρωτεύουσα. Συμβολίζοντας μία αυτοδύναμη και γεμάτη ενέργεια πόλη, το βιαστικό πλήθος ανθρώπων που έφθαναν και αναχωρούσαν από τον σταθμό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα αποκαρδιωτικό θέαμα για τον νεαρό Κυριάκο που έφθανε σε μία ξένη χώρα ταλαιπωρημένος από το πολυήμερο ταξίδι και τον λίγο ύπνο.
Αλλά περισσότερο κι από τον θόρυβο και τον γρήγορο ρυθμό της μητροπολιτικής ζωής, υπήρχαν πολλοί άλλοι παράγοντες που γρήγορα έπεισαν τις νέες αφίξεις πως αυτή η χώρα ήταν πολύ διαφορετική από τη χώρα που ονειρεύονταν πολλοί πως ήταν η χώρα της επαγγελίας, όπου θα έτρεχε «άφθονο γάλα και μέλι».
Πρώτα απ’ όλα ήταν ο πολύ κρύος καιρός, έπειτα ο συνδυασμός της ομίχλης και του καπνού και τέλος η έλλειψη ευκαιριών για εργασία, ειδικότερα για τους μετανάστες, με τις ουρές των ανέργων που έφταναν γύρω από τα κτίρια που ήταν τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, αφού η μεγάλη ύφεση μάστιζε τη χώρα.
Ευτυχώς ο δεκαεννιάχρονος είχε τουλάχιστον ένα μέρος να μείνει σ’ αυτή την ξένη πόλη. Στο σταθμό «Βικτωρίας» τον περίμενε ένας οικογενειακός φίλος, ο Χριστόφορος Πρωτόπαπας, που τον χαιρέτησε εγκάρδια και τον πήρε στο διαμέρισμά του στην Shaftesbury Avenue στο κεντρικό Λονδίνο, όπου και έμεινα για έξι μήνες.
Με μία στέγη πάνω από το κεφάλι του ο νέος άνδρας άρχισε να σκέφτεται τι πιθανότητες είχε.
Ένα από τα πρώτα που έκανε ήταν να αλλάξει το όνομά του. Ήταν βαφτισμένος Κυριάκος Κωνσταντίνου και αποφάσισε να το αλλάξει σε Κυριάκος Μούσκας. «Μούσκας» ήταν το παρατσούκλι που ο πατέρας του είχε υιοθετήσει. Μετά άρχισε να ψάχνει για δουλειά και τελικά βρήκε εργασία σαν γκαρσόνι σε εστιατόριο στην περιοχή του Σόχο. Χάριν στις γνωριμίες του Χριστόφορου εργάστηκε σαν βοηθός σερβιτόρου, κοντά σε έμπειρους σερβιτόρους στο εξαιρετικό Εστιατόριο Frascati, που το διηύθυνε ο περίφημος μάγειρας κύριος Carpontier, λίγο πιο κάτω από το διαμέρισμα στην Oxford Street αριθ. 32.
«Ο Χαράλαμπος Πρωτόπαπας, ο ετεροθαλής αδελφός του Χριστόφορου ήταν επίσης βοηθός σερβιτόρου στου Frascati» είπε ο γιος του Κυριάκου, ο Ζήνων, «και όταν έμαθε πως ο Χριστόφορος χρέωνε τον πατέρα μου με ενοίκιο, τον κάλεσε να μείνει στο δικό του διαμέρισμα χωρίς ενοίκιο. Έτσι ο πατέρας μου μετακόμισε κι έμενε με τον Χαράλαμπο και τη γυναίκα του Ελένη, στην οδό Charlotte αριθμ. 78 (στο Σόχο) όπου έζησε περίπου ένα χρόνο».
Τις ελεύθερες ώρες του ο Κυριάκος επισκεπτόταν την Ελληνοκυπριακή Αδελφότητα, που ήταν επίσης στο Σόχο, και εκεί συνάντησε κατά τις εβδομαδιαίες κοινωνικές συγκεντρώσεις, τον μεγάλο έρωτα της ζωής του, την Βενιζέλα Λουκαΐδη.
Η Βενιζέλα (Ζέλα) γεννήθηκε το 1921 στη Λευκωσία. Η Λευκωσία είναι χτισμένη πάνω στον Πεδιαίο ποταμό και αποτελεί την έδρα της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, η Λευκωσία ήταν σειρήνα, μία από τις κόρες του Αχελώου και της Μελπομένης και το όνομά της μεταφράζεται ως «Λευκή Ουσία». Ως πρωτεύουσα της Κύπρου για περισσότερο από χίλια χρόνια, η πόλη καταλήφθηκε στην πορεία από Φράγκους, Ενετούς, Οθωμανούς και Βρετανούς. Το βόρειο μέρος της πόλης εξακολουθεί να βρίσκεται υπό Τουρκική κατοχή, έτσι η Λευκωσία είναι η μόνη απομένουσα διχοτομημένη πρωτεύουσα στον κόσμο. Η πόλη αν και δέχεται γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης, προσφέρει ένα από τα υψηλότερα βιοτικά επίπεδα στον κόσμο.
Ο πατέρας της Ζέλα, Ζήνων Λουκαΐδης, γεννήθηκε το 1895 και έζησε στη Λευκωσία. Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο και μετά την αποφοίτησή του πήγε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε ανώτερες σπουδές. Όταν επέστρεψε στη Λευκωσία διορίστηκε καθηγητής στο English School. Υπήρξε άνθρωπος με έντονη πολιτική δραστηριότητα και Βενιζελικός. Κάποια στιγμή έβγαζε λόγο στην πλατεία Ελευθερίας και τον πυροβόλησαν. Ήταν μόλις 28 ετών όταν πέθανε και άφησε πίσω του τη γυναίκα του Φωτεινή έγκυο στη δεύτερη κόρη τους, τη Ζίνα, που γεννήθηκε το 1923. Έτσι η Ζέλα και η νεότερη αδελφή της, Ζήνα, ανατράφηκαν από τη μητέρα τους Φωτεινή. Η Ζέλα αποφοίτησε από το American Academy στη Λάρνακα. Η Φωτεινή που ήταν εξαιρετική ράπτρια, πήρε τη νεαρά Ζέλα στην Αθήνα και το Παρίσι, όπου εργαζόταν ως σχεδιάστρια σε κάποιους οίκους υψηλής μόδας. Τελικά επέστρεψαν στη Λευκωσία όπου ήταν και η Ζίνα, την οποία φρόντιζε η αδελφή της Φωτεινής, η Ευανθία.
Όταν η Ζέλα έγινε 17 ετών η μητέρα της αποφάσισε ότι θα υπήρχαν πιο πολλές ευκαιρίες για όλους να ζήσουν στο Λονδίνο και έτσι το 1938 πήραν τη γενναία απόφαση και ξεριζώθηκαν, ήλθαν στο Λονδίνο και έμειναν στην Albert Street στο Mornington Crescent, που διαμένει ένα μεγάλο μέρος της Κυπριακής Κοινότητας της περιοχής Camden.
«Ήταν (η Ζέλα) ένα πολύ ωραίο κορίτσι, πάντοτε ευχάριστο σε όσους ήταν γύρω της» είπε η Χρυσταλένη. «Ήταν ήσυχη, ήρεμη αλλά και πολύ έξυπνη».
Μετά από άμεση αμοιβαία έλξη, το ταιριαστό ζευγάρι παντρεύτηκε σε λιγότερο από ένα χρόνο, με πολιτικό γάμο σε ένα Αγγλικό γραφείο Γάμων στο Camden Town, στις 21 Σεπτεμβρίου 1940, και ακολούθησε η παραδοσιακή θρησκευτική Ελληνορθόδοξη τελετή στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Bayswater, έξι μήνες αργότερα στις 23 Μαρτίου 1941. Ήταν μια μεγάλη ευτυχισμένη συγκέντρωση της οικογένειας, στην οποία προστέθηκε και ο δεύτερος αδερφός Ανδρέας, τον οποίο ο Κυριάκος βοήθησε να έλθει στο Λονδίνο πριν δύο χρόνια.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο γάμος έφεραν μερικές μεγάλες αλλαγές στον κόσμο του Κυριάκου. Επειδή δεν μπορούσε πλέον να ζει με φίλους, μετακόμισαν με τη Ζέλα σε ένα μικρό διαμέρισμα που ενοικίασαν στο Bayswater, Moscow Road. Βλέποντας πως η δουλειά του γκαρσονιού δεν ήταν ποτέ αρκετή για να ζήσει, δοκίμασε και άλλες εργασίες, όπως μία μικρή επιχείρηση κατασκευής φορεμάτων, χρησιμοποιώντας την πείρα της πεθεράς του Φωτεινής.
Στις 2 Αυγούστου 1941 η Ζέλα γέννησε το πρώτο παιδί του ζεύγους, τον Ζήνωνα. Αναγνωρίζοντας πως ήταν τώρα ο «τροφοδότης» τριών στομάτων, ο Κυριάκος έριξε τα δίχτυα του αρκετά μακριά από τις παραδοσιακές Κυπριακές δραστηριότητες των εστιατορίων και κατασκευής ενδυμάτων και βρήκε μία καλή εργασία στην Ελληνική Ναυτιλιακή Υπηρεσία μέσα στην Ελληνική Πρεσβεία, όπου εργάστηκε μέχρι το τέλος του πολέμου. Έτσι άρχισε η σχέση του με τον κόσμο της Ναυτιλίας, που ήταν και η τελευταία μέχρι τον θάνατό του.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Κυριάκος έκανε και μερικές άλλες αλλαγές στη ζωή του. Με την ευκαιρία της αύξησης του μισθού του λόγω της εργασίας του στην Πρεσβεία, κανόνισε να μετακομίσει όλη η οικογένεια από το διαμέρισμα στο Bayswater σε ένα νοικιασμένο σπίτι τεσσάρων δωματίων στο Βόρειο Λονδίνο, στο Hendon, 18 Wykeham Road.
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1943, έγινε ακόμα μία προσθήκη στην οικογένεια, όταν η Ζέλα γέννησε το δεύτερο παιδί τους τη Γκλόρια. Και για να συμπληρωθούν οι μετακινήσεις προσώπων στο σπίτι, η Ζήνα η οποία ζούσε μαζί τους, μετακόμισε το 1943 όταν παντρεύτηκε τον Chris Πατσαλίδη που ήταν από τους παλαιότερους φίλους του Κυριάκου από τα σχολικά τους χρόνια στην Αμμόχωστο.
Λόγω της επιστροφής του προσωπικού της Πρεσβείας στο Λονδίνο, στο τέλος του πολέμου, ο Κυριάκος έπρεπε να κοιτάξει για άλλες ευκαιρίες εργασίας και για ένα μικρό διάστημα εργάστηκε σαν λογιστής σε έναν εφοπλιστή που λεγόταν Μίχαλος και είχε γραφείο στο City.
Τότε ήταν που αυτός ο επιχειρηματικός νέος άντρας πήρε τη μεγάλη απόφαση και άνοιξε εμπορικό «υπερκατάστημα» στο Λονδίνο, που πιστεύεται ότι ήταν ένα από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο στο Λονδίνο.
«Το είδα σε μία Αμερικάνικη εφημερίδα και σκέφτηκα θα μπορούσε να έχει μεγάλη επιτυχία» είπε ο Κυριάκος. «Έτσι το 1949, το κατάστημά μου στο Hendon Central άνοιξε επίσημα. Στην αρχή είχε μεγάλη επιτυχία και έγινε μία μεγάλη εμπορική επιχείρηση. Ήρθαν στα εγκαίνια πολλοί δημοσιογράφοι και πλήθος κόσμου. Έγινε μεγάλο γεγονός!!».
Το κατάστημα που το ονόμασε Hendon Self Service προμήθευε ένα μεγάλο αριθμό προϊόντων ευρείας κατανάλωσης. Η Ζέλα εργαζόταν στο ταμείο, ενώ ο Κυριάκος είχε την καθημερινή επιτήρηση και διαχείριση. Ήταν κοντά στο μεγάλο Odeon Cinema (Κινηματογράφο Odeon), στο Hendon Way, σε μία μικρή απόσταση με τα πόδια από το σπίτι τους στο Wykeham Road και τον σταθμό του υπογείου τραίνου, τον Hendon Central.
«Ο Κυριάκος υπήρξε πρωτοπόρος στη δουλειά αυτή, γιατί υπεραγορές σ’ αυτή τη χώρα δεν υπήρχαν» είπε ο Αντώνης Αντωνίου. «Όταν ήλθα στην Αγγλία τον επισκεπτόμουν συχνά στο μαγαζί. Ήταν μικρό, αλλά περιέκλειε νέες ιδέες, όπως το «αυτοεξυπηρετηθείτε», που βλέπεις σήμερα σε πολλά μαγαζιά».
Δυστυχώς, παρά τις πολλές νέες ιδέες που είχε ο Κυριάκος για την υπεραγορά του, αυτή κράτησε μόνο για δύο χρόνια. Όπως ο ίδιος ο Κυριάκος παραδέχθηκε, είχε διαλέξει «λάθος θέση» και η επιχείρηση εξασθένιζε με τον καιρό. Επιπλέον οι πελάτες ακόμα υπέφεραν από τις συνέπειες του πολέμου και της λιτότητας, με πολλά είδη τροφίμων να πρέπει να αγοράζεται με το δελτίο. Γι’ αυτό τον λόγο αποφάσισε να πουλήσει το μαγαζί. Ο Joseph Cohen, ο ιδρυτής της αλυσίδας υπεραγορών TESCO τον πλησίασε και ήθελε να αγοράσει μετοχές στην επιχείρηση. Ο Κυριάκος αποφάσισε να πουλήσει αυτή την επιχείρηση και το μαγαζί σε άλλους.
Μετά από την απόφασή του να γίνει πρωτοπόρος στις δουλειές τροφίμων, ο Κυριάκος αποφάσισε να επιστρέψει στον κόσμο της Ναυτιλίας με νεοφανή όρεξη.
Το πρώτο σημάδι από τις προθέσεις του ήταν να γραφτεί στο City of London College (τώρα λέγεται Guildhall University) σε μία τάξη για μαθήματα Ναυτιλίας. Η τάξη αυτή ήταν για δύο χρόνια και περιλάμβανε σειρά από νυκτερινά μαθήματα. Έτσι ο Κυριάκος μπορούσε να δουλεύει τη μέρα σαν λογιστής, σε έναν εξέχοντα πλοιοκτήτη που λεγόταν Γεώργιος Δαμπάσης. Ο παλιός του φίλος Chris Πατσαλίδης ενεγράφη κι αυτός στα νυκτερινά μαθήματα και σπούδαζε Ναυτιλιακό Δίκαιο, ενώ ο Κυριάκος σπούδαζε Ναυτιλιακή Πρακτική και Ναυλομεσιτική. Καθηγητής τους ήταν ο Derek Prentis. Δεν θα μπορούσαν να είχαν ζητήσει καλύτερο δάσκαλο. Ο Derek, γνωστός σε πολλούς ως ο «πατέρας του Baltic», κατέχει ασυναγώνιστη γνώση της ναυτιλίας και έχει καταλάβει σημαντικές θέσεις στο φημισμένο κέντρο για το Ναυτιλιακό Εμπόριο. Υπηρέτησε δύο φορές ως διευθυντής του Baltic και ήταν Πρόεδρος του Ινστιτούτου των Ορκωτών Ναυλομεσιτών για πολλά χρόνια.
«Έδινα διαλέξεις στο City of London College και μια φορά την εβδομάδα στο Baltic Exchange και θυμούμαι πως έρχονταν σ’ αυτές 100-150 άνθρωποι» είπε ο Derek. «Πάντα θυμούμαι τον Κίκι και τον Crhis Πατσαλίδη, που έρχονταν και κάθονταν στις διαλέξεις, συνήθιζαν να τρώνε τα σάντουιτς τους και να κρατούν σημειώσεις. Ο Κυριάκος ήταν έξυπνος – μπορούσες να το πεις από το είδος των ερωτήσεων που έκανε – και ήταν επίσης καλός και ευγενικός. Τα πήγαινε καλά με όλους και ήταν πολύ φιλικός. Ήταν κάποιος που ήθελες να βοηθάς, ακριβώς όπως ήμουν εγώ ευγνώμων για τη βοήθεια που έλαβα όταν πέρασε ο καιρός».
Οι διαλέξεις του Derek περιείχαν βασικές γνώσεις Ναυτιλίας: Δίκαιο και Οικονομικά των θαλάσσιων μεταφορών, Κατασκευή Πλοίων, Ναυλομεσιτική, Υπολογισμός Ταξιδιών, Ασφάλειες… η κατάσταση των θεμάτων ήταν ατελείωτη.
Ο Κυριάκος δεν ήταν πολύ απασχολημένος μόνο με τη δουλειά του και τα διαβάσματά του, αλλά είχε και πλήρη απασχόληση στο σπίτι, ειδικά με τη γέννηση του τρίτου του παιδιού, του Γιώργου, που πήρε το όνομά του από τον πατέρα του Κυριάκου, στις 14 Ιουλίου 1953.
«Ο Κυριάκος ήταν πολύ στοργικός και αγαπούσε την οικογένειά του» είπε η Γκλόρια. «Ήθελε η οικογένεια να είναι πάντα ενωμένη. Ήταν αυστηρός και σε ορισμένα πράγματα αμετακίνητος. Δεν μας άφηνε να κάνουμε οτιδήποτε θέλαμε και δεν του άρεσε η κόρη του ή οι γιοί του να γυρίζουν έξω άσκοπα. Αλλά ήταν και πολύ αγαπητός και πάντα άκουγε τα προβλήματά μας. Πάντα είχε χρόνο για τα παιδιά του και τη μητέρα μας».
Έχοντας συμβάλλει κατά ένα μεγάλο μέρος στην οργάνωση των ταξιδιωτικών και οικογενειακών διατυπώσεων, για να έλθει ο αδελφός του Ανδρέας στην Αγγλία, επανέλαβε τις διαδικασίες και για τον μικρότερο αδελφό του Ευάγγελο και χάριν σ’ εκείνον βρήκαν εργασία και οι δυο τους αργότερα: ο Ανδρέας στα Εστιατόρια και ο Ευάγγελος στη Ναυτιλία. Επίσης είχε την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει σπίτι που νοίκιαζαν αντί £4.500 προτού μετακομίσει όλη η οικογένεια σε ένα μεγαλύτερο σπίτι στο Arkley, στο Barnet Road – σε μια ελκυστική, πλούσια περιοχή στα προάστια, κοντά στο Barnet στο Βόρειο Λονδίνο – περίπου δέκα λεπτά οδήγηση από το Hendon.
Αφού δημιούργησε γερά θεμέλια για την οικογένειά του ο Κυριάκος, άρχισε τώρα να σκέπτεται τις δικές του προοπτικές και έτσι το 1955 έγινε για εκείνον ένα ιδιαίτερα καλότυχο έτος. Οπλισμένος με τα δύο χρόνια των Ναυτιλιακών σπουδών του άφησε το γραφείο του Δάμπαση, όπου είχε προαχθεί σε διευθυντής και άρχισε να εργάζεται για έναν Έλληνα Πλοιοκτήτη με το όνομα Θρασύβουλος Βογιατζίδης, σαν βοηθός Διευθυντής.
«Είχε ξεκινήσει από μακριά, αρχίζοντας εις το λογιστήριον ενός πλοιοκτήτη και μετά έγινε μεσίτης στις ναυλώσεις των πλοίων του Βογιατζίδη» είπε ο Derek Prentis.
Και αυτή του η απόφαση σήμαινε ότι αυτός ο φτωχός νέος από την Κύπρο μπορούσε τελικά να γίνει ένα μέλος του φημισμένου Baltic Exchange. Τότε αυτό βρισκόταν στον Αριθμό 28 της οδού St. Mary Axe., στην καρδιά του City, σε ένα από τα φανταστικά κτίρια αυτής της περιοχής. Μέσα σ’ αυτές τις «σεβάσμιες» αίθουσες, μεσίτες Ναυλωτές και Πλοιοκτήτες μαζεύονταν να διαπραγματευθούν και να συνδυάσουν φορτία με πλοία και να επαναβεβαιώσουν την αναμφισβήτητη φήμη του Baltic ότι ήταν το επίκεντρο της παγκόσμιας ναυτιλίας ή όπως ο πρώην Πρόεδρος του Γραφείου Ελληνικής Ναυτιλιακής Συνεργασίας, Ιωάννης Χατζηπατέρας ονόμασε: «Το Ανώτατο Ιερό της Διεθνούς Ναυτιλιακής Βιομηχανίας».
«Εάν επιθυμούσες να διενεργήσεις οποιουδήποτε είδους Ναυτιλιακή πράξη έπρεπε να γίνεις πρώτα απ’ όλα μέλος του Baltic» είπε ο Derek.
«Η αίθουσα που γίνονταν οι εμπορικές συναλλαγές ήταν εξαιρετική στο διάκοσμο και είχε υψηλό ταβάνι με ένα θόλο, μαρμάρινες κολώνες και τζάκια» είπε ο παλαιός φίλος του Κυριάκου και συνάδελφος Σπύρος Πολέμης. «Ένα κουδούνισμα μιας παλαιάς πολύ μεγάλης καμπάνας, σήμανε την αρχή και το τέλος των εμπορικών συνομιλιών και υπήρχε προσωπικό με στολή και υψηλά καπέλα. Επάνω σε μια ξύλινη υψηλή εξέδρα βρισκόταν ο εκφωνητής με το μπλε σακάκι του, που από ένα μικρόφωνο φώναζε τα ονόματα εκείνων που είχαν μηνύματα».
Αυτό ήταν το εξαιρετικά εντυπωσιακό περιβάλλον, στο οποίο μπήκε ο ανοιχτομάτης Κυριάκος Μούσκας το 1955 και το οποίο επρόκειτο να μείνει αναλλοίωτο μέχρις ότου ο IRA στις 10 Απριλίου 1992 ανατίναξε το κτίριο με τη μεγαλύτερη βόμβα που ποτέ τοποθετήθηκε επί Βρετανικού εδάφους.
Το γεγονός ότι ο Κυριάκος ήταν μέλος στο Baltic είναι ένα κατόρθωμα, διότι δεν ήταν θέμα να γράψεις το όνομά σου και να συντάξεις αίτηση. Έπρεπε επί πλέον να έχεις κάποιον να σε προτείνει κι έναν άλλον να σε υποστηρίξει και μετά, το ισχυρό Συμβούλιο του Baltic θα αποφάσιζε εάν θα σε δεχόταν ή όχι.
«Όταν για πρώτη φορά πήγα στο Baltic και είδα αυτή την τεράστια λειτουργία με χιλιάδες ανθρώπους να εργάζονται πυρετωδώς, τα έχασα» είπε ο Κυριάκος. «Δεν ήξερα κανέναν παρά ένα κύριο και αυτόν τον ήξερα μόνο από το τηλέφωνο. Αλλά τον βρήκα, του συστήθηκα και του ζήτησα να βοηθήσει, να μου δείξει τι να κάνω. Με πήρε από το χέρι και για τους επόμενους τρεις μήνες έμαθα πώς να ναυλώνω ένα πλοίο».
Άλλος ένας που του πρόσφερε τη βοήθειά του ήταν ο Derek Prentis. «Τον βοήθησα να μάθει την αγορά, του είπα σε ποιόν να πάει να μιλήσει, τι θεωρούσα ότι ήταν ο σωστός ναύλος και τα λοιπά» είπε ο Derek. «Ήμουν πολύ πρόθυμος να τον βοηθήσω διότι είχε κι εκείνος αρχίσει από την ίδια θέση, όπως κι εγώ, που άρχισα από λογιστικά για να γίνω μεσίτης ναυλώνοντας πλοία».
Σαν ναυλομεσίτης του Βογιατζίδη ο Κυριάκος έβρισκε φορτία που ταίριαζαν στα πλοία της Εταιρείας, ήταν δηλαδή ένας μεσάζοντας μεταξύ Ναυλωτή και Πλοιοκτήτη. Αυτό είναι με λίγα λόγια τι έκανε, αλλά βέβαια αυτό σήμαινε ότι γνώριζες πολλά για να γίνεις ναυλομεσίτης, το πιο μορφωμένο πρόσωπο μέσα στο Baltic, όπως το περιγράφει ο Hugh Bary-King.
«Ένας ναυλομεσίτης εις το Baltic εξειδικευόταν παγκοσμίως – σε ξερά φορτία, όπως και στα πετρέλαια, σε ναυλοσύμφωνα για σιτηρά, όπως και σε φωσφατάσες σε χρονοναυλώσεις, όπως και σε ναυλώσεις ταξιδίου, στην Ναυτιλιακή Νομοθεσία της Βολιβίας, όπως και της Γαλλίας, στις συνθήκες λιμενισμού στο Gdansk, όπως και στην Αλεξάνδρεια, στις σταλίες στο Ρόττερνταμ, στα λιμανιάτικα στο Καράτσι, στις διευκολύνσεις για την Εκφόρτωση που χρειάζονται για τις σιδηρόβεργες και τη δεματιασμένη ξυλεία, όπως επίσης για χύδην άλευρα και σάκους τσιμέντου, στις Ασφάλειες για τις παγωμένες περιοχές της Βαλτικής, όπως επίσης και στις Τροπικές Αζόρες. Γνώριζε τι χρήματα κυκλοφορούσαν στη Γιουγκοσλαβία, τις δυνατότητες πετρέλευσης στις Κινέζικες ακτές… οι γνώσεις ενός ναυλομεσίτη δεν θα μπορούσε να ήταν τίποτε άλλο παρά εγκυκλοπαιδικές – και χωρίς τη χρήση προσωπικού υπολογιστή.
Ήταν πολύ σημαντικό ο Μεσίτης να χρειαζόταν επίσης να καταλαβαίνει την ανθρώπινη συμπεριφορά, επειδή συχνά έχει να κάνει με μεγάλη ποικιλία ανθρώπων σε πολύ λίγο χρονικό διάστημα προκειμένου να εξακριβώσει: ποιος πρόσφερε την καλύτερη τιμή, ποιος ήταν πρόθυμος να κάνει υποχωρήσεις και ποιος θα μπορούσε να μπλοφάρει.
Σήμερα δεν κάνει κακό να παίξεις λίγο προτού καταλήξεις στην τελική συμφωνία, αλλά τότε ένα πράγμα που ο Κυριάκος και το Baltic δεν θα ανεχόταν είναι μια υπαναχώρηση σε μια συμφωνία από τη στιγμή που η τελική προσφορά είχε γίνει. Και ήταν το ρητό «ο λόγος μας η δέσμευσή μας» εκείνο που έκανε το Baltic να υπερέχει και ξεχωρίζει επάνω από κάθε άλλο Χρηματιστήριο Ναύλων στον κόσμο.
Αφού μεγάλωσε η αναγνώριση της ειλικρίνειας και της σωστής κρίσης, ο σεβασμός σαν μεσίτες αυξανόταν στο City για το Γραφείο Βογιατζίδη, έτσι κι ο Κυριάκος προήχθη από βοηθός Διευθυντή σε Γενικό Διευθυντή – έχοντας εργαστεί για τον Βογιατζίδη μέχρι το 1972.
Η αύξηση της εμπιστοσύνης του Βογιατζίδη προς τον νέο Γενικό Διευθυντή του έφθασε σε τέτοιο βαθμό ώστε τον επόμενο χρόνο, του έδωσε σαν δώρο, μετοχές στα πλοία που είχε, κάνοντάς τον έτσι έναν από τους πρώτους Κύπριους εφοπλιστές.
«Εργαζόταν πολύ σκληρά εξειδικευμένος στη ναύλωση πλοίων τύπου Liberty και ζούσε πράγματι στο Baltic και το Γραφείο του» είπε κάποιος παλιός συνάδελφός του, ο Τρύφων Κέδρος. «Και το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν να ξεχωρίζει στο Baltic και να αποκτήσει την εμπιστοσύνη πολλών Ελλήνων Εφοπλιστών που τον συμβουλευόταν. Σαν άτομο τον έβρισκα πολύ ευχάριστο, πολύ τίμιο και αισιόδοξο. Όχι έναν αξιοθρήνητο «ζητιάνο» που θα έβλεπε πάντα την αγορά να πέφτει. Αντίθετα ήταν αισιόδοξος για ανοδική πορεία της αγοράς».
Αυτή η αυτοπεποίθησή του έφθασε στο σημείο εξωτερίκευσης με την πιο μεγάλη ριψοκίνδυνη απόφασή του, μια απόφαση που θα είχε βαθιές συνέπειες για τις επόμενες γενεές της οικογένειας Μούσκα.
Ένας από τους κύριους λόγους που έφυγε ο Κυριάκος από τον Δάμπαση ήταν διότι ο εφοπλιστής αυτός, είχε υποσχεθεί να βοηθήσει τον Κυριάκο να αγοράσει δικό του πλοίο. Αυτή, όμως, η υπόσχεση του Δάμπαση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Κι ο Βογιατζίδης είχε υποσχεθεί το ίδιο. Κι έτσι όταν ένα πλοίο Liberty, ονόματι «Ο Επιτυχημένος» (The Successor), παρουσιάστηκε προς πώληση το 1963 για τη σημαντική τιμή των £44.500, ο Κυριάκος έλαβε τη σπουδαία απόφαση να το αγοράσει.
Χωρίς να υπάρχει η σημερινή ευκολία και ταχύτητα στις επικοινωνίες, οπωσδήποτε πριν 50 χρόνια έπρεπε να ζητήσεις μία τηλεφωνική κλήση μερικές φορές πολλές ώρες πριν. Έτσι ο Κυριάκος πέρασε από πολλά προβλήματα παζαρεύοντας για αυτό το συγκεκριμένο πλοίο, συμφωνώντας όλους τους όρους της αγοραπωλησίας και τελικά έπρεπε να τους επιβεβαιώσει την επόμενη μέρα το πρωί. Αλλά το τηλεφώνημα στην Ελλάδα δεν έγινε στις συνηθισμένες εργάσιμες ώρες κι ούτε τις βραδινές ώρες. Κι ο ίδιος ο Κυριάκος έλεγε «περίμενα για ώρες μέσα σε ανησυχία και αγωνία»!.
«Τελικά τον συνέδεσαν με την Ελλάδα τηλεφωνικά, τις πρωινές ώρες της επόμενης μέρας» είπε ο Ζήνων. Έτσι περίπου στις τρεις το πρωί, τηλεφώνησε στο αφεντικό του και τον ξύπνησε λέγοντάς του – «Θυμάσαι εκείνη την υπόσχεση που μου έδωσες;» – και ο Βογιατζίδης είπε «Είναι 3 η ώρα το πρωί Κυριάκο. Ας το συζητήσουμε αύριο…». Αλλά ο πατέρας μου επέμενε και είπε όχι. Αυτό δεν μπορεί να συζητηθεί το πρωί. Έχω ήδη κλείσει τη συμφωνία να αγοράσω το πλοίο και χρειάζομαι μια απάντηση για να τη βεβαιώσω στις 9 η ώρα, διαφορετικά χάνεται η ευκαιρία αγοράς. Και ο Βογιατζίδης είπε: «Εντάξει, Εντάξει» – Και έτσι κι έγινε».
Έτσι ιδρύθηκε η Ναυτιλιακή Εταιρεία Zela Shipping.
«Το πλοίο γρήγορα αποπληρώθηκε από τις ναυλώσεις του και αυτό τον ενθάρρυνε να αγοράσει άλλα πλοία, όπως το Καναδικό Liberty, που ονομάστηκε «Γκλόρια» από το όνομα της αδελφής μας» πρόσθεσε ο Γιώργος. «συνέχισε να εκσυγχρονίζει τον στόλο και να αγοράζει περισσότερα μοντέρνα πλοία μέχρι το 1968, οπότε αγόρασε ένα άλλο «Successor» που ήταν μόνο 5 χρονών. Αφού απέκτησε αυτά τα νεώτερα πλοία και είχε πουλήσει τον πρώτο «Successor» για τα διπλά χρήματα που πλήρωσε να το αγοράσει, νομίζω μπορείς να τον κρίνεις σαν Επιτυχημένο!».
Ευτυχία είχε έλθει επίσης και στο οικογενειακό περιβάλλον. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1962 ο γιος του Κυριάκου, ο Ζήνων, παντρεύτηκε την Ελένη Πίττα στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Bayswater, Moscow Road και σε λίγους μήνες μετά, στις 11 Φεβρουαρίου 1963, η Γκλόρια παντρεύτηκε τον Γιάγκο Μικελλίδη στον ίδιο Ναό.
Εκπληρώνοντας το έργο του στις επιχειρήσεις και την οικογένεια, ο Κυριάκος ασχολήθηκε με το να βοηθήσει την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και την Ελληνική Κοινότητα στο Βόρειο Λονδίνο.
Με την άφιξή του στο Λονδίνο, το 1963, ο νέος Αρχιεπίσκοπος Θυατείρων, Αθηναγόρας Κοκκινάκης, αποφάσισε ότι ο Ελληνικός Καθεδρικός Ναός του Αγίου Ανδρέα στο Kentish Town, N.W. London, θα έπρεπε να έχει Σχολειό.
Επρόκειτο να είναι ένα από τα πρώτα Ελληνικά σχολεία στο Λονδίνο και απευθύνθηκε στον Κυριάκο που τώρα ήταν ένας από τους ξεχωριστούς παράγοντες της Παροικίας, για να βοηθήσει με τη συλλογή χρημάτων και την κατασκευή του κτιρίου.
«Ο πατέρας μου ενδιαφερόταν πολύ να κρατηθεί η Ελληνική Κοινότητα ενωμένη και ήθελε να είναι βέβαιος ότι ο κόσμος δεν ξέχασε τη γλώσσα και τα έθιμα» είπε ο γιος του Κυριάκου, Γιώργος. Έτσι έδωσε μεγάλη σημασία και έμφαση στα θέματα Εκκλησίας και Σχολείων υιοθετώντας τις Ελληνικές Παραδόσεις».
Οι εργασίες του κτιρίου άρχισαν το 1964 και τελείωσαν το 1968. Από την αρχή ο Κυριάκος ως Ταμίας της Σχολικής Επιτροπής, έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο, επιβλέποντας την αγορά της γης πίσω από την εκκλησία και κτίσιμό της, τις πληρωμές των αρχιτεκτόνων και των κτιστών και ακόμα την συλλογή χρημάτων οργανώνοντας διάφορες εκδηλώσεις και bazaars.
Παρ’ όλες τις προσπάθειές του, μόλις συμπληρώθηκε η ανέγερση του Σχολείου βρέθηκε, μετά λύπης σε οικονομικό έλλειμμα σχεδόν £100.000 οφειλής στην Τράπεζα. Ήταν τότε ακριβώς που ο Κυριάκος μπήκε μπροστά με έξυπνο τρόπο. «Ο Κυριάκος σηκώθηκε στην Συνεδρίαση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και είπε: Είμαι ο φτωχότερος εδώ αλλά θα δωρίσω £3.000» είπε ο Επίσκοπος Κυανέων Χρυσόστομος. «Και έτσι φιλοτιμήθηκαν όλοι να συνεισφέρουν άλλος £10.000, άλλος £20.000 για να αποπληρωθεί το χρέος γιατί ασφαλώς σκέφθηκαν: Α!! Αφού ο Κυριάκος δίδει χρήματα πρέπει πραγματικά να δώσουμε εμείς!!».
Και από τότε το Σχολείο αυτό προοδεύει. Κάθε εβδομάδα περίπου 500 παιδιά έρχονται στο Σχολείο να μάθουν την Ελληνική Γλώσσα, τον Πολιτισμό και την Ορθόδοξη πίστη.
Εντυπωσιασμένος από τη δουλειά του Κυριάκου στο Σχολικό Συμβούλιο, ο Αρχιεπίσκοπος τον διόρισε, ως το καταλληλότερο πρόσωπο, να επιστατήσει στον επόμενο μεγαλόπνοο στόχο του που ήταν η ίδρυση Κοινότητος και νέας εκκλησίας στην περιοχή του Barnsburry (Holloway) Βορείου Λονδίνου. Αυτή τη φορά, όμως, ο Κυριάκος δεν ήταν απλά ο Ταμίας του Συμβουλίου, αλλά ο ιδρυτής και Πρόεδρος της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία St. Clenents Church στην οδό St. Clement είχε ιδρυθεί από την Αγγλικανική Εκκλησία στα μέσα του 1800 και βρισκόταν σε μία υποβαθμισμένη σχετικά περιοχή του Β. Λονδίνου. Στα 1960 το Αγγλικό Εκκλησίασμά της είχε λιγοστέψει τόσο πολύ που κινδύνευε να κλείσει ο Ναός. Το τι τον έσωσε από το κλείσιμο, ήταν η πρόταση της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ότι θα ήθελαν να νοικιάσουν τον Ναό και τα πέριξ και να έχουν απεριόριστη χρήση του κυρίως Ναού.
Έτσι και έγινε και ο Ναός ονομάστηκε «Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής» και ο πρώτος Εσπερινός έγινε στις 11 Ιουνίου 1966, τον οποίο ακολούθησε η πρώτη Θεία Λειτουργία και ο Αγιασμός από τον Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας Αθηναγόρα Κοκκινάκη. Η επίσημη ιστοσελίδα του Ναού σημειώνει: «Ιερατικός Προϊστάμενος του Ναού ήταν τότε ο Αρχιμ. Νικηφόρος Κυκκώτης και Πρόεδρος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ο Κυριάκος Μούσκας».
«Ο Κυριάκος έγινε ένας από τους πιο σπουδαίους Κύπριους του Λονδίνου, αλλά μαζί με τη δύναμη έρχεται και η μεγάλη υπευθυνότητα, την οποία και πήρε ο Κυριάκος με το να γίνει η κύρια οδηγός δύναμη στην οργάνωση της νέας κοινότητας» είπε ο Χάρης Μέττης, ο διευθυντής γραφείου εκπαίδευσης Τύπου και Πληροφοριών της Αρχιεπισκοπής. «Το όνομά του το υπολόγιζαν πολύ και είχε την ικανότητα να πείθει άλλους πλοιοκτήτες να ασχοληθούν και να υποστηρίξουν το τι γινόταν στο Hallaway.
Για δέκα χρόνια ο Κυριάκος εργάστηκε σκληρά να αναπτύξει την κοινότητα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Όσοι εκκλησιάζονταν εκεί τότε, μιλούσαν με αγάπη για την ευπρόσδεκτη ατμόσφαιρα και το πολυπληθές εκκλησίασμα που γέμιζε τον Ναό τόσο πολύ ώστε έπρεπε να φθάσεις πρωί για να βρεις θέση. Σε αναγνώριση των προσφερομένων υπηρεσιών του, ο Κυριάκος έγινε άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ιερά Εκκλησία της Μ. Βρετανίας και του εκδόθηκε ένας ειδικός Βυζαντινός Σταυρός γι’ αυτό, ενώ μερικά χρόνια αργότερα του παρεδόθη συμβολικά το «κλειδί της Εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου». Η κοινότητα αυτή είναι ακόμα εν ενεργεία, αλλά έχει αλλάξει διεύθυνση. Είναι τώρα στο Whiteman Road στην περιοχή Green Lanes του Β. Λονδίνου.
Ο Κυριάκος είχε συμβάλλει σε δύο ακόμα περιπτώσεις στην Ελληνική Παροικία σ’ αυτή τη χώρα: Μάζεψε χρήματα και υπηρέτησε στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Τιμίου Σταυρού και Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Golders Green, και βοήθησε στην ίδρυση του Ελληνικού Κολλεγίου στο Λονδίνο (στο Pont Street, Chelsea), το οποίο άνοιξε το 1980 και υπήρξε το πρώτο Ελληνικό Σχολείο στην πρωτεύουσα μετά από 100 περίπου χρόνια.
Η ζωή για τον Κυριάκο είχε δημιουργήσει πολλές απασχολήσεις, αλλά ποτέ δεν ξέχναγε να βρίσκει χρόνο για την οικογένειά του. «Ήταν εκτός σπιτιού κάποιες νύχτες σε συνεδριάσεις και συχνά εργαζόταν μέχρι αργά τη νύχτα για τις Ναυτιλιακές υποθέσεις» είπε η Γκλόρια. «Αλλά πάντα ήταν στην ώρα του στο σπίτι μαζί μας για το δείπνο. Πάντοτε είχαμε το βραδινό μας όλοι μαζί».
Στις 14 Ιουνίου 1969 η γυναίκα του Ζήνωνα, η Ελένη γέννησε την πρώτη εγγονή του Κυριάκου που βαπτίστηκε Ζέλα και στις 4 Ιουλίου 1971 η Ελένη γέννησε τον Κυριάκο (Kiki).
Το 1972, ο Κυριάκος άφησε το γραφείο Βογιατζίδη, για να συγκεντρωθεί στις εργασίες της Zela Shipping. Ευρισκόμενος τώρα σε ασφαλή οικονομική θέση, επένδυσε μερικά από τα χρήματά του σε ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στην Αμμόχωστο, τα οποία τελείωσαν το καλοκαίρι του 1973. Εκεί πέρασαν το Πάσχα τους το 1974 ο Ζήνων και η οικογένειά του. Τότε δεν θα μπορούσαν να φανταστούν ότι θα ήταν οι τελευταίοι της οικογένειας που θα χαίρονταν εκεί τις διακοπές τους ή ακόμα ότι δεν θα το έβλεπαν ποτέ πια!!
Στις 15 Ιουλίου 1974 έγινε ένα στρατιωτικό πραξικόπημα στρατηγών από την Ελλάδα εναντίον του Αρχιεπίσκοπου Μακαρίου. Στις 20 Ιουλίου 1974 ακολούθησε η επέμβαση – εισβολή του Τουρκικού Στρατού, τα ξημερώματα, με απόβαση στην Κερύνεια που κι αυτήν ακολούθησε μια δεύτερη επίθεση μετά ένα μήνα. Πολλοί έχασαν τη ζωή τους, σχεδόν το 40% του Κυπριακού εδάφους – περιλαμβανομένης της περιοχής Αμμοχώστου – περιήλθε υπό Τουρκική κατοχή και 200.000 Ελληνοκύπριοι έγιναν πρόσφυγες.
Η Γκλόρια θυμάται τον πόνο που ένοιωσε ο πατέρας της γι’ αυτά που έγιναν. «Ήταν πολύ ανήσυχος και καθόταν μπροστά στην τηλεόραση κάθε νύχτα» είπε. Ο Κυριάκος είχε χάσει το παλιό του σπίτι και τα διαμερίσματα, αλλά η καρδιά του πήγαινε μακριά στις χιλιάδες συμπατριώτες του που αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες. Όμως όντας άνδρας της πράξης, γρήγορα σταμάτησε να βλέπει τηλεόραση και άρχισε να κάνει ό,τι ήξερε να κάνει καλύτερα: οργάνωση. «Ο πατέρας μου δεν ήθελε να στείλει χρήματα, γιατί ανησυχούσε πως μπορεί να μην φθάσουν εκεί που έπρεπε, έτσι μάζευε δωρεές και αγόραζε τρόφιμα, κουβέρτες και σκηνές» είπε ο Γιώργος, «και αυτό που έκανε ήταν να ζητάει από τους φίλους του χρήματα, για να αγοράσει αυτά τα είδη και έστειλε πολλά εμπορευματοκιβώτια με αυτά στην Κύπρο, για να μοιραστούν στους πρόσφυγες. Βοήθησε να μαζευτούν πράγματα αξίας πολλών χιλιάδων λιρών».
Ο Κυριάκος έκαμε το καθήκον του με το να βεβαιωθεί ότι οι πρόσφυγες είχαν αρκετά τρόφιμα και στέγη, και γι’ αυτό ο Κυπριακός πληθυσμός και ο τότε Πρόεδρος Γλαύκος Κληρίδης του εξέφρασαν την ευγνωμοσύνη τους.
Παρά τη θλίψη του για το τι έγινε στο σπίτι του υπήρχαν και μερικά καλά νέα για την οικογένεια Μούσκα. Στις 7 Δεκεμβρίου 1975 ο Γιώργος παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του από τα παιδικά χρόνια τους, τη Μαίρη Βαβλίτη, στον καθεδρικό Ναό της Αγίας Σοφίας στο Bayswater.
Τώρα όλα του τα παιδιά ήταν παντρεμένα και επιπλέον ο Ζήνων και ο Γιώργος είχαν δραστηριοποιηθεί με τις καθημερινές εργασίες στην εταιρεία τους Zela Shipping. Έτσι με την Εταιρεία σε ασφαλή χέρια στην Αγγλία, ο Κυριάκος μπορούσε να κοιτάξει το μέλλον του.
Ένα πρόβλημα με την καρδιά του έγινε αφορμή να συστήσει ο γιατρός του να πάει σε μέρος με θερμότερο κλίμα. Για έναν εργασιομανή, όμως, αυτό δεν θα ήταν αρκετό κίνητρο. Αλλά ο Κυριάκος είδε αυτή την ευκαιρία σαν μέρος εργασίας – όπως εξήγησε ο Γιώργος. «Δεν είχαμε γραφείο στην Ελλάδα και αυτό θεωρήθηκε από τον πατέρα μου σαν καλή ιδέα που είπε «Θα πάω και θα ανοίξω εκεί ένα Γραφείο». «Θα μπορούσε να έχει πάει στην Κύπρο» είπε ο Ζήνων. «Εκεί ήταν το σπίτι του. Αλλά η Αμμόχωστος και η Βόρειος Κύπρος ήσαν υπό κατοχή, γι’ αυτό και είπε «Δεν πάω πίσω εάν δεν μπορώ να πάω εκεί απ’ όπου προέρχομαι» και έτσι αποφάσισε να πάει στην Ελλάδα.
Το 1977 ο Κυριάκος και η Ζέλα ταξίδεψαν στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν σε ένα ωραίο διαμέρισμα επάνω σ’ ένα λόφο με θέα τη θάλασσα, στην περιοχή της Βουλιαγμένης. Ο Κυριάκος επίσης άρχισε τις διαδικασίες για να ιδρύσει το Γραφείο της Seascope, ένα παράρτημα της Zela Shipping, το οποίο λειτούργησε ως εταιρεία προσλήψεως πληρωμάτων του εμπορικού ναυτικού. Το Γραφείο αυτό βρισκόταν στον Πειραιά περίπου 7 μίλια νοτιοδυτικά των Αθηνών.
Όπως ήταν ένθερμος οικογενειάρχης ο Κυριάκος, πρέπει να είχε νοσταλγήσει πολύ τα παιδιά του και ίσως η εργασία να ήταν ένα μεγάλο εμπόδιο να τα βλέπει. Αλλά αυτό το πρόβλημά του λύθηκε μετά ένα χρόνο από την Γκλόρια. «Θυμούμαι που μια μέρα ήταν (ο Κυριάκος) με την πεθερά μου» είπε ο Ευστάθιος Βροντίσης, ένας φίλος του Κυριάκου. «Της έλεγε ότι ήταν πολύ ευτυχής και τότε εκείνη τον ερώτησε: γιατί είσαι τόσο ευτυχής; Αγόρασες κάποιο πλοίο; Και της απάντησε: Η κόρη μου είναι έγκυος – Στις 24 Οκτωβρίου 1978, η Γκλόρια γέννησε τον Αντώνη. Και δεν ήταν μόνο αυτό, αλλά μετά από δύο χρόνια η Γκλόρια, ο άνδρας της ο Γιάγκος και ο μικρός Αντώνης μετακόμισαν στην Αθήνα, για να είναι κοντά στη μητέρα και τον πατέρα της. – Με αφορμή την άφιξη της κόρης του και της οικογενείας της, ο Κυριάκος άρχισε να ψάχνει για σπίτια, στα οποία θα μπορούσαν να ζήσουν κοντά η μία με την άλλη οικογένεια. Επειδή, όμως, δεν έβρισκε κατάλληλα σπίτια, αποφάσισε να κτίσει δύο πολυτελείς κατοικίες, η μία δίπλα στην άλλη, στην περιοχή της Βούλας, το νότιο προάστιο της Αθήνας, αγοράζοντας τέσσερα οικόπεδα το 1982. Η οικογένεια της Γκλόριας μετακόμισε στο σπίτι τους στα τέλη του 1983, ενώ ο Κυριάκος και η Ζέλα μετακόμισαν στο διπλανό σπίτι λίγους μήνες αργότερα. Για είκοσι (20) σχεδόν χρόνια αυτή ήταν η ειδυλλιακή κατάσταση της οικογενειακής τους επικοινωνίας, αφού έβλεπαν η μία οικογένεια την άλλη καθημερινώς. Στις 22 Ιανουαρίου 1979 ο Γιώργος και η Μαίρη απέκτησαν το πρώτο τους παιδί την Έλλη και στις 29 Μαρτίου 1982 το δεύτερο παιδί τους τον Κυριάκο, ενώ το τρίτο τους παιδί η Ζέλα γεννήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1989. Ήταν το έκτο εγγόνι του Κυριάκου.
Έτσι τα καλοκαίρια των επόμενων χρόνων, γέμιζαν τα σπίτια από όλες τις οικογένειες με χαρά και γέλια, καθώς τα παιδιά και τα εγγόνια συγκεντρώνονταν στην Αθήνα να χαρούν την πολυφημισμένη φιλοξενία του Κυριάκου και της Ζέλας.
«Με την άφιξή μας βρίσκαμε το τραπέζι γεμάτο φαγητά και εάν δεν ήταν κάποιο φαγητό που μας άρεσε εκεί, ο Κυριάκος έλεγε στη γιαγιά μας «Γιατί δεν έκανες αυτό; Όχι για τον εαυτό του, αλλά για τα παιδιά!» είπε ο γιος του Ζήνωνα ο Κυριάκος. «Θα υπήρχαν πάντα μακαρόνια με κρέας, κοτόπουλο με πατάτες, όλων των ειδών Ελληνικές ποικιλίες. Ήταν μια θαυμάσια, παλαιού τύπου φιλοξενία που δεν συναντάς στις μέρες μας. Ο παππούς μου ήταν βεβαίως πολύ ευτυχής να μας βλέπει όλους εκεί, γιατί διαφορετικά όταν φεύγαμε λυπόταν. Ήταν ένας αξιαγάπητος τύπος οικογενειάρχη που ήθελε την οικογένειά του κοντά του.».
Όταν δεν έκανε τον γενναιόδωρο οικοδεσπότη, ο Κυριάκος έβρισκε χρόνο να καθίσει με τα εγγόνια του καθένα χωριστά και να τους μιλά για τα προβλήματα που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους.
«Όταν χρειαζόμαστε να μιλήσουμε για κάτι, ο Κυριάκος συνήθιζε να μας ακούει και μετά να μας συμβουλεύει» είπε η κόρη του Ζήνωνα, Ζέλα.
«Μερικές φορές άκουγα εκείνον περισσότερο από τους γονείς μου. Όταν μεγάλωσα και πλησίαζα να παντρευτώ βρισκόμαστε στο δίλημμα που να εγκατασταθούμε τελικά, στην Αγγλία ή στην Κύπρο. Έχοντας απορία στο νου μας 50/50 τι να κάνουμε ο Κυριάκος μας βοήθησε πολύ να λάβουμε την απόφαση που τελικά πήραμε».
Όταν δεν περιποιόταν όλη την οικογένεια στην Αθήνα, ο Κυριάκος κατέβαλε κάθε προσπάθεια να τους βλέπει στο Λονδίνο. Το 1978 αγόρασε ένα μεγάλο διαμέρισμα 3.500 τ.μ. στο περιζήτητο Orchand Court στην πλατεία Portman.
Ήταν η πρώτη κατοικία του Γενικού Προξένου της Ελλάδας στο Λονδίνο και αυτό το ίδιο διαμέρισμα χρησιμοποιούσε και ο στρατηγός De Gaulle τότε για τις συναντήσεις της Γαλλικής Κυβέρνησης που ήταν σε εξορία κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.
Αλλά παρόλο που ήταν πολύ πλούσιος, ο Κυριάκος δεν λησμόνησε ποτέ το φτωχικό παρελθόν του και ένοιωθε σπουδαίο πως τώρα ήταν σε θέση να δώσει μερικά χρήματα σε πρόσωπα και αγαθούς σκοπούς.
Μεταξύ των πολλών πράξεων φιλανθρωπίας η πιο σπουδαία πρέπει να θεωρηθεί η χρηματοδότηση έντεκα νέων Χειρουργείων στο Γενικό Νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας στην Αθήνα, η οποία ανερχόταν σε δώδεκα εκατομμύρια σημερινά χρήματα (euro). Εκείνο τον καιρό τα λιγοστά χειρουργεία του νοσοκομείου που είχαν επιζήσει από τα χρόνια πριν τον πόλεμο, ήταν σε άσχημη κατάσταση και οι ασθενείς μονίμως αντιμετώπιζαν τον κίνδυνο μολύνσεων. – Οι εργασίες κατασκευής των νέων πτερύγων άρχισαν το 1995 και τα χειρουργεία τελείωσαν πλήρως, στις 24 Δεκεμβρίου 2000. Επιπλέον των 11 χειρουργείων, περιλαμβάνονταν και δωμάτια αποστείρωσης, δωμάτια προετοιμασίας των μηχανημάτων και τμήμα προετοιμασίας των επεμβάσεων, τόσο καλά εξοπλισμένο που ένας γιατρός είπε ότι μπορεί να συγκριθεί με εκείνο το εξειδικευμένο τμήμα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. «Είναι χωρίς αμφιβολία, ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα εξοπλισμένα Χειρουργεία της Αθήνας αν όχι το καλύτερο» είπε ο Ευθύμιος Κολοκυθάς, ιατρός στο Νοσοκομείο Βούλας. «Προσελκύει κορυφαίους Χειρούργους και έχουμε 100-200 πρόσωπα που εργάζονται στα χειρουργεία επί μονίμου βάσεως. Είναι πολύ σημαντικό ότι εξυπηρετεί όχι μόνο τους κατοίκους της Βούλας, αλλά όλο τον πληθυσμό της Αθήνας και δεχόμαστε ασθενείς από όλη τη χώρα. Κάθε εβδομάδα χειρουργούμε πολλών ειδών περιστατικά μικρά και μεγάλα αλλά και πολλά ορθοπεδικά. Σήμερα πραγματοποιούμε 10.000 εγχειρήσεις τον χρόνο, ενώ παλαιότερα είχαμε τη δυνατότητα για 5.000 ή λιγότερες» πρόσθεσε ο γιατρός Παναγ. Κίννας, από το 5ο Ορθοπεδικό Τμήμα και τη Μονάδα Χειρουργικής Χεριών. «Έχουμε διπλασιάσει τους ασθενείς και λόγω της αυξήσεως του πληθυσμού της περιοχής και λόγω της αυξήσεως του ρυθμού των εγχειρήσεων. Έτσι μπορώ να πω ειλικρινά ότι ο Κυριάκος Μούσκας ήταν ένας μεγάλος άνθρωπος, ο οποίος έσωσε χιλιάδες ζωές».
Αλλά δεν ήταν μόνο η Ελλάδα που είχε ευεργετηθεί από τη φιλανθρωπία του Κυριάκου. Ήταν και η Κύπρος που ποτέ δεν ξέχασε σαν πατρίδα και έκανε πολλές δωρεές για καλούς σκοπούς και κτίρια, συμπεριλαμβανομένης μιας δωρεάς £15.000 για την ανέγερση μιας εκκλησίας στο Κάτω Βαρώσι.
Επίσης, υπάρχει και η περίπτωση του Συνδέσμου Γυναικών Αμμοχώστου. Αυτός ο Σύνδεσμος άρχισε το 1930 από τη Μαρία Ιωάννου. Είχε ως αποστολή να προάγει τις Τέχνες, γι’ αυτό ενθάρρυνε νεαρά κορίτσια και νέες κυρίες να αυξήσουν τις δυνατότητές τους μέσω σειράς από πολιτιστικές δραστηριότητες που περιελάμβαναν απαγγελία, μουσική, παραδοσιακό Κυπριακό χορό, τραγούδι και θέατρο.
Το 1962 ένα ωραίο κτίριο Ελληνιστικού ρυθμού στην Αμμόχωστο στέγασε τις δραστηριότητες του Συνδέσμου, αλλά 12 χρόνια αργότερα χτύπησε η καταστροφή με την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Εξαναγκασμένοι να αφήσουν τα σπίτια τους οι πρόσφυγες από το Σχολείο, εγκαταστάθηκαν στη Λάρνακα και προσπάθησαν να ξανασυστήσουν τον Σύνδεσμο για τη νέα γενεά των νέων γυναικών. – «Κάποιοι Αρμένιοι είχαν ένα μικρό παλαιό σπίτι σε άσχημη κατάσταση που το χρησιμοποιήσαμε για τον σκοπό μας» είπε η ξαδέλφη του Κυριάκου, Χρυσταλένη. «Αλλά ήταν ένα πολύ άσχημο φτωχό κτίριο και αγωνιζόμαστε για να συγκεντρώσουμε κόσμο. Τι χρειαζόμαστε ήταν ένα ευπρεπισμένο Σχολείο, όπου οι μαθητές θα ήθελαν να έρχονται έναντι εκείνου που χρησιμοποιούσαμε προηγουμένως. Έτσι αρχίσαμε να μαζεύουμε λίγα χρήματα – ο Αρχιεπίσκοπος έδωσε £2.000 και ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας υποσχέθηκε να δώσει £50.000 αλλά ποτέ δεν το έκανε. Γι’ αυτό είμαστε σαν χαμένοι αλλά συνεχίζαμε να αγωνιζόμαστε τουλάχιστον».- τον Νοέμβριο του 2000 η Γραμματεύς του Συνδέσμου Λούλλα Μηχαηλίδου, με την αφορμή ενός άρθρου σε ένα περιοδικό που είχε τον τίτλο «Το φτωχό αγόρι που έγινε Κροίσος», γεννημένη και μεγαλωμένη στο Κάτω Βαρώσι, ανεγνώρισε ότι το «αντικείμενο – θέμα» του άρθρου ήταν ένας από τους παλαιούς γείτονές της, ο Κυριάκος Μούσκας. Πήρε αμέσως την απόφαση να του γράψει και να του ζητήσει βοήθεια, παίρνοντας τη διεύθυνσή του από τη μητέρα της Χρυσταλένης. – Για μερικές εβδομάδες δεν άκουσε τίποτε, γιατί δεν ήξερε πως ο Κυριάκος ζούσε στην Ελλάδα και ότι το γράμμα της πήγε στα παιδιά του στο Λονδίνο που το είχαν μετά προωθήσει στην Αθήνα. Και τότε, ξαφνικά, η Λούλλα έλαβε ένα τηλεφώνημα «Ήταν η φωνή του στο άλλο άκρο της γραμμής που μου είπε: Λούλλα αποφάσισα να σου δώσω £100.000 για να κτιστεί το Σχολείο» είπε η Λούλλα!! «Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ήμουν ταραγμένη! Τον ευχαρίστησα, έκλεισα το τηλέφωνο και σαν τρελή άρχισα να χορεύω μέσα στο σπίτι! Μετά τηλεφώνησα στην Πρόεδρο της Επιτροπής που ήταν επίσης Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, η οποία φώναξε από τη χαρά της και ήταν τόσο ευτυχής και ενθουσιασμένη που θα μπορούσαμε τελικά να αρχίσουμε το Σχολικό Κτίριο».
Με τη βοήθεια του Κυριάκου ένα οικόπεδο παραχωρήθηκε στον Σύνδεσμο για 33 χρόνια με τη συμφωνία ανανέωσης στο τέλος της περιόδου. Το ενοίκιο ορίστηκε στα 85 euro τον χρόνο. Ο θεμέλιο λίθος ετέθη το 2002 από τα παιδιά του Κυριάκου, λίγους μήνες μετά τον θάνατο του πατέρα τους και τελικά το Σχολείο λειτούργησε τον Σεπτέμβριο του 2010. Όπως ό,τι έκανε ο Κυριάκος είναι αφιερωμένο στη γυναίκα του Ζέλα, έτσι κι εδώ, η κεντρική αίθουσα πήρε το όνομά της. «Είμαι σίγουρη ότι ο Κυριάκος θα ήταν πολύ ευτυχής να έβλεπε όλα αυτά διότι χωρίς τη γενναιόδωρη δωρεά του τίποτε από αυτά δεν θα γινόταν» είπε η Χρυσταλένη. «Ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε την πατρίδα του και τον Πολιτισμό της».
Δυστυχώς παρ’ όλα τα χαρίσματά του και τον πλούτο, ο Κυριάκος δεν μπορούσε να κάνει κάτι να σταματήσει την αδυσώπητη πορεία του χρόνου. Στις 23 Σεπτεμβρίου 2000, μετά από σύντομη αρρώστια, η Ζέλα Μούσκα πέθανε στην ηλικία των 78 ετών. Ο Κυριάκος έχασε τη σύντροφο όλης της ζωής και ήταν εξουθενωμένος γι’ αυτό. «Λάτρευσε τη μητέρα μου» είπε η Γκλόρια. «Όταν πέθανε, ήταν η χειρότερη περίοδος της ζωής του, γιατί ήσαν πολύ συνδεδεμένοι».
Έχοντας επιμεληθεί της κηδείας και του ενταφιασμού της πολυαγαπημένης του, όχι μακριά από το παλαιό τους σπίτι στο Hendon, ο Κυριάκος επέστρεψε στην καθημερινή ζωή του, αλλά η ζωηράδα είχε φύγει από πάνω του. Εξακολούθησε να επικοινωνεί με τον Ζήνωνα και τον Γιώργο μέχρι και τρεις φορές την ημέρα και έδειχνε πολύ ενδιαφέρον για τις δουλειές τους, αλλά μεγάλο μέρος από τη χαρά του είχε σβήσει.
Ο Κυριάκος είχε προβλήματα με την καρδιά του στο παρελθόν και είχε ήδη κάνει δύο επεμβάσεις στα 1980 και 1989. Νοιώθοντας πόνους στο στήθος πήγε στο Ωνάσειο Νοσοκομείο στην Αθήνα, τον Σεπτέμβριο του 2001 για αγγειογραφία. «Μέχρι την τελευταία του μέρα ήξερε ακριβώς τι γινόταν στη Ναυτιλιακή Αγορά» είπε ο Γιώργος. «Με ρώτησε τι γίνεται με τις Ναυλώσεις και εγώ του είπα: Εσύ θα πας τώρα στο Νοσοκομείο και θα σου πω όταν βγεις…».
Ο Κυριάκος Μούσκας έφυγε από τη ζωή στις 12 Σεπτεμβρίου 2001 σε ηλικία 83 ετών.
Ο Χάρης Μεττής μίλησε για λογαριασμό πολλών, όταν είπε: «Εξεπλάγην όταν έμαθα τον θάνατο του Κυριάκου, γιατί ήταν ένας από εκείνα τα πρόσωπα που νομίζεις ότι δεν θα πεθάνουν ποτέ…».
Η κηδεία έγινε στο Λονδίνο προεξάρχοντος του Σεβασμ. Αρχιεπισκόπου Θυατείρων και Μ.Β. κ.κ. Γρηγορίου.
Ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης έστειλε στεφάνι και ένα μήνυμα μέσω του Υπάτου Αρμοστή της Κύπρου στο Λονδίνο. Στεφάνι, επίσης, έστειλαν από την Αμμόχωστο ο Σύνδεσμος των Γυναικών, οι οποίες αποφάσισαν να κλείσουν το Σχολείο για την ημέρα της κηδείας στη μνήμη του Κυριάκου και κράτησαν ενός λεπτού σιγή. Στον Κυπριακό Τύπο εγράφησαν πολλά εγκάρδια επιθανάτια άρθρα και στο Λονδίνο, στην εξόδιο ακολουθία μίλησε θερμά για τον Κυριάκο ένας παλαιός συνάδελφός του, ο Επαμεινώνδας Εμπειρίκος, πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Επιτροπής Ναυτιλιακής Συνεργασίας και είπε: «Ο Κυριάκος Μούσκας ήταν ένας από τους σπάνιους εκείνους άνδρες που έχουν μεγάλες αρετές. Τον γνώρισα για πρώτη φορά στις αρχές του 1966 και αμέσως μπόρεσα να δω από τα σπινθηροβόλα μάτια του ότι ήταν πολύ οξυδερκής άνθρωπος. Σύντομα κατάλαβα ότι ήταν επίσης πάρα πολύ ικανός και προικισμένος με εξαιρετική ευθυκρισία. Ήταν αποφασιστικός και μπορούσε να αναλύσει περίπλοκες υποθέσεις, πολύ γρήγορα (στο άψε – σβήσε).
Πράγματι ήταν ένα πολύτιμο μέλος της Ναυτιλιακής Κοινότητας του Λονδίνου και απολάμβανε διεθνούς σεβασμού. Οι ναυλώσεις πλοίων που έκανε ο Κυριάκος ήταν αναντίρρητα οι πιο ζηλευτές του Baltic. Καθώς περνούσε ο καιρός και γνώριζα τον Κυριάκο καλύτερα, κατάλαβα πως ήταν επίσης ένας ζεστός, ευγενικός και γενναιόδωρος άνδρας που λάτρευε την οικογένεια, που αγαπούσε να βοηθά τους άλλους. Θυμάμαι ζωηρά το ωραίο του χαμόγελο και την αξιολάτρευτη προσωπικότητά του. Για τον Κυριάκο ποτέ τίποτε δεν ήταν μεγάλο πρόβλημα. Είχε απεριόριστη ενεργητικότητα που ελεύθερα τη διέθετε για το καλό της οικογενείας του, στην εργασία του, προς τους φίλους του και βεβαίως προς την Εκκλησία και την αγαπημένη του Κύπρο».
Ο Κυριάκος κείται δίπλα στη γυναίκα του και τη μητέρα του Φωτεινή σε ένα οικογενειακό Μνημείο στο Κοιμητήριο του Hendon, στο Β. Λονδίνο. Είναι ένας τόπος που αναπαύονται οι τεθνεώτες εις το Ελληνικό Τμήμα αυτού του ωραία φροντισμένου κοιμητηρίου. Επάνω στη μεγάλη μαρμάρινη ταφόπλακα βλέπει κανείς τη χαμογελαστή φωτογραφία του δίπλα σ’ εκείνη της Ζέλας.
Ο βιογραφούμενος, Γεώργιος Μούσκας, γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1953 στο Λονδίνο. Σπούδασε Νομικά στο Λονδίνο και στη συνέχεια, το 1976, εντάχθηκε στην οικογενειακή επιχείρηση ως νομικός σύμβουλος. Μετά την αναγκαστική αναχώρηση του πατέρα του στην Αθήνα αυξήθηκαν οι υποχρεώσεις του στην εταιρεία.
Το 1975 ο Γεώργιος Μούσκας παντρεύτηκε με τη Μαίρη Βαβλίτη. Η Μαίρη Βαβλίτη γεννήθηκε στο Λονδίνο και είναι κόρη του Νεόφυτου και της Έλλης. Η καταγωγή της είναι από τα χωριά Βάβλα Λάρνακας και Κάτω Δρυ Λάρνακας. Ο πατέρας της Νεόφυτος εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 1934. Η ίδια σπούδασε Οικονομικά στο London School και όταν μεγάλωσε τα παιδιά, εργάστηκε στον δικαστικό κλάδο, ως δικαστής, για διάστημα δέκα ετών.
Το ζευγάρι απέκτησε από τον γάμο του τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Την Έλλη, τον Κυριάκο και τη Ζέλα.
Η Έλλη Μούσκα γεννήθηκε το 1979. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο London University Sociology και εργάστηκε σε εφημερίδα για τρία χρόνια. Το 2003 παντρεύτηκε και από τον γάμο της απέκτησε τρία παιδιά. Τον Κωνσταντίνο, τον Γιώργο και τη Μαίρη.
Ο Κυριάκος Μούσκας γεννήθηκε το 1982. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Λονδίνο και απέκτησε Master στην Εκπαίδευση και ειδικότερα στο Cash Business School and Management. Εργάστηκε για δύο χρόνια σε τράπεζα και στη συνέχεια εντάχθηκε στην οικογενειακή επιχείρηση. Παντρεύτηκε το 2014.
Η Ζέλα Μούσκα γεννήθηκε το 1989. Σπούδασε Geography στο Λονδίνο και απέκτησε Master. Για δύο χρόνια δίδαξε σε Γυμνάσιο. Σήμερα εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση. Παντρεύτηκε το 2016.
Το 2017 ο βιογραφούμενος Γεώργιος Μούσκας εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Λεμεσό, όπου μετέφερε τις δραστηριότητές του και ίδρυσε την εταιρεία, με την επωνυμία «OLYMPIA OCEAN CARRIERS LTD». Η εταιρεία διαθέτει μία ομάδα με εξειδικευμένους επαγγελματίες που ασχολούνται με ακτοπλοϊκούς και ναυτιλιακούς κλάδους, προσφέρουν στους πελάτες τους ολοκληρωμένες θαλάσσιες υπηρεσίες, ενώ παράλληλα κατανοούν και συνεργάζονται στενά με τον κάθε πελάτη. Για χρόνια, οι μικρές έως μεσαίες ιδιωτικές ναυτιλιακές εταιρείες κατάφεραν να εδραιωθούν μεταξύ των μεγάλων πολυεθνικών εταιρειών διαχείρισης και των απρόβλεπτων ναυτιλιακών εταιρειών που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Είναι αυτή η διαχείριση πλοίων «μπουτίκ» που προσφέρει η Olympia Ocean Carriers, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στις ανάγκες των πελατών και δίνοντάς τους τη δυνατότητα να προσφέρουν τις δικές τους συμβολές στη γενική διαχείριση των πλοίων τους.