O Χρήστος Μαυρομιχάλης γεννήθηκε στις Σέρρες το 1968. Είναι γιος του Ιωάννη Μαυρομιχάλη με καταγωγή από τα Φλογητά Καππαδοκίας και της Γεσθημανής Κουκόγλου με καταγωγή από την Κιουτάχεια της Μικράς Ασίας. Ο βιογραφούμενος είναι επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης επιχείρησης, που δραστηριοποιείται στην επεξεργασία ξυλείας και την εμπορία υλικών επιπλοποιίας. Είναι Πρόεδρος του Σωματείου Επιπλοποιών και Ξυλουργών Νομού Σερρών και Γ.Γ. του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Επαγγελματικών Βιοτεχνικών και Εμπορικών Σωματείων Νομού Σερρών καθώς και μέλος του Α.Σ. ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΣΕΡΡΩΝ. Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Επεξεργασίας Ξύλου. Είναι παντρεμένος με τη Μαρία Μιχάλη και έχει αποκτήσει δύο παιδιά.
Ο προπάππους του βιογραφούμενου, από την πλευρά του πατέρα του, ονομαζόταν Ιωάννης Μαυρομιχάλης και γεννήθηκε και έζησε στα Φλογητά Καππαδοκίας. Απεβίωσε δε στα σημερινά Νέα Φλογητά Χαλκιδικής το 1941. Τα Φλογητά βρίσκονται εντός της περιοχής του Μπουτάκ Οβασί του Βαγδαονικού οροπεδίου, δυτικά της Μαλακοπής. Επρόκειτο περί μίας μεικτής ελληνόφωνης κοινότητας που διοικητικά υπαγόταν στο Μουτεσαριφλίκ της Νίγδης, στο Καϊμακαμλίκ της Νεβ-Σεχίρ και στο μεγάλο Βαλελίκ του Ικονίου. Η ονομασία υποδηλώνει την παντελή έλλειψη υδάτινων πόρων στην περιοχή. Οι κάτοικοι εξειδικεύονταν στην κατασκευή μαγγάνων και επειδή ο τόπος ήταν άνυδρος περιφέρονταν στα γύρω χωριά, κατασκευάζοντας μάγγανα για την άντληση νερού. Η κοινότητα χωριζόταν σε δύο μεγάλους μαχαλάδες: του Γκιαβούρ μαχαλεσί ή Μπας Μαχλέ (επάνω) και του Ασά μαχλέ (κάτω). Εκκλησιαστικά η κοινότητα ανήκε στην Επισκοπή των Σαβάστρων, της Ιεράς Μητροπόλεως Ικονίου, της οποίας η έδρα ήταν η πόλη της Νίγδης, αλλά και του Ικονίου. Στην κοινότητα υπήρχαν η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (παλιά εκκλησία που ανακαινίστηκε το 1848), το παρεκκλήσιο του Αγίου Βασιλείου (στο κέντρο του χωριού), το παρεκκλήσιο της Αγίας Αναστασίας, τη μικρή εκκλησία της Αγίας Κυριακής, το παρεκκλήσι της μαρμάλεξας. Ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης ήταν ένα σεβάσμιο πρόσωπο και διετέλεσε επί δέκα έξι χρόνια προεστός των Φλογητών. Ο ίδιος με γνώμονα την αυστηρότητα και το δίκαιο προστάτευε όλον τον ελληνικό οικισμό. Εφάρμοζε, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του παππού Χρήστου, το νόμο του αλληλέγγυου, του Βασιλείου του Β΄. Δηλαδή έπαιρνε υψηλούς φόρους από τους έχοντες και τα έσοδα τα αναδιένεμε στους μη έχοντες. Το σπίτι του προπάππου σώζεται μέχρι σήμερα και φέρει την επιγραφή «Karamihal Muhtar Ev». Κατασκευάστηκε το 1918 και η οικογένεια το εγκατέλειψε το 1924.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, ο Χρήστος Μαυρομιχάλης, γεννήθηκε το 1900 στα Φλογητά Καππαδοκίας. Εκεί παντρεύτηκε την Ελισάβετ Τσενεσίδη και μαζί ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα το 1924, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Ήρθαν μαζί με όλους τους κατοίκους από τα Φλογητά, συνοδευόμενοι από τον προεστό προπάππου του βιογραφούμενου Ιωάννη. Αρχικά, όταν ήρθαν στην Ελλάδα, πήγαν στο Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης. Από εκεί, με εντολή των Αρχών, συνοδεύτηκαν στο μετόχι της Ιεράς Μονής του Ρώσικου Μοναστηριού Αγίου Όρους, που υπάρχει και σήμερα λίγο πιο πάνω από τα Νέα Φλογητά. Εκεί, αρχικά, δημιούργησαν έναν καταυλισμό με σκηνές και αργότερα, με τη βοήθεια του κράτους, έκτισαν σπίτια. Το χωριό που δημιουργήθηκε πήρε την ονομασία της αλησμόνητης πατρίδας και ονομάστηκε Νέα Φλογητά.
Τα Νέα Φλογητά ανήκουν στο Νομό Χαλκιδικής και βρίσκονται σε απόσταση 52 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Ο παραθαλάσσιος αυτός μεγάλος οικισμός, που ανήκει στο Δήμο Μουδανιών, είναι χτισμένος αμφιθεατρικά, σε ένα λόφο λίγα μόλις μέτρα από τη θάλασσα, με θέα το Θερμαϊκό. Η ιστορία των Νέων Φλογητών ξεκινάει από την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, τότε που πρόσφυγες από τα Φλογητά ή Φλοϊτά (Suvermez) από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας, συγκεντρώθηκαν και ίδρυσαν τα Νέα Φλογητά. Αξιοθέατο είναι το μετόχι των Νέων Φλογητών, το οποίο στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο λειτούργησε ως νοσοκομείο. Σήμερα γίνονται προσπάθειες για να αναπαλαιωθεί. Στο χωριό δραστηριοποιείται χορευτικός σύλλογος, καθώς και ποδοσφαιρικός σύλλογος με το όνομα Θερμαϊκός Νέων Φλογητών. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού προέρχονται από την Καππαδοκία και το γλωσσικό ιδίωμα, που μιλούσαν οι μικρασιάτες πρόσφυγες κάτοικοι των Φλογητών και που ακόμα ομιλείται, είναι ελληνικής προέλευσης με ευδιάκριτα στοιχεία αρχαίας ελληνικής διαλέκτου και επιδράσεις της τουρκικής. Στα Νέα Φλογητά υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που έκτισαν οι κάτοικοι μόλις ήρθαν από την αλησμόνητη πατρίδα. Την καμπάνα δε της εκκλησίας έφεραν οι πρόσφυγες μαζί τους από τα Φλογητά. Το χωριό γιορτάζει ανήμερα του Αγίου Γεωργίου, όπου γίνεται μεγάλο πανηγύρι και προσφέρονται φαγητά στους επισκέπτες. Κατά τη διάρκεια της γιορτής οι κάτοικοι χορεύουν παραδοσιακούς Καππαδόκικους χορούς. Όλοι οι Καππαδόκες είναι πολύ δεμένοι με την Ορθοδοξία.
Ο Χρήστος και η Ελισάβετ Μαυρομιχάλη, επίσης εκ Φλογητών της οικογένειας Τσενεσίδη, απέκτησαν από το γάμο τους έξι παιδιά. Δύο από αυτά, η Δέσποινα και η Ευστρατία, απεβίωσαν στο δρόμο της προσφυγιάς από τις κακουχίες. Το ζευγάρι στα Νέα Φλογητά απέκτησε άλλες δύο κόρες, που τις ονόμασε Δέσποινα και Ευστρατία, σε ανάμνηση των χαμένων αδελφών τους. Μετά το 1930 το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στις Σέρρες, αναζητώντας μία καλύτερη τύχη. Εκεί απέκτησαν τα δύο επόμενα παιδιά τους, την Κυριακή και τον Ιωάννη, πατέρα του βιογραφούμενου.
Στις Σέρρες ο Χρήστος Μαυρομιχάλης ασχολήθηκε με την καλλιέργεια της γης, αφού πήρε 17 στρέμματα κλήρο από τη διανομή που έκανε ο Ιωάννης Μεταξάς. Παράλληλα, ο παππούς γυρνούσε με το γαϊδουράκι του τα χωριά των Σερρών και πουλούσε είδη υαλοπωλείου.
Ο παππούς Χρήστος έφυγε από τη ζωή το 1981 με τον καημό ότι δεν κατάφερε να σπουδάσει το γιο του Ιωάννη. Σύμφωνα με τις παροτρύνσεις του δασκάλου του, ο Ιωάννης είχε τις δυνατότητες να τελειώσει το Γυμνάσιο και να συνεχίσει τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο.
Η γιαγιά Ελισάβετ ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος και έτρεφε πολλή αγάπη για τα παιδιά και τα εγγόνια της. Έφυγε από τη ζωή το 1982, σε ηλικία 76 ετών.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, γεννήθηκε στις Σέρρες το 1936. Οι Σέρρες είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού και ανήκει στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας Η πόλη δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή κατά τους αρχαίους χρόνους και τη ρωμαϊκή κυριαρχία, αλλά στους βυζαντινούς χρόνους αναφέρεται ως “μέγα και θαυμαστόν άστυ”, μεγάλη, ισχυρή και πλούσια. Από το 1383 έως το 1913, η πόλη ήταν κάτω από το ζυγό των Τούρκων. Το 1530, η πόλη είχε 343 χριστιανικά και 387 μουσουλμανικά νοικοκυριά. Αρκετοί Σερραίοι πολέμησαν στην επανάσταση του 1821, ενώ ένας από αυτούς ήταν ο Ζαχαρίας Αθανασίου και φυσικά ο μεγαλέμπορος και τραπεζίτης της εποχής, ο Εμμανουήλ Παπάς. Στις 28 Ιουνίου 1913, η πόλη πυρπολήθηκε άγρια από τους Βουλγάρους, καθώς αυτοί οπισθοχωρούσαν, προβλέποντας την ήττα τους από τον Ελληνικό Στρατό που προήλαυνε και στις 29 Ιουνίου του 1913, απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πόλη κατακτήθηκε από τους Γερμανούς, οι οποίοι την παρέδωσαν στους Βουλγάρους συμμάχους τους. Οι τελευταίοι, έχοντας και τα προηγούμενα των παλαιοτέρων κατοχών της πόλης, ήταν πολύ σκληροί και προσπάθησαν για άλλη μια φορά να εξαλείψουν τα εθνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, επιβάλλοντας μέχρι και εκβουλγαρισμό των ελληνικών ονομάτων στους πολίτες. Το πόσο σκληρότερη ήταν η βουλγαρική κατοχή φαίνεται και από το γεγονός ότι πολλοί Σερραίοι δραπέτευαν (με κίνδυνο της ζωής τους) στην περιφέρεια Θεσσαλονίκης που την κατείχαν οι Γερμανοί. Η κατοχή της πόλης από τους Βούλγαρους διήρκησε μέχρι τον Οκτώβριο του 1944. Μετά την ήττα του Άξονα και την επερχόμενη απελευθέρωση, οι Βούλγαροι, εγκαταλείποντας την πόλη, την πυρπόλησαν σε ένα τμήμα της για δεύτερη φορά. Στις πυρκαγιές οφείλεται το ότι η σημερινή πόλη είναι νεόκτιστη με ελάχιστα παλαιά κτίρια να σώζονται.
Ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο και στη συνέχεια, λόγω οικονομικών δυσκολιών της οικογένειας, άρχισε να εργάζεται και να μαθαίνει την τέχνη του ξυλουργού. Το 1963, ίδρυσε τη δική του επιχείρηση παραγωγής ξύλινων κουφωμάτων. Το 1972, εγκαθίσταται σε νέα μονάδα, στο Λευκώνα Σερρών, έναντι της Βιομηχανίας Ζάχαρης, όπου βρίσκεται έως και σήμερα. Η επιχείρηση δραστηριοποιείται στην παραγωγή ξύλινων διακοσμητικών προφίλ για διακόσμηση εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, επίπλων και κουφωμάτων, με πωλήσεις σε όλη την Ελλάδα.
Ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης παντρεύτηκε τη Γεσθημανή Κουκόγλου, γεννημένη στις Σέρρες και με καταγωγή από την Κιουτάχεια Μικράς Ασίας. Το ζευγάρι απέκτησε από το γάμο του τρία παιδιά, τον βιογραφούμενο Χρήστο, τον Συμεών και τον Αντώνη.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου ασχολήθηκε έντονα με τα κοινά. Από το 1977, εκλεγόταν συνεχώς Πρόεδρος του Σωματείου Επιπλοποιών Ξυλουργών του Νομού Σερρών. Διετέλεσε επί σειρά ετών μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Αδελφότητας Μικρασιατών. Από το 1990 μέχρι το θάνατό του, διετέλεσε Α’ Αντιπρόεδρος του Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου Νομού Σερρών. Το 2006, στη γιορτή για τα σαράντα χρόνια του Επιμελητηρίου Σερρών, τιμήθηκαν τέσσερις προσωπικότητες του Επιμελητηριακού Θεσμού, που προσέφεραν τα μέγιστα στον τομέα της επιχειρηματικότητας. Δύο εξ αυτών ήταν διοικητικοί υπάλληλοι και δύο επιχειρηματίες. Ένας από τους επιχειρηματίες που τίμησε το Επιμελητήριο ήταν ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης. Τιμήθηκε τόσο για την προσφορά του στο “επιχειρείν”, όσο και για τη μεγάλη ιδέα που είχε να ιδρυθεί η Σχολή Επιχειρηματία από το Επιμελητήριο Σερρών. Ο ίδιος, όμως, δεν πρόλαβε να δει την ιδέα του να υλοποιείται εξαιτίας του αιφνίδιου θανάτου του. Το έργο υλοποίησε ο αμέσως επόμενος Πρόεδρος του Επιμελητηρίου, ο κύριος Αλέξανδρος Χρυσάφης.
Ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης έφυγε ξαφνικά από τη ζωή το 2001, σε ηλικία 64 ετών από καρδιακό επεισόδιο και την επιχείρησή του ανέλαβαν τα τρία παιδιά του.
Η μητέρα του βιογραφούμενου, η Γεσθημανή Μαυρομιχάλη, ζει σήμερα στις Σέρρες.
Ο παππούς του βιογραφούμενου, από την πλευρά της μητέρας του, ονομαζόταν Συμεών Κουκόγλου και γεννήθηκε και έζησε στην Κιουτάχεια Μικράς Ασίας. Η Κιουτάχεια είναι πόλη της βορειοδυτικής ασιατικής Τουρκίας και κατά την αρχαιότητα ήταν η ελληνική πόλη Κοτύαιον, ή Κοτυάειον, πατρίδα του Αισώπου. Βρίσκεται περίπου στα 65 χλμ. νοτιοδυτικά του Εσκή Σεχίρ, και 300 χλμ. από την Άγκυρα, στις παρυφές του όρους Πουρσούκ Νταγ και σε υψόμετρο περίπου τα 950 μ. όπου και αποτελεί πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Το Κοτύαιον περιβάλλεται από διπλό παλαιό τείχος με πύργους, κοντά δε αυτού υφίσταται βυζαντινό φρούριο που δέσποζε της πεδιάδας. Λόγω της θέσης της που αποτελούσε διασταύρωση πολλών αρχαίων σημαντικών οδών η Κιουτάχεια έπαιξε σημαντικό ιστορικό ρόλο από την αρχαιότητα μέχρι και το 1922, ειδικότερα για τους Έλληνες. Κατά την Μικρασιατική Εκστρατεία, κοντά στην πόλη, έγινε, στις 3 Ιουλίου του 1921, μεταξύ ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων, η περίφημη μάχη του Κοτυαίου, η οποία και κατέληξε στην απελευθέρωσή του υπό την ελληνική Στρατιά. Λίγες ημέρες μετά, στις 15 Ιουλίου, συνήλθε εδώ το ελληνικό πολεμικό συμβούλιο (Σύσκεψη της Κιουτάχειας) το οποίο και αποφάσισε την καταδρομική προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς την Άγκυρα με σκοπό την καταστροφή των εκεί εχθρικών αποθεμάτων. Η πόλη, πριν το 1922, αριθμούσε περισσότερους από 32.000 κατοίκους, στους οποίους συγκαταλέγονταν 5.000 περίπου Έλληνες, που μετά την Μικρασιατική εκστρατεία κατέφυγαν στην Ελλάδα, καθώς και 3.000 Αρμένιοι που άλλοι κατάφεραν να διαφύγουν, ενώ άλλοι εξοντώθηκαν. Κύρια προϊόντα της Κιουτάχειας είναι τα γεωργικά, όπως σιτηρά, δημητριακά, φρούτα και ιδίως ζαχαρότευτλα. Περίφημα, όμως, είναι και τα βιοτεχνικά προϊόντα αγγειοπλαστικής και κεραμικής τέχνης που είχαν ξεκινήσει εκεί οι εγκατεστημένοι Έλληνες και την τέχνη αυτή μετέφεραν στη συνέχεια στην Ελλάδα. Από εκείνα τα πολύχρωμα κεραμικά στολίζονταν τα τζαμιά και τα ανάκτορα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Συμεών Κουκόγλου ήρθε πρόσφυγας στην Ελλάδα με την οικογένεια του το 1922 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές εστίες τους. Από πολύ μικρός ξεκίνησε τη βιοπάλη και μαθαίνει την τέχνη του κατασκευαστή μεταλλικών αντικειμένων (σόμπες, μεταλλικά δοχεία, κ.α.).
Ο Συμεών Κουκόγλου παντρεύτηκε την Ελευθερία Τσαλδάρη, προσφυγοπούλα από τα Μάγγανα Ανατολικής Θράκης. Το ζευγάρι απέκτησε από το γάμο του τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, τον Κυριάκο, τη Γεσθημανή, μητέρα του βιογραφούμενου και τη Μαρία.
Ο Κυριάκος Κουκόγλου συνέχισε την επιχείρηση του πατέρα του και την έχει αναπτύξει με την εμπορία σιδηρικών ειδών και ειδών υγιεινής.
Ο Συμεών Κουκόγλου, μετά την οπισθοχώρηση των Ελλήνων στον πόλεμο 1940-41, εντάχθηκε στο ΕΑΜ (Το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο ιδρύθηκε στην κατεχόμενη Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ) και πολέμησε στις τάξεις του Ε.Λ.Α.Σ. Ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.) ήταν το στρατιωτικό σκέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου κατά τη Τριπλή κατοχή της Ελλάδας. Ιδρύθηκε στις 16 Φεβρουαρίου του 1942. Τη διοίκηση του ΕΛΑΣ ασκούσε απευθείας η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ως τη συγκρότηση Γενικού Στρατηγείου (Μάιος 1943) με τριμελή διοίκηση από τους: στρατηγό Στέφανο Σαράφη ως στρατιωτικό αρχηγό, Άρη Βελουχιώτη ως αρχηγό των ανταρτών (“καπετάνιο”) και Ανδρέα Τζήμα (Βασίλης Σαμαρινιώτης), ως πολιτικό καθοδηγητή. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ τοποθετήθηκε με την ίδια απόφαση ο στρατηγός Νεόκοσμος Γρηγοριάδης. Ο ΕΛΑΣ, οι ένοπλες δυνάμεις που υπάγονταν στο Γενικό Στρατηγείο αριθμούσαν το καλοκαίρι του 1943 γύρω στους 10.000 άνδρες, ενώ το Σεπτέμβριο του 1944 η συνολική δύναμη του ΕΛΑΣ ήταν 48.940 αξιωματικοί και οπλίτες (δεν συμπεριλαμβάνονται ο ΕΛΑΣ Αθήνας, Σάμου και Μυτιλήνης). Οι κυρίως στρατιωτικές επιχειρήσεις του ΕΛΑΣ (που περιορίζονταν αρχικά σε παρενοχλήσεις, δολιοφθορές κ.λ.π.) άρχισαν με την κορυφαία αντιστασιακή επιχείρηση της γέφυρας του Γοργοποτάμου, στις 25 Νοεμβρίου 1942, που εκτελέστηκε σε συνεργασία με τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ και με τη βοήθεια Βρετανών σαμποτέρ. Με τη συμφωνία της Καζέρτας (26 Σεπτεμβρίου 1944), η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που προήλθε από τη Συμφωνία του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), έθεσε τον ΕΛΑΣ υπό τις διαταγές του Βρετανού στρατηγού Σκόμπυ, ο οποίος ορίστηκε διοικητής όλων των ενόπλων δυνάμεων στην Ελλάδα. Η αναγκαιότητα του αφοπλισμού και της άμεσης διάλυσης του ΕΛΑΣ μετά την απελευθέρωση αποτέλεσε το επίμαχο ζήτημα που οδήγησε στη σύγκρουση του Δεκεμβρίου 1944 (Δεκεμβριανά).
Ο Συμεών Κουκόγλου ποτέ δεν θέλησε να περιγράψει με λεπτομέρειες τον «αγώνα» του, γιατί έζησε καταστάσεις και υποχρεώθηκε σε ενέργειες, για τις οποίες αργότερα είχε μετανιώσει. Ο ίδιος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών.
Η γιαγιά Ελευθερία Κουκόγλου ήταν μία απλή γυναίκα και ιδιαίτερα προστατευτική με τα εγγόνια της. Ήταν ένας πραγματικά αξιαγάπητος άνθρωπος που αναζητούσε το καλύτερο κυρίως για τα εγγόνια της. Έφυγε από τη ζωή τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της σε ηλικία 78 ετών.
Ο βιογραφούμενος Χρήστος Μαυρομιχάλης γεννήθηκε στις 2 Ιουλίου 1968 στις Σέρρες. Μεγάλωσε στην πόλη των Σερρών, όπου φοίτησε στο Δημοτικό σχολείο, το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Στη συνέχεια, πήγε για σπουδές στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Πολυτεχνείου της Νάπολης στην Ιταλία. Επέστρεψε στην Ελλάδα με μετεγγραφή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Άρχισε να εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση, που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του και έως σήμερα δραστηριοποιείται στην επεξεργασία ξυλείας και εμπορία υλικών επιπλοποιίας.
Ο Χρήστος Μαυρομιχάλης υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Στρατό Ξηράς, στο Τεχνικό Σώμα.
Το 1997, ο Χρήστος Μαυρομιχάλης παντρεύτηκε τη Μαρία Μιχάλη, με καταγωγή από τις Σέρρες. Το ζευγάρι απέκτησε από το γάμο του δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, τη Γεσθημανή και τον Ιωάννη.
Η Γεσθημανή Μαυρομιχάλη γεννήθηκε το 1998. Σήμερα, είναι πτυχιούχος Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής του Δ.Π.Ε, παραρτήματος Σερρών.
Ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης γεννήθηκε το 2000. Σήμερα, είναι φοιτητής Μηχανολόγων Μηχανικών του ΔΠΕ, παραρτήματος Θεσσαλονίκης.
Ο βιογραφούμενος, από το 1995 έως το 2013, είναι εκλεγμένος Πρόεδρος του Σωματείου Επιπλοποιών και Ξυλουργών Νομού Σερρών. Από το 2000, είναι Γεν. Γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου της Ομοσπονδίας Επαγγελματικών Βιοτεχνικών και Εμπορικών Σωματείων Νομού Σερρών. Από το 2004, είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Βιοτεχνών Επεξεργασίας Ξύλου.
Στις εκλογές του Επιμελητηρίου Σερρών, το 2011, ο Χρήστος Μαυρομιχάλης συμμετέχει για πρώτη φορά και εκλέγεται πρώτος επιλαχών στο Μεταποιητικό Τμήμα. Στις εκλογές του 2018 εκλέγεται με την παράταξη «Επιμελείς Σέρρες» πρώτος στο Μεταποιητικό τμήμα Επιμελητηρίου Σερρών. Έως σήμερα είναι μέλος του Δ.Σ.
Ο βιογραφούμενος γνωρίζει την Ιταλική και αρκετά καλά την Τουρκική, γιατί έχει πάθος με τις ρίζες του στην Καππαδοκία. Ο ίδιος έχει επισκεφτεί την Καππαδοκία τρεις φορές. Εκτός από τα Φλογητά, έχει επισκεφτεί τα γύρω χωριά (Μαλακοπή, Κουρβάλι, Τροχός, Σύλλατα, Σινασός) και πολλά άλλα, καθώς και τις πόλεις Ικόνιο, Καισαρεία και Νίγδη. Ο βιογραφούμενος ταξίδεψε στις αλησμόνητες πατρίδες για να βρει το σπίτι του παππού του μέσα από τα λεγόμενα και τις περιγραφές τόσο του πατέρα του Ιωάννη, όσο και αυτές της μοναδικής αδελφής του παππού του, της Ευμορφούλας, της γηραιότερης στα Ν. Φλογητά της Χαλκιδικής, η οποία γεννήθηκε το 1914, απεβίωσε την 14η Μαΐου 2015 και ο βιογραφούμενος την αποκαλούσε «ΣΗΜΑΙΑ ΤΩΝ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΑΙΩΝ» ως τελευταία εναπομείνασα της γενιάς της ανταλλαγής του 1924. Αισθάνθηκε μεγάλη χαρά, όταν κατάφερε να εντοπίσει το σπίτι των προγόνων του, και μέχρι σήμερα διατηρεί άσβεστο το πάθος της έρευνας για τον τρόπο ζωής των Ελλήνων στην Καππαδοκία και για τις σημερινές συνθήκες στην περιοχή