Οι ρίζες της οικογένειας του Βασιλείου Κατωπόδη έλκονται από το Δράγανο Λευκάδας από την πλευρά του πατέρα του και από το χωριό Εξάνθεια από την πλευρά της μητέρας του. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1960 στην πόλη της Λευκάδας, όπου ζει σήμερα, δραστηριοποιούμενος στο εμπόριο χρωμάτων, ειδών υγιεινής και προκατασκευασμένων ξύλινων κατοικιών.
Ο παππούς του, Χρήστος Κατωπόδης, γεννήθηκε στο ορεινό χωριό Δράγανο. Ήταν αγρότης στο επάγγελμα. Το 1924, έφυγε στην Αμερική όπου εργάστηκε στην κατασκευή των σιδηροδρόμων. Το 1930 επέστρεψε στο νησί και επένδυσε στην αγορά 70 στρεμμάτων καλλιεργήσιμης γης. Τα μισά από αυτά, τα χάρισε στον αδελφό του ο οποίος είχε έξι παιδιά. Το 1932, ταξίδεψε ξανά στην Αμερική, όπου έμεινε για τρία χρόνια. Όταν επέστρεψε στο νησί, αγόρασε ένα σπίτι μέσα στην πόλη της Λευκάδας και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του. Από τότε και έπειτα, ασχολήθηκε με τη γεωργία και τα προϊόντα της καλλιέργειάς του τα εμπορευόταν. Ο παππούς Χρήστος έλαβε μέρος και στους δύο παγκοσμίους πολέμους. Σύζυγός του υπήρξε η Μαρία Μιχελή, με καταγωγή από το Δράγανο. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, τον Ξενοφώντα, τον Γιάννη και την Καλλιόπη.
Ο παππούς Ευάγγελος Γράψας, από την πλευρά της μητέρας του βιογραφούμενου, καταγόταν από το χωριό Εξάνθεια της Λευκάδας. Στην περιοχή ήταν πιο γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο «Βαγγέλας», γιατί έπαιζε λαούτο και τραγουδούσε στα πανηγύρια. Στα τέλη περίπου της δεκαετίας του 1920, έφυγε για την Αργεντινή. Ήταν κατά γενική ομολογία ένας πολύ ωραίος άνδρας, με ιδιαίτερη επιτυχία στις γυναίκες. Στην Αργεντινή ασχολήθηκε με το εμπόριο και έγινε ένας σημαντικός επιχειρηματίας. Παράλληλα, ασχολήθηκε με τη μουσική και έβγαλε δίσκους. Έφυγε από τη ζωή το 1970 περίπου, αφήνοντας στην Αργεντινή απογόνους. Εκεί ανέπτυξε, επίσης, φιλία με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Στην προσωπική του ζωή παντρεύτηκε σε ηλικία μόλις 17 ετών τη γιαγιά του βιογραφούμενου, Μαρίνα. Μαζί απέκτησαν πέντε παιδιά: την Ελένη, την Κερασία, τον Άγγελο, τον Σπυραντώνη και τη Μαρία, μητέρα του βιογραφούμενου. Όταν ο Ευάγγελος Γράψας έφυγε στην Αργεντινή, πήρε μαζί του τρία από τα παιδιά του, αφήνοντας τα υπόλοιπα δύο στη Λευκάδα.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ξενοφών Κατωπόδης, γεννήθηκε το 1917 στο Δράγανο, όπου πήγε σχολείο μέχρι τα 13 του χρόνια. Το 1930, μετακόμισε με την οικογένειά του στην πόλη της Λευκάδας, όπου συνέχισε το σχολείο. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εργάστηκε ως γραμματέας στην Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών. Αργότερα, έμαθε την τέχνη του υποδηματοποιού και άνοιξε δικό του κατάστημα, όπου έφτιαχνε χειροποίητα υποδήματα. Το 1958 άνοιξε χρωματοπωλείο, το οποίο ανέλαβε αργότερα ο γιος του και βιογραφούμενος. Σε αυτό εργάστηκε μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1983. Ένωσε τη ζωή του το 1958 με τη Μαρία Γράψα, γεννημένη στην Εξάνθεια Λευκάδας το 1923. Πρόκειται για μία γυναίκα καλοσυνάτη και αφοσιωμένη στην οικογένεια, η οποία χάρισε στον σύζυγό της δύο γιους: τον Βασίλη και τον Κώστα. Ο Κώστας ζει στη Λευκάδα και κατά καιρούς διοργανώνει εκθέσεις ζωγραφικής με έργα του, τα οποία ωστόσο δεν επιθυμεί να πουλά. Ασχολείται, επίσης, με γεωργικές εργασίες. Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Ξενοφών Κατωπόδης, έφυγε από τη ζωή το 2007.
Ο Βασίλης Κατωπόδης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1960 στην πόλη της Λευκάδας. Εκεί τελείωσε το Λύκειο το 1978. Το 1979 έφυγε στην Αμερική, όπου αρχικά σπούδασε Μηχανολογία στο Πανεπιστήμιο Ρούσβελτ, ενώ παράλληλα εργαζόταν σε ελληνικό εστιατόριο. Στην πορεία, διέκοψε τις σπουδές του για μία επιχειρηματική δραστηριότητα ξεκινώντας το 1983 στον κλάδο των μεταφορών, επενδύοντας στην αγορά φορτηγoύ/νταλίκας με τον ίδιο χειριστή για τέσσερα χρόνια, δραστηριοποιούμενος σε όλες τις πολιτείες της Αμερικής έως το 1987. Η περίοδος 1983-1987 ήταν μια ευκαιρία απόκτησης γνώσεων του τρόπου λειτουργίας της Αμερικάνικης οικονομίας καθώς επίσης και της εμπειρίας του Αμερικάνικου τρόπου ζωής από την ανατολική στην δυτική ακτή και από τον βορά στον νότο των Ηνωμένων Πολιτειών. Ακολούθησαν οι σπουδές του στον τομέα του International Marketing στο Πανεπιστήμιο Penfoster.
H επιστροφή του στη Λευκάδα ήταν μια συνειδητή επιλογή, αναλαμβάνοντας τη συνέχιση του καταστήματος του πατέρα του. Το 2007, η επιχείρηση μεταφέρθηκε σε μεγαλύτερο ιδιόκτητο χώρο με νέες εγκαταστάσεις, που βρίσκονται στον περιφερειακό δρόμο της Λευκάδας, Φιλοσόφων & Καραβέλα. Η επιχείρηση μεταξύ άλλων ασχολείται με την εμπορεία χρωμάτων και ειδών υγιεινής. Επιπλέον, ο βιογραφούμενος είναι αντιπρόσωπος ξύλινων σπιτιών, με πωλήσεις σε όλη την επικράτεια και την Κύπρο, δημιουργώντας μια νέα τάση προτίμησης στην Ελληνική αγορά κατοικίας προς το ξύλινο οικολογικό σπίτι. Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει γνωστό στο Ελληνικό κοινό ότι, πέραν των συμβατικών κατασκευών, υπάρχει μια εναλλακτική επιλογή και στροφή προς τις ξύλινες κατοικίες που είναι πολύ φιλικότερες στην διαβίωση αλλά και στο περιβάλλον. Ο βιογραφούμενος θεωρεί ότι η προσπάθειά του έχει αρχίσει να καρποφορεί μέσω της ιστοσελίδας του, www.oikosdecor.gr και με τις διάφορες παρεμβάσεις του, είτε αρθρογραφώντας σε διάφορα έντυπα ή με ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συνεντεύξεις, έχοντας δημιουργήσει ένα αρκετά ευρύ κοινό, συνεχώς αυξανόμενο, που έχουν γίνει λάτρεις του ξύλινου σπιτιού και συνοδοιπόροι στη συνειδητοποίηση όλων ημών για την προστασία του περιβάλλοντος, απομακρυνόμενοι από την χρήση των παραδοσιακών υλικών όπως το μπετόν και το μέταλλο -που απαιτούν τεράστιες ποσότητες ενέργειας για την παραγωγή τους- όπερ σημαίνει υπερκατανάλωση πετρελαίου και άνθρακα.
Το 1983, ο βιογραφούμενος, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική, γνώρισε και παντρεύτηκε τη Ζηνοβία Τσούστα, με καταγωγή από την Αθήνα. Στην Αμερική το ζευγάρι απέκτησε το πρώτο του παιδί, τη Μαρία, το 1984. Η Μαρία σπούδασε οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και εργάζεται στην οικογενειακή επιχείρηση. Το δεύτερο παιδί, ο Ξενοφών, γεννημένος το 1989, εργάζεται επίσης στην οικογενειακή επιχείρηση μετά τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο, με αντικείμενο την μελέτη και επιστήμη των υλικών στα Ιωάννινα. Η Κωνσταντίνα Κατωπόδη, το τρίτο παιδί της οικογένειας, σπούδασε γεωλογία στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας.
Ως επιχειρηματίας, ο βιογραφούμενος εκτιμά ότι οι υποδομές του νησιού του χρειάζονται βελτίωση. Η βελτίωση αυτή, σε συνδυασμό με τις καλύτερες παροχές και μια αισθητική παρέμβαση δίνοντας ένα Επτανησιακό Λευκαδίτικο χρώμα στις κτιριακές όψεις της πόλης και γενικότερα του νησιού, σύμφωνα με τον βιογραφούμενο θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη του ποιοτικού τουρισμού στο νησί, με αποτέλεσμα τη γενικότερη οικονομική του ανάκαμψη.