Μενού Κλείσιμο

Δαβιδόπουλος Αβραάμ

Ο Αβραάμ Δαβιδόπουλος γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1960 στο Βατερό Κοζάνης. Διατηρεί εταιρεία κουφωμάτων εισαγωγών-εξαγωγών με την επωνυμία ΕΣΤΙΑ ΒΙΕΚΚΟ Α.Ε και 3 υποκαταστήματα σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Κοζάνη.

Οι ρίζες του βιογραφούμενου από την πλευρά του πατέρα του ήταν από τον Πόντο της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα από την περιοχή Μιχαήλ Τσορούμ μεταξύ Σεβάστειας και Ορτούς.

Από την περίοδο των μεταρρυθμίσεων του Τανζισμάτ, ο Σουλτάνος είχε παραχωρήσει πολλά προνόμια στους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έτσι μπορούσαν να λατρεύουν ελεύθερα τη θρησκεία τους και να έχουν σχολεία. Η περιοχή του Εύξεινου Πόντου είχε αναπτύξει ιδιαίτερα την ελληνική εθνική συνείδηση μέσω των σχολείων και των άλλων ευαγών ιδρυμάτων που ανθούσαν. Δεν υπήρχε χωριό του Πόντου που να μην έχει σχολείο και εκκλησία. Έτσι στο χωριό του βιογραφούμενου υπήρχε παπάς που λειτουργούσε στη δική του εκκλησία.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τον εκτοπισμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες, οι συντοπίτες του παππού κατάφεραν να πάρουν την εικόνα της μεταμόρφωσης του Σωτήρα και να τη μεταφέρουν στην Ελλάδα. Σήμερα η εικόνα υπάρχει στην ομώνυμη εκκλησία στο Βατερό Κοζάνης.

Ο παππούς του βιογραφούμενου ονομαζόταν Αβραάμ Δαβιδόπουλος και ήταν γιος του Ιερεμία. Η οικογένεια ήταν αρκετά ευκατάστατη. Ο προπάππους του βιογραφούμενου ήταν σιδεράς και απασχολούσε πολύ μεγάλο προσωπικό αποτελούμενο από Έλληνες και Τούρκους. Ο Ιερεμίας, η γυναίκα του και μια από τις κόρες του δεν έφυγαν με τον διωγμό, εντούτοις είχαν τη θέληση να παραμείνουν και να πεθάνουν στον τόπο που είχαν γεννηθεί. Ο Ιερεμίας έδωσε στα υπόλοιπα αγόρια της οικογένειας 40 λίρες και τους είπε να φύγουν για να γλιτώσουν από τον εκτοπισμό και τις διώξεις των Οθωμανών.

Ο παππούς του βιογραφούμενου ήταν μόλις 7 χρονών. Στην αρχή κρύφτηκε σε μια ελληνική οικογένεια για να γλιτώσει από τις σφαγές, όμως μετά αναγκάστηκε να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς μόνος του. Μπήκε μόνος του στο καράβι, που αρχικά τον άφησε στο Βόλο. Έπειτα ταξίδεψε προς το Βατερό όπου ήδη είχαν φτάσει τα αδέρφια του. Στη Ελλάδα έφτασε σε πολύ μικρή ηλικία, έχοντας στη μνήμη του το τραύμα της προσφυγιάς. Ενωμένα τα αδέρφια εργάστηκαν σκληρά για να μπορέσουν να αποκατασταθούν και να φτιάξουν από την αρχή τη ζωή τους στη νέα τους πατρίδα. Δούλευαν κοπιαστικά όμως είχαν τη διάθεση να ορθοποδήσουν, έτσι κατάφεραν να φτιάξουν ένα σπιτάκι με τις οικονομίες τους. Όπως οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν σε επαρχιακές περιοχές, έτσι και η οικογένεια του βιογραφούμενου αποκαταστάθηκαν από την ΕΑΠ και το ελληνικό κράτος με την αγροτική αποκατάσταση που τους παραχωρούσε αγροτικό κλήρο. Ανάμεσα στην οικογένεια υπήρχε αγάπη και ο ένας στήριζε και βοηθούσε τον άλλον.

Ο παππούς του βιογραφούμενου παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, τη Σουλτάνα Καγιόγλου. Η σύζυγός του είχε καταγωγή από την Σαμσούντα του Πόντου. Με την οικογένειά της είχε αποκατασταθεί στη Μεσσιανή της Κοζάνης. Μετά τον γάμο της με τον Αβραάμ έμειναν στο Βατερό. Το ζευγάρι από τον γάμο του απέκτησε τέσσερα παιδιά. Τα χρόνια στην επαρχία ήταν δύσκολα και ο παππούς εργαζόταν πολλές ώρες για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένεια του. Ο πατέρας του βιογραφούμενου είχε έναν δίδυμο αδερφό, που δυστυχώς απεβίωσε στα 8 του χρόνια λόγω κάποιας ασθένειας. Το ίδιο συνέβη και στο μικρό κορίτσι της οικογένειας. Η παιδική θνησιμότητα εκείνα τα φτωχικά χρόνια ήταν πολύ αυξημένη στην επαρχεία που δεν υπήρχε και η κατάλληλη ιατρική κάλυψη. Ο αδερφός του πατέρα, ο Παναγιώτης, κατάφερε να επιζήσει.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο παππούς του βιογραφούμενου πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο κατά των δυνάμεων του Άξονα. Από το πολεμικό μέτωπο κατάφερε να επιστρέψει ζωντανός. Μετά όμως από την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων, ακολούθησε η κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου. Στον αιματηρό και αδελφοκτόνο εμφύλιο, ο παππούς του βιογραφούμενου χάνει τη ζωή του, στα 33 του χρόνια, σε μια ενέδρα στον Βαθύλακκο της Κοζάνης. Η γιαγιά του βιογραφούμενου έμεινε χήρα να μεγαλώνει τα ορφανά της. Ήταν μια πολύ δυναμική γυναίκα, εργατική και υπομονετική. Στήριξε τα παιδιά της και τα μεγάλωσε με ήθος και αρχές. Πολλές φορές αναγκαζόταν να γίνεται σκληρή για να μπορέσει να καλύψει το κενό του άνδρα της.

Ο παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά της μητέρας του ονομαζόταν Φώτης Γιαννακίδης και είχε καταγωγή από το χωριό Γιαλανστικ κοντά στην Προύσα. Το χωριό κατοικούνταν τόσο από Έλληνες, όσο και από Τούρκους και η συμβίωσή τους ήταν ειρηνική και φιλική. Η αγροτική ζωή ήταν ανεπτυγμένη στην περιοχή, λόγω του έφορου εδάφους και τον μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Η οικογένεια ασχολούνταν με τη γεωργία και ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη, μέχρι που ξεκίνησε ο διωγμός των Ελλήνων από τους Οθωμανούς.

Ο παππούς του έφτασε στην Ελλάδα ως πρόσφυγας το 1922 και ήταν μόλις 18 ετών. Στον διωγμό είχε χάσει τον αδερφό του και έτσι ο Φώτης έφτασε μονάχος του στον Κτενά της Κοζάνης. Στη νέα του πατρίδα μέχρι να αποκατασταθεί αγροτικά από το ελληνικό κράτος και την ΕΑΠ ταλαιπωρήθηκε αρκετά, καθώς και η αντιμετώπιση από τους γηγενείς δεν ήταν πάντα καλή. Ο ίδιος ασχολήθηκε με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Στην Κοζάνη γνώρισε και παντρεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του, την Αργυρώ Ντομουζόγλου. Το ζευγάρι από τον γάμο του απέκτησε μια πολύτεκνη οικογένεια που αποτελούνταν από 8 παιδιά. Όμως λόγω του φαινομένου της παιδικής θνησιμότητας, που ήταν ιδιαίτερα έντονο, απεβίωσαν τα δύο. Ένα από τα αγόρια της οικογένειας πήγε ως οικονομικός μετανάστης στον Καναδά. Δυστυχώς ο ίδιος απεβίωσε σε πολύ νεαρή ηλικία. Οι υπόλοιποι παρέμειναν στην Ελλάδα. Η μητέρα του βιογραφούμενου, η Ζαχαρούλα, είναι γεννημένη το 1935.

Ο πατέρας του βιογραφούμενου ονομαζόταν Χρυσόστομος Δαβιδόπουλος και ήταν γεννημένος το 1934 στο Βατερό. Τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο και μετά ασχολήθηκε με τα χωράφια. Καλλιεργούσε τα κτήματα και προσπαθούσε να συντηρήσει την οικογένεια που είχε δημιουργήσει με τη Ζαχαρούλα Γιαννακίδου. Η μητέρα του βιογραφούμενου ήταν μια πολύ καλή σύντροφος που φρόντιζε το νοικοκυριό και ασχολούνταν ιδιαίτερα με την ανατροφή των παιδιών της.

Τη δεκαετία του 1960 στην ελληνική κοινωνία το φαινόμενο της μετανάστευσης γνώριζε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Μεγάλη μερίδα, κυρίως του ανδρικού πληθυσμού, αποφάσιζε να μεταναστεύσει στη Γερμανία με την προοπτική να βρει καλύτερες συνθήκες εργασίας. Έτσι και ο πατέρας του βιογραφούμενου αποφάσισε να πάει ως οικονομικός μετανάστης στη Γερμανία το 1968 και μετά από ένα χρόνο τον ακολούθησε η μητέρα του βιογραφούμενου μαζί με τον Αβραάμ. Ο πατέρας του εργαζόταν ως βιομηχανικός εργάτης σε εργοστάσιο στο Νταχάου.

Όταν έφτασε και η μητέρα εργάστηκε και εκείνη, όμως δεν άντεξε το κλίμα και την ξενιτιά, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στην Ελλάδα. Η Ζαχαρούλα ήταν μια σκληρή και δυναμική γυναίκα, που στήριξε την οικογένεια όσα χρόνια ο σύζυγός της εργαζόταν ως μετανάστης στην ξενιτιά. Διατήρησε ισχυρό τον θεσμό της οικογένειας και καλλιεργούσε την αγάπη και τον σεβασμό για το πρόσωπο του απόντα πατέρα. Ο Χρυσόστομος παρέμεινε για αρκετά χρόνια εργαζόμενος σκληρά και έστελνε στην οικογένειά του εμβάσματα. Ήταν ένας πολύ εργατικός και φιλότιμος άνθρωπος που αρκετές φορές είχε πέσει θύμα εκμετάλλευσης από την καλοσύνη του. Ο πατέρας του βιογραφούμενου επέστρεψε στην Ελλάδα το 2000 όμως δεν κατάφερε να χαρεί αρκετά την οικογένειά του μιας και έφυγε από τη ζωή το 2008.

Τα αδέρφια του βιογραφούμενου είναι ο Κοσμάς και η Σουλτάνα. Ο Κοσμάς γεννήθηκε το 1963, έχει τελειώσει τη σχολή ηλεκτρολόγων μηχανικών και σήμερα εργάζεται ως υπάλληλος της ΔΕΗ. Είναι παντρεμένος και έχει αποκτήσει τρία παιδιά. Η Σουλτάνα γεννήθηκε το 1972 στη Γερμανία, είναι παντρεμένη και έχει αποκτήσει δύο παιδιά. Σήμερα ζει με την οικογένειά της στην Καρυδίτσα της Κοζάνης.

Ο βιογραφούμενος, Αβραάμ Δαβιδόπουλος, γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1960 στο Βατερό. Στο χωριό τελείωσε την Τρίτη Δημοτικού και έπειτα ολοκλήρωσε τη βασική εκπαίδευση στη Γερμανία, που είχε μεταναστεύσει η οικογένεια. Επιστρέφοντας στο Βατερό εργάστηκε ως τσιράκι στο νονό του, που ήταν τεχνίτης επιπλοποιός. Στα 18 του χρόνια ο Αβραάμ πηγαίνει να βρει τον πατέρα του στη Γερμανία και να αναζητήσει καλύτερες και αποδοτικότερες εργασιακές ευκαιρίες. Αρχικά, εργάστηκε στα σφαγεία της πόλης. Αργότερα απασχολήθηκε πάνω στο επάγγελμά του. Έπειτα επέστρεψε στην Ελλάδα για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία για 2 χρόνια. Μετά την απόλυσή του από τον στρατό  εργάστηκε για 6 μήνες πάλι δίπλα στο νονό του. Το 1982 ο Αβραάμ άνοιξε το δικό του μαγαζί κατασκευάζοντας σαλόνια και τραπεζαρίες. Σταδιακά έκανε την είσοδό του στον χώρο του κουφώματος.

Το 1985 ο βιογραφούμενος μπήκε ακόμα πιο δυναμικά στον χώρο, κατασκευάζοντας ένα νέου τύπου κούφωμα, που ήταν γερμανικό με ανάκληση. Το 1989 ο Αβραάμ έκανε την έναρξη της εταιρείας ΒΙΕΚΚΟ Α.Ε. Τον πρώτο χρόνο, μέχρι να εδραιωθεί στον χώρο και να κάνει εισαγωγές-εξαγωγές πορτών και κουφωμάτων, τα πράγματα δεν ήταν εύκολα. Όμως σιγά-σιγά η εταιρεία εδραιώθηκε στον χώρο των κουφωμάτων και κατασκεύαζε πολύ καλής ποιότητας κουφώματα, καθώς και εσωτερικές και εξωτερικές πόρτες. Το 1992, ενώ ήδη η εταιρεία είχε μια πολύ καλή φήμη και ήταν αρκετά διαδεδομένη, ξεκίνησε μια αρκετά επικερδή συνεργασία με ξενοδοχεία. Η συγκεκριμένη συνεργασία συνεχίζεται με επιτυχία ακόμα και σήμερα.

Το εργοστάσιο του Αβραάμ για την κατασκευή των κουφωμάτων και των πορτών αριθμεί 55 άτομα ανθρώπινο δυναμικό. Παρά την κρίση η Εταιρεία του βιογραφούμενου προχωρά δυναμικά, συνεχίζει να πρωτοπορεί στον χώρο της και παρ’ όλες τις δυσκολίες και την οικονομική ύφεση, η ΒΙΕΚΚΟ κάνει εξαγωγές πορτών στη Γαλλία, μια συνεργασία που συνεχίζεται πολλά χρόνια. Με γνώμονα τις ανάγκες των πελατών της στον ξενοδοχειακό κλάδο, τα τελευταία χρόνια, η εταιρεία έχει εμπλουτίσει την γκάμα των προϊόντων της με την κατασκευή κάθε λογής επαγγελματικών επίπλων, προσαρμοσμένα με άνεση στο ιδιαίτερο designτου κάθε ξενοδοχείου.

Ο βιογραφούμενος από το 1984 είναι παντρεμένος με την εκλεκτή της καρδιάς του, τη Μελπομένη Γεωργιάδου. Η σύζυγός του έχει καταγωγή από τον Πόντο, αν και έχει γεννηθεί στις Αυλές Σερβίων. Η σύντροφος του Αβραάμ εργάζεται δίπλα του στην εταιρεία και τον στηρίζει σε κάθε του βήμα. Αποτελεί την ιδανική σύζυγο για εκείνον μιας και πρόκειται για ένα άτομο υπεύθυνο και δυναμικό. Είναι μια ικανή επαγγελματίας και παράλληλα μια καλή μητέρα και νοικοκυρά.

Το ζευγάρι από τον γάμο του έχει αποκτήσει τρεις κόρες. Η μεγάλη τους κόρη, η Ζαχαρούλα, είναι γεννημένη το 1985. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στο Τμήμα Καλών Τεχνών και διακοσμήτρια στο Διδυμότειχο σε Ιδιωτικό Κολέγιο. Είναι παντρεμένη με τον Γιώργο Μαργαριτίδη και έχουν αποκτήσει τρία παιδιά, τον Χρήστο, τη Μαρία και την Κατερίνα. Ο σύζυγός της είναι μαρμαρογλύπτης. Η Ζαχαρούλα είναι υπεύθυνη του καταστήματος που διατηρούν στην πόλη. Η δεύτερη κόρη του βιογραφούμενου ονομάζεται Ευαγγελία και είναι γεννημένη το 1987. Σπούδασε Λογιστική στο ΤΕΙ της Κοζάνης, συνέχισε τις σπουδές της και έγινε ορκωτή λογιστής. Σήμερα απασχολείται με το οικονομικό-λογιστικό τμήμα της οικογενειακής επιχείρησης. Η μικρή κόρη του Αβραάμ ονομάζεται Χρυσοβαλάντω και είναι φοιτήτρια στο Τμήμα Σχεδιασμού & Τεχνολογίας Ξύλου & Επίπλου στην Καρδίτσα.

Ο βιογραφούμενος θεωρεί ότι «με τη δουλειά, την επιμονή και τον κόπο ο άνθρωπος καταφέρνει πράγματα. Το χρήμα δεν πρέπει να διαφθείρει το άτομο, η τιμιότητα και η υπευθυνότητά είναι οι βασικές αρχές που θα πρέπει να στηρίζεται η ζωή του κάθε ατόμου. Δεν θα πρέπει να δίνονται δικαιώματα για σχόλια. Η δουλειά είναι υγεία».