Έχει σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, είναι Δικηγόρος και έχει αποκτήσει εξειδίκευση στην Παθολογική Γραφολογία στο Λονδίνο, στην International Graphoanalysis Society και στο Σικάγο των Η.Π.Α, στην World Association of Documents Examiners ενώ έχει παρακολουθήσει μαθήματα Δικαστικής Γραφολογίας επί θεμάτων γραφοκινητικής στην Ανώτερη Σχολή Γραφολογικών Σπουδών της Ρώμης (prof. Alberto Bravo), όπου απέκτησε και τη σχετική πιστοποίηση. Είναι Ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Δικαστικών Γραφολόγων-Εξεταστών Γραφής και Εγγράφων (Π.Ε.ΔΙΚ.ΓΡΑΦ.) και εγγεγραμμένη στους πίνακες πραγματογνωμόνων-Δικαστικών Γραφολόγων του Πρωτοδικείου και της Εισαγγελίας Αθηνών, Πειραιώς και λοιπών Δικαστηρίων της Ελλάδος, εδώ και 30 χρόνια Επιπλέον, είναι επιστημονική συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ), όπου εδώ και 11 χρόνια παραδίδει σεμινάρια δικαστικής γραφολογίας στους τελειόφοιτους και επί πτυχίω, στο πλαίσιο των εργασιών των Εργαστηρίων της Εγκληματολογίας της Νομικής Σχολής, συνεργασθείσα με τους καθηγητές Χαρίκλεια Σπινέλη και Νέστορα Κουράκη και σήμερα με την Μάιρα Κρανιδιώτη, ενώ έχει δημοσιεύσει άρθρα στα ΠΟΙΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ και έχει συμμετάσχει στο βιβλίο «Συμβολές στη μελέτη της ΑΝΑΚΡΙΤΙΚΗΣ» του Νέστορα Κουράκη, με το κεφάλαιο που αναφέρεται στις «Αλλοιώσεις της γραφής συνεπεία μέθης», στον Α΄ ΤΟΜΟ της έκδοσης του Πανεπιστημίου Αθηνών με τον τίτλο «Έγκλημα και ποινική καταστολή σε εποχή κρίσης», καθώς και στο ΛΕΞΙΚΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ, επίσης του ΕΚΠΑ.
Το σύνηθες όταν γνωρίζουμε για πρώτη φορά κάποιον είναι να ενδιαφερθούμε για το επάγγελμά του και, στη συνέχεια, συχνά ρωτάμε για το παρελθόν του, τις ρίζες του, ίσως γιατί η καταγωγή και οι πρόγονοι κατέχουν σημαντική θέση στην αξιολόγηση και τη γνωριμία με ένα άτομο. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως, στην παρούσα βιογραφία, έχει η Μάγδα Μαρία Αβανέα-Καμπούρη.
Η καταγωγή της οικογένειάς της είναι από τη Μάνη. Για να είμαστε ακριβέστεροι, από την πλευρά του πατέρα της κατάγεται από τη Μεσσηνιακή Μάνη, ενώ από την πλευρά της μητέρας της, από τη Λακωνική. Ο παππούς της βιογραφουμένης, Ιωάννης Αβανέας, γεννήθηκε στην Αθήνα και το επάγγελμά του ήταν αυτό του δασκάλου. Παντρεύτηκε τη Μαρία Σκαλκέα και απέκτησαν τέσσερα παιδιά, ο μικρότερος των οποίων ήταν ο πατέρας της.
Ο Βασίλειος Αβανέας γεννήθηκε στην Αθήνα, εισήλθε πρώτος στη Σχολή Ευελπίδων, ενώ φοίτησε στην Πάντειο και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία τελείωσε όταν ήταν Συνταγματάρχης, έχοντας ήδη αποκτήσει την πρώτη του κόρη, την Μάγδα.
Έκανε καριέρα στρατιωτικού στο Σώμα του Υλικού Πολέμου, φτάνοντας στον ανώτατο βαθμό του Στρατηγού. Ήταν ένας πολύ όμορφος άνδρας, μιλούσε απταίστως πέντε ξένες γλώσσες και διέθετε σε υψηλό επίπεδο καλλιτεχνική φλέβα, την οποία εκδήλωνε ζωγραφίζοντας, τραγουδώντας και παίζοντας κιθάρα. Τον διακατείχε μεγάλο πάθος για την πατρίδα, το οποίο προσπαθούσε να μεταδώσει στα παιδιά του, με αναφορές στην ιστορία και με ανάλογες διδαχές, ενώ, κάθε βράδυ ζητούσε να του απαγγείλουν ποιήματα, με θέμα την αγάπη στον Θεό και στην Ελλάδα. Επί Γερμανικής Κατοχής φυλακίσθηκε στο Χαϊδάρι, όπου κλονίστηκε η υγεία του, αναφέρεται μάλιστα το όνομά του στο βιβλίο «Μάρτυρες της Ελευθερίας». Όταν ήταν συνταγματάρχης, έγινε διοικητής στο εργοστάσιο της ΚΟΠΥ στον Πειραιά, όπου κατάφερε να δημιουργήσει καντίνες για τους εργάτες, να επιβάλλει διαλείμματα στα μέχρι τότε συνεχή οκτάωρα και να τους προσφέρει ξέγνοιαστα Σαββατοκύριακα και χαρούμενες στιγμές, ενώ η πόρτα και η αγκαλιά του ήταν πάντα ανοικτές για ό,τι του ζητούσαν και περνούσε από το δικό του το χέρι. Στην κηδεία του, δέκα περίπου χρόνια μετά, ο θρήνος των ανθρώπων αυτών, ήταν υπέρτερος σε βάρος των τιμών που το αξίωμά του επέβαλε να του παρασχεθούν, αποδεικνύοντας την αγάπη τους σε έναν άνθρωπο που τους νοιάστηκε και άλλαξε τις, μέχρι τότε, συνθήκες εργασίας και ζωής τους.
Ο πατέρας της βιογραφούμενης παντρεύτηκε τη μητέρα της, Σταυριανή-Τάνια Πουλαντζά, κόρη του μεγαλεμπόρου λαδιού Κωνσταντίνου Πουλαντζά, το πρώτο παιδί μιας θαυμάσιας οικογένειας επτά παιδιών, στην οποία ανήκουν ο γνωστός χερουργός Γιάννης Πουλαντζάς και ο πολιτικός μηχανικός Βασίλης Πουλαντζάς.
Η οικογένεια της μητέρας της βιογραφούμενης κατάγεται από τις λεγόμενες «χαμένες πατρίδες» του Ελληνισμού. Συγκεκριμένα, οι ρίζες της τοποθετούνται στην Πουλαντζάκη του Πόντου, μία παραλιακή πόλη 20 χλμ. από την Κερασούντα, χρονικά δε, αναφέρονται στη μετανάστευση των Ποντίων, γύρω στα 1800, όταν κάποιοι από αυτούς πήγαν στο Νέο Πουλαντζάκι στη Μικρά Ασία, άλλοι στη Ζάκυνθο και οι υπόλοιποι σκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της ελληνικής γης.
Η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στη Λακωνική Μάνη, στην περιοχή του Διρού. Ο παππούς της, Κωνσταντίνος Πουλαντζάς, έντιμος και ειλικρινής άνθρωπος, έβαζε την υπογραφή του με τον λόγο του. Κατάφερε με σκληρή δουλειά και με τις εξαγωγές λαδιού που έκανε στο εξωτερικό να δημιουργήσει μία μεγάλη περιουσία. Δυστυχώς, όμως, οι Γερμανοί, μετά φυσικά από «πληροφορίες» Ελλήνων ζηλωτών της συκοφαντίας και προδοσίας, κατέσχεσαν τα πάντα, με συνέπεια, μετά τον πόλεμο, να αναγκασθεί σε μία νέα αρχή, με τον ίδιο δυναμισμό και σεβασμό στο όνομα και τις πράξεις του. Υπήρξε ένας άνθρωπος που προσέφερε πολλά στους ανθρώπους του τόπου του, πρόλαβε δε να αφήσει υπέροχες αναμνήσεις τουλάχιστον στα μεγαλύτερα εγγόνια του και ειδικότερα στη βιογραφουμένη, που πάντα θυμάται τα λόγια και την αγάπη του, στο μεγαλόπρεπο σπίτι της οδού Λέρου, στην Κυψέλη, στο οποίο και ουσιαστικά μεγάλωσε. Παντρεύτηκε την Αγάθη Κουλουφάκου, ανιψιά του τότε μεγαλοεπιχειρηματία και ιδιοκτήτη του Καζίνου Λουτρακίου, Πιέρρου Κουλουφάκου και δημιούργησαν μία πολυμελή οικογένεια, της οποίας βασικά χαρακτηριστικά ήταν η αγάπη, η αλληλοστήριξη και ο αλληλοσεβασμός.
Η μητέρα της βιογραφούμενης, Σταυριανή-Τάνια, γεννήθηκε στην Αθήνα, τελείωσε το σχολείο της Αηδονοπούλου και παντρεύτηκε νωρίς, ερωτευμένη μέχρι τον θάνατό του, με τον άντρα της. Αξίζει να σημειωθεί ότι, λόγω του πολλαπλού καρκίνου και των φαρμάκων που έπαιρνε, ο πατέρας της βιογραφουμένης κοιμόταν το πρωί και ζούσε το βράδυ, υποχρεώνοντας έτσι την Τάνια να είναι μητέρα το πρωί και σύζυγος το βράδυ, καταπονώντας και εξαντλώντας όμως τον οργανισμό της, με συνέπεια να «φύγει» ομοίως, από καρκίνο, στα 62 της. Ήταν μία γυναίκα με θέληση, τόλμη και εξαιρετική εσωτερική δύναμη, από τις πρώτες δέκα γυναίκες οδηγούς στην Ελλάδα, με σημαντική δράση στα κοινά, διατελέσασα Πρόεδρος διάφορων πολιτικών και μη συλλόγων και οργανώσεων. Μάλιστα, έναν μήνα πριν φύγει από τη ζωή, αν και ήταν φανερά καταπονημένη από τον καρκίνο στο συκώτι που την ταλαιπωρούσε, σηκώθηκε βαριά άρρωστη, με πόνο, για να παρευρεθεί σε μία εκδήλωση της Ένωσης Πελοποννησίων, όπου είχε κληθεί να στεφανώσει το άγαλμα του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Ήταν μία γυναίκα-πρότυπο. Δραστήρια, κεφάτη, αγαπητή σε όλους, καταπληκτική μάνα και σύζυγος, με μεγάλη φιλανθρωπική δράση και προσφορά, την οποία τα παιδιά της πληροφορήθηκαν χωρίς, βεβαίως, να εκπλαγούν, μετά τον θάνατό της. Από τον γάμο της με τον Βασίλειο Αβανέα, απέκτησε τρία παιδιά, τη Μάγδα-Μαρία, την Αγάθη και τον Γιάννη. Η Αγάθη σπούδασε δημοσιογράφος και προγραμματίστρια και παντρεύτηκε τον Διονύση Παπαναγιώτου, αρχιτέκτονα, αδελφό του Υπουργού του ΠΑΣΟΚ Κωνσταντίνου Παπαναγιώτου, με τον οποίο απέκτησε μία κόρη, την Αμάντα. Ο Γιάννης έχει σπουδάσει Νομική και εργάστηκε για επτά χρόνια στο Παρίσι, ως εργασιακός ακόλουθος του Υπουργείου Εργασίας και στην Αθήνα ως δικαστικός γραφολόγος. Σήμερα ασχολείται με τις αγάπες του, το διάβασμα και το computer, με το οποίο, είναι αλήθεια, ότι έχει αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση και ικανότητα.
Η βιογραφούμενη Μάγδα-Μαρία, στα πρώιμα νεανικά της χρόνια σπούδασε Ηλεκτρονικά και Αγγλική Φιλολογία, προκειμένου, επωφελουμένη της πλήρους υποτροφίας που είχε επιτύχει από το Πανεπιστήμιο του Michigan, να σπουδάσει στην Αμερική, ως σχεδιάστρια ηλεκτρονικών εξαρτημάτων. Όμως, η ζωή είχε άλλα σχέδια για εκείνη. Έτσι, στα 22 της χρόνια και σε μια εκδρομή στη Χαλκίδα, γνώρισε τον Αναστάση Καμπούρη και μέσα σε 4 μήνες παντρεύτηκαν, μετά δε από ένα χρόνο απέκτησαν ένα κορίτσι, τη Χαρούλα. Η Χαρά ήταν ένα υπέροχο και πανέξυπνο κοριτσάκι, το οποίο, μεταξύ των άλλων, παραλλήλως με την ελευθερία και την ανεξαρτησία που παρείχε ο Αναστάσης στην Μάγδα, «επέτρεψε» στη μαμά της, παράλληλα με τις οικογενειακές της υποχρεώσεις να σπουδάσει Νομική και Δικαστική Γραφολογία. Απέκτησε έτσι η βιογραφούμενη δύο ακόμη «χρυσά βραχιόλια», που τότε δεν είχε σκοπό να χρησιμοποιήσει, λόγω της συνεχούς της απασχόλησης με τα του άντρα της, θεωρώντας πως απλώς της προσέφεραν ένα ακόμη στοιχείο μόρφωσης και καλλιέργειας, αγάπες που διατήρησε και διατηρεί ακόμη, παρά το βάρος και το εύρος της καθημερινής εργασιακής της απασχόλησης.
Ο Τάσος Καμπούρης ήταν ένας αξιόλογος δικηγόρος, που αγαπούσε το ποδόσφαιρο και την πολιτική και γενικότερα την ενασχόληση με τα κοινά. Υπήρξε Πρόεδρος της ποδοσφαιρικής ομάδος της Χαλκίδας, όταν ήταν ακόμη χρηματοδοτούμενο από ιδιώτες σωματείο και Πρόεδρος της κομματικής οργάνωσης της Νέας Δημοκρατίας στην Εύβοια, επί επτά χρόνια, χώροι που τους υπηρέτησε με πάθος, ξοδεύοντας την περιουσία του και παραμελώντας την καριέρα του, την οικογένειά του και, τελικώς, την υγεία του, πολύ αγαπητός όμως στους Ευβοείς, ανεξαρτήτως κομματικής παράταξης. Το 1989 εκλέχθηκε βουλευτής στην περιφέρειά του. Δυστυχώς, όμως, ένα χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας της Μάγδας το 1988, και λίγο μετά την εκλογή του, ο Τάσος Καμπούρης έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 56 ετών, από ανακοπή καρδιάς και η Μάγδα έμεινε χήρα στην ίδια ηλικία που είχε χηρέψει και η μητέρα της. Η βιογραφούμενη, μετά από ένα χρόνο απομόνωσης και κατάθλιψης, αρνούμενη τις προτάσεις για να κατεβεί ως υποψηφία βουλευτής στη θέση του άντρα της, φοβούμενη όπως έλεγε μήπως «βγει», πήρε τη ζωή της στα χέρια της. Έτσι, ξεκίνησε τη νέα της ζωή, με τρεις συγχρόνως διάφορης φύσεως εργασιακές ενασχολήσεις, οι οποίες κάλυψαν τόσο την ψυχική, όσο και τις οικονομικές της ανάγκες, εξασφαλίζοντάς της αφενός την αξιοπρέπεια και αφετέρου την ανεξαρτησία, βασικά στοιχεία της προσωπικότητας της νοοτροπίας και της φύσης της.
Ειδικότερα, ανέλαβε τα θέματα παρουσίασης της PLANET, της γνωστότερης ίσως τότε εταιρείας παροχής υπηρεσιών σε θέματα πληροφορικής σε Υπουργεία, Τράπεζες, Εταιρείες κλπ, στην οποία και παρέμεινε για επτά χρόνια, ενώ διετέλεσε επί επτά επίσης έτη μέλος της δευτεροβαθμίου Επιτροπής Εφέσεων της ΕΠΟ επί παραβάσεων του Ποινικού Αθλητικού Κώδικα, καθώς και οκτώ χρόνια μέλος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής της ΕΠΑΕ.
Κύρια και βασική απασχόλησή της, όμως, ήταν και είναι η Δικαστική Γραφολογία, μια επιστήμη που αγάπησε και αγαπά, ελπίζοντας πως θα είναι ικανή να την υπηρετεί για όσα χρόνια η δικαιοσύνη θα την χρειάζεται.
Η σπουδή της Γραφολογίας, θεωρητικά και πρακτικά, άρχισε για εκείνην κοντά σε ένα πολύ σημαντικό άνθρωπο, τον Αριστείδη Πουλαντζά, αδερφό του παππού της, Δικηγόρο, με σπουδές στην Γαλλία, την Γερμανία και την Αυστρία και πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Γραφολόγων, σε μια εποχή που συμμετείχαν εξαίρετοι γραφολόγοι και σημερινοί δάσκαλοι, όπως ο Εντμόντ Λοκάρ. Ήταν ένας εξέχων επιστήμονας και, συγχρόνως, πατέρας ενός διακεκριμένου και άξιου γιου, του φιλόσοφου και καθηγητή στην Σορβόννη, Νίκου Πουλαντζά, ο οποίος, δραστηριοποιήθηκε έντονα στο Παρίσι, έχει χαρακτηρισθεί ως νεομαρξιστής, εκπρόσωπος του λεγόμενου «δομικού μαρξισμού», πολιτικός στοχαστής και κοινωνιολόγος, περισσότερο γνωστός για το θεωρητικό του έργο για το κράτος, ενώ αξιοσημείωτη είναι η συνεισφορά του στην ανάλυση του φασισμού, των κοινωνικών τάξεων στον σύγχρονο κόσμο και της κατάρρευσης των δικτατοριών στη νότια Ευρώπη (Ισπανία, Πορτογαλία. Ελλάδα) κατά τη δεκαετία του ΄70.
Αγάπησε την επιστήμη της γραφολογίας και ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Bath του Λονδίνου και στο Σικάγο της Αμερικής, ενώ παρακολούθησε για ένα ολόκληρο χρόνο τα μεταπτυχιακού τύπου σεμινάρια που παρέδωσε ο ALBERTO BRAVO στη Σχολή της Ρώμης.
Ο μεγαλύτερος σταθμός στη ζωή της Μάγδας ήταν ο σύζυγός της, Τάσος Καμπούρης. Η καταγωγή του ήταν από τη Στενή Ευβοίας, είχε δε, τρία αδέρφια και δύο καταπληκτικούς γονείς που λάτρευε η βιογραφούμενη. Ο Τάσος ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, έξυπνος, ικανός, όμορφος και δραστήριος. Το επάγγελμά του ήταν η δικηγορία αλλά η ζωή του ήταν αφιερωμένη στα κοινά. Η γυναίκα του τον ακολουθούσε παντού, προκειμένου να είναι κοντά του, σύντροφος και αρωγός, έτοιμη να αντιμετωπίσει οιονδήποτε και οτιδήποτε θα απειλούσε τον ψυχισμό, το όνομα και την προσωπικότητά του. Είχε ένα σύνθημα στη ζωή του και το ακολουθούσε πιστά μέχρι το τέλος: «Δεν ξέρω», έλεγε, «αν θα πετύχουμε σε ό,τι κάνουμε, αλλά ό,τι κάνουμε πρέπει να το κάνουμε καλά».
Ήταν γλεντζές, άρχοντας και άνθρωπος, γι’ αυτό και είχε πολλούς και σταθερούς φίλους, αξίζει δε να αναφερθεί ότι και 15 χρόνια μετά το «φευγιό» του, αφιερώνονταν κάθε χρόνο την επέτειο του θανάτου του άρθρα στις τοπικές εφημερίδες, γεγονός που δεν συνέβαινε, παρά μόνον ευκαιριακά, για αξιόλογους πολιτικούς της Ευβοίας που είχαν υπάρξει Υπουργοί, βουλευτές και Ευρωβουλευτές για χρόνια. Προς τιμήν του δε, έχει ονομαστεί το ΚΛΕΙΣΤΟ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΝΗΘΟΥ «ΤΑΣΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΗΣ».
Η βιογραφουμένη αγαπά πολύ το διάβασμα, τη ζωγραφική και τη μουσική. Είχε επιτύχει μάλιστα και στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία ουδέποτε παρακολούθησε. Μικρή έπαιζε και κιθάρα, έχει κερδίσει βραβεία σε διαγωνισμούς ζωγραφικής ενώ για αρκετά χρόνια συνεργάσθηκε με την εφημερίδα ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΕΥΒΟΙΑ, γράφοντας ελεύθερα άρθρα, κάθε εβδομάδα. Τώρα, δυστυχώς, παρά το ότι θα ήθελε να αποτυπώσει με το γράψιμο πολλά και ειδικά θέματα, κυρίως σχετικά με την Δικαστική Γραφολογία, δεν έχει την δυνατότητα, καθόσον η ενασχόλησή της με την εργασιακή καθημερινότητα δεν της αφήνει τον χρόνο που απαιτείται, αναβάλλοντας τα σχέδιά της για ένα μέλλον που ενδεχομένως δεν θα έλθει ποτέ.
Η κόρη της Μάγδας, η Χαρούλα, καρπός του έρωτά της με τον σύζυγό της, Αναστάσιο Καμπούρη, έχει σπουδάσει Γερμανική Φιλολογία και Γραφολογία σε βαθμό τρίτης γενιάς, την οποία ασκεί με μεγάλη επιτυχία. Έχει παντρευτεί τον Σταμάτη Πουλαντζά, γιο του Στάθη Πουλαντζά, Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Προνοίας, όταν οι Γενικοί Διευθυντές ήταν εννέα και ισότιμοι με τους Υπουργούς, ενός από τους πλέον έντιμους ανθρώπους που πέρασαν από το Δημόσιο, προσωπικό φίλο του τότε Βασιλιά Παύλου και συζύγου της Έφης Μουσούρη, μιας υπέροχης γυναίκας, οικοδέσποινας και Κυρίας, μητέρας του Σταμάτη και της Φέρης.
Ο Σταμάτης έχει σπουδάσει Νομική στο Φράιμπουργκ και είναι εξαίρετος σύμβουλος επιχειρήσεων, είναι επίσης ένας εκπληκτικός συζητητής, αποκαλύπτοντας μόρφωση και καλλιέργεια, ένας εξαιρετικός και πιστός φίλος, ένας σύζυγος που προσφέρει τα πάντα στην γυναίκα του και ένας ακοίμητος πατέρας που παρακολουθεί ακούραστα τον γιο του, ενώ τέλος, είναι ένας απίστευτος σεφ, που θέλει και ξέρει να περιποιείται τους καλεσμένους του. Τόσο η Χαρούλα, όσο και ο Σταμάτης προσφέρουν συνεχή αγάπη και φροντίδα στη Μάγδα, το μεγαλύτερο όμως δώρο που της έκαναν είναι ο εγγονός της, ο Στάθης, που γεννήθηκε το 2004 και άλλαξε όλη της τη ζωή! Είναι το αστέρι και ο άντρας της ζωής της!