Μενού Κλείσιμο

Αθανασόπουλος Ηλίας

• Έτος Γεννήσεως: 1951
• Επάγγελμα: Επιχειρηματίας
• Τόπος Καταγωγής: Μεσσηνία, Πελοπόννησος, Ελλάδα
• Τόπος Διαμονής: -

Ο Ηλίας Αθανασόπουλος γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1951. Από νεαρό παιδί βρέθηκε να εργάζεται σε ένα εργαστήρι κατασκευής ασημένιων σκευών. Όντας ανήσυχο και δημιουργικό πνεύμα με φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον του, άνοιξε το πρώτο του εργαστήριο αργυροχοΐας σε ηλικία 21 ετών. Έκτοτε, η εξέλιξη της Clarte σε μια μεγάλη και ανταγωνιστική επιχείρηση με μεγάλη εμπορική επιτυχία, ειδικά στον τομέα της πώλησης αντιγράφων εικόνων βυζαντινής αγιογραφίας, ήταν συνεχής. Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης και έπειτα από μεγάλες περιπέτειες κατάφερε να κρατήσει όρθια την επιχείρηση και να ατενίζει ξανά με αισιοδοξία το μέλλον. Η εταιρεία σήμερα παράγει αντίγραφα βυζαντινής αγιογραφίας με σύγχρονες μεθόδους παραγωγής.

 

Η καταγωγή του έχει προαιώνιες ρίζες στη Μεσσηνία. Ο προπάππους του, Σταύρος, γεννήθηκε στο Σιμύζα, σημερινό Μαυρομμάτι στην Ιθώμη Μεσσηνίας, όπου και εργάστηκε ως αγρότης. Το 1912 πολέμησε για την απελευθέρωση του Έθνους. Έκανε έναν γιο, τον Αθανάσιο.

Ο Αθανάσιος Αθανασόπουλος, ο παππούς του, γεννήθηκε και αυτός στο Σιμύζα. Παντρεύτηκε τη Βασιλική που του χάρισε έναν γιο και μια κόρη, τον Σταύρο και τη Μαρία. Ο Αθανάσιος όμως δεν πρόλαβε να ευτυχίσει και να χαρεί την οικογένειά του. Πολύ νέος ακόμα, μόλις 25 χρονών, αρρώστησε βαριά από κρυολόγημα, το οποίο του στοίχισε την ίδια του την ζωή.

Ο Σταύρος Αθανασόπουλος, ο πατέρας του, γεννήθηκε στο Μαργέλι Μεσσηνίας. Η ζωή του είχε πολλά κοινά σημεία με τη ζωή του παππού Σταύρου. Γεννημένος σε μια εποχή που κλονίζονταν από τις παγκόσμιες πολεμικές συρράξεις και σε μια χώρα που τα παιδιά της έπρεπε να αγωνιστούν σκληρά για να κερδίσουν την ελευθερία τους, πολέμησε και αυτός στην Αλβανία, εκτελώντας το χρέος του προς την πατρίδα, όπως είχε κάνει μερικά χρόνια πριν και ο παππούς του. Ο πόλεμος του άφησε τα σημάδια του, καθώς επέστρεψε στο χωριό του με κρυοπαγήματα. Κατάφερε όμως να αναρρώσει από τις πληγές του πολέμου και να στήσει τη δική του οικογένεια. Ο εύφορος κάμπος της Μεσσηνίας του πρόσφερε δουλειά και έτσι ασχολήθηκε με τη γεωργία. Παντρεύτηκε τη συγχωριανή του, Αθανασία Παναγιωτοπούλου, η οποία επίσης καταγόταν από αγροτική οικογένεια. Δούλεψαν μαζί και απέκτησαν σημαντική κτηματική περιουσία στο χωριό. Έκαναν μια μεγάλη οικογένεια, αποτελούμενη από οκτώ παιδιά: τον Γιώργο, τον Παναγιώτη, τον Τάσο, τον Θανάση, την Ευπραξία, τον Κώστα, τον Ηλία και τη Χριστίνα.

Ο Ηλίας Αθανασόπουλος είναι το έβδομο κατά σειρά παιδί της πολυμελούς οικογένειας, γεννημένος και εκείνος στο Μαργέλι της Μεσσηνίας. Όλοι από πολύ μικρά παιδιά συμμετείχαν στις αγροτικές δουλειές και ένα-ένα παιδί που γινόταν 12 χρονών και τελείωνε το Δημοτικό, έφευγε για την Αθήνα «για να βρει την τύχη του». Η οικογένεια τον προόριζε να μείνει στο χωριό για πάντα, ως μικρότερος, για τη στήριξη των γονιών του. Οι σκέψεις του όμως και τα όνειρά του ήταν άλλα και γι’ αυτό, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των μεγαλυτέρων, «πάτησε πόδι» και έφυγε και εκείνος για τη μεγαλούπολη σε ηλικία 14 ετών. Πήγε στη συνέχεια στο Γυμνάσιο, όπου τελείωσε μόνο τις δυο πρώτες τάξεις.

Από νεαρό παιδί λοιπόν, βρέθηκε να εργάζεται σε ένα εργαστήρι κατασκευής ασημένιων σκευών, γιαννιώτικης και κερκυραϊκής τέχνης, με δασκάλους-αφεντικά ειδικευμένους στη σφυρηλάτηση του μετάλλου και στην κατ’ εξοχήν χειροποίητη κατασκευή ασημένιων σκευών χρήσης και διακόσμησης. Τον έμαθαν να αγαπά και να σέβεται την παραδοσιακή τέχνη, εκείνος όμως ονειρευόταν παράλληλα πώς να μπορούσε να «στείλει» αυτά τα έργα τέχνης στα πέρατα της γης.

Στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του στο Πεζικό Σώμα στο Μεσολόγγι, τη Χίο και τη Λάρισα. Μόλις εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, μπήκε για τα καλά στον αγώνα της ζωής. Ήταν από τη φύση του, ως φαίνεται, ανήσυχος και ανεξάρτητος. Παράλληλα, διέθετε δημιουργικό πνεύμα και φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον του.

Αποφασίζει λοιπόν να κάνει κάτι δικό του, «να στήσει τη δική του δουλειά». Ήταν ακριβώς 21 ετών. Κεφάλαιο δεν είχε, αλλά αυτό δεν αποτέλεσε εμπόδιο στα σχέδιά του. Είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Δανείστηκε, λοιπόν, 5.000 δραχμές και ανοίγει το πρώτο του εργαστήριο αργυροχοΐας. Προσλαμβάνει και δυο τεχνίτες ως βοηθούς. Αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι στο ξεκίνημά του τον στηρίζουν οι κοσμηματοπώλες Τσακτάνης (ανιψιός του Ζολώτα) και Αθηνιωτάκης, οι οποίοι είναι οι πρώτοι του πελάτες.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, κατάφερε να δημιουργήσει μια μονάδα κάθετης παραγωγής ασημένιων σκευών με σύγχρονο εξοπλισμό, μοντέρνο σχεδιασμό και άριστη ποιότητα τελικού προϊόντος. Αυτή η ποιότητα, στην οποία είχε εμμονή, ήταν που του άνοιξε δρόμους για σπουδαίες συνεργασίες σε όλη την υφήλιο. Δημιούργησε μία αξιόλογη ομάδα συνεργατών που μοιράστηκαν όνειρα, ελπίδες και ατελείωτες ώρες δουλειάς. Συμμετείχαν σε διεθνείς εκθέσεις, μέσω των οποίων κατάφεραν να διεισδύσουν σε αγορές της Ευρώπης, της Ασίας, της Αμερικής και αλλού. Για αρκετά χρόνια συνεργάστηκαν με Εβραίους χονδρεμπόρους από το Μπρούκλιν παράγοντας για αυτούς εξειδικευμένα θρησκευτικά αντικείμενα. Δημιούργησαν μια σειρά προϊόντων για επώνυμο οίκο στο Τόκιο, έκαναν συνεργασίες για συγκεκριμένες κατασκευές με το Harrods της Αγγλίας, παρήγαγαν αντικείμενα σπουδαίων Ευρωπαίων σχεδιαστών όπως για τον οίκο «Fink». Το Μουσείο Metropolitan της Νέας Υόρκης τους τίμησε αναθέτοντάς τους την κατασκευή μιας τεράστιας ποσότητας ασημένιων αντιγράφων από σκεύη που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι Αμερικανοί πολίτες.

Αυτή η πρόοδος εννοείται ότι συνοδευόταν πάντα από επενδύσεις η μια μετά την άλλη, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της εκάστοτε αγοράς σε σχεδιασμό, καλούπια και προώθηση. Οι επενδύσεις αυτές άλλοτε καλύπτονταν από ίδια κεφάλαια άλλοτε, τις περισσότερες φορές, από τραπεζικό δανεισμό.

Οι ανάγκες τους για εξειδικευμένο προσωπικό τους οδηγούν στη δημιουργία δική τους σχολής αργυροχοΐας, με καταξιωμένους τεχνίτες αργυροχόους για δασκάλους. Είναι γεγονός ότι εκτός των πρακτικών αναγκών της εταιρείας καλύπτει και την έμφυτη ανάγκη του για τη διαιώνιση της τέχνης της αργυροχοΐας και γι’ αυτό δεν λυπάται να προσφέρει το καλύτερο από όλες τις απόψεις σε διδασκόμενους και διδασκάλους.

Την ίδια περίπου εποχή παρουσιάζεται μια καλή ευκαιρία αγοράς ενός εργοστασίου 3.000 τ.μ. στο Κρυονέρι Αττικής σε οικόπεδο 5 στρεμμάτων. Παρότι υπάρχουν οικονομικές δυσκολίες, αποφασίζει να προβεί στην αγορά αυτή, έχοντας πάντα στο μυαλό του τις παραγωγικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν έως τότε γιατί η παραγωγή τους ήταν χωρισμένη σε τρία διαφορετικά κτήρια και τα έξοδα ελέγχου και διακίνησης μεγάλα. Δεν φοβήθηκε το ρίσκο γιατί οι παραγγελίες δεν τους έλειπαν ποτέ, τα οφέλη από τη συγκέντρωση όλων των δραστηριοτήτων της επιχείρησης σε ένα κτήριο θα απέφερε μεγάλη μείωση στα λειτουργικά τους έξοδα και από την άλλη οι τράπεζες γνώριζαν την εντιμότητα και το καλό όνομά τους στην αγορά και είχαν τότε μια άνεση στις χρηματοδοτήσεις αξιόπιστων επιχειρήσεων σαν τη δική τους.

Το 1982, περίοδο κατά την οποία η τιμή του καθαρού ασημιού ξέφυγε σε δυσθεώρητα ύψη και οι αγορές αδυνατούσαν να πουλήσουν ασημένια σκεύη, δημιούργησαν, εκ νέου, μια σειρά επάργυρων (silver plated) προϊόντων, που και εδώ έδωσαν βάση στον σχεδιασμό και την ποιότητα. Τότε ήταν που δημιούργησαν το brand name τους, «CLARTE». Στράφηκαν κυρίως στην αγορά της Μέσης Ανατολής, στη Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και το Ντουμπάι, μιας και η ζήτηση ήταν μεγάλη και οι πελάτες διψασμένοι για πολυτέλεια και προβολή. Έφτιαχναν πραγματικά έργα τέχνης, ειδικές παραγγελίες για ιδιώτες πρίγκιπες αλλά και για σπουδαίους οίκους όπως οι «Fitahi» και «Gazzaz». Το όνομα CLARTE κυριαρχούσε σε αυτές τις αγορές, μαζί με την ανταγωνιστική τους εταιρεία «Αφοί Λαμπίδη». Και οι δύο εταιρείες τους απολάμβαναν το πάνω από 90% της παραγωγής τους να το εξάγουν μόνο στη Μέση Ανατολή.

Δυστυχώς, τον Αύγουστο του 1990 ξέσπασε ο πόλεμος στον Περσικό Κόλπο. Δηλαδή κρίση μέσα στην καρδιά της αγοράς τους. Έχασαν προϊόντα, χρήματα και αγορά. Τους βρήκε σε μια τελείως ακατάλληλη εποχή, αφού είχαν ανοιχτές υποχρεώσεις λόγω επανειλημμένων επενδύσεων και η κατάρρευση δεν άργησε. Ακολούθησε ένας τεράστιος και επίπονος αγώνας επιβίωσης προσωπικός, οικογενειακός και επαγγελματικός.

Εν τω μεταξύ, μετά από 8-10 χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε τελεσίδικα να αποζημιωθούν οι εταιρείες  που επλήγησαν από τον Πόλεμο του Κόλπου. Από τον κλάδο αργυροχρυσοχοΐας οι πληττόμενοι ήταν η CLARTE και η «Αφοί Λαμπίδη». Τους κοινοποιήθηκε λοιπόν ένα συστημένο γράμμα από τις Βρυξέλλες που ανακοίνωνε ότι έχουν κατατεθεί στο Ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών αποζημιώσεις για τις δύο πληγείσες ελληνικές εταιρείες. Για την εταιρεία Αφοί Λαμπίδη 1.800.000 δολάρια και για την CLARTE 2.000.000 δολάρια.

Πίστεψε προς στιγμήν, ότι επιτέλους θα έβρισκε συμπαραστάτη στον αγώνα επιβίωσης που έδινε καθημερινά, διότι τα χρήματα ήταν αρκετά και θα τους στήριζαν ξανά στα πόδια τους και θα βοηθούσαν στην ανάπτυξη της καινούργιας δραστηριότητάς τους με τις ασημένιες εικόνες που εν τω μεταξύ παρήγαγαν. Δυστυχώς μάταια! Έτρεξε στα υπουργεία χωρίς να μπορεί να βρει άκρη, «από τον Άννα στον Κιάφα». Εν τέλει έβαλε δικηγόρο να τρέξει την υπόθεση και στο τέλος η απάντηση που πήρε από το Ελληνικό Δημόσιο ήταν ότι «επείγουσες κρατικές ανάγκες, λόγω πλημμυρών και πυρκαγιών στον Πύργο Ηλείας, απορρόφησαν αυτά τα χρήματα». Εννοείται ότι το ίδιο ίσχυε και για την εταιρεία Αφοί Λαμπίδη. Εκείνος, δόξα τον Θεό, συνέχισε τον αγώνα του με όλα τα βάρη, ο συνάδελφός του όμως ο Λαμπίδης δεν άντεξε το χτύπημα και δυστυχώς εγκατέλειψε την εταιρεία. Ο άλλος δε αδερφός Λαμπίδη μετανάστευσε στο εξωτερικό.

Προσπαθώντας να αντεπεξέλθει στις τεράστιες υποχρεώσεις, ευτυχώς δεν τον εγκατέλειψε ποτέ η ελπίδα και η πίστη του στον Θεό. Εκείνη την περίοδο ήταν που είδε το όραμα που έμελλε να αλλάξει για μια ακόμη φορά τη ζωή του. Είδε την Παναγία με τον Χριστό αγκαλιά. Έψαξε, διάβασε, ερεύνησε σε θρησκευτικά βιβλία και βρήκε τελικά σε βιβλίο με τις βυζαντινές εικόνες της Κέρκυρας τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Πλατυτέρας, που βρίσκεται στην Ι. Μονή Πλατυτέρας στην Κέρκυρα. Αυτή ήταν η εικόνα που δεν γνώριζε και όμως την είδε ζωντανή μπροστά του! Το αντίγραφο αυτής της βυζαντινής εικόνας ήταν η πρώτη του δημιουργία από την οποία ξεκίνησε να κατασκευάζει ασημένιες εικόνες. Έπρεπε, λοιπόν, να πάρει μια θέση στον θρησκευτικό-εκκλησιαστικό χώρο, γι’ αυτό έτρεξε, μελέτησε αρκετά, πειραματίστηκε και βρήκε τρόπους για ποιοτικότερη και μαζικότερη παραγωγή.

Η επεξεργασία του ασημένιου μέρους των εικόνων ήταν για εκείνον κάτι σχετικά εύκολο, λόγω των σκευών που κατασκεύαζε στο παρελθόν και έτσι μπόρεσε να δημιουργήσει περίτεχνα ασημένια πουκάμισα, όπως αποκαλείται στη θρησκευτική ορολογία το ασημένιο μέρος της εικόνας. Επίσης, η εμπειρία του στη μαζική παραγωγή σκευών, κατασκευασμένα από καλούπια σε πρέσες, του πρόσφερε την πρωτοπορία κατασκευής αντιγράφων ιερών εικόνων επίσης μαζικά όσον αφορά πάντα το ασημένιο μέρος της εικόνας, με δυνατότητα παραγωγής πολλών διαφορετικών μεγεθών στο ίδιο ακριβώς θέμα εικόνας.

Η δυσκολία για εκείνον βρισκόταν τότε στο ζωγραφιστό μέρος της εικόνας, δηλαδή στην αγιογραφία. Έψαξε σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στους παραδοσιακούς τόπους αγιογραφίας όπως τα Μοναστήρια, προσπαθώντας να βρει παραγωγικούς τρόπους, εξασφαλίζοντας όμως, πάντα, την ποιότητα και την παράδοση. Ο παραγωγικός τρόπος, λοιπόν, ήταν και εξακολουθεί να είναι, η μέθοδος της μεταξοτυπίας. Δηλαδή η εξειδικευμένη εκτύπωση 30 ως 35 διαφορετικών χρωμάτων το ένα πάνω στο άλλο, επάνω σε επεξεργασμένο μουσαμά, η επιφάνεια του οποίου είναι καλυμμένη με πολύ λεπτά φύλλα χρυσού που αποτελούν και το φόντο της εικόνας. Κατάφερε συνεργαζόμενος με άριστους αγιογράφους και τεχνίτες, να δημιουργήσει αντίγραφα Βυζαντινής αγιογραφίας με άρτιο τρόπο, με σεβασμό, πίστη, ταλέντο και έμπνευση, πλησιάζοντας τη γεφύρωση του πνευματικού και φυσικού κόσμου, συστατικό απαραίτητο για την τέχνη της Βυζαντινής αγιογραφίας.

Το προσωπικό του, εκείνη την εποχή, ανερχόταν στα 50 άτομα. Επρόκειτο για ένα επιτελείο από εκλεκτούς καλλιτέχνες, από τους καλύτερους που υπήρχαν στην Ελλάδα στο είδος τους, οι οποίοι εργαζόντουσαν με γνώμονα το μεράκι και την αγάπη τους γι’ αυτό που κάνουν, αλλά και με ήθος και σεβασμό προς τη βυζαντινή αγιογραφία. Οι σχέσεις τους ήταν πάντα απόλυτα αρμονικές και οι ίδιοι ένοιωθαν ευτυχείς και ασφαλείς από την εργασία τους. Κύρια χαρακτηριστικά των εικόνων-αντιγράφων ήταν η υψηλή ποιότητα αλλά και η πιστότητά τους ως προς το πρωτότυπο, ένα δίπτυχο που απετέλεσε και το έμβλημα της εταιρείας. Έτσι κατάφερε να κάνει αποκλειστικές συνεργασίες από μοναστήρια του Αγίου Όρους και από μουσειακές ρωσικές εικόνες. Όλα αυτά οδήγησαν στην εξέλιξη της Clarte σε μια μεγάλη και ανταγωνιστική επιχείρηση με μεγάλη εμπορική επιτυχία και σημαντική θέση στην ελληνική αγορά, αφού κατείχε το 50% των πωλήσεων με σοβαρές συνεργασίες όπως το Μουσείο Μπενάκη. Η εταιρεία διέπρεπε όμως και στις αγορές του εξωτερικού. Τα προϊόντα της Clarte εξάγονταν κυρίως στην Ιταλία με αντιπρόσωπο τον οίκο Rino Greggio αλλά και στην Ισπανία, τη Γερμανία, την Αυστραλία, τη Ρωσία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και τη Σερβία. Στην Αμερική δε, συνεργάζονταν με το Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης.

Η πορεία της επιχείρησης ήταν συνεχώς ανοδική, αλλά οι οικονομικές τους υποχρεώσεις προς τράπεζες και αλλού συνυπάρχουν και κατά περιόδους αυξάνονται. Οι τράπεζες πλέον κάνουν πολλές φορές απαιτητά μεγάλα ποσά που εισπράττουν από πελάτες, από εξόφληση παραγγελιών. Δεν διστάζουν δε, να απαιτούν και να παρακρατούν ακόμα και προκαταβολές παραγγελιών. Άρα ο αγώνας του συνεχίζεται καθημερινά αλλά παράλληλα ο κίνδυνος κατάρρευσης της εταιρείας είναι μια συνεχόμενη απειλή. Προσπαθεί με κάθε μέσο το οικονομικό πρόβλημα της εταιρείας να μην φαίνεται στην αγορά, ψάχνοντας παράλληλα για συνεργάτες-συνεταίρους ή όποιας μορφής χρηματοδότες.

Τότε ήταν που εμφανίστηκε ένας Τούρκος επιχειρηματίας, ονόματι Ζέκι, χρυσοχόος κατασκευαστής, ο οποίος γνώριζε την εταιρεία από έναν μεγάλο πελάτη τους στην Τουρκία τότε, αλλά και από πολλούς πελάτες τους στη ρωσική αγορά, στην οποία και ο ίδιος πουλούσε τα προϊόντα του. Τότε η Clarte, το 2004, ήταν το πρώτο όνομα στα χρυσοχοεία εκεί. Ο Τούρκος αυτό το ήξερε πολύ καλά. Του πρότεινε λοιπόν να εξαγοράσει το 50% της εταιρείας έναντι 5 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία θα πλήρωνε σταδιακά σε διάστημα έως 5 χρόνια. Ο βασικός όρος ήταν να μεταφερθεί το εργοστάσιο στην Κωνσταντινούπολη, μιας και το κόστος εργατικών ήταν απείρως μικρότερο απ’ ότι στην Ελλάδα και επίσης η διακίνηση των εμπορευμάτων προς τη ρωσική αγορά πολύ ευκολότερη.

Η απόφασή του να δεχθεί τη συγκεκριμένη πρόταση δεν ήταν ό,τι πραγματικά ποθούσε για το «παιδί του», την Clarte, αλλά ήταν η μόνη διαθέσιμη, εφικτή και αποδεκτή από τις τράπεζες στις οποίες είχε οφειλές, οι οποίες το δέχθηκαν, αφού το μελέτησαν, δεσμεύοντάς τον όμως ότι αυτοί θα εισέπρατταν τα ποσά που θα κατέβαλε ο Τούρκος τα πρώτα 2 χρόνια. Την προκαταβολή των 300.000 ευρώ που πήρε, τη μοίρασε αμέσως, από 50 έως 80 χιλιάδες, σε κάθε τράπεζα που χρωστούσε. Ο Τούρκος πλήρωσε επίσης όλα τα έξοδα αποξήλωσης μηχανημάτων-καλουπιών, μεταφοράς και εγκατάστασης στην Πόλη. Ο Ηλίας πήρε μαζί του 15 από τους πλέον εξειδικευμένους τεχνίτες του, οι οποίοι θα μετέφεραν την τεχνογνωσία τους στους εκεί εργαζόμενους και εγκαταστάθηκε στην Πόλη. Δεν πέρασαν καν δύο χρόνια, όπου κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο, αλλά δυστυχώς ήταν πολύ αργά. Ο Τούρκος δεν υλοποίησε τίποτα από αυτά που είχε υποσχεθεί και υπογράψει. Όπως φάνηκε, το μόνο που αποσκοπούσε ήταν να εμφανίσει τα χρήματά του. Αναγκάστηκε μία μέρα να φύγει, με τα ρούχα που φορούσε, αφήνοντας πίσω του τους κόπους μιας ολόκληρης ζωής.

Το αποτέλεσμα ήταν να διαλυθούν τα πάντα. Η εταιρεία του στην Ελλάδα πτώχευσε, όπως και εκείνος προσωπικά. Το ακίνητο (εργοστάσιο) πλειστηριάστηκε. Ευτυχώς πληρώθηκαν οι εργαζόμενοι, στους οποίους ακόμη όφειλε, η εφορία, το ΙΚΑ και γενικά οι οργανισμοί του δημοσίου. Τα υπόλοιπα 1.100.000 ευρώ τα πήρε η τράπεζα που επέσπευσε τον πλειστηριασμό.

Τη στιγμή που λύγισε και γονάτισε και που η απελπισία τον είχε κυριεύσει, τότε ήταν που ένας άγγελος φύλακας, η γυναίκα του η Σοφία, τον έπιασε από το χέρι, τον σήκωσε πάνω και του είπε: «προχωράμε, εγώ σε εμπιστεύομαι, έχεις αστείρευτο όραμα, θα είμαι κοντά σου και θα κάνουμε νέο ξεκίνημα».

Κάθισε και σκέφτηκε όλη την προϊστορία του και τα προϊόντα που κατά καιρούς παρήγαγε. Ήταν πεπεισμένος ότι μόνο η θρησκευτική εικόνα δεν θα πάψει ποτέ να είναι ανάγκη των πιστών. Χρειαζόταν μόνο μια αλλαγή στην εμφάνιση, ίσως πιο μοντέρνα! Δημιούργησε έναν φάκελο με νέα σχέδια εικόνων, πιο κοντά στον σύγχρονο καταναλωτή, διατηρώντας όμως την παράδοση και τη θρησκευτικότητα της εικόνας. Με 15.000 ευρώ δανεικά από τον γιο της Σοφίας Μίλτο και 5.000 ευρώ από έναν αδερφό του, πήγε στην Ιταλία να συναντήσει τον Γκαμπριέλε, έναν άνθρωπο που πριν 20 χρόνια είχε έρθει στην Clarte να του πουλήσει προϊόντα με νέα τεχνολογία. Είχε καταφέρει στο μεσοδιάστημα να έχει ένα εργοστάσιο υπεραυτόματο σε 5 χιλιάδες τ.μ., με 50 εργαζόμενους και πωλήσεις της τάξεως των 20 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Ο Γκαμπριέλε τον δέχτηκε με πολλή χαρά, πίστευε σε εκείνον. Τον είχε δει 20 χρόνια πριν, δυνατό, όταν τα προϊόντα του ήταν παντού στην Ιταλία και τον αντιπροσώπευε τότε ο μεγαλύτερος οίκος του κόσμου, Rino Greggio, ο οποίος είχε 10 εργοστάσια κάθετης παραγωγής για όλο τον κόσμο για την παραγωγή φύλλου ασημιού, αντικείμενα (σκεύη χρήσεως σπιτιού και ξενοδοχείων) καθώς και κουταλοπίρουνα. Και ο Γκαμπριέλε αγόραζε φύλλο ασημιού από τον Greggio.

Του άνοιξε τον φάκελο με τα νέα του προϊόντα· ήταν 20 εικόνες σε 6 διαστάσεις το κάθε ένα. Του ζήτησε να κάνει καλούπια και παραγωγή για εκείνον. Έδωσε προδιαγραφές ποιότητας με τα δικά του στάνταρ. Υπέδειξε τρόπους κατασκευής των καλουπιών για να μπορέσουν να πάρουν το τελικό προϊόν που οραματίστηκε. Του αφήνει πάνω στο τραπέζι όλο το κεφάλαιο του νέου ξεκινήματος που είχε μαζί του, τα 20.000 ευρώ και του λέει: «ξεκινάμε»! Και ο Γκαμπριέλε του λέει: «Όχι κύριε Ηλία, δεν ξεκινάμε έτσι. Σε γνωρίζω τόσα χρόνια. Πάρε τα χρήματά σου και θα σου στέλνω εμπορεύματα τα οποία θα μου πληρώνεις ένα μήνα μετά από την παραλαβή, τα δε καλούπια δώδεκα μήνες μετά την κατασκευή του κάθε καλουπιού».

Αισθάνθηκε όλο του το σώμα ανάλαφρο, σαν να ήταν έτοιμος να πετάξει! Μια καινούργια αρχή ήταν μπροστά του, ένας καινούργιος αγώνας τον περίμενε, με γνώση, με παθήματα-μαθήματα, με σοφία αλλά και με μια Σοφία στήριγμά του μαζί με πελάτες και προμηθευτές που πάντα τον εμπιστεύθηκαν και τον στήριξαν αλλά μαζί και με τους πολύτιμους συνεργάτες τεχνίτες του που δεν έπαψαν ποτέ να είναι στο πλευρό του! Δοξάζει τον Θεό για όσα πέρασε, για όσα έμαθε, γιατί πέρασε μπόρες και Αυτός τον κράτησε όρθιο.

Η εταιρεία σήμερα απασχολεί περίπου 20-25 ανθρώπους και έχουν κατασκευάσει πάνω από 2.000 καλούπια. Τώρα πια σχεδιάζουν και κατασκευάζουν  τα καλούπια -3D- μέσα στην εταιρεία και μπορούν και παράγουν αντίγραφα βυζαντινής αγιογραφίας με σύγχρονες μηχανές τέλειας και πειστικής απεικόνισης, καταφέρνοντας παράλληλα να έχουν προσιτές τιμές για τους τελικούς καταναλωτές που σήμερα η αγοραστική τους δύναμη είναι τόσο περιορισμένη. Δεν έπαψε όμως, ακόμη και σήμερα, να συνεργάζεται με τον καρδιακό του φίλο Γκαμπριέλε.

Για μια ακόμη φορά, δημιούργησαν συνεργασίες με όλο τον θρησκευτικό κόσμο. Κατασκεύασε αντίγραφα Ιερών εικόνων πολλών μοναστηριών του Αγίου όρους, ακόμη και του Πρωτάτου του Αγίου Όρους, δηλαδή το ακριβές αντίγραφο της Ιερής εικόνας του Άξιον Εστίν. Συνεργάστηκε με άλλα πολλά Μοναστήρια σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η Ρωσία είναι μια από τις καλύτερες αγορές, μιας και οι ορθόδοξοι πιστοί της λατρεύουν τη Βυζαντινή μας τέχνη. Αλλά άριστες συνεργασίες έχει και με τους Αγίους Τόπους, τις Βαλκανικές χώρες και αλλού. Γενικότερα, σήμερα, η επιχείρηση εξάγει σε περισσότερες από 40 χώρες. Το 60% της παραγωγής διανέμεται εκτός Ελλάδος και το 40% στην Ελληνική αγορά. Στην πραγματικότητα, τα σημεία πώλησης είναι τα Μοναστήρια, τα εκκλησιαστικά καταστήματα αλλά και ένα σημαντικότατο μέρος η τουριστική αγορά.

Επιπλέον, τιμώντας τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821, έχει ήδη έτοιμη για προώθηση τη νέα παραγωγική σειρά. Κατασκευάζουν εικόνες σχετικές, όπως η εικόνα του Παλαιών Πατρών Γερμανού που ευλογεί τη Σημαία της Επανάστασης, τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου, τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και άλλες. Το σημαντικότερο όμως είναι το Ευαγγέλιο του Αγώνα πάνω στο οποίο ορκίστηκαν οι Έλληνες για «Ελευθερία ή Θάνατο». Τυπώθηκε για πρώτη φορά αντίγραφο το 1812 στη Βενετία από χειρόγραφο κείμενο και σήμερα τους εμπιστεύεται η Ιερά Μονή Οσίου Λουκά στην Βοιωτία, όπου βρίσκεται το πρωτότυπο, να κατασκευάσουν και εκείνοι αντίγραφα αυτού.

Η επιθυμία του Ηλία Αθανασόπουλου, που τη μοιράζεται πρώτα με την σύζυγό του Σοφία και μετά με τα παιδιά του Δημήτρη, Νίκη, Άννα και Μίλτο, που ήδη έχουν αναλάβει ο καθένας τη θέση του στην επιχείρηση, είναι να επεκταθεί ξανά στην τεράστια αγορά της Αμερικής, πιθανόν συνεργαζόμενος με κάποιον τοπικό αντιπρόσωπο, προκειμένου να ανακαλύψουν μαζί κάθε σημείο Ορθόδοξου κόσμου και να τοποθετήσουν τα αντίγραφα των εικόνων μας, βοηθώντας κατ’ ελάχιστον να διαιωνιστεί η Ορθόδοξη θρησκεία μας. Επίσης όνειρό του είναι να συνεργαστεί ξανά με το Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης, αφού γνωρίζει ότι σήμερα υπάρχει στο Μουσείο Τμήμα Βυζαντινής Τέχνης, διαθέτοντας μια από τις πιο πλούσιες συλλογές εικόνων και άλλων βυζαντινών σκευών και νομισμάτων.

Δυστυχώς, η πανδημία του κορωνοϊού έχει πλήξει σοβαρά τόσο την επιχείρηση όσο και τους πελάτες, αφού τα καταστήματα πώλησης παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα κλειστά. Ωστόσο, η παραγωγή κρατήθηκε σε βιώσιμα επίπεδα, ίσως και λόγω της μεγάλης διασποράς της πελατείας αλλά και των πωλήσεων μέσω site πελατών του. Ευελπιστεί να τελειώσει το συντομότερο η παγκόσμια αυτή μάστιγα και να επανέλθουμε σε υγιή επίπεδα δημιουργίας.

Θεωρεί ότι οι αγωνιστές του σήμερα είναι οι επιχειρηματίες που είχαν και έχουν όραμα να αγωνίζονται για τη διάδοση, ο κάθε ένας, του προϊόντος που διάλεξε, τέχνη δύσκολη και επίπονη.