Ο Κωνσταντίνος Αμπαριώτης γεννήθηκε το 1944 στην Ανδρίτσαινα. Φοίτησε στη Σχολή Ασυρματιστών του Εμπορικού Ναυτικού και ταξίδεψε από το 1968 μέχρι το 1977. Έπειτα, συνέχισε την καριέρα του εργαζόμενος στο ΓΕΕΘΑ και την Interamerican, έως το 1999 που άνοιξε το δικό του μεσιτικό γραφείο, το «Polis Real Estate». Είναι έγγαμος και έχει μία κόρη.
Πρόγονοι της οικογένειας Αμπαριώτη εντοπίζονται στην περιοχή της Ανδρίτσαινας ήδη από το 1600 (στοιχεία για την οικογένεια υπάρχουν από το 1685). Γενάρχης των Αμπαριωταίων θεωρείται ο Δημήτριος Γεωργίου Αμπαριώτης. Έφτασε στην Ανδρίτσαινα από την Κρήτη μετά την επικράτηση των Τούρκων εναντίον των Ενετών το 1645-1669, όπου οι Ενετοί, χάνοντας τη μάχη του Χάνδακα (Ηρακλείου), πήραν μαζί τους Κρήτες πολεμιστές και τους έφεραν στην Πελοπόννησο. Το 1689 οι Ενετοί έκαναν απογραφή πληθυσμού και ολόκληρη η Πελοπόννησος την εποχή εκείνη είχε 86.000 κατοίκους. Για να εποικίσουν την περιοχή, έφεραν μετανάστες από την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Την εποχή εκείνη της απογραφής, η Ανδρίτσαινα είχε 338 κατοίκους. Η καταγωγή των Αμπαριωταίων είναι από το Αμάρι του νομού Ρεθύμνου. Το όνομα αρχικώς ήταν Αμαριώτης, αλλά παραφράστηκε και κατέληξε σε Αμπαριώτης.
Γιος του γενάρχη Δημητρίου Αμπαριώτη ήταν ο Γιώργος Δημητρίου Αμπαριώτης που γεννήθηκε το 1740. Πήρε μέρος στα Ορλωφικά, ηγούμενος των συγχωριανών του. Απέκτησε μεγάλη κτηματική περιουσία, η οποία υπάρχει μέχρι και σήμερα στη Λυσέραινα, κοντά στην Ανδρίτσαινα.
Γιος του ήταν ο Πολυχρόνης Γεωργίου Αμπαριώτης (1790-1865). Αυτός ηγήθηκε των συγχωριανών του και πήρε μέρος σε όλους τους αγώνες του έθνους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Έλαβε μέρος στη μάχη της Καρύταινας, στον Άγιο Αθανάσιο, στην πολιορκία της Τρίπολης, στο Βαλτέτσι, στη μάχη στο Πούσι, στη μάχη της Γράνας και στο Φάληρο.
Γιος του ήταν ο Αντώνης Πολύχρονη Αμπαριώτης (1837-1910). Παντρεύτηκε την Ελένη Φωτεινόπουλου (1832-1912) από το Ζυγοβίστι Γορτυνίας και απέκτησαν επτά παιδιά, μεταξύ των οποίων και τον Πολυχρόνη.
Ο Πολυχρόνης Αντωνίου Αμπαριώτης (1876-1934), παππούς του βιογραφούμενου, ήταν δικηγόρος. Ως φοιτητής, μετείχε στην οργάνωση «Μακεδονικό Κομιτάτο» που απέβλεπε στην οργάνωση των Ελλήνων της Μακεδονίας κατά των Βουλγάρων. Αργότερα δικηγορούσε στην Ανδρίτσαινα αφιλοκερδώς. Ζούσε από το κτήμα που κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ήταν υποψήφιος βουλευτής Μεσσηνίας και Ολυμπίας στις εκλογές του 1923, του 1926 και του 1928. Πέθανε στις 24 Σεπτεμβρίου 1934, κατά πάσα πιθανότητα από καρκίνο του πνεύμονα. Παντρεύτηκε την Αθηνά Τσεκούρα, δασκάλα της Αρσακείου Παιδαγωγικής Ακαδημίας και απέκτησαν τρία παιδιά. Τον Γεώργιο Π. Αμπαριώτη το 1909, την Ελένη Π. Αμπαριώτη (η οποία πέθανε νέα) και τον Κωσταντίνο Π. Αμπαριώτη (1916-1942). Η γυναίκα του η Αθηνά πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού. Από τον δεύτερο γάμο του με τη Ζωή Παπανικολάου απέκτησε δύο κορίτσια, την Αθηνά και την Αγγελική.
Η Αθηνά Πολύχρονη Αμπαριώτη παντρεύτηκε τον Γεώργιο Σταματόπουλο, δικηγόρο από την Πλατιάνα Ολυμπίας και έζησαν στην Αθήνα. Ήταν υπάλληλος στο Ταμείο Νομικών. Απέκτησαν δύο παιδιά, τον Παναγιώτη (μηχανικό) και τον Γιάννη (οικονομολόγο).
Η Αγγελική (Μπεμπέκα) Πολύχρονη Αμπαριώτη παντρεύτηκε τον κτηματία Γεώργιο Πλαπούτα (απόγονο της ιστορικής οικογένειας των Πλαπουταίων) από τη Γορτυνία και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Την Κλεοπάτρα Γ. Πλαπούτα, τον Δημήτρη Γ. Πλαπούτα (οικονομολόγο), τη Ζωή Γ. Πλαπούτα (δημόσιο υπάλληλο, που είχε χρηματίσει και γραμματέας διαφόρων υπουργών) και τον Κωσταντίνο (Ντίνο) Γ. Πλαπούτα, που ήταν υπάλληλος στην Εμπορική Τράπεζα.
Ο αδερφός του πατέρα του βιογραφούμενου, Κωνσταντίνος Πολυχρόνη Αμπαριώτης (1916-1942) ήταν υπολοχαγός του πυροβολικού. Μετά τη συνθηκολόγηση Τσολάκογλου πήγε στην Κρήτη με την Ελληνική Κυβέρνηση. Τον Μάιο του 1941, κατά την επίθεση των Γερμανών στην Κρήτη, συνελήφθη και αιχμαλωτίστηκε σε στρατόπεδο. Τον Μάρτιο του 1942 δραπέτευσε και με καΐκι έφτασε κάπου στη νότια Πελοπόννησο και από εκεί με τα πόδια γύρισε στην Ανδρίτσαινα. Τον Μάιο του 1942 τον σκότωσε ένας συγχωριανός του για ασήμαντη κτηματική διαφορά.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Γεώργιος Πολύχρονη Αμπαριώτης, γεννήθηκε το 1909. Κληρονόμησε το κτήμα της οικογένειας στη Λυσέραινα Ανδρίτσαινας από τον πατέρα του. Πολέμησε απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του πολέμου (1940-1941) στην Αλβανία και αμέσως μετά πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Συνελήφθη από τους Ιταλούς το 1942, βασανίστηκε και φυλακίστηκε επί πολλούς μήνες. Οι Ιταλοί κατέστρεψαν την περιουσία του και τις καλλιέργειες στο αγρόκτημα στη Λυσέραινα. Μετά την αποφυλάκισή του συνέχισε στην εθνική αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, κινδύνεψε να φονευθεί από ομάδες “ΧΙΤΩΝ”. Διεσώθη ως εκ θαύματος και τότε οργάνωσε τη δική του ομάδα αντίστασης που την ενέταξε στον Εθνικό Στρατό υπό την Στρατιωτική Διοίκηση Πελοποννήσου στην Τρίπολη, με το όνομα «Απόσπασμα Αμπαριώτη». Του δόθηκε εξ απονομής ο βαθμός του ανθυπολοχαγού και αργότερα έγινε υπολοχαγός. Στον Εμφύλιο πόλεμο πήρε μέρος στη μάχη της Ζαχάρως, στα Καλάβρυτα, στο Μαίναλο κι αλλού και για την δράση του αυτή του απενεμήθη «Χρυσό Αριστείο ανδρείας».
Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου εκλήθη να επιλέξει την παραμονή του στο στράτευμα ή τον διορισμό του σε μία Δημόσια Υπηρεσία ή Τράπεζα. Τελικά επέλεξε την Αγροτική Τράπεζα στην Ανδρίτσαινα, προφανώς για να μπορεί να επιβλέπει και το αγρόκτημά του, κληρονομιά των προγόνων του, που είχε ρημάξει κυριολεκτικά. Αργότερα, ως υπάλληλος της Αγροτικής Τράπεζας, πήρε μέρος σε έναν πανελλήνιο διαγωνισμό με θέμα «Αγροτική οικονομία» και του απενεμήθη βραβείο για την τεχνικο-οικονομική του μελέτη από τον τότε διοικητή της Αγροτικής Τράπεζας.
Παντρεύτηκε την Ευγενία Χριστόπουλου από τον Κακόβατο και απέκτησαν τρία παιδιά, την Ελένη, τον βιογραφούμενο Κωνσταντίνο και τον Πολυχρόνη.
Και τα τρία αδέρφια τελείωσαν τα εξατάξιο γυμνάσιο Ανδρίτσαινας. Ο Κωνσταντίνος διατηρεί όμορφες μνήμες από την παιδική και εφηβική του ηλικία. Θυμάται ότι στο γυμνάσιο ήταν λίγο αμελής με τα μαθήματα, είχε όμως κάποιους καθηγητές που τον ενέπνευσαν και τους μνημονεύει μέχρι σήμερα.
Ο πατέρας του απουσίαζε συνέχεια εξαιτίας του πολέμου και έτσι δεν τον είχε ευχαριστηθεί μικρός. Μετά τον πόλεμο, μπόρεσαν να κάνουν πράγματα μαζί και να περνάνε ξέγνοιαστες στιγμές.