Οι ρίζες της οικογένειας του Λάμπρου Πουτέτση χάνονται στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στην Πρέβεζα, από την πλευρά του πατέρα του και στην Κόνιτσα Ιωαννίνων, από την πλευρά της μητέρας του. Ο ίδιος γεννήθηκε το 1960 στα Ιωάννινα, ενώ σήμερα δραστηριοποιείται επαγγελματικά στην Πρέβεζα, στο τεχνικό του γραφείο, με την ειδικότητα του αρχιτέκτονα μηχανικού.
Ο Βασίλειος Πουτέτσης, παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά του πατέρα του, γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο της Βορείου Ηπείρου το 1884. Τα πρώτα του γράμματα, τα έμαθε στο Δημοτικό Σχολείο Αργυροκάστρου. Στη συνέχεια, φοίτησε στη Ζωσιμαία Σχολή Ιωαννίνων. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο έλαβε και τον τίτλο του διδάκτορα των Νομικών Επιστημών.
Ανέπτυξε σημαντική εθνική δράση και αγωνίστηκε στα Ελληνικά Κομιτάτα, για την απελευθέρωση της Βορείου Ηπείρου. Νεότατος ακόμη, εκλέχθηκε το 1915 βουλευτής Αργυροκάστρου και υπηρέτησε στη Βουλή των Ελλήνων. Κατά το έτος 1917, χρίστηκε υποδιοικητής των Φιλιατών. Κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία ακολούθησε, ως άμεσος συνεργάτης του Στεργιάδη, στην Ύπατη Αρμοστεία της Σμύρνης. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εγκαταστάθηκε στην Πρέβεζα, όπου δικηγορούσε μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του. Μετά την απελευθέρωση από την Ιταλογερμανική Κατοχή, διορίστηκε Δήμαρχος Πρέβεζας από το ΕΑΜ και πρόσφερε από τη θέση του αυτή τις υπηρεσίες του προς την πόλη και την πατρίδα. Βοήθησε στην αποκατάσταση της κοινωνικής ηρεμίας, ενώ παρέδωσε τον δήμο στον νόμιμο, τοποθετημένο το ’41 από τον Νομάρχη, δήμαρχο Χαρίλαο Τσάντη. Υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα της Ηπείρου, με αξιόλογη κοινωνική και εθνική δράση.
Ενώθηκε με τα ιερά δεσμά του γάμου στην Πρέβεζα με τη Χριστίνα (Τιτίνα) Κρόκου, κόρη του Σπυρίδωνα και της Ουρανίας Κρόκου, το γένος Αναστασίου. Ήταν κόρη μεγαλέμπορου της Πρέβεζας και αδελφή του Γεράσιμου, του Παναγιώτη, του Ιωάννη, του Ορέστη και του Δημητρίου Κρόκου, ιατρού παθολόγου, ο οποίος διετέλεσε βοηθός του μεγάλου ιατρού εκείνης της εποχής και πανεπιστημιακού Δόκτορος Τζάτκε στη Βιέννη. Ο Δημήτρης Κρόκος τιμήθηκε το 1961 από τον βασιλιά Παύλο με το ανώτατο παράσημο του έθνους, τον «Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικος», για τις υπηρεσίες του σε καιρό ειρήνης και πολέμου. Αναγορεύτηκε διδάκτορας της ιατρικής και ήθελε να ακολουθήσει πανεπιστημιακή σταδιοδρομία αλλά, όταν οι Γερμανοί μπήκαν στη Βιέννη και προσάρτησαν την Αυστρία (Anschluss), επέστρεψε στην Ελλάδα και κατά την κήρυξη του πολέμου και των μαχών στην Αλβανία, παρουσιάστηκε στον στρατό και ανέλαβε τη διοίκηση του Νοσοκομείου Χατζηκώστα στα Γιάννενα. Ο στρατηγός Παπάγος τον έχρησε ανθυπολοχαγό, διότι δε νοείτο απλός στρατιώτης να διοικεί ανώτερους αξιωματικούς. Έσωσε πολλούς Έλληνες και Ιταλούς φαντάρους από τη γάγγραινα με συνδυασμό φαρμάκων και τιμήθηκε για τις υπηρεσίες του με το παράσημο της «ευγνωμοσύνης της πατρίδος». Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ. και βοήθησε πολλούς συμπολίτες του από την καταδίωξη των αρχών της κατοχής λόγω της άρτιας γνώσης της γερμανικής γλώσσας και της ιδιότητάς του ως μέλους της Δημαρχιακής Επιτροπής που διοικούσε τον Δήμο Πρέβεζας και Δημαρχούντος κατά την περίοδο Οκτωβρίου 1943 έως Δεκεμβρίου 1943. Ο λαός της Πρέβεζας τον τίμησε με την ψήφο του εκλέγοντάς τον δύο φορές βουλευτή, την πρώτη το 1956 με τη Δημοκρατική Ένωση, τη δεύτερη το 1964 με την Ένωση Κέντρου και άλλες δύο φορές ως δήμαρχο της πόλης.
Δεν απέκτησε οικογένεια, καθώς ολόκληρη η ζωή του αφιερώθηκε στην εξυπηρέτηση των συμπολιτών του, που ήταν γι’ αυτόν η μεγάλη του οικογένεια. Πέθανε αιφνίδια στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 1983 σε ηλικία 78 ετών και ετάφη στην Πρέβεζα, η δε κηδεία του αποτέλεσε λαϊκό προσκύνημα.
Ο παππούς Βασίλειος απεβίωσε το 1956.
Ο Ιωάννης Πουτέτσης ήταν γιος του αδελφού του προπάππου του βιογραφούμενου, Νικόλαου Πουτέτση, μεγαλέμπορου εξ Αργυροκάστρου με σημαντική εμπορική δράση στη Ρουμανία, υιοθετήθηκε από αυτόν μωρό όταν πέθανε ο πατέρας του, ανατράφηκε ομογάλακτος με τους γιους του και αγαπήθηκε σαν αδελφός τους, ενώ έλαβε ίσο μερίδιο από την περιουσία του όταν απεβίωσε ο Νικόλαος Πουτέτσης. Ο Γιάννης Πουτέτσης ήταν Έλληνας Επαναστάτης, που δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή της Ηπείρου στις αρχές του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στη Λιούντζη της Βορείου Ηπείρου και σκοτώθηκε σε μάχη με τον οθωμανικό στρατό, κοντά στην Τσούκα Δελβίνου, στις 26 Σεπτεμβρίου 1912. Ως προς την αξιόλογη δράση του, συμμετείχε το 1906 στις ένοπλες δυνάμεις της Ηπειρωτικής Εταιρείας, όντας αρχηγός ένοπλου αντάρτικου σώματος. Τον Οκτώβριο του 1908 στη Δραγουμή έγινε οπλαρχηγός, χρησιμοποιώντας το πολεμικό ψευδώνυμο «Καπετάν Βοριάς» ή «Καλαμάς». Χρησιμοποιώντας ως βάση το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στα Πράμαντα, διεξήγαγε αρκετές μάχες, τόσο με τα τουρκικά στρατεύματα όσο και με αντίστοιχες αλβανικές και ρουμανοβλάχικες αντάρτικες ομάδες.
Στην πλούσια δράση του, η οποία τον ανέδειξε ως έναν από τους ικανότερους οπλαρχηγούς της Α΄ Διευθύνσεως (Ιωαννίνων) της Ηπειρωτικής Εταιρείας, συγκαταλέγονται η εξόντωση της ρουμανοβλάχικης ομάδας των Σκουμπραίων Μποτάσηδων, το φθινόπωρο του 1906 στο χάνι της Ντουραχάνης, καθώς και οι μάχες με αλβανικές αντάρτικες ομάδες και τον οθωμανικό στρατό, την περίοδο Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 1912, στην περιοχή Λάκκα-Σουλίου (με τους Τσάμηδες) και στην περιοχή της Βόρειας Ηπείρου. Σε μία από αυτές τις συμπλοκές, στην Τσούκα Δελβίνου, την 26η Σεπτεμβρίου 1912 σκοτώθηκε, λίγες μόνο ημέρες πριν την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου και της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων. Στα Γιάννενα προς τιμήν του υπάρχει η προτομή του και οδός αφιερωμένη στο όνομά του ενώ στα Πράμαντα Τζουμέρκων, στην πετρόκτιστη εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στην πλατεία του χωριού, υπάρχει μαρμάρινη πλάκα που τον αναφέρει ως μεγάλο δωρητή για το κτίσιμό της. Τον γιο του που γεννήθηκε στις αρχές του 1913 και μεγάλωσε στον Αλμυρό Βόλου με τη μητέρα του, όπως είναι φυσικό δεν τον γνώρισε, αφού σκοτώθηκε λίγους μήνες πριν. Έτσι ο νονός του Σπυρομήλιος, γνωστός αγωνιστής, Μακεδονομάχος, συνιδρυτής της «Ηπειρωτικής εταιρείας» με σκοπό την απελευθέρωση της Β. Ηπείρου, επιστήθιος φίλος του πατέρα του, τον ονόμασε Βοριά, προς τιμήν του.
Ο αγαπημένος θείος του βιογραφούμενου, Βοριάς Πουτέτσης, ακολούθησε αγωνιστική δράση σαν τον πατέρα του. Αφού απελύθη από υπάλληλος του ΣΤΑΠ (Σιδηρόδρομοι Αθήνας-Πάτρας) επειδή δεν υπέγραψε δήλωση νομιμοφροσύνης του κατοχικού καθεστώτος και θεωρείται ο πρώτος στην Ελλάδα διωχθείς δημόσιος υπάλληλος, έφυγε για να μην συλληφθεί ως αντάρτης και εξελίχθηκε σε καπετάνιο του ΕΛΑΣ. Για τη δράση του εναντίον των ταγματασφαλιτών και Γερμανών καταδικάστηκε τέσσερις φορές σε θάνατο, δεν εκτελέστηκε λόγω της ιστορίας-δράσης του πατέρα του, αντ’ αυτού εξορίστηκε για 16 ολόκληρα χρόνια. Ήταν παντρεμένος με την Ευγενία (Τζένη) Σούτερ, Ρωσικής αριστοκρατικής καταγωγής και απέκτησαν δύο κόρες, την Ευανθία και την Κατερίνα. Για βιοποριστικούς λόγους τελείωσε σχολή οπτικών και άνοιξε αντίστοιχο κατάστημα στη στοά «Ερμής» στη συμβολή των οδών Πανεπιστημίου και Μπενάκη, αυτός δε ο χώρος, εκτός από την καθημερινή του εργασία, αποτέλεσε «στέκι» πολλών σπουδαίων πολιτικών και καλλιτεχνών, όπως ο Μάνος Κατράκης, με τον οποίο έζησαν μαζί κατά τα χρόνια της εξορίας. Με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης αποκαταστάθηκε από τον Ο.Σ.Ε. και έλαβε σύνταξη. Απεβίωσε το 1997 στην Αθήνα.
Ο Λάμπρος Ρίζος, παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά της μητέρας του, είχε καταγωγή από το Πέτα της Άρτας. Ήταν ταμειακός υπάλληλος στην Κόνιτσα και απεβίωσε από κυνηγετικό ατύχημα το 1931, σε ηλικία 26 ετών. Η σύζυγός του Ανδρομάχη Ρίζου, κόρη μεγαλοεργολάβου στο Σουδάν με καταγωγή από την Κόνιτσα, έμεινε χήρα σε ηλικία 22 ετών, με δύο μικρές κόρες, τη μητέρα του βιογραφούμενου Εριφύλη και τη νεογέννητη Ισμήνη. Η οικογένειά της ήταν εύπορη κι αυτό είχε κάποιο ρόλο για την επιβίωσή τους στους δύσκολους καιρούς του πολέμου ‒βοηθώντας όλη τη γειτονιά τους‒ αλλά και των χρόνων που ακολούθησαν όταν και εγκαταστάθηκαν στα Ιωάννινα, όπου έζησαν με αξιοπρέπεια, χωρίς βεβαίως οικονομική άνεση, αφού ο πόλεμος έφερε πολλές ανατροπές, στηριζόμενοι οικονομικά από την εργασία της θείας Ισμήνης στην Ηλεκτρική Εταιρεία.
Ο πατέρας του, Νικόλαος Πουτέτσης , ο οποίος γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1919 και απεβίωσε τον Μάιο του 2010, είχε δύο μικρότερα αδέλφια. Τον Σπύρο, ιατρό ορθοπεδικό χειρούργο που διατέλεσε διευθυντής στο ΚΑΤ (ο οποίος με τη σύζυγό του και εικαστικό Αικατερίνη Αθανασιάδου απέκτησαν τη Χριστίνα, δημοσιογράφο, πλέον ειδική στα θέματα τουρισμού και τον Βασίλη αρχιτέκτονα-μηχανικό) και την Ασπασία-Μαρία, η οποία σπούδασε δικηγόρος στην Τεργέστη και παντρεύτηκε έναν διαπρεπή Ιταλό Δικηγόρο, τον Remo Cuccagna, μετέπειτα πρόεδρο των Ιταλών δικηγόρων και καθηγητή Νομικής και απέκτησαν τον Αλέξανδρο Κουκάνια, δικηγόρο στην Τεργέστη και τον Σκιπίωνα (Scipio), καθηγητή μαθηματικών αρχικά στο Princeton University στην Αμερική και σήμερα στο Πανεπιστήμιο Τεργέστης. Ο Σπύρος Πουτέτσης απεβίωσε το 2009 και η αδελφή τους Ασπασία το 2019.
Ο Νικόλαος Πουτέτσης ήταν υπάλληλος της Α.Τ.Ε. και κατατάχτηκε στον στρατό το 1940, όπου υπηρέτησε και πολέμησε με τάγμα του ορεινού πυροβολικού στο Αλβανικό μέτωπο. Στην κατοχή αγωνίστηκε ως μέλος πόλης του Ε.Α.Μ. και διετέλεσε γραμματέας της Εθνικής Αντίστασης μετά την αναγνώριση της ενιαίας δράσης της. Τη μητέρα του βιογραφούμενου, Εριφύλη, την γνώρισε στην Κόνιτσα όπου υπηρέτησε στην τράπεζα, η οποία και δούλευε ως υπεύθυνη του ΠΙΚΠΑ. Όταν με την οικογένειά τους γύρισαν στην Πρέβεζα, η Εριφύλη δεν ξαναδούλεψε, αφού αφιερώθηκε στην οικογένεια και στο μεγάλωμα των παιδιών της. Ήταν χαρακτηριστικό ότι ασχολήθηκε τόσο πολύ με τα της οικίας της, ώστε ο σύζυγός της ανέφερε σκωπτικά ότι για να βγουν και να διασκεδάσουν εκείνη την εποχή, έπρεπε να έρθει και να παιανίσει η φιλαρμονική της πόλης! Οι δύο γονείς αποτέλεσαν για τα παιδιά τους τον «φάρο» που φώτισε τα κατοπινά βήματά τους και τους δίδαξε την αξιοπρέπεια, την τιμιότητα και κυρίως το «δίκαιον» ως αρχή της ζωής τους.
Ο Βασίλειος Πουτέτσης, αδελφός του βιογραφούμενου, γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1957. Είναι οικονομολόγος και αφού τελείωσε το Τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών (Π.Ο.Ε.) και το Master στο Πανεπιστήμιο του Κεντ στην Αγγλία, δούλεψε σε μεγάλες εταιρείες για πολλά χρόνια, όπως η ΔΕΛΤΑ, η ΘΡΑΚΗ και άλλες, κυρίως στην Αθήνα. Υπήρξε Πρόεδρος στην ΕΤΑΝΑΜ (Εταιρεία Ανάπτυξης Αμβρακικού) στην Πρέβεζα και κατόπιν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΔΕΛΙ, για την ανάπτυξη και εκμετάλλευση της Λίμνης Ιωαννίνων κι έτσι έζησε αρκετά χρόνια στα Γιάννενα. Σήμερα είναι συνταξιούχος και διαμένει στην Πρέβεζα.
Ο βιογραφούμενος γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1960 στα Ιωάννινα. Από το 1980 έως το 1985, σπούδασε στο Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής και Χωροταξίας “ION MINCU” στο Βουκουρέστι, η οποία τότε ήταν η μόνη Πανεπιστημιακή Αρχιτεκτονική Σχολή στη Ρουμανία, γι’ αυτό και πολύ απαιτητική και κατόπιν στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ’ όπου και αποφοίτησε με την ειδικότητα του αρχιτέκτονα μηχανικού.
Έχει ενωθεί με τα ιερά δεσμά του γάμου με τη Μαρία Χαντζάρα του Δημητρίου-Παναγιώτη και της Γλυκερίας ‒αγαπητών ανθρώπων της πόλης, ιδιαίτερα ο πατέρας της που εντάχθηκε νεαρός στην Αντίσταση στα χρόνια της κατοχής και πάλεψε για το κοινωνικό δίκαιο και δυστυχώς τιμωρήθηκε γι’ αυτό‒ η οποία γεννήθηκε στην Πρέβεζα απ’ όπου κατάγεται και η οικογένειά της και έχουν δύο παιδιά, τον Νίκο, τελειόφοιτο του Τμήματος Πληροφορικής της Ο.Π.Α και την Παναγιώτα-Εριφύλη, φοιτήτρια επίσης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας. Η σύζυγός του είναι φιλόλογος με μεταπτυχιακό στη ρωσική γλώσσα και ασκεί το επάγγελμά της έχοντας φροντιστήριο Ρωσικής.
Η επαγγελματική δραστηριότητα του βιογραφούμενου ως αρχιτέκτονα-μηχανικού είναι ιδιαίτερα πλούσια. Από το 1990 έως σήμερα, ασκεί ελεύθερο επάγγελμα στο Τεχνικό του Γραφείο στην Πρέβεζα, με κύρια εργασία την εκπόνηση μελετών και την έκδοση οικοδομικών αδειών. Έχει εξειδίκευση στην ειδική κτιριολογία, στις χωροταξικές μελέτες, τους παραδοσιακούς οικισμούς και τη διακόσμηση καταστημάτων, εσωτερικών χώρων και διαμόρφωση εξωτερικών χώρων. Επίσης, έχει προβεί στην επισκευή σεισμόπληκτων κτιρίων και στην επισκευή-ανακαίνιση διατηρητέων κτιρίων στην Πρέβεζα και στην Κόνιτσα. Μεταξύ των μελετών που έχουν εκπονηθεί, είναι η μελέτη και επίβλεψη για το Δημαρχείο Ζαλόγγου, οι επισκευές των διατηρητέων σεισμόπληκτων κτιρίων όπως το πανδοχείο Αβέρωφ, ο φούρνος Κατσάνου, το κτίριο Ανδρεάδη, το Λιμενικό Ταμείο Πρέβεζας, πλήθος ιδιωτικών έργων, όπως το κτίριο «Αργώ», όπου στεγάζεται το τμήμα Περιφέρειας Ηπείρου και πλήθος κατοικιών. Από το 2000 έως το 2006, η ενασχόλησή του προσανατολίστηκε στην κατασκευή κατοικιών και καταστημάτων με το σύστημα της αντιπαροχής. Μέχρι το 2002, υπήρξε τεχνικός σύμβουλος του υποκαταστήματος της Alpha Bank στην Πρέβεζα. Υπήρξε μέλος της Ε.Π.Α.Ε. (Αρχιτεκτονικής Επιτροπής) στη Νομαρχία Πρέβεζας μέχρι το 2004. Από το 1988 έως το 1990, ήταν ελεύθερος επαγγελματίας με γραφείο στην οδό Θεσσαλονίκης-Δαγκλή 11, μέσω του οποίου έκανε μελέτες, κυρίως στην περιοχή Τσοτυλίου και του παραδοσιακού οικισμού Σιάτιστας Κοζάνης. Από το 1986 έως το 1988, είχε συνεργασία με Τεχνικά Γραφεία της Θεσσαλονίκης και έκανε σπουδή σε μελέτες για τον παραδοσιακό οικισμό της Άνω Πόλης.
Στις αγαπημένες δραστηριότητες του βιογραφούμενου εντάσσεται η συγγραφή ποιημάτων και η εκφώνηση σκωπτικών λόγων, την Κυριακή του Ασώτου που γίνεται τρελό πανηγύρι με συνοδεία μουσικής, όπου και τραγουδάει. Αγαπά το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο και έπαιξε ποδόσφαιρο στους εφήβους του ΠΑΣ Γιάννενα για ένα καλοκαίρι, καθώς μετά δεν του το επέτρεψαν οι γονείς του και «στέρησαν από το φίλαθλο κοινό ένα σπάνιο ταλέντο», όπως αναφέρει ο ίδιος γελώντας. Επίσης, ως σινεφίλ, υπήρξε μέλος της Κινηματογραφικής Λέσχης Πρέβεζας.
Τελειώνοντας, αξίζει να αναφερθεί μια απορία που είχαν τα δύο αδέλφια, ο Βασίλης και ο Λάμπρος, όταν μεγαλώνοντας, οι γέροντες στην Πρέβεζα, μαθαίνοντας σε ποια οικογένεια ανήκαν, τους εύχονταν να μοιάσουν στον παππού τους, τον οποίο δυστυχώς δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν. Έτσι, κάποια στιγμή ρωτώντας τον πατέρα τους, εκείνος τους έδωσε ένα παράδειγμα για το ποιόν του παππού Βασίλη και τον τρόπο σκέψης του: «όταν μεγαλώνοντας ο ίδιος με τα αδέρφια του στο αρχοντικό τους (βομβαρδίστηκε κατόπιν, στη διάρκεια του πολέμου από ιταλικά αεροπλάνα) με ασφάλεια ζωής και γκουβερνάντες, η εντολή του πατέρα του και προϋπόθεση για να παίξει στον καρόδρομο με τα παιδιά της ηλικίας του ήταν να φοράει παντελόνι, καινούργιο φυσικά, με μπαλώματα επάνω του. Η φτώχεια ήταν μεγάλη εκείνη την εποχή και ο πατέρας του πέρα από τις αγαθοεργίες του, δεν επέτρεπε στον γιο του να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς». Το μεγαλείο του ανδρός αυτού αποτελεί την παρακαταθήκη τους. Ποτέ δεν είναι τα χρήματα, λοιπόν, ο αυτοσκοπός, αυτά έρχονται και παρέρχονται, αλλά η καρδιά και η προσφορά, γι’ αυτό και όπως αναφέρει ο βιογραφούμενος, τα παιδιά του τώρα εισπράττουν από τους μεγαλύτερους την ίδια ευχή, «να μοιάσουν του παππού τους»!