Μενού Κλείσιμο

Σταρίδας Ιωάννης

Ο Ιωάννης Σταρίδας γεννήθηκε το 1941 στο Ηράκλειο Κρήτης από τον Σπυρίδωνα Σταρίδα και την Ισμήνη Κασιμάτη. Συνταξιούχος πλέον, έχει αφήσει πίσω την πολύχρονη δράση του στον Δήμο Ηρακλείου τον οποίο υπηρέτησε ως Αντιδήμαρχος, στο Βενιζέλειο νοσοκομείο της πόλης του και στον Οργανισμό Ανάπτυξης της Ανατολικής Κρήτης (ΟΑΝΑΚ) καθώς και την επί 40 χρόνια επαγγελματική διαδρομή του ως πολιτικός μηχανικός, που στην ωριμότητά της κατέληξε με την δραστηριότητα του Συμβούλου οικιστικής και πολεοδομικής ανάπτυξης. Τώρα ασχολείται με τη συγγραφή και το χόμπι του, που είναι το θέατρο.

 

Ο Γιάννης Σταρίδας, παππούς του βιογραφούμενου από την πλευρά του πατέρα του, γεννήθηκε στο Μπελέτσι (το σημερινό Παλαιομονάστηρο) και σπούδασε δάσκαλος. Τότε ήταν ο καιρός του Διχασμού στην Πατρίδα και οι φιλοβασιλικοί γονείς δεν έστελναν τα μικρά παιδιά στην τάξη του Φιλελεύθερου δασκάλου, στο σχολείο των Τρικάλων. Ο ίδιος πήγε στον δήμαρχο να τον ενημερώσει για το γεγονός αλλά ο φιλοβασιλικός δήμαρχος τον απέπεμψε με σκαιότητα, ενημερωμένος ήδη για τα φρονήματά του. Ο ψηλός, αψύς δάσκαλος δεν ανέχτηκε την προσβολή και με τη μαγκούρα του, έδωσε ένα βαρύ κτύπημα στο κεφάλι του δημάρχου. Τα αποσπάσματα της χωροφυλακής τον κυνήγησαν και για να σωθεί κατατάχτηκε στον στρατό κι έφτασε μέχρι τον βαθμό του συνταγματάρχη. Μια από τις αξέχαστες στιγμές της στρατιωτικής του καριέρας ήταν που απελευθέρωσε τα Καρδάμυλα της Χίου από τους Τούρκους, ηγούμενος του σώματος των εθελοντών πατριωτών. Το νησί της Χίου τον τίμησε δίνοντας τ’ όνομά του σε μια οδό των Καρδαμύλων. Το σπίτι του εγγονού του, κοσμούν η παλιά Ελληνική σημαία με τον σταυρό, που πάνω της οι μοναχές της μονής Καρδαμύλων κέντησαν την ευγνωμοσύνη τους για τον απελευθερωτή, και η φωτογραφία των εθελοντών μαχητών με τον επικεφαλής παππού του κι ανάμεσά τους διακρίνονται οι πατέρες σημερινών εφοπλιστών. Ακόμη, το σπαθί του Τούρκου διοικητή καθώς και τα παράσημα του παππού στρατιωτικού με χαραγμένα τα ιστορικά τοπωνύμια ΛΕΣΒΟΣ-ΧΙΟΣ, ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΝ, ΕΛΑΣΣΩΝ και ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ. Παντρεύτηκε την Ελένη Σκριβάνου από την Αίγινα κι απέκτησαν τέσσερα παιδιά, των οποίων το τελευταίο ήταν ο Σπύρος. Ο Γιάννης δεν γνώρισε τον στρατιωτικό παππού του γιατί εκείνος πέθανε από φυματίωση λίγο προτού λήξει η κατοχή της Πατρίδας από τους Γερμανούς.

Ο παππούς του βιογραφούμενου Γιάννη από την μεριά της μητέρας του ήταν ο Παναγιώτης Κασιμάτης, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Κύθηρα. Έγινε εργολάβος μεγάλων δημόσιων έργων του καιρού του και παντρεύτηκε την Αγγελική Αλεξανδράκη, γόνο γνωστής οικογένειας στα Χανιά. Οι γονείς της Αγγελικής ξεπέρασαν τον δισταγμό τους για τον γάμο της κόρης τους με τον άγνωστό τους Κυθηριώτη, μετά την απαγωγή της που η καταγραφή της από τον τοπικό Τύπο αποτελεί εύγλωττη μαρτυρία των τότε ηθών της εποχής. Την όμορφη κόρη ήθελε για σύζυγό του ένας γιατρός και πολιτευόμενος, εξέχων πρόσωπο στα Χανιά, αλλά η Αγγελική ήταν ερωτευμένη με τον Παναγιώτη κι ο γιατρός αποφάσισε να την κλέψει. Οι άνθρωποί του μέρα μεσημέρι την απήγαγαν και το νέο διαδόθηκε αστραπιαία στη μικρή κοινωνία των Χανίων. Οι συγγενείς της απαχθείσας οργάνωσαν αμέσως, όπως όφειλαν, το απόσπασμα που πήρε στο κατόπι τους απαγωγείς. Τους πρόλαβαν και πήραν πίσω την κατάχλωμη Αγγελική. Γύρισαν στην πόλη με άμαξα και στο μπροστινό κάθισμα, δίπλα στον αμαξά, καθόταν ο θείος της που ανέμιζε μια λευκή σημαία, μήνυμα στην κοινωνία πως η Αγγελική επέστρεφε αμόλυντη! Μετά το γεγονός της απαγωγής, οι γονείς της Αγγελικής έδωσαν τη συγκατάθεσή τους και παντρεύτηκε τον εκλεκτό της καρδιάς της Παναγιώτη. Το ζεύγος Κασιμάτη έκανε πέντε παιδιά, των οποίων το τελευταίο ήταν η Ισμήνη. Λίγα χρόνια μετά από τη γέννηση του τελευταίου παιδιού τους, μετακόμισαν στο Ηράκλειο.

Ο Σπύρος Σταρίδας γεννήθηκε στην Αθήνα κι ακολούθησε την καριέρα του πατέρα του. Νεαρός αξιωματικός, μετατέθηκε στο Ηράκλειο και γνώρισε την Ισμήνη Κασιμάτη στον αποκριάτικο χορό, την χρονιά που στο τέλος της τα σύννεφα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου έφτασαν και στην Πατρίδα. Στην πολυτελή αίθουσα του Μεγάρου Φυτάκη, που γινόταν ο χορός, ο υπολοχαγός ζήτησε από την debutante Ισμήνη να χορέψουν «τα κύματα του Δουνάβεως», το βαλς που έπαιζε η ορχήστρα με τα πολλά βιολιά. Στη χάρη του χορού τους, τ’ άλλα ζευγάρια αποσύρθηκαν και τους άφησαν μόνους να στροβιλίζονται γύρω γύρω στην πίστα και οι παρευρισκόμενοι τους χειροκροτούσαν από κάθε τραπέζι όταν περνούσαν μπροστά τους. Στο βαλς εκείνο άνθισε ο έρωτας του υπολοχαγού και της Ισμήνης κι ο καρπός του άρχισε να μεστώνει στην κοιλιά της νέας γυναίκας. Στο τέλος του χρόνου παντρεύτηκαν, λίγες μέρες προτού ο νέος αξιωματικός φύγει για τον πόλεμο. Ο γιος τους θα διάβαζε μετά από χρόνια στο ημερολόγιο του πατέρα του:

1η Δεκεμβρίου 1940

Το όνειρό μας έγινε πραγματικότητα. Το όμορφο ειδύλλιο που άρχισε μια βραδιά της αποκριάς με ένα βαλς, τέλειωσε με τον γάμο μας. Είμαστε ευτυχισμένοι.

3η Ιανουαρίου 1941

Πόλεμος! Μετά 12 ημέρες ευτυχισμένες που οι αναμνήσεις των θα μου μείνουν αιώνιες βρίσκομαι στην Αλβανία στο 44 Σ.Π. στο Λόχο μου μηχανημάτων… την Ισμήνη μου τη σκέφτομαι πολύ κάθε στιγμή.

 

Ο Γιάννης Σταρίδας, εγγονός του συνταγματάρχη και γιος του υπολοχαγού, γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1941. Ο πατέρας του ήταν ακόμη στο μέτωπο και δεν πέρασε ούτε μήνας που οι Γερμανοί βομβάρδισαν το Ηράκλειο κι έριξαν τους αλεξιπτωτιστές τους στην πόλη και τα περίχωρα. Η Ισμήνη με το νεογέννητο έμειναν στο σπίτι της οικογένειάς της, με τον πατέρα και τ’ αδέλφια της που κατοικούσαν μαζί μετά τον πρόωρο θάνατο της μητέρας τους Αγγελικής. Με το που απελευθερώθηκε η Πατρίδα, ο αξιωματικός πατέρας του γύρισε από τη Μέση Ανατολή. Μερικά χρόνια νωρίτερα ο μικρός είχε γνωρίσει τον άνδρα με τη στολή στρατιωτικού και η Ισμήνη του είπε πως ήταν πατέρας του. Είχε επιστρέψει από το μέτωπο της Αλβανίας, όμως ξανάφυγε γρήγορα. Ο πατριώτης χωροφύλακας, νυχτιάτικα στο σπίτι τους, τον ειδοποίησε πως ήταν στον κατάλογο εκείνων που θα εκτελούσαν οι Γερμανοί σε αντίποινα για την ανατίναξη των πολεμικών αεροπλάνων τους στο αεροδρόμιο του Ηρακλείου από συμμάχους κομάντος κι έναν ντόπιο. Λίγες μέρες μετά, πενήντα συμπολίτες στάθηκαν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα κι ακολούθησαν τη μοίρα των δώδεκα που είχανε εκτελεσθεί νωρίτερα για την αντάρτικη δράση του περήφανου λαού. Στη λαϊκή μνήμη έμεινε η εκτέλεση των 62 Μαρτύρων και ομώνυμη οδός στο Ηράκλειο υπενθυμίζει τη θυσία τους. Ο Σπύρος Σταρίδας είχε προλάβει να δραπετεύσει για τη Μέση Ανατολή με εγγλέζικη τορπιλάκατο. Διοικητής λόχου στην πανστρατιά των συμμάχων, έπεσε στο δεύτερο κίνημα του στρατού.

Ο διοικητής Λόχου ξύπνησε από το φως το φακού στα μάτια και τη φωνή του αρχηγού της επιτροπής των φαντάρων, «κύριε λοχαγέ είστε υπό κράτηση, έγινε κίνημα». Αλλά οι άμυαλοι επίτροποι δεν είχαν φροντίσει για τη διοίκηση του τάγματος. Αποτάθηκαν στον διοικητή του τάγματος που όμως αρνήθηκε και τότε ζήτησαν από τον λοχαγό ν’ αναλάβει διοικητής. Δέχτηκε, είχε πάρει την ευλογία του διοικητή του να ξανακάνει στρατό το απείθαρχο τάγμα. Οι ντουντούκες σίγησαν αμέσως και κατέβηκαν τα πανό με τα συνθήματα και οι στρατιώτες πειθάρχησαν στον προσωρινό διοικητή τους.

Του λοχαγού που για λίγο έγινε διοικητής στο τάγμα του, του έμεινε η ρετσινιά του κινηματία και μόνο ο διοικητής του τον υπερασπίστηκε, γιατί γνώριζε πως ο λοχαγός είχε ξαναφέρει στο τάγμα την πειθαρχία και τη στρατιωτική τάξη. Το ήξεραν και οι Άγγλοι και τον πήραν μαζί τους στην αποστολή κομάντος στα Δωδεκάνησα. Ήταν η τελευταία αποστολή του στον πόλεμο που βρισκόταν στο τέλος του. Ο αξιωματικός πατέρας γύρισε στην Πατρίδα αλλά και πάλι έφυγε για νέο πόλεμο, εμφύλιο αυτή τη φορά. Διοικητής τάγματος στα δύο χρόνια του αδελφοσκοτωμού, γύρισε αντισυνταγματάρχης στην οικογένειά του και δεν χώρισαν ποτέ ξανά. Ο Γιάννης στα οκτώ χρόνια του άρχισε να γνωρίζει πραγματικά τον πατέρα του.

Η οικογένεια κάθε τόσο βρισκόταν σε άλλο μέρος της Πατρίδας από τις πολλές μεταθέσεις του στρατιωτικού κι έτσι ο γιος πήγε σε πέντε διαφορετικά δημοτικά σχολεία και τρία γυμνάσια! Στα χρόνια αυτά, πατέρας και γιος έρχονταν όλο και πιο κοντά με ταχύ ρυθμό, λες και βιάζονταν να καλύψουν τα οκτώ χρόνια του χωρισμού τους. Ο μικρός Γιάννης στο πρόσωπο του πατέρα του απέκτησε γρήγορα το πρότυπό του και στην άτυχη εξέλιξη της καριέρας του δημοκρατικού πατέρα του, γνώρισε τη μισαλλοδοξία του μετεμφυλιακού κράτους. Στη λέσχη αξιωματικών στα Γιάννενα η παιδική του διαίσθηση εντόπισε τις σκιές που σημείωναν τον πατέρα του και τους άλλους δημοκρατικούς αξιωματικούς που από τα μεγάφωνα της κοντινής πλατείας άκουγαν τον προεκλογικό λόγο του Πλαστήρα, του «μαύρου καβαλάρη» και τότε αρχηγού πολιτικού κόμματος. Πήγαινε στην Τρίτη δημοτικού όταν ο πατέρας του αντισυνταγματάρχης αποφοιτούσε από τη Σχολή Επιτελών και η Υπηρεσία τον διάλεξε για να πάει στη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας. Όμως τελευταία στιγμή το μαύρο χέρι της παραστρατιωτικής οργάνωσης ΙΔΕΑ ακύρωσε τη διαταγή. Ήταν στην πρώτη γυμνασίου όταν ο πατέρας του αξιωματικός αποφοίτησε από τη Σχολή Εθνικής Άμυνας και μετατέθηκε στο γενικό επιτελείο στρατού. Όμως ο παλατιανός Αρχηγός του επιτελείου, και αρχηγός του ΙΔΕΑ, δεν ήθελε επιτελάρχη του φιλελεύθερο αξιωματικό κι ένα μήνα δεν του ανέθετε καθήκοντα. Η υπομονή του αξιωματικού εξαντλήθηκε και βρόντηξε την πόρτα του στρατηγού και ζήτησε να τον μεταθέσουν στο Ηράκλειο, τον τόπο της Ισμήνης. Εκεί, μετά από δυο χρόνια ήλθε το τρίτο πλήγμα. Τον προήγαγαν κατ’ αρχαιότητα, μήνυμα αποστρατείας, κι εξεπλάγησαν οι συνάδελφοί του και οι στρατηγοί που τον είχαν προτείνει για τη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας κι επιτελή στο γενικό επιτελείο του στρατού και οι ανώτεροί του που τον είχαν υπό τις διαταγές τους και όλοι τους είχαν προτείνει την προαγωγή του κατ’ επιλογήν. Τότε εκείνος υπέβαλε την παραίτησή του. Την ίδια εποχή αποστρατεύτηκαν ή οδηγήθηκαν σε παραίτηση κι άλλοι πολλοί δημοκρατικοί αξιωματικοί. Με το στράτευμα απογυμνωμένο από τα δημοκρατικά στελέχη του, ο δρόμος για τη στρατιωτική χούντα ήταν ελεύθερος. Η εφηβική καρδιά του Γιάννη μάτωσε με την αδικία στην αποστρατεία του πατέρα του και η οργή του για τους υπαίτιους της παραίτησης του άξιου αξιωματικού θα τον έκανε να στέκεται ολοζωής απέναντί τους. Η πολιτική σκέψη του θεμελιώθηκε στην οργή για την αποστρατεία του πατέρα του και δυνάμωσε στα πάθη που κληρονόμησε η κοινωνία από τον εμφύλιο πόλεμο. Φυσικό επακόλουθο ήταν η ενεργή δράση του στα κοινά από τα φοιτητικά του κιόλας χρόνια. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στη Θεσσαλονίκη και τότε διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Συλλόγου Φοιτητών Κρήτης στη Θεσσαλονίκη και εκπρόσωπος της Πολυτεχνικής Σχολής στο Διοικητικό Συμβούλιο των Φοιτητών του Πανεπιστημίου (ΦΕΑΠΘ) καθώς και Πρόεδρος του Συλλόγου Φοιτητών της σχολής του, μέχρι που η δικτατορία τον έπαυσε και κατάργησε τον σύλλογο.

Από το 1970, μετά τη στρατιωτική θητεία του, άσκησε μόνιμα το επάγγελμά του στο Ηράκλειο. Στη σαραντάχρονη επαγγελματική διαδρομή του ασχολήθηκε με μελέτες, κατασκευές κι επιχειρήσεις, οικοδομικές και άλλες (συνεργάστηκε με τον πατέρα του στο εργοστάσιο μαρμάρων που έστησε ο απόστρατος συνταγματάρχης και μαζί με άλλους συνεργάτες ήταν για εννέα χρόνια συνιδιοκτήτης τριών ιταλικών εστιατορίων). Από το 1990 και μετά αφοσιώθηκε στο έργο του Συμβούλου οικιστικής και πολεοδομικής ανάπτυξης κι ανέπτυξε σοβαρή δραστηριότητα πάνω στις ιδιωτικές πολεοδομήσεις. Παράλληλα με την εργασία του, διέθεσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του στα κοινά. Στην διάρκεια της δικτατορίας μαζί με τον πατέρα του και άλλα γνωστά πρόσωπα της πολιτικής στο Ηράκλειο κράτησαν ψηλά το δημοκρατικό τους φρόνημα με πράξεις που μπορούν να καταγραφούν στην αντίσταση κατά της χούντας, αλλά δεν θέλει να μιλά γι’ αυτές. Πιστεύει πως σ’ αυτά τα θέματα πρέπει κανείς να είναι σεμνός και τον ενοχλούν εκείνοι που διατυμπανίζουν την αντιστασιακή τους δράση. Ο Γιάννης στις πρώτες εκλογές μετά τη δικτατορία, εκλέχτηκε Δημοτικός Σύμβουλος, ο πιο νέος ανάμεσα στους σεβαστούς δημογέροντες της πόλης. Υπηρέτησε τον Δήμο δώδεκα χρόνια, εκλεγμένος τρεις φορές και στις δυο θητείες του ήταν Αντιδήμαρχος. Στη δεύτερη θητεία του ορίστηκε εκπρόσωπος του Δήμου στο Βενιζέλειο νοσοκομείο. Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. άφησε ισχυρό αποτύπωμα στα πράγματα του νοσοκομείου. Μεταξύ άλλων, η ιδιαίτερη προσφορά του ήταν η επέκταση του νοσοκομείου που την επέβαλε, στο κλίμα μιας γενικής αδράνειας γι’ αυτή, κι εγκατέστησε τους μελετητές κατόπιν διαγωνισμού που η προκήρυξή του και τα αναγκαία συμβατικά τεύχη ήταν χειρόγραφα δικά του. Εξαιτίας της επιτυχούς πορείας του στο Βενιζέλειο επελέγη πάλι να εκπροσωπήσει τον Δήμο στο νεόδμητο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο (ΠΑΓΝΗ), ως μέλος του Δ.Σ. Στο τέλος της τρίτης του θητείας, ο δήμαρχος παραιτήθηκε και θα τον αντικαθιστούσε ο ψηφισμένος από την ομάδα των συμβούλων της πλειοψηφούσας δημοτικής ομάδας. Υπέβαλε την υποψηφιότητά του με την αντίληψη, εκφρασμένη από τον ίδιο με τη στρατιωτική ανατροφή του, «δεν μένεις όλη τη ζωή σου συνταγματάρχης, προάγεσαι σε στρατηγό ή αποστρατεύεσαι». Όταν όμως αντιλήφθηκε πως την ψηφοφορία επηρέαζαν οι αφανείς κύκλοι που κινούν τα νήματα κι ο ίδιος δεν ήταν ποτέ εκλεκτός τους, απέσυρε την υποψηφιότητά του και δεν τον ξαναείδε κανένας στο δημοτικό κατάστημα. Πέρασαν τέσσερα χρόνια από τότε αλλά δεν είχε ξεχαστεί η δυναμική παρουσία του στον Δήμο και γενικά στα κοινά της πόλης, κι ο αείμνηστος υπουργός Γεννηματάς του πρότεινε ν’ αναλάβει Διευθύνων Σύμβουλος στον Οργανισμό Ανάπτυξης Ανατολικής Κρήτης (Ο.ΑΝ.Α.Κ.). Δέχτηκε παρά που στην ώριμη επαγγελματική διαδρομή του, είχαν προβάλει σοβαρές κερδοφόρες προσδοκίες, μα για κείνον ήταν μεγάλη πρόκληση το έργο της ανάπτυξης. Από την αρχή της λειτουργίας του, ο O.AN.A.K. είχε δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην διαχείριση των υδατικών πόρων και στην εξειδικευμένη οργάνωση των Πληροφοριακών Συστημάτων του, παράλληλα με την αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων όπως είναι τα Recite Joule, Terra-Δίας, Interreg, Life, Smap, Konver, Horizon, Youthstart, Euroform, ΠΕΠ ΚΡΗΤΗΣ κ.ά. Ο Γιάννης Σταρίδας συνέχισε την δραστηριότητα του προκατόχου του και την εμπλούτισε με αξιόλογες μελέτες αειφόρου ανάπτυξης για Δήμους στους νομούς Ηρακλείου και Λασιθίου και σπουδαίους δημόσιους χώρους όπως είναι η πρώην Αμερικανική βάση Γουρνών. Στις μέρες του, ο Οργανισμός έκανε τεκμηριωμένες προτάσεις για τη διαχείριση του υδατικού δυναμικού στην περιοχή ευθύνης του, τη διάθεση των απορριμμάτων στην Κρήτη και την προστασία των δασών και γενικά της πανίδας και της χλωρίδας. Στο ενεργητικό του Οργανισμού, κατά τη θητεία του Γιάννη, καταγράφονται πλήθος έργων: αντιπλημμυρικά, θαλάσσια, οδοποιίας, χώροι υγιεινής ταφής απορριμμάτων, διάθεση λυμάτων οικισμών με φυσικά συστήματα κ.ά. Ακόμη σημειώνεται η οικονομική αυτοτέλεια του Οργανισμού με κύρια πηγή των εσόδων του την αμοιβή από την παροχή υπηρεσιών του στους Δήμους, με αντίστοιχες συμβάσεις. Ο Γιάννης Σταρίδας άφησε έντονο το αποτύπωμα της δουλειάς του στον Οργανισμό για εννιά χρόνια μέχρι που παραιτήθηκε και σύμφωνα με τον ίδιο, «τόσο άντεξε την γραφειοκρατία, που είναι απέναντι σε κάθε προσπάθεια μη και χαλάσει η βολή της στα καθιερωμένα, και τη μετριότητα κι αδιαφορία των δημοτικών και κυβερνητικών παραγόντων».

Τώρα, στον καιρό της σύνταξης, αναθυμάται τα βιώματά του στην ταραχώδη εποχή που πέρασε από τη μεταπολεμική εποχή στην Πατρίδα μέχρι και τη μεταπολίτευση το 1975. Διαθέτει πλούσιο υλικό για συγγραφή και είναι για έκδοση το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Αναφέρω Ουδέν». Ακόμη το θέατρο έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον του κι έχει παίξει σε ερασιτεχνικό θίασο τους ρόλους του Ιορδάνη στο έργο «η Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλη καθώς και του Φιλάρετου στο έργο «Ο Λεπρέντης» του Αιμίλιου Χουρμούζιου. Ζει μαζί με τη Λιάνα, τη γυναίκα του, από το Ηράκλειο κι εκείνη. Η Λιάνα είναι Αρχαιολόγος και υπηρέτησε στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Κρήτης. Υπεύθυνη επί χρόνια των αρχαιολογικών ανασκαφών στο Ηράκλειο, ανέδειξε το παλίμψηστο παρελθόν του. Συνταξιούχος τώρα, έχει αφιερωθεί στο συγγραφικό της έργο που συμπυκνώνει την πλούσια αρχαιολογική και ιστορική γνώση της για την πόλη. Ήδη έχουν εκδοθεί τέσσερα βιβλία της. Οι δυο τους, που πρόσφατα ξεπέρασαν τα σαράντα τρία χρόνια γάμου, απέκτησαν τρία παιδιά: τον Σπύρο, που είναι Γεωλόγος κι έχει ειδικευτεί στη Χαρτογραφία, την Ελένη, που σπούδασε οικονομολόγος κι εργάζεται στην Τράπεζα της Ελλάδος και τον Θωμά-Μιχαήλ που είναι εικαστικός.