Ο Μάρκος Μπιστάκης γιος του Γιάννη Μπιστάκη και της Αγλαΐας Θεοδοσοπούλου, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1967. Μόλις τελείωσε το σχολείο, ανέλαβε την εταιρεία Construction οικοδομές του πατέρα του και στα 20 του χρόνια ήταν ήδη ένας πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας. Αργότερα, ασχολήθηκε και με τον κατασκευαστικό κλάδο, ιδρύοντας τη δική του εταιρεία, στην οποία εξακολουθεί να εργάζεται ως σήμερα. Παρότι ο ίδιος δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα, αγαπά ιδιαίτερα την πατρίδα των γονιών του και τηρεί με ευλάβεια τα έθιμα και τις παραδόσεις της. Είναι παντρεμένος με την Κολωνία Μπιστάκη, με την οποία έχουν αποκτήσει δύο παιδιά, την Αγλαΐα και τον Γιάννη.
Η οικογένεια του βιογραφούμενου έχει τις ρίζες της στην Κρήτη και συγκεκριμένα στο Ρέθυμνο, τόπο καταγωγής του Μάρκου Μπιστάκη, του παππού του από τη μεριά του πατέρα του. Ο παππούς, βέβαια, γεννήθηκε στη Σύμη, όμως αυτό οφείλεται σε ένα «ατύχημα», αφού ήρθε στη ζωή μέσα σε μια βάρκα, στη θάλασσα, κατά τη διάρκεια ταξιδιού προς τη Μεγαλόνησο. Ο Μάρκος εργαζόταν ως μάγειρας και στη συνέχεια απέκτησε τη δική του ταβέρνα. Πέθανε σε ηλικία 55 ετών από καρδιακή προσβολή, μην προλαβαίνοντας να γνωρίσει τον συνονόματο εγγονό του. Η σύζυγός του, Ασπασία, είχε γεννηθεί στο γραφικό Γαλαξίδι, γνωρίστηκε όμως με τον άνδρα της στον Πειραιά, όταν η οικογένειά της είχε έρθει στην Αθήνα. Ο γάμος τους ευλογήθηκε με την απόκτηση τριών παιδιών, της Ευαγγελίας, της Φωτεινής και του Γιάννη, πατέρα του βιογραφούμενου.
Ο πατέρας του Μάρκου Μπιστάκη, Γιάννης, γεννήθηκε στον Πειραιά το 1936. Από νεαρή ηλικία δούλευε ως ναυτικός στο κρουαζιερόπλοιο «Φρειδερίκη», ενώ το 1960 πήγε λαθραία στη Νέα Υόρκη και ξεκίνησε να εργάζεται ως ελαιοχρωματιστής, μια δουλειά που έκανε τελικά σε όλη του τη ζωή. Δύο χρόνια μετά, έφερε στις Η.Π.Α με πρόσκληση τις αδελφές και τη μητέρα του, την Ασπασία. Μάλιστα, η μία του αδελφή, η Φωτεινή, παντρεύτηκε στη Νέα Υόρκη, ενώ η άλλη, η Λίτσα, παντρεύτηκε στην Ελλάδα και μετά ήρθε στην Αμερική το 1971. Πήγε στην Αμερική με τον σύζυγό της, μετά από πρόσκληση του Γιάννη Μπιστάκη, και από τότε μένει μόνιμα εκεί. Η μητέρα του και η αδελφή του ήρθαν το 1971.
Το 1962, όμως, εκτός από την επανένωση με τη μητέρα και τις αδελφές του, επεφύλασσε ακόμη μια χαρά για τον πατέρα του βιογραφούμενου. Ήταν η χρονιά που γνώρισε τη γυναίκα της ζωής του, την Αγλαΐα Θεοδοσοπούλου, η οποία εργαζόταν σε εργοστάσιο που έραβε γούνες. Ο πατέρας της, Γιώργος Θεοδοσόπουλος, καταγόταν από το χωριό Αναβρυτή Λακωνίας και με τη γυναίκα του, την Παναγιώτα, που καταγόταν από το Καταφύγιο, ένα χωριό της Ναυπάκτου, είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη οικογένεια με 7 παιδιά, ένα εκ των οποίων όμως πέθανε σε μικρή ηλικία, μάλλον από κάποια ασθένεια. Ήρθε στην Αμερική στα τέλη της δεκαετίας του `50 και δούλεψε ως μάγειρας σε διάφορα coffee shops στο Μανχάταν. Όταν, όμως, έφερε στις Η.Π.Α τη γυναίκα του και τα έξι παιδιά του, την Ευαγγελία, τη μητέρα του βιογραφούμενου Αγλαΐα, την Παρασκευή, την Αλεξάνδρα, τον Θεμιστοκλή και τον Νίκο, άλλαξε επαγγελματικό προσανατολισμό και ασχολήθηκε με το Real Estate, αγοράζοντας πολλά κτίρια στην περιοχή Κουίνς. Η γιαγιά, μια γυναίκα δραστήρια και πολύ άξια, όταν πρωτοήρθαν στη νέα τους πατρίδα, καθάριζε κτίρια για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά της. Τα αδέλφια της Αγλαΐας σπούδασαν όλα σε κολλέγια και δύο από τις αδελφές της έγιναν δασκάλες, ο ένας αδελφός της ασχολήθηκε με το Χρηματιστήριο, ενώ ο άλλος με το Real Estate, αφού πρώτα πέρασε από διοικητικές θέσεις σε διάφορες εταιρείες.
Ο Γιάννης Μπιστάκης γνώρισε την Αγλαΐα Θεοδοσοπούλου σε μια γειτονιά του Μπρούκλιν. Εκεί εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής ο πατέρας του στο σπίτι ενός φίλου του πατέρα της. Ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος και πολύ σύντομα έγιναν ζευγάρι. Το 1964 πραγματοποιήθηκε ο γάμος τους και η κοινή τους ζωή ξεκίνησε στο Μπρούκλιν. Η μητέρα του βιογραφούμενου, αν και σε πολύ νεαρή ηλικία, έδειξε από την αρχή του γάμου της πόσο ικανή και δυνατή γυναίκα ήταν. Αποτελούσε πάντα την κολόνα του σπιτιού τους και φρόντιζε για όλους, τόσο για τον άνδρα της και τους γονείς της όσο και για τα παιδιά που απέκτησαν με τον Γιάννη, τον βιογραφούμενο Μάρκο, την Ασπασία και τον Γιώργο.
Ο βιογραφούμενος, Μάρκος Μπιστάκης γεννήθηκε το 1967 στη Νέα Υόρκη. Μεγάλωσε σε μια ευτυχισμένη οικογένεια, με δύο γονείς που τον λάτρευαν και βρίσκονταν πάντα στο πλευρό του, να τον προσέχουν και να τον φροντίζουν, κάτι που άλλωστε έκαναν για κάθε συγγενή τους και για όποιον είχε την ανάγκη τους, αφού ήταν άνθρωποι με καρδιά γεμάτη καλοσύνη. Για 2 χρόνια φοίτησε σε ελληνικό σχολείο, τη γλώσσα των παππούδων του όμως την έμαθε από τον πατέρα και τη μητέρα του, που φρόντισαν να κρατήσουν ζωντανές τις ρίζες τους. Οι αναμνήσεις του από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια είναι ιδιαίτερα ευχάριστες. Θυμάται τον παππού Γιώργο, ο οποίος είχε πολεμήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δυνατό και ακμαίο παρά την ηλικία του, να τον παίρνει μαζί του στις οικοδομές και να τον βάζει να βάφει, δίνοντάς του μάλιστα και αμοιβή. Μπορεί το ποσό να ήταν συμβολικό, 10-15 δολάρια, όμως ο μικρός Μάρκος άρχισε να μαθαίνει τη δουλειά, αλλά και να συνειδητοποιεί ότι τα χρήματα κερδίζονται με κόπο. Στα 16 του χρόνια επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Ναύπακτο, για να γνωρίσει το χωριό της μητέρας της γιαγιάς Αγλαΐας, το οποίο του έκανε μεγάλη εντύπωση καθώς ήταν πολύ διαφορετικό από το μέρος που ο ίδιος είχε μεγαλώσει.
Ο βιογραφούμενος υπήρξε καλός μαθητής στο σχολείο. Η βεβαρημένη, όμως, κατάσταση της υγείας του πατέρα του, ο οποίος έπασχε από την καρδιά του, δεν του επέτρεψε να σπουδάσει στο κολλέγιο. Αντίθετα, ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του. Γνώριζε καλά τη δουλειά, καθώς όλα τα Σαββατοκύριακα των εφηβικών του χρόνων αλλά και τα καλοκαίρια ο Γιάννης Μπιστάκης τον έπαιρνε μαζί του στην εταιρεία. Έτσι, σε ηλικία μόλις 20 ετών, ενώ οι συνομήλικοί του διασκέδαζαν κι έψαχναν να βρουν τον δρόμο τους στη ζωή, ο ίδιος ήταν ήδη ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας, εφοδιασμένος με τις αρχές που πήρε από την οικογένειά του και με απέραντο σεβασμό για τη δουλειά του.
Μέχρι το 1992 ο βιογραφούμενος παρέμεινε στην επιχείρηση του πατέρα του, στη συνέχεια όμως έκανε άνοιγμα και στον κατασκευαστικό χώρο, αρχικά με έναν συνεταίρο που η συνεργασία τους κράτησε πολύ λίγο και στη συνέχεια με τον φίλο του Γιώργο, με τον οποίον ίδρυσε μια εταιρεία το 2011. Από τότε πορεύονται μαζί επαγγελματικά, απολαμβάνοντας την επιτυχία που έχτισαν με κόπο, μεράκι και πολλή δουλειά.
Η γνωριμία με τη σύζυγό του μοιάζει βγαλμένη από μυθιστόρημα. Την είχε πρωτοδεί το 1988 και την ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα. Ήταν ο πρώτος έρωτας της ζωής του, όμως οι συνθήκες τότε δεν επέτρεψαν σε αυτόν τον έρωτα να ευοδωθεί. Αλλά η μοίρα αποφάσισε να του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία. Έτσι, ο βιογραφούμενος ξανασυνάντησε την Έφη το 1996 και από τότε δεν την άφησε να ξαναφύγει ποτέ από δίπλα του. Ο Μάρκος και η Έφη, η οποία κατάγεται από το Αγρίνιο, παντρεύτηκαν και σήμερα έχουν δημιουργήσει μια ευτυχισμένη οικογένεια με τρία παιδιά, τον Νίκο, την Αγλαΐα, που σπουδάζει σε κολλέγιο, και τον Γιάννη, που ετοιμάζεται σε λίγο καιρό να ξεκινήσει κι εκείνος τις σπουδές του.
Αν και ο βιογραφούμενος δεν γεννήθηκε στην Ελλάδα, αγαπά πολύ την πατρίδα των γονιών του, ακολουθεί τις παραδόσεις και του αρέσει η ελληνική μουσική. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο ίδιος «είναι πιο πολύ Έλληνας» και τον γοητεύει ιδιαίτερα το κλαρίνο. Από μικρός θυμάται, μάλιστα, τον θείο του τον Νίκο, ο οποίος ασχολείται με το Χρηματιστήριο, να παίζει κλαρίνο, τον παππού του να τραγουδάει και εκείνον να τους ακούει. Γι’ αυτό, στο αυτοκίνητό του ακούει πάντα ελληνικά τραγούδια. Επίσης, είναι πολύ θρήσκος και πηγαίνει συχνά στην εκκλησία, συνήθεια που έχει από τότε που ήταν μικρό παιδί.