Ο Νικόλαος Χαΐτογλου ήταν ιδιοκτήτης του Ομίλου Επιχειρήσεων «Χαΐτογλου», που ασχολείται κυρίως με την παραγωγή και τη διάθεση παραδοσιακού χαλβά, αλλά και άλλων ζαχαρωδών προϊόντων. Γεννήθηκε το 1924 στη Θεσσαλονίκη από γονείς Μικρασιάτες.
Η οικογένεια του Νικολάου Χαΐτογλου προέρχεται και από τους δύο γονείς του από τη Μικρά Ασία. Το χωριό τους λεγόταν Περμαντάς, ενώ σήμερα έχει μετονομαστεί σε Σίβας. Ο παππούς του, Νίκος Χαΐτογλου, γεννήθηκε στη Μικρά Ασία. Ήταν εκεί ιδιοκτήτης εργοστασίου παραγωγής χαλβά και παντρεμένος με τη Μαρία, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τον Σάββα, τον Κωνσταντίνο, τον Ελευθέριο, την Κατίνα και την Ελένη. Ο Νίκος δεν μπόρεσε ποτέ να γνωρίσει την κυρίως Ελλάδα, αφού λίγο πριν τον τελικό διωγμό κακοποιήθηκε μέχρι θανάτου από τους Τούρκους.
Ο πατέρας του βιογραφούμενου, Κωνσταντίνος Χαΐτογλου, γεννήθηκε επίσης στην Μικρά Ασία το 1890, όπου και μορφώθηκε. Μέχρι και πριν τα τραγικά γεγονότα του 1922, εργαζόταν στο εργοστάσιο παραγωγής χαλβά της οικογένειάς του. Συνελήφθη όμως όμηρος από τους Τούρκους και μόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή κατάφερε και αυτός να έρθει στη Θεσσαλονίκη και να συναντήσει την οικογένειά του και τα αδέλφια του.
Η μητέρα του Νικόλαου Χαΐτογλου ήταν η Βικτωρία Πιτλόγλου, γεννημένη και αυτή στον Περμαντά. Ο πατέρας της Σταύρος, όπως και η σύζυγός του, γεννήθηκαν και πέθαναν εκεί. Απέκτησαν τρία παιδιά, τη Βικτωρία, τον Νίκο και την Ελένη. Η Βικτωρία παντρεύτηκε τον Κωνσταντίνο Χαΐτογλου σε ηλικία δεκαέξι χρόνων. Η οικογένεια του Κωνσταντίνου και της Βικτωρίας είχε έξι παιδιά, εκ των οποίων ζήσανε τα πέντε. Τα τρία είχαν γεννηθεί στη Μικρά Ασία και τα δύο στην Ελλάδα. Τα παιδιά τους ήταν ο Ιωάννης, γεννημένος το 1916, η Δέσποινα το 1918 και η Ασπασία το 1920. Τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν στη Μικρασία, ενώ μετά το διωγμό γεννήθηκαν στη Θεσσαλονίκη ο βιογραφούμενος, Νικόλαος το 1924 και ο μικρότερος αδελφός του, Στέφανος, το 1930.
Αρχικά, μέσα την παραζάλη του διωγμού, φυγαδεύτηκαν τα γυναικόπαιδα της οικογένειας, που αποβιβάστηκαν στην Κέρκυρα. Στη συνέχεια, με τη μεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού, οι γυναίκες της οικογένειας ξαναβρήκαν τους άνδρες τους και έτσι μετοίκησαν όλοι μαζί στη μητέρα των προσφύγων, τη Θεσσαλονίκη. Εκεί αρχικά εγκαταστάθηκαν σε ένα προσφυγικό συνοικισμό κοντά στην οδό Αγίου Δημητρίου, πίσω από το Διοικητήριο, ενώ αργότερα, όταν ανορθώθηκαν οικονομικά μετακόμισαν πιο κοντά στο κέντρο.
Στη Θεσσαλονίκη, ο Κωνσταντίνος Χαΐτογλου για να κερδίσει τα προς το ζην άνοιξε ένα γαλακτοζαχαροπλαστείο στην Πλατεία Αριστοτέλους. Το μαγαζί, που βρισκόταν στο κέντρο της πόλης, πήγε πολύ καλά και δύο χρόνια αργότερα ο Κωνσταντίνος μπόρεσε να αναστήσει την παλιά οικογενειακή επιχείρηση δημιουργώντας ένα εργοστάσιο χαλβαδοποιίας στην Πλατεία Άθωνος. Το 1934 το εργοστάσιο, επειδή οι εγκαταστάσεις της Άθωνος δεν επαρκούσαν, αγόρασαν με δόσεις από την Κτηματική Τράπεζα ένα οίκημα 500 τ.μ. επί της οδού Δάμωνος 37, όπου μεταφέρθηκε το εργοστάσιο.
Ο πατέρας της οικογένειας τους άφησε όμως πρόωρα, το 1935, σε ηλικία μόλις 45 ετών, αφού η υγεία του είχε κλονιστεί εξαιτίας την ομηρίας του και των κακουχιών που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας του, στα χρόνια των διωγμών. Μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Χαΐτογλου τα δύο αδέλφια του, ο Ελευθέριος και ο Σάββας, διατήρησαν το εργοστάσιο το οποίο πλέον παρήγαγε διάφορες ποικιλίες χαλβά, αλλά και θρεψίνη (συμπύκνωμα χυμού σταφίδας), η παραγωγή της οποίας συνεχίστηκε μέχρι το 1974.
Ο βιογραφούμενος, Νικόλαος Χαΐτογλου, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στις 29 Ιανουαρίου του 1924. Τελείωσε την Εμπορική Σχολή, που βρισκόταν τότε στην Πλατεία Αριστοτέλους, στη σημερινή θέση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου. Από την ηλικία των εννέα ετών ο Νικόλαος εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση παραγωγής χαλβά. Κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου το εργοστάσιο επιτάχθηκε για να τροφοδοτήσει με χαλβά το στρατό. Κατά τη διάρκεια της επίταξης λοιπόν, ο βιογραφούμενος φόρτωνε κάθε νύχτα χαλβά στα καμιόνια του Ελληνικού Στρατού που κατευθύνονταν στα μέτωπα του πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου η επιχείρηση χρειάστηκε να ξαναστηθεί σχεδόν από την αρχή, αφού η οικονομική στασιμότητα της κατοχής δημιούργησε πολλά οικονομικά και λειτουργικά προβλήματα στη δραστηριότητά της.
Το 1948, προς το τέλος του εμφυλίου, ο βιογραφούμενος κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό, όπου και υπηρέτησε τη θητεία του, μέχρι τον Ιανουάριο του 1951. Ένα μήνα αργότερα παντρεύτηκε την Όλγα Σιδεράκη. Η Όλγα ήταν Χιώτικης καταγωγής από την πλευρά του πατέρα της, ενώ η μητέρα της ήταν από την Κριμαία. Η ίδια γεννήθηκε στη Βάρνα της Βουλγαρίας το 1926. Η Όλγα και ο Νικόλαος απέκτησαν δύο γιους, τον Κωνσταντίνο, που γεννήθηκε το 1952 και τον Αλέξανδρο, γεννημένο το 1954.
Κατά τη διάρκεια της πορείας του στην οικογενειακή επιχείρηση ο Νικόλαος πέρασε από την παραγωγή, στην πώληση και στη διοίκηση και τελικά από το 1955 ανέλαβε εξ ολοκλήρου το εργοστάσιο. Το 1962 η εταιρεία μετεγκαταστάθηκε στο Καλοχώρι, σε ιδιόκτητες εγκαταστάσεις έκτασης περίπου εκατό στρεμμάτων, όπου βρίσκεται και η έδρα της μέχρι και σήμερα. Το 2005 αγοράστηκε από τον Όμιλο Χαΐτογλου και η επιχείρηση «Bolero» που ασχολείται με την παραγωγή ζαχαρωδών προϊόντων.
Από τα μέσα της δεκαετίας 1970-1980, εντάσσονται ενεργά στην εταιρεία και τα παιδιά του Νικόλαου, ο Κωνσταντίνος και ο Αλέξανδρος. Οι δύο του γιοι αναλαμβάνουν υπεύθυνες θέσεις, δίνοντας στην ουσία την ώθηση που χρειαζόταν η εταιρεία, για να επαναπροσδιορίσει και να διευρύνει τους στόχους της. Η ευτυχία του Νικολάου Χαΐτογλου φαίνεται να ολοκληρώνεται από τη στιγμή που αποκτά τα εγγόνια του, τον Νικόλαο και τη Διονυσία από τον γιο του Κώστα και την Όλγα, τον Νικόλαο και την Κατερίνα από τον Αλέξανδρο. Σήμερα τρία από τα πέντε εγγόνια του ήδη ξεκίνησαν την επαγγελματική τους δραστηριότητα στους κόλπους του Ομίλου Χαΐτογλου.
Ο Νικόλαος Χαΐτογλου είχε πάντοτε, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ιδιαίτερη αγάπη και αφοσίωση στη χαμένη του πατρίδα και έκανε μεγάλη προσπάθεια για τη διατήρηση αυτής της μνήμης και της παράδοσης που ακόμα χαρακτηρίζει και ενώνει την οικογένειά του. Πέρα από την ενεργό συμμετοχή και συνεισφορά του σε πολλούς συλλόγους Ελλήνων Μικρασιατών, έκανε δύο φορές πραγματικά το ταξίδι της επιστροφής στις αλησμόνητες πατρίδες.
Το πρώτο ταξίδι ήταν στην προσωπική του πατρίδα, το 2005. Στον παλιό Περμαντά αντίκρισε την εικόνα της πλήρους εγκατάλειψης και καταστροφής των σπιτιών των Ελλήνων, όπως και τα ερείπια των δύο εκκλησιών του χωριού, αφιερωμένων στον Άγιο Βασίλειο και στη Θεοτόκο. Βρισκόμενος μπροστά στα ερείπια της εκκλησίας του Αγίου Βασιλείου και στο μικρό σούπερ μάρκετ και το καφενείο που είχαν ανεγερθεί στη θέση της, ρώτησε τους θαμώνες του καφενείου αν θυμούνταν την εκκλησία. Πήρε την απάντηση από κάποιους γέροντες πως, ναι, τη θυμούνταν και μάλιστα είχαν έντονα μια εικόνα που έβλεπαν ως παιδιά από τη χαραμάδα της πόρτας πως οι χριστιανοί εκκλησιάζονταν μαζί, γυναίκες και άντρες, κάτι παράξενο για τα δικά τους έθιμα. Ένα ακόμα μέρος που προσπάθησε να εντοπίσει είναι, το διώροφο σπίτι των γονιών του, όπως του το είχαν περιγράψει οι ίδιοι. Πράγματι βρήκε, λεηλατημένο και γκρεμισμένο, μόνο τον πρώτο όροφο του σπιτιού. Το χαλβαδοποιείο, εξαιτίας της μεγάλης αλλαγής στη ρυμοτομία του χωριού, δεν μπόρεσε να το βρει.
Ο βιογραφούμενος έκανε ένα ακόμη τριήμερο ταξίδι στην Καππαδοκία το 2008, που διοργανώθηκε από τη Μητρόπολη Σταυρουπόλεως-Νεαπόλεως με επικεφαλής τον Μητροπολίτη Βαρνάβα. Η ομάδα έφτασε αεροπορικώς στην Καισάρεια και στη συνέχεια οδικώς ως το Προκόπι. Στην περιοχή επισκέφτηκαν πολλές εγκαταλελειμμένες ελληνικές εκκλησίες, από τις οποίες όσες δεν ήταν σε κατάσταση κατάρρευσης είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Την επόμενη ημέρα μετέβη στην περιοχή και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος μαζί με τον Ρώσο Πατριάρχη, όπου και συλλειτούργησαν σε μια συγκινητική τελετή, στα ερείπια μιας από τις κατεστραμμένες εκκλησίες. Στη συνέχεια της περιήγησης επισκέφτηκαν τα λαξευμένα στο βράχο σπίτια των Ελλήνων, κάποια από τα οποία διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση από τους Τούρκους κατοίκους τους. Ο Νικόλαος Χαΐτογλου έφυγε από τα μέρη εκείνα βαθύτατα συγκινημένος μπροστά στην ομορφιά και το μεγαλείο του ελληνικού κόσμου που έζησε αιώνες στη Μικρασία και τη θλίψη που προκαλούσε η εικόνα της εγκατάλειψης και της φθοράς που του επέφερε το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου και της ιστορίας.
Στην πορεία της ζωής του, ο Νικόλαος Χαΐτογλου είχε να επιδείξει σημαντική προσφορά στον τομέα του ανθρωπισμού, του πολιτισμού και της διατήρησης του πολύτιμου θησαυρού της παράδοσης. Είχε συμμετάσχει τα τελευταία χρόνια σε μια σειρά δραστηριοτήτων σε συνεργασία με διάφορους φορείς από τους οποίους τιμήθηκε για την συνεισφορά του. Οι φορείς αυτοί ήταν, ενδεικτικά, μαζί με τις ημερομηνίες βράβευσης:
-
Ο Δήμος Καλοχωρίου, από τον οποίο ανακηρύχθηκε επίτιμος Δημότης (26/4/1995).
-
Ο Δήμος Εχεδώρου (23/3/2009), για το σύνολο της δράσης του ιδίου και της εταιρείας του για την περιοχή.
-
Ο Δήμος Ειδομένης (7/9/2001).
-
Ο Δήμος Αξιούπολης ( Σεπτέμβριος 2009).
-
Το Σώμα Ελληνίδων Οδηγών (22/2/1 996 και 15/5/1999).
-
Το Λύκειο των Ελληνίδων (1997).
-
Το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων (1/3/2003).
-
Ο Σύλλογος Σμυρναίων Μικρασιατών «Η Αγία Φωτεινή» (21/6/2004).
-
Ο Σύλλογος Μικρασιατών Πτολεμαΐδας (24/8/2005).
-
Η Αδελφότητα Μικρασιατών Νομού Σερρών ( 25/2/2006).
-
Ο Σύνδεσμος Βαρβασίου Χίου «Βιβλιοθήκη ο Φάρος» (8/4/2006).
-
Ο Σύλλογος Μιστιωτών Καππαδόκων Νομού Καβάλας (11/11/2008).
-
Η Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών που στις 20/12/2009, του απένειμε το χρυσό μετάλλιο της Εταιρείας, για τη χορηγία που έκανε για την έκδοση του βιβλίου «Οι πρόσφυγες της Μακεδονίας».
Διετέλεσε πρόεδρος του Δ.Σ. του Σωματείου «Άγιος Βασίλειος- Βασιλειάδα», ενός σωματείου Καππαδοκών προσφύγων που ιδρύθηκε το 1962. Το 2005, με δική του πρωτοβουλία και σε μεγάλο βαθμό με τη χορηγία της Αφοί Χαΐτογλου ΑΒΕΕ, διοργανώθηκε με μεγάλη επιτυχία στις εγκαταστάσεις του «Αρχοντικού Γερόντων», του οίκου ευγηρίας που ίδρυσε και συντηρεί το σωματείο στην περιοχή του Αγίου Βασιλείου του Δήμου Κορώνειας, ένα διήμερο πολιτιστικό αντάμωμα μικρασιατικών συλλόγων από όλη την Ελλάδα.
Σημαντικός σταθμός της πορείας του ήταν η απόφαση του για την ανέγερση και τη δωρεά ενός Πρότυπου Βρεφονηπιακού Σταθμού στην Κοινότητα Καλοχωρίου, για τις ανάγκες των εργαζόμενων μητέρων της περιοχής, αλλά και της εταιρείας. Ο βρεφονηπιακός αυτός σταθμός φέρει προς τιμήν του το όνομα του και λειτουργεί από το 1994 μέχρι σήμερα, φιλοξενώντας κάθε χρόνο 70 παιδάκια. Για την προσφορά του αυτή, ο Νικόλαος Χαΐτογλου παρέλαβε τιμητικά το χρυσό κλειδί της Κοινότητας Καλοχωρίου.
Ο Νικόλαος Χαΐτογλου, ήταν ένας δυναμικός άνθρωπος και επιχειρηματίας, που πάντα του άρεσε να θέτει υψηλούς στόχους και με επιμονή και υπομονή, κατάφερνε συνέχεια να ξεπερνά τα εμπόδια που κατά καιρούς εμφανίζονταν μπροστά του.