Μενού Κλείσιμο

Βρύσες Αποκορώνου Χανίων

Χωριό και οικισμός της επαρχίας Αποκορώνου, κτισμένο σε υψόμετρο 70μ. και σε απόσταση 31χλμ. από τα Χανιά, στην κεντρική οδική αρτηρία Χανίων – Ρεθύμνου. Οι κάτοικοί του ανέρχονται στους 635. Καλλιεργούν ελιές, αμπέλια, λίγα εσπεριδοειδή και πατάτες και ασχολούνται με την κτηνοτροφία.

Το χωριό είχε, το 1950 περίπου, διπλάσιους κατοίκους, γιατί δεν είχε ακόμη αρχίσει η μετανάστευση. Η ανάπτυξή του άρχισε το 1928, ανακόπηκε όμως με τη Γερμανική Κατοχή και ξανάρχισε τα τελευταία χρόνια, γιατί προσελκύει ντόπιο και ξένο τουρισμό. Είναι συγκοινωνιακός κόμβος ανατολικής και δυτικής Κρήτης και της επαρχίας Σφακίων. Είναι το σταυροδρόμι του Αποκορώνου, επειδή το 75% των ταξιδιωτών για τ α Χανιά περνάει από τις Βρύσες. Στο χωριό υπάρχει ΟΤΕ, Γυμνάσιο. αστυνομικό τμήμα, ΔΕΗ, ιατρείο, κτηνιατρείο, ξενοδοχείο ύπνου και εστιατόριο.

Η ονομασία του χωριού. οφείλεται στη μορφολογία του εδάφους του, στην ύπαρξη δηλαδή πολλών βρυσών, πηγών, τρεχούμενων νερών. Το χωριό είναι κτισμένο στο κέντρο της ομώνυμης κοιλάδας, στις όχθες του Βρυσανού ποταμού και του Μπούτακα που ρέει ανάμεσα στα χωριό Εμπρόσνερο και Βαφέ. Η μαγευτική τοποθεσία όπου είναι κτισμένο το χωριό, τα άφθονα νερό του, οι πηγές και τα ποταμάκια του, κάνουν τις Βρύσες ένα από τα ωραιότερα χωριό του Αποκορώνου. Στις Βρύσες βρίσκεται μνημείο της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής του 1897 και προτομές των Ιωσήφ Λεκανίδη, Ανδρέα Μπολέντα και Μανούσου Κούνδουρου.

Οι Βρύσες είναι νέο χωριό. Δε γίνεται καμιά αναφορά γι’ αυτό στους ενετικούς καταλόγους των χωριών, ούτε στις απογραφές του 1834 και 1881. Δεν το αναφέρει ούτε ο Νουχάκης (1903). Ο Ν. Καλομενόπουλος, αν και αναφέρει την Κοιλάδα των Βρυσών, δε μιλά καθόλου για το χωριό Βρύσες.

Το χωριό άρχισε να κτίζεται αφού πέρασε η εθνική οδός Χανίων – Ρεθύμνης. Ιδρυτής του χωριού είναι ο Ελευθέριος Κιαγιαδάκης που υποχρέωσε σχεδόν με τη βία το Μιχαήλ Εμμανουήλ Αγγελάκη, να αγοράσει πρώτος οικόπεδο και να κατοικήσει στο ερημικό εκείνο μέρος. Μετά απ΄ αυτόν ήλθε και κατοίκησε ο Γεώργιος Κρασάς, ο Παύλος Πιπεράκης κά.

Παλαιότερες οικογένειες του χωριού είναι οι Αγγελάκηδες, Κρασάδες, Πιπεράκηδες, Κουκιανάκηδες, Φουντουλάκηδες, Παπαδομανώληδες, Γωνιωτάκηδες και νεότερες οι Ντουκάκηδες και οι Κασαπάκηδες. Τις πληροφορίες για την ιστορία του χωριού. έδωσε ο Καγιαδάκης Χαράλαμπος του Εμμανουήλ.

Το 1866 είχε στρατοπεδεύσει στις Βρύσες ο Αιγύπτιος Σαχίν Πασάς, με 5.000 αιγυπτιακό στρατό. Οι επαναστάτες τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, αφού έκαναν λειτουργία στ’ Ασκύφου, πολιόρκησαν το Σαχίν Πασά στις Βρύσες. Οι Τούρκοι προς ενίσχυση έστειλαν τον Χασάν Μπάντρη με 2.000 άτακτους, για να ανακόψει την ορμή των χωρικών. Μα οι επαναστάτες τρομοκράτησαν τόσο τον ενωμένο τουρκοαιγυπτιακό στρατό, που ο Σαχίν, πρώτη φορά στα χρονικά, ύψωσε λευκή σημαία και ζήτησε να συνθηκολογήσει με τους ραγιάδες, ώσπου στο τέλος τράπηκε σε άτακτη φυγή. Όταν οι επαναστάτες αργότερα μπήκαν στο τούρκικο στρατόπεδο, βρήκαν σε πολλά μιτιρίζια σωρούς σφαίρες και κατάλαβαν ότι σ’ αυτό πολεμούσαν Κόπτες Χριστιανοί Αιγύπτιοι, οι οποίοι για να μη σκοτώσουν ομόθρησκό τους, έβγαζαν τις σφαίρες.

Το 1877, στη θέση Κεφαλοβρύση, έγινε μια μάχη με τους Τούρκους και μια ελιά ονομάστηκε του Νεράτζη, επειδή σκοτώθηκε κάποιος καπετάνιος από το Στύλο, που λεγόταν Νεράτζης.

Στη μάχη του 1892-1895, ο Τουρκικός στρατός στρατοπέδευσε στις Βρύσες. Σε μάχη που έγινε με τους επαναστάτες κοντά στην εκκλησία Άγιος Παύλος σκοτώθηκε ο Ανταλέτης, αιμοδιψής και άγριος Τούρκος από το χωριό Σάβαλος Κισσάμου, με ομοβροντία από τους επαναστάτες Δημήτριο Βασιλομανωλάκη από το Νίπο, Σπύρο Ζερβό από Βαφέ και Μιχελογιάννη από τη Ραμνή.

Το 1900 κτίστηκε η Ζωοδόχος Πηγή στο Γετίμη και η Υπαπαντή στο Φίλιππο. Η κεντρική εκκλησία, η Μεταμόρφωση του Σωτήρα, άρχισε να κτίζεται περίπου από το 1925, ήταν αφιερωμένη στους Τρεις Ιεράρχες και ονομάζονταν έτσι (Τριών Ιεραρχών). τουλάχιστον μέχρι το 1953.

Στο δρόμο προς το Ρέθυμνο, ανατολικά του χωριού, επί του Βρυσανού ποταμού, υπάρχει η Ελληνική Καμάρα, μια αρχαία γέφυρα ελληνορωμαϊκών χρόνων. Αρχικά η γέφυρα αυτή είχε κτιστεί με ογκόλιθους, χωρίς λάσπη. Όταν κάποτε την παρέσυρε το ποτάμι, ξανακτίστηκε στο ίδιο σημείο, με τα ίδια υλικά, με τη μόνη διαφορά ότι προστέθηκε συνθετική ύλη ασβέστη. Το άνοιγμα του τόξου είναι 11,10μ., το ύψος από την κοίτη 8,40μ. και το πάχος του τοίχου 4,80μ. Ο Μ. Δέφνερ, που ασχολήθηκε με τη μελέτη της καμάρας αυτής, σημειώνει ένα ποίημα κάποιου χωρικού από το Εμπρόσνερο, που αναφέρεται στο θεμελίωμα της καμάρας (το ποίημα αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του Στέργιου Γ. Σπανάκη «Κρήτη» ).

«Όντεν’ εθεμε Λιώνανε την Ελληνική Καμάρα

ουλημερίς τη χτίζανε κι αποβραδίς εχάλα

‘πο ΄κειά πουλιά περάσανε και γλυκοκελαηδούσα:

Ετού καμάρα δε στέκεται μουδέ θεμέλιο κάνει

όξω άνε βάλει ο πρωτομάστορας θεμέλιο τη γυναίκα του

Κι ο μάστορας ως τ΄ άκουσε πολλά του βαροφάνη

Πάει, και βρίσκει τη και ζυμώνει αφράτο παξιμάδι.

Άφες, κέρα, το ζυμωτό και βρες ρούχα να βάλεις,

γιατί σε σγουραφίσανε θεμέλιο τση καμάρας.

Κούνια μου κούνιε το παιδί, κούνια νανάριζέ το,

και συ καλή γειτόνισσα, άμε ξετύλιξέ το.

Οι όρθες τρώνε το ψωμί κι οι σκύλοι το παιδί τση.

Αφήστε με να σασε πω, αν είναι, τρία λόγια:

Τρεις αδερφήδες είμαστε κι οι τρεις μας κακομοίρες.

Η μια επήγ’ από φωθιά, η άλλη από πηγάδι

κι εγώ το κακορίζικο θεμέλιο τση καμάρας.

Πάρε τυγόνι, ομορφιά και συ, παγώνι, κάλλη

κα συ, το ξενικόσταρο, πάρε τα τα μαλλιά μου.

να μην τα παρ’ άλλη καμιά να ‘χει τα βάσανά μου.

Ο γεις τση χτυπά με πηλό κι άλλος με το χαλίκι

κι ατός του ο πρωτομάστορας με το βαρύ πελέκι…»

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://cretenow.com