Μενού Κλείσιμο

Σπήλι Αγ.Βασιλείου

Το Σπήλι είναι μια μικρή κωμόπολη, πρωτεύουσα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου, του νομού Ρεθύμνου, με πληθυσμό σήμερα γύρω στους 800 κατοίκους μαζί με το γειτονικό οικισμό, τα Δαριβιανά, με τον οποίον αποτελούν μια κοινότητα.

‘Εχει Υποδιοίκηση Αστυνομίας, Ειρηνοδικείο, Αγρονομείο, Αγροτικό Ιατρείο, μικρή Νοσοκομειακή Μονάδα του Εθνικού Συστήματος Υγείας, Κτηνίατρο και Γεωπόνο, θυρίδα Αγροτικής Τράπεζας και Παράρτημα της Τράπεζας Κρήτης, Ταχυδρομική Υπηρεσία και Υποκατάστημα του ΟΤΕ. Λειτουργούν

επίσης, στεγασμένα σε ιδιόκτητα κτίρια, Βρεφικός Σταθμός, Νηπιαγωγείο, τετρατάξιο Δημοτ. Σχολείο, Πλήρες Γυμνάσιο και Λύκειο. Έχει ακόμη ένα υπερσύγχρονο ελαιουργικό εργοστάσιο και ένα δευτε-ρεύουσας σημασίας και δυο ρακοκάζανα (για την απόσταξη του τοπικού προϊόντος της ρακής). Σήμερα διατηρείται σε λειτουργία ένας από τους τέσσερις αλευρόμυλους του χωριού, που κάτω από τις βαριές πέτρες τους αλέθονταν και προετοιμάζονταν. παλαιότερα, το ψωμί όλης της Αγιοβασιλειώτικης επαρχίας, μέχρι πέρα τα Μεσσαριτοχώρια και πάνω τ’ Αμαριώτικα.

Από το 1936 κι ύστερα είναι η μόνιμη έδρα της ιστορικής ιερής μητρόπολης Λάμπης και Σφακίων. Επιβλητικός είναι ο νέος καθεδρικός μητροπολιτικός ναός, των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, που βρίσκεται στο μέσον του χωριού, δίπλα ακριβώς στον κεντρικό αυτοκινητόδρομο. Είναι κόμβος συγκοινωνιακός, καθώς διέρχεται από δω η κύρια οδική αρτηρία που ενώνει τη Βόρεια Κρήτη και πιο συγκεκριμένα το Ρέθυμνο, με τα νότια παράλια μέσω Αγίας Γαλήνης του Τυμπακίου κι ύστερα από διάφορες διακλαδώσεις και ιστορικούς τόπους (Φαιστό, Γόρτυνα) τερματίζει στο Ηράκλειο, με συνολική διαδρομή περί τα 115 χμ.

Η κωμόπολη είναι κτισμένη στις ρίζες ενός χαμηλόκορφου βουνού, με τ’ όνομα Βορίζης, μικρό παρακλάδι της οροσειράς του γειτονικού Κέντρους κι αμφιθεατρικά πάνω σε δυο αντικρυστές λοφοπλαγιές. με υψόμ. γύρω στα 430 μ. Χαρακτηριστικό γνώρισμα του χωριού ήταν και παραμένουν τα άφθονα τρεχούμενα νερά που του χαρίζουν την πλούσια βλάστηση. Γι” αυτό ονομάζεται και δροσόλουοτο.

Το όνομα του το Σπήλι, πιθανόν το οφείλει στις άφθονες σπηλιές, τους σπήλιους κατά την τοπική κρητική διάλεκτο, που βλέπει πιθανότατα κανείς να χάσκουν κατά διαστήματα, εδώ κι εκεί, σ’ όλο το πλάτος του πέτρινου βουνού, που υψώνει την ολόρθη κορφή του κάθετα και σύριζα στο χωριό. Και από Σπήλιοι που θα ονομάζονταν στην αρχή – το μέρος δηλαδή που έχει πολλούς σπήλιους, σπήλαια και σπηλιάρια- θα γινε αργότερα Σπήλι. Κι όπως το χωριό μαρτυρείται, ότι κατοικείται από την Β’ βυζαντινή περίοδο, στην εποχή της Ενετοκρατίας στην Κρήτη, θα επικράτησε η λατινική γραφή δρϋί, που με τον καιρό επισημοποιήθηκε και διασώζεται μέχρι σήμερα. Αλλά μόνον όσον αφορά την τελική κατάληξη -1 -. Γιατί διατηρώντας στην ελληνική γραφή το αρχικό – η – δίνει οπωσδήποτε τη ρίζα της ετυμολογικής ονομασίας του.

Από τότε που άρχισε να γίνεται γνωστή η ύπαρξη του στην Ιστορία φαίνεται πως είχε δυο οικισμούς, όπως και σήμερα. Δηλαδή το Εποδέ το Πόδε Σπήλι, το σημερινά επωνομαζόμενο Πάνω Χώρικαιτο Πέρα Σπήλι, το σημερινό Κάτω Χώρι Πέρα Χώρι. .Το σημερινό Κάτω Χώρι ή Πέρα Χώρι  το σημερινό Πάνω Χώρι. Κι η μεν πρώτη ονομασία δεν έχει εξακριβωθεί από πού προέρχεται, ενώ η δεύτερη, που θα πει το ματωμένο, το κόκκινο Σπήλι ή θα οφείλει την ονομασία του σε κάποιο ανεξακρίβωτο ακόμη ιστορικό γεγονός, ή το πιθανότερο είναι πως θα ονομάστηκε έτσι από τους υπέρυθρους σπηλιόβραχους από του οποίους είναι γεμάτο το βουνό και που από κάτω τους ακριβώς είναι κτισμένο το Πάνω Σπήλι. Οι βράχοι αυτοί, σαν χτυπούν πάνω τους, οτ’ αποβασιλέμματα, οι αχτίνες του ήλιου, τους βάφουν κατακόκκινους, σαν αίμα.

Εκεί πάνω στη Βίγλα, όπως μαρτυρεί και το σωζόμενο ακόμη τοπωνύμιο, θρονιάστηκε εξ αρχής αγναντεύοντας κι ελέγχοντας όλη την ατέλειωτη λαγκαδιά. Μόνο στα τελευταία μεταπολεμικά χρόνια άρχισε να κατηφορίζει για καλά προς τον αμαξόδρομο, με αντίστοιχη εγκατάλειψη των τελευταίων προς τις ρίζες του βουνού, παλιών αρχοντικών σπιτιών, που ακατοίκητα καθώς έμειναν, βούλιαξαν τα περισσότερα. Όπως επίσης βούλιαξε, διατηρούμενων ακόμη μόνο των πλαϊνών τοίχων του όρθιων, ένας χαρακτηριστικός πύργος, σαν εκείνους που συναντούμε στα Σφακιά και στη Μάνη. Και που ανήκε στη, Σφακιανή την καταγωγή, οικογένεια των Μαρίνηδων ή Νικηφόρηδων, που είχε μετοικήσει από παλιά στο Σπήλι. Ενώ ένας ακόμη πύργος, ίδιου τύπου, αλλά κατά πολύ μεγαλύτερος και ψηλότερος του οποίου σώζονταν όρθιοι μόνο οι τοίχοι του κι ένα μεσοπάτωμα, κατεδαφίοτηκε. δυστυχώς, λόγω άγνοιας της αξίας του από τους ιδιοκτήτες του, για να

κτιστεί στη θέση του νέο, σύγχρονο σπίτι.

Το Πέρα Σπήλι, το Κάτω Χώρι ή Πέρα Χώρι αντίθετα, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις, τόσο από σωζόμενα ερείπια παλιών κτισμάτων, όσον κι από διηγήσεις παλιότερων, πως ήταν κτισμένο αρχικά πολύ χαμηλότερα. Κάτω στα περιβόλια, προς τις τοποθεσίες Κεφάλια και ‘Αι Κύριλλο. Πολύ κοντά δηλαδή προς τον οικισμό Δαριβιανά. Φαίνεται όμως, πως ύστερα από την Τούρκικη υποδούλωση της Κρήτης, κι όπως οι μάχες φούντωναν κάθε τόσο σε τούτα τ’ ανυπόταχτα μέρη, ανάγκασαν τους Κατωχω-ριανούς ή Περαχωριανούς Σπηλιανούς ν’ αποτραβηχτούν κι αυτοί για ασφάλεια τους στα ψηλώματα και σύριζα στο βουνό, σαν και τους Πανωχωριανούς συγχωριανούς των. Τα σμιχτά σπίτια, το ένα συνέχεια του άλλου, τα στενά δρομάκια κι οι σχεδόν κάθετες ανηφοριές μ’ ένα ακόμη προστατευτικό φυσικό οχυρό, το διπλανό φάραγγα, που για μεγάλο διάστημα μέσα στο χρόνο γίνεται αδιάβατος από τα πολλά βροχόνε-ρα που μαζεύει και κατρακυλά απ’ το βουνό, σωστό ορμητικό ποτάμι, παρείχαν μια αμεσότερη προστασία στους κατοίκους. Σε συνδυασμό, πως και στην κρίσιμη ώρα της μάχης, ήταν ευκολότερη η πρόσβαση και η φυγή των γυναικόπαιδων και των γερόντων, για σωτηρία στις γειτονικές σπηλιές του βουνού.

Το Σπήλι σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκικής σκλαβιάς δεν έλειψε ποτέ απ’ τους συνεχείς αγώνες και τις επαναστάσεις του Κρητικού λαού. Οι Σπηλιανοί μάλιστα είχαν σχηματίσει και δικό τους επαναστατικό σώμα (μπαϊράκι). Το ίδιο το χωριό γίνηκε πολλές φορές πεδίο μαχών των επαναστατημένων ολόκληρης της Αγιοβασιλειώτικης επαρχίας. Δεν ήταν λίγες οι φορές που τα Σπηλιανά σπίτια γκρεμίστηκαν και ολοκαυ-τώθηκαν, ενώ οι Σπηλιανές περιουσίες, τα λιόδεντρα περισσότερο, γίνονταν κάθε φορά παρανάλωμα του πυρός των Τούρκων. Οι Σπηλιανοί, κάτω απ’ αυτή την ανάγκη, μετοικούσαν γι’ ασφάλεια και σωτηρία τους, μαζί με όσα υπάρχοντα τους απόμεναν, στο γειτονικό βουνό. Μέχρι και τους αργαλειούς τους κουβαλούσαν οι γυναίκες για να υφαίνουν τον απαραίτητο ρουχισμό.

Ιστορική παραμένει η νικηφόρα για τους Έλληνες μάχη, που δόθηκε στην τοποθεσία Καψάλες στην ανατολική είσοδο του χωριού, στις 15 Ιουνίου του 1821. Η δεύτερη μάλιστα στη σειρά, που δόθηκε και κερδήθηκε απ’ τους επαναστατημένους Αγιο-βασιλειώτες, μέσα σε διάστημα 17 ημερών, αφότου κηρύχτηκε επίσημα, στις 29 Μαίου του 1821 στη Θυμιανή Παναγία στα Σφακιά, η Κρητική Επανάσταση, σε συνδυασμό με τον ταυτόχρονο ξεσηκωμό και της άλλης υπόδουλης πατρίδας. Η πρώτη μάχη ήταν αυτή που δόθηκε στις 13 του ίδιου μήνα. στον Καημένο ‘Αι Γιάννη, εκεί κοντά, στο χωριό Κοξαρέ. Με επί κεφαλής τους Χατζή Ρούσσο Βουρδουμπά Δεληγιαννηδες. Τσουδερίδες, Τσιριντάνηδες κι άλλους

καπεταναίους με τα παλικάρια των, έτρεψαν σ’ άτακτη φυγή το λεφούσι του τρομερού Γλυμίδ’ Αλή, και τραυμάτισαν σοβαρά και τον ίδιο.

Όμως κι ενώ μετά την περιφανή τους αυτή νίκη αναπαύονταν για λίγο στο χωριό Κοξαρέ. έφτασε μαντάτο από το επαναστατικό Σώμα Σπήλιου, να τρέξουν και να βοηθήσουν γιατί τριακόσοι Τουρκογενίτσαροι Αμπαδιώτες, με επικεφαλής τον αιμοβόρο Ντελή Μουσταφά είχαν κατέβει προς τα νοτικά χωριά, με κατεύθυνση το Σπήλι. όπου έσφαζαν και ξολόθρευαν τις χριστιανικές οικογένειες. Χωρίς να χάσουν καιρό άρπαξαν τον οπλισμό τους και μόλις που πρόλαβαν να ταμπουρωθούν στην τοποθεσία του Καψαλέ, όπου στο μεταξύ είχαν καταφτάσει με ξέφρενους αλλαλαγμούς κι αγριότατες διαθέσεις οι αιμοσταγείς Αμπαδιώτες. Στη μάχη, που ήταν συγκλονιστική, σκοτώθηκαν όλοι οι Τούρκοι και πιάστηκε ζωντανός ο ίδιος ο Ντελή Μουσταφάς και δυο γυναικάδελφοι του.

Κατά τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του 1912 – 1922 οι Σπηλιανοί έδωσαν το παρόν τους, όπως κι όλοι οι άλλοι Κρητικοί. Περισσότεροι από εκατό βρέθηκαν να πολεμούν πλάι – πλάι με τους Στερεοελαδίτες και λοιπούς Έλληνες και να φέρνουν το μήνυμα της λευτεριάς οε χιλιάδες ακόμη σκλαβωμένους. Έτρεξαν και ξεπάγιασαν απελπιστικά στο απόρθητο Μπιζάνι. Καψώθηκαν και δίψασαν στον απέραντο βαλτω-μένο Μακεδόνικο κάμπο. Μα κι έζησαν το ανεπανάληπτο, αλλά τόσο φρούδο εθνικό παραλήρημα, σαν έφτασαν έξω από την Πόλη των Εθνικών ονείρων και των εθνικών οραμάτων, την Κωνσταντινούπολη. Αλλά και πιάστηκαν αιχμάλωτοι και φριχτά δεινο-πάθησαν, σωματικά και ψυχικά, στο ματωμένο Σαγγάριο και τις απέραντες – άνυδρες στέπες της Μικράς Ασίας.

Μετά από τη Μικρασιατική καταστροφή και τους πρώτους πρόσφυγες που ήρθαν στην Κρήτη, πολλοί ανέβηκαν στο χωριό όπου φιλοξενήθηκαν από τους ντόπιους κατοίκους.

Μα και στο Έπος του 1940. πάνω από 130 Σπηλιανοί επιστρατεύτηκαν κι έφτασαν μέχρι την πρώτη γραμμή του Αλβανικού Μετώπου. Αξίζει να σημειωθεί, πως το 1940 το χωριό είχε φτάσει στη μεγαλύτερη του ακμή, μετά από την Τούρκικη απελευθέρωση. Αριθμούσε περί τους 1000 κατοίκους κι η κάθε οικογένεια είχε από έξι παιδιά και πάνω. Στο μεταξύ και λόγω που είχε γίνει πρωτεύουσα της επαρχίας, στις ντόπιες παραδοσιακές οικογένειες του χωριού είχε προστεθεί κι ένας αξιόλογος αριθμός νέων οικογενειών, που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα κι είχαν ριζώσει στο Σπήλι. Είτε λόγω υπαλληλικής ιδιότητας, όπως ο Συμβολαιογράφος κι ονομαστός οπλαρχηγός των Κρητικών αγώνων, Κρυοβρυσανός την καταγωγή, Αδάμ Βαβουράκης, ο έμπορος αδελφός του Γιάννης κι ο Φαρμακοποιός το επάγγελμα, από το χωριό Μύρθιος, Γεώργιος Μαθιουδάκης. Είτε κι από γάμους ξένων με Σπηλιανές νυφάδες, που ρίζωσαν κι αυτοί στο Σπήλι. Όπως οι οικογένειες των Νικολάου Μιαούλη (διετέλεσε Ανώτερος Διοικητής Χωροφυλακής Κρήτης), Εμμανουήλ Κανάρη (Ταγματάρχη της Χωροφυλακής) Μιχάλη Μηναδάκη (Αξιωματικού της Χωροφυλακής). Κι ακόμη οι σεβαστές οικογένειες των Γιάννη Τσουδερού, Δικαστικού και Γιάννη Τσουδερού Διδασκάλου, των Προκοπή Προκοπάκη και Γιώργη Προκοπάκη, Ευαγγέλου Πρεβελάκη Εμπόρου και Μανόλη Πρεβελάκη Δικηγόρου. Στη Μάχη της Κρήτης σκοτώθηκε ο απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων υπολοχαγός Νικόλαος Μιαούλης, που αν και με αναρρωτική άδεια, λόγω τραυματισμού του στο Αλβανικό Μέτωπο, έσπευσε με τους επιδέσμους και τα δεκανίκια, στη μεγάλη μάχη των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στο Ρεθυμνιώτικο κάμπο, όπου και έδωσε το τελευταίο αίμα του.

Το χωριό αυτό οι Γερμανοί το χρησιμοποιούσαν για εκπαίδευση και ανάπαυση. Όταν βομβαρδίστηκε το Ρέθυμνο το νοσοκομείο μεταφέρθηκε στο Σπήλι αλλά χωρίς νοσοκόμες. Οι γυναίκες του χωριού με δύο γιατρούς είχαν αναλάβει τους τραυματίες. Ανάμεσα στους Έλληνες τραυματίες ήταν δύο Άγγλοι και δύο Γερμανοί οι οποίοι έτυχαν της ίδιας θεραπευτικής μεταχείρισης με τους Έλληνες τραυματίες. Αφού οι ξένοι έγιναν καλά οι Άγγλοι φυγαδεύτηκαν ντυμένοι κρητικά για να μη τους σκοτώσουν οι Γερμανοί. Οι δύο Γερμανοί αργότερα έδειξαν καλή συμπεριφορά στους κατοίκους και σεβασμό απέναντι στις γυναίκες. Όμως όταν έφυγαν οι Γερμανοί, έδιωξαν τους κατοίκους από το χωριό και ανατίναξαν τη γέφυρα μαζί με τα σπίτια.

Με το τέλος των απανωτών πολέμων το Σπήλι, όπως κι όλη γενικά η ελληνική ύπαιθρος, άρχισε να φθίνει διαδοχικά, σε συνδυασμό και με τη συνεχιζόμενη μετανάστευση των παιδιών του, που άνοιξαν πανιά για εξεύρεση καλύτερης τύχης. Το κακό άρχισε να μετριάζεται με την πλήρωση της χηρεύουσας μητροπολιτικής έδρας Λάμπης και Σφακίων, από τον εμπνευσμένο και δυναμικό μητροπολίτη, αοίδημον Ισίδωρο Ρουσοχατζάκη, που με μια αποφασιστική προσπάθεια του αναγέννησε το χωριό, με το κτίσιμο μητροπολιτικού μεγάρου και μητροπολιτικού ναού, με τη δημιουργία πλήρους εξατάξιου τότε γυμνασίου, που από το 1938 είχε παύσει να λειτουργεί ακόμη και το παλιού τύπου ημιγυμνάσιο και με το άνοιγμα Οικοκυρικής Σχολής, για τις νέες της δικαιοδοσίας της μητρόπολης, η οποία όμως έκλεισε τελευταία από έλλειψη μαθητριών. Οι Σπηλιανοί αναθάρρεψαν έτσι. σταμάτησαν τη φυγή κι ύστερ’ από την ηλεκτροφώτιση του χωριού νέοι ορίζοντες ανοίχτηκαν κι άρχισε ολοταχώς η πρόοδος του.

Μέσα στα πολλά ενδιαφέροντα που έχει να επιδείξει το Σπήλι είναι κι οι τέσσερις παλιές τοιχογραφημένες εκκλησιές του, από τις 15 σωζόμενες. Όπως ο Άγιος Γεώργιος κι ο Δεσπότης Χριστός, στις δυο εξόδους του χωριού (ανατολικά και δυτικά) και η εκκλησιά της Παναγίας στο Πάνω Χώρι, από την οποίαν όμως σώζεται μόνο ένα κομμάτι από το βορεινό τοίχο, ύστερα από το γκρέμισμα και το μεγάλωμα της, που έγινε το 1904, για να μπορεί να χωρεί όλο το εκκλησίασμα. Κι ακόμη η δίκλιτη εκκλησία των Αγίων Χαραλάμπους και Θεοδώρου του Τύρωνα, στο Κάτω Χώρι, που παλιότερα ήταν ο μητροπολιτικός ναός, μέχρι που κτίστηκε ο νέος. Τουριστικό ενδιαφέρον, παρουσιάζει η επίσκεψη στους μύλους. Όχι μόνο γιατί έχει καταντήσει πια σπάνιο θέαμα η θέα ενός υδρόμυλου, με την όλη πρωτογονική λειτουργία του, αλλά και το σπάνιο τοπίο, που από μέσα του ξεπροβάλλει. Τα νερά από τους μύλους σχηματίζουν ποτάμι κατηφορικό, που στις όχθες του φυτρώνουν πανύψηλα δέντρα από καρυδιές, λεμονιές, πλατάνια και αυτοφυή κλίμματα, που καθώς πλέκουν αναμεταξύ τους τα κλαδιά, δημιουργούν το καλοκαίρι την αίσθηση της ολόδροσης ζούγκλας. Αλλά υπάρχει κι άλλος μύλος, που αξίζει να επισκεφθούν οι επισκέπτες. Βρίσκεται στην τοποθεσία Αγιά Φωτεινή ή Αγία Φωτεινή, στην ανατολική έξοδο του χωριού. Εκτός από το μύλο και την πηγή του νερού, ενδιαφέρον παρουσιάζει το λιγάτο του. που είναι μεγάλο σε μήκος και στηρίζεται πάνω σε οκτώ

αλυσσιδωτές μεγάλες καμάρες, που του δίνουν την όψη παλιού μελετημένου βυζαντινού κτίσματος. Σήμερα ο μύλος έχει κλείσει. Τα πιο πολλά περιβόλια μένουν κι αυτά ακαλλιέργητα και το νερό, ολόδροσο το καλοκαίρι κι αχνιστό το χειμώνα, κυλώντας σχηματίζει ένα γραφικότατο ποτάμι, που κυλά τα γάργαρα νερά του ανάμεσα από ψηλά πλατάνια, μυρτιές, ασφάκες και δασιές καλαμιές. Σε μια στιγμή κι εκεί που η διάβαση του στενεύει και γίνεται απέραστος το χειμώνα, είναι κτισμένη με πολλή μαστοριά, ποιος ξέρει από πόσους αιώνες πριν, μια γραφικότατη ψηλή και μεγάλη γέφυρα. Ένα κτίσμα παλιό, που όπως και το λιγάτο του μύλου της Αγιας Φωτιάς, ίσως να “ναι από τα μοναδικά του είδους των σ’ όλη την Κρήτη. Το ποτάμι, γεμάτο κι αυτό από πέστροφες, αφού κάνει την πορεία του και φτάσει στο μέσον της άκρης του Κάτω Χωριού, σμίγει εκεί, σχηματίζοντας σαν δέλτα με τ’ άλλα νερά των μύλων, που φτάνουν γοργοκυλώντας απ’ την Κεφαλόβρυση (των 25 κρουνών) και παίρνουν μαζί τον κατήφορο. Κι αφού ικανοποιήσουν τις ανάγκες σε πότισμα περιβολιών των γειτονικών χωριών (Δαριβιανών και Μυξορρούματος) χύνονται στο Λυβικό Πέλαγος.

Όπου και να πάει κανείς στην εξοχή του χωριού, συναντά γάργαρες πηγές. Έτσι πιο πάνω από την Αγιά Φωτιά, κι αφού περάσει κανείς διάφορες μικροπηγές, από των οποίων τα νερά, μεταφερόμενα με σωλήνες, υδρεύεται ένα μέρος από το Πάνω Σπήλι, φτάνει στην πανοραματική τοποθεσία με τ’ όνομα Τρυγιώδι. Εδώ και μέσ’ από ένα μεγάλο βράχο, ανοιγμένο στα δυο βρίσκεται μια μεγάλη πηγή. η φημισμένη Καλλεργιανή Βρύση με την παλιά εκκλησία των Αγίων Αποστόλων πιο πάνω. Στη γιορτή τους. στις 30 Ιουνίου γινόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια ένα ωραιότατο υπαίθριο πανηγύρι, με τη συμμετοχή κι όλων των γύρω χωριών. Πανοραματική κι ιδιαίτερα ειδυλλιακή είναι κι η τοποθεσία, με την ενδιαφέρουσα ονομασία Λάππα (βλέπε Αργυρούπολη – Λάππα) και το θαυματουργό εκκλησάκι του Αγίου Πνεμάτου, που βρίσκεται ακριβώς πίσω από το βουνό του Βορίζη, σε μια δασόσπαρτη πλαγιά, από πανύ-ψηλες ελιές, δρυς και κυπαρίσσια. Κι εδώ βρίσκεται μια γάργαρη πηγή. που χαρίζει την απολαυστική δροσιά της στους περαστικούς. Παλιότερα στη γιορτή της Αγίας Τριάδας, γινόταν ένα από τα ωραιότερα πανηγύρια του ‘Αι Βασίλη και του Αμαρίου. Σήμερα, παρόλο που η διάθεση δεν εξέλειπε, η παλιά αίγλη έχει υποχωρήσει και το πανηγύρι που γίνεται, μόνο από Σπηλιανούς, απλώς μεσημεριάζει.

Το χωριό μέσα στερείται ενδιαφέροντος, κυρίως γιατί τα περισσότερα σπίτια εξαιτίας των συνεχών ολοκαυτωμάτων δεν έχουν ιδιαίτερη αρχιτεκτονική. Στο Πάνω

Χώριζωνται ακόμη μερικά νεότερης κατασκευής αρχοντικά (Προκοπή. Βαβουράκη, Τσουδερού), ενώ τα παλιά, τα καμαρόσπιτα, εγκαταλειμμένα μεταπολεμικά βουλιάζουν απελπιστικά και σιγά – σιγά εξαφανίζουνται από τα θεμέλια. Εδώ σώζεται ακόμη, σε θλιβερή εγκατάλειψη, μια παλιά παραδοσιακή βρύση με τις πέτρινες γούρνες και τις κουτσουνάρες της.

Το όμορφο Σπήλι όμως δεν είναι μόνο γάργαρη πηγή αστείρευτων και πεντακάθαρων νερών, αλλά και άριστων λαϊκών μουσικών και επιδέξιων χορευτών, που έχουν αφήσει εποχή και συνέβαλαν τα μέγιστα για τη διάσωση, διάδοση και την ανανέωση της λαϊκής Κρητικής μουσικό – χορευτικής παράδοσης. Από δω ξεκίνησε την εβδομη-ντάχρονη καριέρα του στην Κρητική λύρα. ο αείμνηστος Γιώργης Μαρκογιώργης. που φεύγοντας από τη ζωή. άφησε έξι γιους, που όλοι τους γνωρίζουν να παίζουν Κρητικά όργανα και ένας απ’ αυτούς θεωρείται αυθεντία. Παράδοση στη λύρα έχει αφήσει κι ο ηρωικός πολεμιστής των εθνικών εξορμήσεων (1912 – 1922) Στεφανής Βασιλάκης, με το παράνομα Κοντύλης. Αλλά κι ο γιος του σήμερα, ο Ζάχαρης. Για να φτάσουμε στις μεγάλες λαϊκές μουσικές φυσιογνωμίες της Κρητικής Μουσικής, το Γιώργη Καλογρίδη. που γρήγορα όμως τον κέρδισε η ξενητιά (στην Αμερική) και τον ανεπανάληπτο Θανάση Σκορδαλλό. που κυριολεκτικά ανανέωσε από τα βάθρα της και πάνω στις ρίζες της, μεράκλωσε και μύησε στα ιερά νάματα της, την πανάρχαια Κρητική μουσική λαϊκή παράδοση και την Κρητική λαϊκή ψυχή. Από την άποψη των χορευτών «ένας είναι ο Σταμάτης (Παπαδάκης), η Μαργκότ Φοντέιν της Κρήτης, με την άφταστη πλαστικότητα του σώματος και των καλοζυγισμένων χορευτικών παλμών, που σαν χορεύει δεν πηδά, αλλά κεντά, κάνει ιεροτελεστία μυσταγωγική. Αλλά και κάθε Σπηλιανός είναι κι ένας κάλλιστος λαϊκός χορευτής, όχι και τόσο αυτοδίδακτος , αφού συνεχίζει ακόμη να “χει σαν πρότυπο το μεγάλο Σταμάτη. Κι όσο συνεχίζουν να τρέχουν, έτσι πάντα γάργαρα κι ασταμάτητα τα Σπηλιανά νερά, το ίδιο γάργαρη κι ασταμάτητη, άφθαρτη απ’ το χρόνο και τους ξενόφερτους τρόπους ζωής, θα παραμένει η βαθιά θεμελιωμένη στο Σπήλι και στην ψυχή των Σπηλιανών, μουσικό – χορευτική λαϊκή παράδοση της Κρήτης.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία: https://www.cretanbeaches.com