Μενού Κλείσιμο

Σούλι Θεσπρωτίας

Το ηρωικό Σούλι βρίσκεται σε μια μικρή πεδιάδα, στην κορυφή ενός απότομου υψώματος, 600 μέτρα πάνω από την κοίτη του ποταμού Αχέρoντα. Ένα απότομο και πολύ επικίνδυνο μονοπάτι κατεβαίνει στο ποτάμι, ενώ πίσω του υψώνεται μια επιβλητική αλυσίδα βουνών. Η σύγχρονη Κοινότητα του Σουλίου ιδρύθηκε το 1999 με το πρόγραμμα «Καποδίστριας», ακριβώς 196 χρόνια μετά από την εγκατάλειψη της ιστορικής «Σουλιώτικης Συμπολιτείας» (στις 12 Δεκεμβρίου του 1803). Τη «Σουλιώτικη Συμπολιτεία» αποτελούσαν τα χωριά Σούλι, Σαμονίβα, Κιάφα, Αβαρίκος, Τσεκουράτι, Περεχάτι, Βίλια, Αλποχώρι, Κοντάτες, Γκιονάλα και Ρουσιάτσα που βρίσκονταν στους πρόποδες των Κασσιώπιων βουνών και τα οποία δημιουργήθηκαν από την προσέλευση στα μέρη αυτά πολλών κυνηγημένων από τους Τούρκους χριστιανών (γύρω στο 1550). Το 1956 το Σούλι ανακηρύχθηκε διατηρητέος οικισμός και τα καινούργια σπίτια χτίστηκαν στο πρότυπο των παλαιοτέρων, υπό την εποπτεία της Εφορίας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων των Ιωαννίνων.

Η περιοχή του Σουλίου είναι ορεινή, απότομη και άγρια. Οι πρώτοι οικιστές της περιοχής που  κατάγονταν από τα γύρω χωριά αλλά και από περιοχές της Bορείου Ηπείρου δεν επέλεξαν τυχαία την περιοχή, καθώς είναι ένα φυσικό, γιγάντιο φρούριο. Στους πρόποδες των χωριών βρίσκονται αντικριστά δύο λόφοι, σημαντικοί τόσο από γεωγραφική όσο και ιστορική άποψη, το Κούγκι και η  Κιάφα.  Επίσημη γλώσσα των Σουλιωτών ήταν η ελληνική, ενώ καθημερινή η αρβανίτικη διάλεκτος.

Οι Σουλιώτες διακρίθηκαν στον αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδας χάρη στις  πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους και η φήμη τους απέκτησε θρυλικές διαστάσεις. Ήταν  χωρισμένοι σε 47 πατριές (φατριές) ή «φάρες» όπως τις αποκαλούσαν. Οι σημαντικότερες φάρες ήταν οι: Ζέρβας, Τζαβέλλας, Δημοδράκος, Δαγκλής, Κουτσονίκας, Μπότσαρης, Καραμπίνης, Νίκας. Κάθε φάρα είχε το δικό της αρχηγό και το αξίωμα ήταν κληρονομικό. Όλοι οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν το «Κριτήριον της Πατρίδος» και είχαν ως έργο τη συλλογή των φόρων και την απόφαση για τους στρατεύσιμους. Υπήρχε δικαστική εξουσία, η οποία βασιζόταν στο εθιμικό δίκαιο. Ανώτατη εξουσία ήταν το «Γενικόν Συνέδριον», στο οποίο συμμετείχαν οι αρχηγοί κάθε φάρας κι όσοι είχαν διακριθεί για τις αρετές τους. Αυτοί αποφάσιζαν για πόλεμο ή ειρήνη και ρύθμιζαν τις εξωτερικές σχέσης της «Σουλιώτικης Συμπολιτείας». Πρωτεύουσα θεωρούνταν το Σούλι. Τα χωριά του Σουλίου αριθμούσαν περί τους 2.500 ένοπλους, λιτοδίαιτους, ολιγαρκείς και σκληραγωγημένους άντρες, ενώ και οι γυναίκες έπαιρναν πολλές φορές μέρος στις μάχες. Χαρακτηριστικό των Σουλιωτών ήταν η τυφλή πειθαρχία στους αρχηγούς, ειδικά κατά την περίοδο πολέμου. Θεωρούσαν την ελευθερία πολυτιμότερο αγαθό και από την ίδια τους τη ζωή. Είχαν αυστηρά ήθη και σέβονταν τις γυναίκες. Τιμούσαν όσους επιδείκνυαν ηρωισμό στις μάχες και απόπαιρναν τους δειλούς. Διακρίνονταν για την τήρηση των συμφωνιών τους (μπέσα) και τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις ηθικές αρχές. Ίσχυε η αντεκδίκηση και ήταν μάλιστα απαράβατος νόμος. Κύρια γνωρίσματά τους ήταν ακόμη η φιλοπατρία, η αφιλοχρηματία κι η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους, φορούσαν την παραδοσιακή φουστανέλα και επίσημο όργανό τους ήταν ο ταμπουράς.

Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να κατακτήσουν τα εδάφη του Σουλίου. Σκοπός τους δεν ήταν να επιβάλλουν φόρους σε μια τελείως άγονη περιοχή, αλλά να εξουδετερώσουν τους ανυπότακτους Σουλιώτες. Γενικά οι πόλεμοι των Σουλιωτών προ του Αλή Πασά χαρακτηρίζονται περισσότερο ως αμυντικοί. Στις εκστρατείες του Αλή Πασά το 1789 και 1792 οι Σουλιώτες υπήρξαν νικητές. Η τρίτη εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών ξεκίνησε το 1800 και οι μάχες κράτησαν τρία χρόνια. Οι Σουλιώτες υπέκυψαν και συνθηκολόγησαν τελικά στις 12 Δεκεμβρίου του 1803. Η συνθήκη όριζε ότι οι κάτοικοι του Σουλίου έπρεπε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Φεύγοντας χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: η πρώτη πήγε με τις φάρες των Δαγκλή, Δράκου, Ζορμπά, Τζαβέλλα, Πανομάρα κ.ά. και κατευθύνθηκε προς την Πάργα, ενώ η δεύτερη με τις φάρες των Κουτσονίκα, Μαλάμου, Μπότσαρη κ.ά. προς το Ζάλογγο. Τότε ο Αλής αθετώντας το λόγο του και τη συνθήκη διέταξε την καταδίωξη και την εξόντωση των Σουλιωτών. Από τις δύο ομάδες, η δεύτερη δεν κατόρθωσε να διαφύγει τον όλεθρο. Οι αποτελούντες την δεύτερη ομάδα είχαν φθάσει στο Ζάλογγο, που απείχε από το Σούλι γύρω στις οκτώ ώρες. Στη συνέχεια για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκαν στη κορυφή όπου βρίσκεται και η ομώνυμη Μονή του Ζαλόγγου. Στις 16 Δεκεμβρίου όταν έφθασε στους πρόποδες του Ζαλόγγου το πολυάριθμο ασκέρι του Αλή Πασά υπό τον Αλβανό διοικητή Μπεκήρ Τζιγαρώρο οι Σουλιώτες μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους οχυρώθηκαν μέσα στη Μονή από όπου και απέκρουσαν στις 16 και 17 του μήνα τις εφόδους του ασκεριού. Την επομένη όμως, στις 18 Δεκεμβρίου, ο Κουτσονίκας και οι σύντροφοί του παραδόθηκαν, ενώ 53 γυναίκες με τα παιδιά τους και 13 άνδρες κατέφυγαν σε παρακείμενο βράχο, που σήμερα ονομάζεται «Στεφάνι». Αντίθετα άλλοι, περίπου 147, υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατάφεραν με έφοδο να διασωθούν. Οι Αλβανοί όταν έφθασαν στη Μονή και την κατέλαβαν αιχμαλώτισαν και όλους όσοι βρίσκονταν εκεί. Τότε οι γυναίκες που είχαν καταφύγει στο βράχο προτίμησαν αντί της ατιμίας και της αιχμαλωσίας να ρίξουν τα τέκνα τους στο γκρεμό και στη συνέχεια να πέσουν κι εκείνες, χορεύοντας, η μία μετά την άλλη ξέροντας ότι λίγα μέτρα τους χώριζαν από τον θάνατο.

Οι Σουλιώτες που επέζησαν δεν επέστρεψαν στο Σούλι, παρά διασκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα, σώζεται μόνο η Σαμονίβα, με ελάχιστους κατοίκους. Επίσης, σώζονται μερικά ερείπια του Κουγκίου και της Κιάφας, καθώς επίσης και τα διάσημα «Πηγάδια» στη Σαμονίβα. Τα 67 αρχαία πηγάδια βρίσκονται στο κέντρο της περιοχής του Σουλίου. Ήταν το μοναδικό μέσο άρδευσής τους αφού η περιοχή θεωρείται άνυδρη. Ο συνολικός αριθμός των πηγαδιών έφτανε τα 400, καθώς κάθε φαμίλια Σουλιωτών είχε το δικό της πηγάδι. Συνδέονται υπογείως με κεραμικές σωληνώσεις, ενώ γέμιζαν νερό από μία μεγάλη γούρνα, φυσική δεξαμενή νερού, που βρίσκεται σε ένα από τα ψηλότερα σημεία. Σύμφωνα με μαρτυρίες, που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, οι Σουλιώτες κατά τις επιχειρήσεις του 1792, όταν οι Τουρκαλβανοί πλησίασαν την περιοχή τους, τα αχρήστευσαν ρίχνοντας ασβέστη σε πολλά πηγάδια για να τους στερήσουν το νερό.

Στην περιοχή έχει διασωθεί ένας παλιός νερόμυλος που βρίσκεται σε ειδυλλιακή τοποθεσία δίπλα στο ποτάμι. Σύμφωνα με την παράδοση, ο νερόμυλος χρησιμοποιούνταν από τους Σουλιώτες για να αλέθουν τα σιτηρά τους με τα νερά να πέφτουν στο ποτάμι από ύψος 15 μέτρων. Πίσω από τον παλιό νερόμυλο πηγάζουν τα νερά του ρέματος τα οποία στην συνέχεια καταλήγουν στον Αχέροντα. Πλέον, ο νερόμυλος του Σουλίου είναι ερειπωμένος.