Μενού Κλείσιμο

Σούδα Κυδωνίας, Χανιά

Κωμόπολη και κοινότητα της επαρχίας Κυδωνίας. Βρίσκεται σε απόσταση 6,5χλμ. ανατολικά των Χανίων. Είναι παραθαλάσσια και έχει 3.200 κατοίκους. Η καλλιεργήσιμη γη, που ανήκει στους κατοίκους της κωμόπολης, είναι αρκετά περιορισμένη. Παράγουν λάδι και εσπεριδοειδή. Εξαιρετικής ποιότητας είναι τα μανταρίνια της περιοχής.

Πολλοί κάτοικοι ασχολούνται επίσης με την αλιεία ή εργάζονται ως εργάτες στα ποντοπόρα φορτηγά πλοία και άλλοι σαν λιμενεργάτες. Οι υπόλοιποι ασχολούνται με το εμπόριο.

Στην κοινότητα Σούδας ανήκει ο οικισμός Βλητές. Η Σούδα απαρτίζεται από τους εξής συνοικισμούς: Πλατάνι, Πάνω Σούδα, Αύρα, η ονομασία οφείλεται στο πρώτο καφενείο το οποίο βρίσκεται μέσα στο πράσινο με πανοραμική θέα, Δασύλλιο Αγροκηπίου, ή Πευκόφυτο, Κόκκινος Πύργος, που η ονομασία του οφείλεται στην κατασκευή και το χρώμα του πανδοχείου, που υπάρχει στην περιοχή. Στο πανδοχείο που έχει ανακαινιστεί είχε εγκατασταθεί η ρώσικη πρεσβεία, φιλοξενήθηκαν επίσης υψηλά πρόσωπα μεταξύ των οποίων και ο Ελευθέριος Βενιζέλος.

Η Σούδα την εποχή της Ενετοκρατίας δεν υπήρχε. Στην απογραφή του 1881 δεν αναφέρεται. Είναι δημιούργημα των τελευταίων χρόνων και μάλιστα η αλματώδης ανάπτυξή της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οφείλεται στη χρησιμοποίηση του κόλπου σαν λιμάνι, των Χανίων, ναύσταθμου κ.λ.π. Το 1918 είχε 1.750 κατοίκους, το 1940 είχε 1.853, το 1951 είχε 1.234 και το 1961 είχε 5.530.

Η ονομασία της Σούδας οφείλεται στη λατινική λέξη suda (= χαράκωμα, χάρακας, στενή δίοδος ). Ο PashIey λέει ότι σούδα και χάραξ είναι συνώνυμα.

Η Σούδα κτίστηκε από τους Τούρκους αρχικά και κατόπιν επεκτάθηκε από μετοίκους από το κοντινό χωριό Τσικαλαριά.

Παλιότερες οικογένειες ε ίναι οι Φουρναράκηδες, Κουργιεράκηδες, Γιαμαδάκηδες, Γωνιωτάκηδες, Ραμπαλάκηδες, Βλαχάκηδες, Αντωνάκηδες, από το Γαβαλοχώρι, Πισσαδάκηδες και Κουρκουτάκηδες από τον Αποκορώνα.

Πριν από το 1866 σύμφωνα με τις αφηγήσεις γεροντότερων κατοίκων, στη σημερινή Σούδα υπήρχαν μόνο τρεις καλύβες (μαγαζιά) για την εξυπηρέτηση των περαστικών επαρχιωτών προς και από τα Χανιά.

Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1866, τούρκικα πολεμικά πλοία παρέμειναν μόνιμα στο λιμάνι της Σούδας και άρχισε αμέσως η κατασκευή Ναυστάθμου (Τερσανά) στην ίδια θέση, όπου είναι ο σημερινός Ναύσταθμος. Τα σχέδια και την επίβλεψη του έργου είχε αναλάβει ο Άγγλος πλωτάρχης Λιντζ, οργανωτής του τούρκικου ναυτικού, που έμεινε στη Σούδα και απέκτησε μεγάλη κτηματική περιουσία. Ο Ναύσταθμος αποπερατώθηκε το 1872. Τότε κτίστηκαν κατοικίες για το ναύαρχο (πασά) και για τους αξιωματικούς του τούρκικου στρατού οι οποίες υπάρχουν και σήμερα στην Άνω Σούδα.

Ο περιβόητος Τζαφέρ Αγάς έκτισε σειρά μαγαζιών γύρω από τη σημερινή πλατεία της Άνω Σούδας. Ολόκληρα τετράγωνα άρχισαν να ανοικοδομούνται και στη θέση, όπου είναι σήμερα το τελωνείο, κατασκευάστηκε απολυμαντήριο.

Στις 8 Δεκεμβρίου του 1898 αποβιβάστηκε στη Σούδα σε προβλήτα στο Ναύσταθμο, ο πρίγκιπας Γεώργιος Β’, δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου του Α΄ ο οποίος έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό από τον κρητικό λαό ως σύμβολο και απαρχή της ένωσης της Κρήτης με τη μητέρα Ελλάδα. Αργότερα, το 1954, κτίστηκε με εράνους των Σουδιανών το άγαλμα του πρίγκιπα Γεωργίου Β.

Στο λιμάνι της Σούδας στάθμευαν μόνιμα 4 πολεμικά πλοία των 4 προστάτιδων δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας και Ιταλίας, τα πληρώματα των οποίων αναζωογόνησαν την οικονομία της, που γνώρισε τότε μεγάλη άνθιση.

Την εποχή της Κρητικής Πολιτείας η Σούδα γίνεται έδρα του δήμου Ακρωτηρίου Σούδας, στον οποίο υπαγόταν 14 χωριά του Ακρωτηρίου, μεταξύ των οποίων η Σούδα, τα Τσικαλαριά, ο Νεροκούρος και τα Κατσιφαριανά. Μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων αρχίζουν μέρες παρακμής για τη Σούδα.

Το 1932 αρχίζει να λειτουργεί το εργοστάσιο «Κυλινδρόμυλοι κρήτης», ένα από τα μεγαλύτερα του είδους στη Βαλκανική Χερσόνησο. Ένα χρόνο αργότερα τελειώνει η κατασκευή προβλήτα μήκους 300μ.

Ακολουθούν τα χρόνια του πολέμου και της κατοχής. Η Σούδα βομβαρδίζεται από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς και τους Άγγλους, ενώ οι κάτοικοι απομακρύνονται Τα οικήματα καταστρέφονται σε ποσοστό 40%.

Το 1952 ιδρύεται η ναυτική βάση Σούδας στον Τερσανά. Η Σούδα αρχίζει και πάλι να εξελίσσεται. Το φυσικό λιμάνι και η έλλειψη λιμανιού στην πόλη των Χανίων συντελούν στη γρήγορη ανάπτυξη της κωμόπολης που γίνεται επίνειο της πόλης των Χανίων. Ο πληθυσμός της σημειώνει σταθερή αύξηση.

Ο κόλπος της Σούδας είναι ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια της Μεσογείου. Λόγω κα ι της γεωγραφικής του θέσης διαδραμάτισε σπουδαιότατο ρόλο στην ιστορία του νησιού.

Τη στρατηγική του σπουδαιότητα εκτίμησαν πρώτοι οι Ενετοί, που μετά την κατά ληψη της Κρήτης το 1205, οχύρωσαν το λιμάνι με το φρούριο που έκτισαν στη νησίδα που δεσπόζει στην είσοδό του, το γνωστό φρούριο της Σούδας.

Το οχυρωμένο λιμάνι αποτέλεσε το σπουδαιότερο στήριγμα των Ενετών κατά τις Κρητικές επαναστάσεις, καθώς και σε όλη τη διάρκεια των πολέμων στην Κρήτη μεταξύ Ενετών και Τούρκων. Παρέμεινε απόρθητο και όταν ακόμη κατακτήθηκε η Κρήτη από τους Τούρκους. Σ’ αυτό κατέφευγαν ανυπότακτοι Κρητικοί με τις οικογένειές τους μέχρι το 1715, όταν οι Ενετοί παρεχώρησαν με νέα συνθήκη το νησί στους Τούρκους.

Κατά τον αγώνα της ανεξαρτησίας (1821-1830) στο λιμάνι της Σούδας κατέπλευσαν οι τουρκοαιγυπτιακοί στόλοι ατιοβιθάζοντας στρατεύματα για να καταπνίξουν τις επαναστάσεις.

Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1866-69 οι Τούρκοι οχύρωσαν το λιμάνι Επισκεύασαν το ενετικό φρούριο στη νησίδα και έκτισαν πυροβολείο στο Καλάμι, που δεσπόζει στην είσοδο του λιμανιού. Το πυροβολείο ονομάστηκε Ιτζεδίν από το όνομα του πρωτότοκου γιου του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ. Η Αγγλία πολλές φορές κατά τις Κρητικές επαναστάσεις ενθάρρυνε τους επαναστάτες ατιοβλέποντας πάντοτε στην κατάληψη και χρήση του λιμανιού.

Κατά τον τελευταίο πόλεμο χρησίμευσε ως σπουδαία βάση των συμμαχικών ναυτικών δυνάμεων, σήμερα δε είναι αεροναυτική βάση.

Δίπλα στο νησί της Σούδας υπάρχει μια μικρή βραχώδης προεξοχή. Η παράδοση λέει ότι έβγαιναν θαλασσινές μούσες, που σαγήνευαν τους ναυτικούς. Η βραχώδη. προεξοχή λέγεται Λευκάς, λόγω των λευκών φορεμάτων των Μουσών.

Στη Σούδα υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Νικολάου που είχαν κτίσει στο φρούριο της νησίδας οι Ενετοί για το εκκλησίασμα της φρουράς και την είχαν μετατρέψει οι Τούρκοι σε αχούρι και αποθήκη. Όταν ο Γενικός Διοικητής Κρήτης Δραγούμης ήταν να εγκαινιάσει το 1913 τη μικρή αυτή εκκλησούλα θέλοντας να τιμήσει τη μνήμη του Γεωργίου Α’, που είχε δολοφονηθεί τότε στη Θεσσαλονίκη, αποφάσισε να την αφιερώσει στον Άγιο Γεώργιο και όχι στον Άγιο Νικόλαο όπως ήταν το καθιερωμένο.

Τα εγκαίνια είχαν οριστεί στις 23 Απριλίου 1913 ημέρα της γιορτής του Αγίου Γεωργίου. Μόλις, όμως απομακρύνθηκε η βάρκα με τους επίσημους ένας νοτιοδυτικός τρομερός άνεμος την παρέσυρε και κινδύνεψαν να πνιγούν όλοι. Η καταιγίδα δυνάμωσε, η βάρκα ανατράπηκε και πνίγηκαν 6 άτομα.

Ο κόσμος απέδωσε τη φοβερή θαλασσοταραχή, που ήταν αδικαιολόγητη για τον ανοιξιάτικο καιρό, στο θυμό του Αγίου Νικολάου, επειδή του πήραν την εκκλησία και την αφιέρωσαν σε άλλον άγιο. Έτσι η εκκλησία αφιερώθηκε στον Άγιο Νικόλαο.

Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου είναι η μητρόπολη της Σούδας. Είναι αγιογραφημένος μόνο ο τρούλλος. Την ημέρα της γιορτής του αγίου (6 Δεκεμβρίου) γίνεται μεγάλο πανηγύρι, στο οποίο έρχονται πολλοί Κρητικοί από τα γύρω μέρη.

Η εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου ήταν παλιά και ανοικοδομήθηκε το 1950 με 1953.

Η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού θεμελιώθηκε το 1960-65. Στο συνοικισμό Πλατάνι υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα που ήταν παρεκκλήσι των Αγίων Σαράντα.

Η παράδοση αναφέρει ότι τον Άγιο Παντελεήμονα έκτισε ένας στρατιώτης, ο οποίος πηγαίνοντας στην Αγγλία να θεραπεύσει τα μάτια του είδε στον ύπνο του τον άγιο που του είπε: «Τι γυρεύεις εδώ πέρα; Να πας σπίτι σου «. Την άλλη μέρα ο γιατρός που τον χειρούργησε του είπε πως είναι μια χαρά. Αυτός τότε για να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο έκανε έρανο στο Ηράκλειο και με τη βοήθεια όλων των κατοίκων και ιδιαίτερα του Ανδρέα Φουρναράκη, έκτισε την εκκλησία. Οι Άγιοι Σαράντα ήταν μοναστήρι, του οποίου σήμερα σώζεται μόνο το εικονοστάσι.

Στο συνοικισμό Αύρα είναι κτισμένη η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, η οποία ήταν πολύ παλιά. Ανοικοδομήθηκε το 1965 από τον ελληνοαμερικανό Γεώργιο Βλαχάκη. Η εκκλησία ανήκει στο μοναστήρι.των Αγίων-Σαράντα.

Η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας οικοδομήθηκε στον Ναύσταθμο από το πυροβολικό περίπου το 1920-25.

Στο συνοικισμό Πλατάνι βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Η εικόνα της αγίας ανακαλύφθηκε από δύο γυναίκες που είδαν όραμα. Εκεί υπάρχουν και τα θεμέλια παλιάς εκκλησίας που ανήκε στο μοναστήρι των Αγίων Σαράντα.

Στο συνοικισμό Δασύλλιο Αγροκηπίου είναι κτισμένη η εκκλησία του Αγ ίου Ιωάννη του Θεολόγου. Είναι παλιά και ανοικοδομήθηκε το 1930. Η προηγούμενη εκκλησία χρησιμοποιήθηκε από τους Τούρκους σαν σταύλος. Λένε πως το 1922 είδαν να αναβοσβήνει ένα φως μέσα στο σταύλο και αυτό οδήγησε τους κατοίκους να κάνουν ανασκαφές με πρωτοστάτες τις οικογένειες του Χατζή Γεωργίου και Παναγιώτη Σεντουκά που ήταν πρόσφυγες από τη Μ. Ασία. Ανακαλύφθηκε έτσι η Αγία Τράπεζα και η εικόνα.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα, 1980-1995.