Μενού Κλείσιμο

Σκεπαστή Μυλοποτάμου

Η Σκεπαστή είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Μυλοποτάμου. Βρίσκεται στο βόρειο μέρος της επαρχίας, σε υψόμ. 120 μ., απέχει 34 χμ. από το Ρέθυμνο και έχει 220 κατοίκους. Σύμφωνα με διηγήσεις των κατοίκων το όνομα του το οφείλει στο ότι όποιος κατατρεγμένος από τους Τούρκους κατέφευγε στο χωριό έβρισκε άσυλο, δηλ. σκέπη. Έτσι βγήκε το Σκεπαστή.

Το χωριό είναι από τα πιο παλιά της επαρχίας του Μυλοποτάμου, καθώς εμφανίζεται στη βυζαντινή εποχή. Οι παλιότερες οικογένειες είναι οι Κουτσουράμπηδες και οι Καλυβιανάκηδες. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Παράγουν λάδι, σταφίδα, κρασάμπελα και κηπευτικά.

Στη Σκεπαστή υπάρχουν και οι εκκλησίες: του Τιμίου Σταυρού, παλιά εκκλησία, της Αγίας Ειρήνης, που κτίστηκε γύρω στα 1894, του Αγίου Σπυρίδωνα, καινούρια εκκλησία, της Αγίας Παρασκευής. Παλιά, γύρω από την εκκλησία, υπήρχε μοναστήρι, σήμερα στέκονται μόνο ερείπια. Κάποιος από τους τελευταίους μοναχούς έκρυψε ένα θησαυρό στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και μετά πήγε στη Σκεπαστή. Αρρώστησε όμως και επειδή υπήρχε η πιθανότητα να πεθάνει και να μείνει κρυμμένος ο θησαυρός πήρε τους χωριανούς για να τους πάει να τους δείξει πού είχε κρύψει το θησαυρό. Στο δρόμο όμως πέθανε και οι χωριανοί τον έθαψαν εκεί όπου ξεψύχησε, γιαυτό και το μέρος εκείνο ονομάστηκε στου Καλόγερου.

Υπάρχει επίσης η δίκλιτη εκκλησία του Αγίου Νικολάου και της Ζωοδόχου Πηγής. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου προϋπήρχε της Ζωοδόχου Πηγής που κτίστηκε από κάποιον παπά που λεγόταν Νικόμηδος όπως αναφέρει και η επιγραφή που βρίσκεται εκεί. Κτίστηκε για χάρη της παπαδιάς που αρπάχτηκε κάποτε από τους κουρσάρους.

Η παράδοση έχει διασώσει και την παρακάτω ιστορία σχετικά με την αρπαγή και την επιστροφή της παπαδιάς στη Σκεπαστή. Μάλιστα οι κάτοικοι πιστεύουν ότι αυτά αποτελούν πραγματικότητα και όχι κάποιο μύθο ή θρύλο που έχει διασώσει η παράδοση:

Ήταν η ημέρα της γιορτής του Τιμίου Σταυρού. Στο χωριό το βράδυ γινόταν γλέντι, στο σπίτι του παπά, που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Στο μεταξύ οι κουρσάροι είχαν βγει στη στεριά και ακούγοντας τα όργανα αποφάσισαν να πλησιάσουν στο μέρος όπου γινόταν το γλέντι. Έφθασαν έτσι λίγο έξω από το σπίτι του παπά και περίμεναν να ξημερώσει για να κάνουν έφοδο. Κάποιος Έλληνας σκλάβος θέλοντας να ειδοποιήσει τους χωριανούς χωρίς να τον καταλάβουν οι άλλοι άρχισε να τραγουδεί:

«άμα φύγει το φεγγάρι θ’ αρμενίσουμε ομάδι»

Ακούγοντας το τραγούδι οι χωριανοί αμέσως πήραν τις οικογένειες τους και πήγαν να κρυφτούν προτού φύγει το φεγγάρι. Στο χωριό απέμειναν μόνο ο παπάς, η παπαδιά και η κόρη τους. Μόλις έφυγε το φεγγάρι οι Κουρσάροι έκαναν έφοδο. Έπιασαν αμέσως τον παπά και την παπαδιά. Η κόρη του παπά είχε καθήσει πάνω σε ένα μεγάλο βράχο (χαράκι) που βρίσκεται έξω από τον περίβολο της εκκλησίας και δεν μπορούσαν να την σηκώσουν με τίποτα. Έτσι την έσφαξαν εκεί μιας και δεν μπορούσαν να την πάρουν.

Πήραν λοιπόν μαζί τους τον παπά και την παπαδιά και τους φόρτωσαν στο καΐκι τους. Περνώντας μάλιστα από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής πήρανε και ένα ξύλινο σταυρό από την εκκλησία. Το καΐκι όμως δεν έλεγε να ξεκινήσει με τίποτα. Τότε τους είπε η παπαδιά να αφήσουν τον παπά ελεύθερο γιατί αλλιώς δεν θα φεύγανε ποτέ. Οι κουρσάροι άφησαν τον παπά, το καΐκι όμως δεν έλεγε να ξεκινήσει. Οπότε κάποιος κουρσάρος λέει σ’ αυτόν που πήρε τον σταυρό «πέταξε αυτό το παλιόξυλο που πήρες από την εκκλησία» και μόλις το πέταξαν το καΐκι ξεκίνησε. Την παπαδιά την πούλησαν σκλάβα στη Σμύρνη σ’ έναν αγά. Ο παπάς ψάχνοντας την παπαδιά έφθασε μέχρι τη Σμύρνη, στο σπίτι του αγά. είδε την παπαδιά αλλά δεν την αναγνώρισε. Εκείνη όμως τον αναγνώρισε. Του έδωσε λοιπόν ένα καρβέλι ψωμί που είχε βάλει μέσα χρυσά φλουριά και ένα σημείωμα που έγραφε: «Όντε δα πας στη Σκεπαστή την ανασκεπασμένη κτίσ εκκλησιά διμάρτυρη για με την κολασμένη».

Τότε μόνο ο παπάς κατάλαβε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η παπαδιά του. Γύρισε πίσω πάλι αλλά δεν κατόρθωσε να την δει γιατί εκείνη του παράγγειλε με μια σκλάβα της να φύγει αν θέλει τη ζωή του. Επέστρεψε λοιπόν και έκτισε την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής δίπλα στον Άγιο Νικόλαο και έγραψε μία επιγραφή και στα δυο κλίτη. Ο αγάς βλέποντας την παπαδιά μια μέρα στεναχωρημένη την ρώτησε τι έχει κι εκείνη του είπε: «Σήμερα είναι του Σταυρού, ταχιά τ’ Αγιου Νικήτα που γίνεται στο σπίτι μου μεγάλι πανηγύρι».

Ο Τούρκος τότε της απάντησε: «Αν έχει δόξα ο Σταυρός και χάρη ο ‘Αι Νικήτας θε να βρεθείς οτο σπίτι σου μ’ ό,τι βαστάς στο χέρι». Η παπαδιά κρατούσε ένα χρυσό λέγενι στα χέρια της που μ’ αυτό βοηθούσε τον αγά να πλυθεί. Μετά τα λόγια του αγα χάθηκε από μπροστά του η παπαδιά. Μάλλον όμως την απελευθέρωσε και γύρισε στη Σκεπαστή μετά από 28 χρόνια. Λέγεται μάλιστα ότι όταν βρέθηκε η παπαδιά είχε βρεγμένα τα φουστάνια της, αγνάντευε προς τη θάλασσα και αναρωτιόταν αν ζούσαν τα παιδιά της (αυτά που είχε κάνει με τον αγά).

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.