Μενού Κλείσιμο

Περιβόλια Ρεθύμνου

Το ανατολικό προάστιο του Ρεθύμνου, ή καλύτερα η επέκταση της σημερινής πόλης προς τα ανατολικά είναι το παλιά ονομαζόμενο χωριό Περιβόλια. Άλλοτε αποτελούσε ξεχωριστό οικισμό ο οποίος άρχιζε εκεί που τελείωνε το Τοπ Αλτί, και ξαπλωνόταν ανατολικά ως τα Μισσίρια και πιο πέρα.

Τοπ-αλτί ονομαζόταν η περιφέρεια γύρω από το Ρέθυμνο, η οποία έφθανε μέχρι εκεί που πετούσε το βόλι του το κανόνι, που είχαν τοποθετήσει οι Τούρκοι πάνω στο φρούριο του Ρεθύμνου Φορτέτζα.

Τα Περιβόλια ήταν οικισμός που είχε πολύ αραιά σπίτια και ήταν όλα κοντά στην παραλία. Ούτε 200 μ. μετά την αμμουδιά δεν έφτανε το τελευταίο σπίτι. Και τούτο γιατί η παραλία ήταν επίπεδη, ενώ μετά από λίγο άρχιζε ένας λόφος με αποτέλεσμα να μη μπορούν να κτίσουν εκεί σπίτια γιατί δεν είχαν νερό. Ενώ στο επίπεδο μέρος, άνοιγαν ένα πηγάδι 3-6 μ. και έβρισκαν άφθονο νερό για να πιουν και να ποτίσουν τους κήπους τους. Έτσι λοιπόν άνοιγαν ένα πηγάδι, έκτιζαν ένα σπιτάκι και για ασχολία και επάγγελμα είχαν την καλλιέργεια των γύρω περιβολιών. Γιαυτό και ο οικισμός ονομάστηκε Περιβόλια.

Το 1920 ακόμα ακούγονταν επώνυμα από τον τόπο καταγωγής των κατοίκων του οικισμού όπως: ο Γαλλιανός (από τον Γάλλου μικρό χωριό έξω από το Ρέθυμνο), ο Ατσιποπουλιανός (από το Ατοιπόπουλο), ο Κατωποριανός (από το χωριό Κάτω Πόρος), ο Μαρουλιώτης, ο Ορειθιανός (από το Όρος), ο Χρωμοναστηριανός, ο Κουρνιανός (από τον Κουρνά), ο Ρουμελιανός (από το Ρουμελί)ο Σπηλιανός (από το Σπήλι). Το φαινόμενο αυτό της μετοικεσίας συνεχιζόταν και μετά την κατοχή ως το 1950.

Δεν υπάρχει πουθενά καμιά μαρτυρία να μας πληροφορήσει πότε ακριβώς κτίστηκε το χωριό. Δεν υπάρχει κανένα παλιό κτίριο, γιατί τα υλικά με τα οποία κτίζονταν ήταν από ντόπιο αμμώδη πορόλιθο και χώμα. Έτσι κανένα κτίσμα δεν διατηρήθηκε περισσότερο από 100 χρόνια. Αλλά και οι επαναστάσεις και οι πόλεμοι είχαν σαν αποτέλεσμα να ισοπεδωθεί ο οικισμός. Έτσι το 1896 γκρεμίστηκαν όλες οι χριστιανικές κατοικίες και το 1941 ξαναϊσοπεδώθηκαν.

Φαίνεται ότι οι πρώτοι οικιστές των Περιβολιών ήρθαν την εποχή της Ενετοκρατίας ή προς το τέλος της. Γιατί στους ενετικούς χάρτες της Ρεθύμνης δεν φαίνονται σπίτια έξω από την πόλη, ενώ έχουν σημειώσει τον πύργο Σανγκουινάτσο ή Σαουνάτσο που λέμε σήμερα και που βρίσκεται στον πηγιανό κάμπο.

Όταν το Ρέθυμνο κατακτήθηκε από τους Τούρκους (τα μέσα του 17ου αιώνα) υπήρχε ο οικισμός των Περιβολιών, γιατί οι Τούρκοι τον ονόμαζαν Μπαξελίκ (μπαξέ δηλ. περιβόλι). Οι Τούρκοι κατοίκησαν σε ιδιαίτερες γειτονιές και κυρίως μετά τον ποταμό Κουτσουλίδι, όπου σήμερα η συνοικία ονομάζεται Μισσίρια.

Στους σημερινούς κατοίκους του χωριού δεν είναι γνωστό κανένα από τα παλιά τοπωνύμια γιατί αστικοποιήθηκε η περιοχή.

Στου Κόρακα την Καμάρα, όπου είναι το σημερινό ξενοδοχείο «Μίνως», υπήρχε ένα ρυάκι που το χειμώνα έτρεχε αρκετό νερό. Τώρα έχει καλυφθεί με τσιμέντο. Μια γέφυρα το σκέπαζε στον αμαξωτό δρόμο. Όλη η γύρω περιοχή ήταν έρημη από σπίτια. Έλεγαν λοιπόν οι παλιοί Περθολιανοί ότι εκεί στην καμάρα «φαντάσει». δηλαδή παρουσιαζόταν φαντάσματα ή δαίμονες.

Αλλο τοπωνύμιο, χαμένο όμως τώρα. ήταν ο Μπιριτζικουλές. Έτσι έλεγαν το μικρό λόφο που είναι στα σπίτια της οικογένειας Μακρυγιάννη. Ο λόφος αυτός τώρα δε διακρίνεται γιατί σκεπάζεται με σπίτια. Ήταν εμφανής περισσότερο από τη θάλασσα. Τον ονόμαζαν έτσι γιατί οι Τούρκοι είχαν κτίσει σ’ αυτόν το λόφο κάποιον κουλέ (φρούριο, ή τουλάχιστον παρατηρητήριο), για να ελέγχουν από κει την ανατολική πλευρά της παραλίας. Στα τούρκικα η λέξη μπιριντζή σημαίνει πρώτος. Άρα ο κουλές αυτός ήταν ο πρώτος από το Ρέθυμνο.

Του Σαρακηνού το ρυάκι, ήταν ένα ρυάκι που βρισκόταν λίγα μέτρα ανατολικά από τις εγκαταστάσεις του πανεπιστημίου, στη διακλάδωση του δρόμου από λεωφόρο προς τον οικισμό Καστελάκια. Κανείς δε γνωρίζει γιατί το ονόμαζαν έτσι. Ίσως σκότωσαν κάποιον Σαρακηνό. Στο σημείο αυτό σήμερα υπάρχουν ερείπια Τζαμιού που λένε ότι ήταν τέμενος, τόπος προσευχής των Τούρκων.

Γνωστές τοποθεσίες ήταν ακόμα Κολαγάση, τα Καθραπάκια, του Τζερμπε-τζή, ο Μαύρος Κόλμπος. που ήταν ένας μεγάλος λάκος γεμάτος με νερό, το οποίο ανάβρυζε λίγο πιο κάτω από τη ρίζα ενός βράχου και το σημείο εκείνο το ονόμαζαν Μέλισσες.

Επίσης μέσα στον οικισμό υπάρχει η Καμπαναριάστρα, δίπλα στην εκκλησία του Άη Νικόλα σε ένα ύψωμα από μαλακή αμμουδόπετρα. Όταν κτυπούσε το καμπαναριό, το οποίο ήταν πολύ παλιό, χτυπούσε και για την εκκλησία και για το σχολείο. Δυστυχώς το παλιό καμπαναριό δεν υπάρχει πια και έχει αντικατασταθεί με άλλο τσιμεντένιο.

Εξίσου γνωστή ήταν και η Σώχωρα μια έκταση 20 στρεμμάτων που σήμερα βρίσκονται κτίρια σχολείων και παιδική χαρά. Εκεί ήταν τόπος παιγνιδιού, καθώς όλη η έκταση ήταν χέρσα. Βέβαια το κομμάτι αυτό μέχρι το 1922 άνηκε οτο δημόσιο και προερχόταν από μοναστηριακές περιουσίες. Υπήρχαν εκεί φυτώρια με δέντρα δασικά. Το 1923 το δημόσιο πουλώντας τις μοναστηριακές περιουσίες κράτησε μόνο τη Σώχωρα μετά από συμφωνία των ντόπιων να μην πλειοδοτήσουν για να κτίστει εκεί το σχολείο.

Στην τοποθεσία Του Καραβάνα, είχαν θάψει όπως λέγεται οι Τούρκοι έναν άγιό τους ή όπως τον έλεγαν «εκλιγιά». Ο «εκλιγιάς» (άγιος) είχε, έλεγαν, το όνομα Καραβάνας.

Οι κάτοικοι του χωριού Περιβόλια πήραν μέρος σε όλες τις επαναστάσεις που γίνονταν από τους Κρητικούς για να αποτινάξουν τον τούρκικο ζυγό: το 1866, το 1878, το 1889 και το 1896. Η πόλη του Ρεθύμνου έμενε πάντα στα χέρια των Τούρκων και οι τακτικοί και άτακτοι ξεσπούσαν στο προάστιο του οποίου οι κάτοικοι όσοι προλάβαιναν έφευγαν προς το Αμάρι ή το Μυλοπόταμο. Αλλά κι αν σώζονταν οι ίδιοι αφανίζονταν οι περιουσίες τους, τα σπίτια τους καταστρέφονταν, οι ελιές καίγονταν, τα αμπέλια ξεριζώνονταν. Δεν έτρεχαν όμως να φύγουν. Όσοι μπορούσαν πολεμούσαν. Στο Αρκάδι οι Περθολιανοί είχαν δικό του μπαϊράκι (ομάδα) με αρχηγό το Μανόλη Παχλά, ο οποίος ήταν κτίστης στο επάγγελμα, αλλά φαίνεται ότι είχε έμφυτες τις αρχηγικές ικανότητες. Απ’ όσο διηγείται η κόρη του Στυλιανή Σκαντάλαινα, φαίνεται πως ο Παχλάς ήταν ότι ακριβώς ο καπετάν Μιχάλης, όπως τον περιγράφει ο Καζαντζάκης.

Όταν ήταν κλεισμένος στο Αρκάδι παίρνει μήνυμα από τη γυναίκα του, πως η μικρή του κόρη ήταν ετοιμοθάνατη. Φεύγει και πάει στο χωριό Μέρωνα όπου βρίσκονταν η οικογένεια του, μένει εκεί ένα εικοσιτετράωρο και επιστρέφει στο Αρκάδι, όταν οι Τούρκοι το έκλειναν από παντού. Δεν μπορούσε όμως να αφήσει τα παλικάρια του μόνα τους. Μπήκε λοιπόν μέσα και πολέμησε μαζί τους μέχρι που έπεσαν όλοι. Το κρανίο του Παχλά, μετά από λίγο καιρό, το πήρε ο Γεώργιος Βασιλακάκης ή Κουρτάλιος από κάποιο καλόγερο της μονής γιατί είχε πάνω του 8 ή 9 σπαθισμούς. Το έδωσε στον καθηγητή του πανεπιστημίου Σπ. Λάμπρου για κειμήλιο ανεκτίμητο. Οι άλλοι σύντροφοι του Παχλά ήταν ο Στυλιανός Φουρναράκης ή Αναγνώστης, ο Κωνσταντίνος Λαγουδάκης, ο Νικόλαος Καλομπάκης, ο Κωνσταντίνος Αθανασάκης ή Οεοδωρακακης. ο Βασίλης Αθανασάκης ή θεοδωρακάκης και ο Μανούσος Τζουστάκης ή Μανουσάκης.

Στην τελευταία επανάσταση (1896-97) οι Περβολιανοί έφυγαν πάλι και οι πιο πολλοί πήγαν στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου. Αρχηγός των Μελιδονιωτών ήταν τότε ο καπετάν Μτίρος ή Μπιράκης, που τους είχε υπό την προστασία του. Στο παραλιακό χωριό Μπαλί τα πλοία έφερναν όπλα και τρόφιμα. Από κει εφοδιάστηκαν οι Περβολιανοί και με αρχηγό τους τώρα το Σγουραφογιάννη (Γιάννη Ζωγραφάκη ή Σακορράφο) έκαναν ομάδα και μπήκαν στον αγώνα.

Το 1897, στην τοποθεσία Αργουλίδα, γίνεται μάχη και οι Περβολιανοί με τους Σγουραφογιάννη, Δημήτρη και Νικολή Βιβυλάκη και Μανόλη Καλογεράκη, προσχωρούν στις γραμμές των Τούρκων. Ντόπιοι Τουρκοκρητικοί αναγνωρίζουν τον αρχηγό τους. τον

κυκλώνουν και τον σκοτώνουν. Παρά τις προσπάθειες των συμπολεμιστών του, οι Τούρκοι κατάφεραν να πάρουν το κεφάλι του. Το πήγαν στο Ρέθυμνο και το πούλησαν σε άλλους Τούρκους οι οποίοι το έκαναν σημάδι για σκοποβολή.

Οι Τούρκοι προσπάθησαν να χαλάσουν και την εκκλησία του ‘Αι Γιώργη αλλά τελικά εγκατέλειψαν την προσπάθεια τους.

Στον ξεσηκωμό του 1912-13 για την απελευθέρωση και της υπόλοιπης Ελλάδας οι Περβολιανοί έδωσαν το παρόν τους και είχαν πολλά θύματα μεταξύ των οποίων οι: Νικόλαος Δημητρακάκης (έπεσε στο Μπιζάνιτο 1912). Σαπουντζάκης (τραυματίστηκε στην Ήπειρο), Χαράλαμπος Χαριτάκης (έπεσε το 1913 στο Λαχανά), Γεώργιος Σαθάκης (έπεσε στα Δαρδανέλια το 1914). Εμμανουήλ Μιχελιδάκης (έπεσε στην Πέργαμο Μ. Ασίας), Νικόλαος Πολυχρονάκης. Γεώργιος Αθανασάκης και Γιώργος Σπανουδάκης.

Στην Αλβανία σκοτώθηκαν οι: Μάρκος Μπριλλάκης, Δημ. Λαγουδάκης, Μανόλης Γιακουμιδάκης, Στέλιος Λιοδάκης, Ιωάννης Παπαδάκης και Στέλιος Πολυχρονάκης.

Στο χωριό Περιβόλια υπάρχουν οι εξής εκκλησίες: Ο Άγιος Νικόλαος, που φαίνεται πως είναι η πιο παλιά εκκλησία του χωριού. Κτίστηκε πρώτα ένα μικρό εκκλησάκι μονόκλιτο το οποίο αργότερα το μεγάλωσαν, αλλά η κατασκευή του δείχνει πως κτίστηκε πολύ πρόχειρα ή από άπειρους κτίστες ή νύχτα (όπως αναφέρει ο θρύλος) επειδή οι Τούρκοι απαγόρευαν το κτίσιμο των εκκλησιών. Αργότερα, σε ομαλότερους καιρούς, έκτισαν τη διπλή καμάρα, που υπάρχει μέσα και χωρίζει τα δύο κλίτη.

Ο Άγιος Νικόλαος ήταν το πρώτο νεκροταφείο των Περβολιανών. Έξω από την ορεινή πόρτα υπήρχε σειρά τάφων. Ο Άγιος Γεώργιος Τεσσάρων Μαρτύρων είναι δί-κλιτος ναός. Σ’ αυτόν υπάρχει και το σημερινό νεκροταφείο. Στα 2 νεκροταφεία όπως λέγεται θάφτηκαν οι Τέσσερις Μάρτυρες, όταν θανατώθηκαν από τους Τούρκους, στις 28 Οκτωβρίου 1824, κι αφού διαδόθηκε σ’ όλο το Ρέθυμνο ότι άγιασαν, ο πασάς φοβήθηκε σύναξη και εξέγερση των Χριστιανών. Διέταξε τότε να εκταφιαστούν αμέσως χωρίς παπάδες και λαοσύναξη. Τότε οι Περβολιανοί, οι οποίοι παράστεκαν στα σκηνώματα των Τεσσάρων Αγίων, μόλις άκουσαν τη διαταγή άρπαξαν ο καθένας από έναν Άγιο στην πλάτη και έφυγαν τρέχοντας για τα Περιβόλια. Όταν έφτασαν στον Άγιο Νικόλαο, όπου ήταν το παλιό νεκροταφείο, οι δύο μεταφορείς κουράστηκαν και είπαν: – Εμείς θα τους θάψουμε εδώ. Οι άλλοι δύο είπαν:  Εμείς θα τους πάμε στο καινούριο. Έτσι κι έγινε. Αργότερα έκτισαν κοινό τάφο όπου τοποθέτησαν τα οστά

τους. Στο τέμπλο του Ναού του Αγίου Γεωργίου υπάρχουν εικόνες από τις από τις οποίες η πιο παλιά είναι χρονολογημένη το 1761. άλλη το 1836 και μία το 1859.

Στην αρχή του οικισμού Πλάτανε βρισκεται και το ξωκλήσι του Άη Γιάννη του Ριγολόγου, από το ρήμα ριγώ που σημαίνει τρέμω. Ονομάστηκε έτσι γιατί ο Άη Γιάννης θεωρούνταν θεραπευτής της ελονοσίας που θέριζε την περιοχή τα χρόνια εκείνα. Γιορτάζεται στις 29 Αυγούστου μέρα αυστηρής νηστείας και πανηγυριού για τους ντόπιους κυρίως τα παλαιότερα χρόνια.

Οι κάτοικοι πάντα ήταν συνδεδεμένοι με τη φύση και κυρίως με το υγρό στοιχείο. Σ’ όλη την περιφέρεια του χωριού υπήρχαν παλαιότερα διακόσια ως τρακόσια πενήντα πηγάδια. Το πότισμα των χωραφιών, όπως καταγράφει ο Δημήτρης Βιβυλάκης, ήταν διαδικασία που απαιτούσε τη συμμετοχή όλης της οικογένειας.

Χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες στην κοινωνία των Περιβολιανών τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, αρχές του 20ου, ήταν ο Μπεμπέκος ή Χαράλαμπος Μακρυδάκης, μάγος κατ’ επάγγελμα γνωστός σε όλο το Ρέθυμνο, ο Κακός Αέρας ή Μανώλης Αθανασάκης χαρακτηριστικός μέθυσος αλλά τίμιος και πρόθυμος πάντα για εξυπηρετήσεις. Ο τελευταίος είχε πολύ άσχημο τέλος καθώς σκοτώθηκε όταν έπεσε σε ένα πηγάδι πολύ μεθυσμένος. Επίσης γνωστός ήταν ο Κήρυκος ή Μιχάλης Τσαγκαράκης, ο οποίος ήταν κουρέας και έφερνε ξενικά έθιμα και συνήθιες στο χωριό, ο Δημήτρης Φωνάζος, κοψοχέρης από δυναμίτη όμως στα νιάτα του λεβεντάνθρωπος που διέθετε αρκετή πονηριά και εξυπνάδα ώστε να γίνει και αυτός γνωστός σε όλο το Ρέθυμνο.

Στον οικισμό Καστελάκια είναι κτισμένη η εκκλησία της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής. Στον καιρό της Τουρκοκρατίας γύρω απ’ αυτή την εκκλησία κατοικούσαν μόνο Τούρκοι, οι οποίοι αν και ήταν αλλόθρησκοι σέβονταν και προστάτευαν το ναό της Μειρέ Χανούμ όπως τον έλεγαν. Την ημέρα της γιορτής της Ζωοδόχου Πηγής άρμεγαν τα ζώα τους και άφηναν το γάλα σε κοινά δοχεία για να πιουν οι πανηγυριστές. Οι Τούρκοι έφευγαν από κει για να γιορτάσουν οι Χριστιανοί χωρίς φόβο την Παναγία τους.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.