Μενού Κλείσιμο

Μέλαμπες Αγ.Βασιλείου

Το Μέλαμπες είναι χωριό και κοινότητα της επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Είναι κτισμένο στις βόρειες πλαγιές του βουνού Βουβάλα, σε υψόμετρο 570 μ. Απέχει από το Ρέθυμνο 50 χμ. και έχει 1314 κατοίκους.

Για την προέλευση του ονόματος του χωριού υπάρχουν τρεις πιθανές εκδοχές. Η πρώτη σχετίζει το όνομα του χωριού με την προέλευση των πρώτων κατοίκων – που ήταν Λαμπαίοι – και αποτελούσαν το μισό σχεδόν πληθυσμό του χωριού έτσι Μεσο-Λαμπές- Μεσόλαμπες – Μέλαμπες.

Η δεύτερη εκδοχή σχετίζει το όνομα του χωριού με ένα αντίστοιχο τοπωνύμιο Λάμπες που ήταν έδρα της γαλλικής Λεγεώνας των ξένων, πράγμα λίγο απίθανο. Η τρίτη και πιθανότερη εκδοχή δέχεται ότι το Μέλαμπες προήλθε από το Μέσα – Λάμπη, δηλαδή από τη γεωγραφική θέση του χωριού ως προς την εκκλησιαστική περιφέρεια της Λάμπης στην οποία ανήκε και ανήκει.

Το πότε κτίστηκε το χωριό δεν το ξέρουμε. Γεγονός πάντως παραμένει ότι κατοικείται από πολλούς αιώνες. Οι κάτοικοι είναι Κρήτες άποικοι από το Παραδείσι, τον Άγιο Βασίλειο και τον Άγιο Στέφανο.

Παλιότερες οικογένειες είναι οι: Κουτσουντάκηδες, Βουλγαράκηδες, Μαθιουδά-κηδες. Κυριότερη ασχολία των κατοίκων είναι η γεωργία – παράγουν λάδι, κρασί, χαρούπια, κηπευτικά. Η κτηνοτροφία δεν είναι ανεπτυγμένη σε ικανοποιητικό 6αθμό.

Οι Μελαμπιανοί υπέφεραν πολλά από τους συγχωριανούς τους Τούρκους, αλλά και από τους γενίτσαρους της Αμπαδιάς και κυρίως του Βαθειακού. που ήταν το καπετανοχώρι των γενίτσαρων της περιοχής. Οι Τούρκοι έπαιρναν τους Μελαμπιανούς συχνά σε αγγαρείες, ή για τη συγκομιδή. Κάποτε οι Μελαμπιανοί απεφάσισαν να σταματήσουν αυτήν την αδικία και ξεσηκώθηκαν εναντίον των κατακτητών.

Η συμμετοχή των Μελαμπιανών στην εξέγερση του 1821 και στη μάχη του Μοναστηρακίου (2 Φεβρουαρίου 1822), καθώς και οι λεηλασίες των περιουσιών τους από τους γενίτσαρους, έδωσαν την τελική αφορμή να ξεσηκωθούν οι Μελαμπιανοί.

Οι Τούρκοι διψώντας για αίμα Χριοκανών σχεδίασαν την επίθεση τους να την κάνουν το Πάσχα, για να βρουν όλους τους Μελαμπιανούς στα σπίτια τους. Αρχηγός των Τούρκων ήταν ο φοβερός Χανιαλής. Όμως οι Τούρκοι για άλλη μια φορά υπολόγισαν λάθος, πράγμα που απέβη καταστρεπτικό γι’ αυτούς. Οι Μελαμπιανοί είχαν πληροφορηθεί για αυτές τις κινήσεις των Τούρκων και πήραν τα μέτρα τους. Όλοι οι κάτοικοι έφυγαν από το χωριό, βρίσκοντας καταφύγιο στα γύρω βουνά, και ο αντρικός πληθυσμός πήρε θέση στη τοποθεσία Ροθιανό Ρυάκι, η οποία λόγω της φυσικής της αγριότητας βοηθούσε πολύ τους ολιγάριθμους Έλληνες. Εκεί περίμεναν οι Μελαμπιανοί το πέρασμα των Τούρκων.

Πραγματικά ξημερώματα της Κυριακής του Πάσχα φάνηκαν οι Τούρκοι. Οι Μελαμπιανοί τους άφησαν να προχωρήσουν πολύ και μόλις πλησίασαν αρκετά τους επιτέθηκαν, με αποτέλεσμα να αποδεκατιστεί ο στρατός του Χανιαλή. Από τότε το σημείο της πανωλεθρίας των Τούρκων ονομάστηκε Κακό Ρυάκι.

Όμως ακόμα ένα περιστατικό που έγινε λίγο πριν την Επανάσταση του “21 δείχνει τον τρόπο που αντιμετώπιζαν οι Μελαμπιανοί τους Τούρκους. Κάποτε οι γενίτσαροι Αμπαδιώτες είχαν συγκέντρωση και πήγαν όλοι με τις γυναίκες τους, εκτός από έναν, τον Μπραήμ Αγακάκη, Τότε οι άλλοι γενίτσαροι του είπαν ότι αν δεν φέρει γυναίκα δεν μπορεί να πάρει μέρος στο γλέντι. Ο Αγακάκης προσβλημένος είπε ότι θα φέρει τη γυναίκα του Μελαμπιανού δημάρχου Περοδιακουμή, που φημιζόταν για την ομορφιά της. Φτάνοντας στο χωριό και αναζητώντας τη γυναίκα, συνάντησε τον άντρα της τον Περοδιακουμή, και χωρίς καθόλου ντροπή του ζήτησε να του δώσει τη γυναίκα του. Ο Περοδιακουμής ξέροντας την αγριότητα του γενίτσαρου, προσπάθησε να φύγει για να ειδοποιήσει τη γυναίκα του. Ο Αγακάκης όμως τον χτύπησε πισώπλατα. Αυτή η πράξη, ήταν μοιραία για την ίδια του τη ζωή.

Οι συγχωριανοί του Περοδιακουμή τον κυνήγησαν και στην κυριολεξία τον κομμάτιασαν. Φτάνοντας το νέο στο χώρο που ήταν οι υπόλοιποι γενίτσαροι και γλεντούσαν τους αναστάτωσε και αμέσως ξεκίνησαν για να εκδικηθούν. Οι κάτοικοι στο μεταξύ ειδοποιημένοι, είχαν φύγει εκτός από τους άρρωστους και τους γέρους. Τα θύματα της τουρκικής θηριοδίας έφτασαν τα εβδομήντα δύο. Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Γενικά, σύμφωνα με τη παράδοση, το χωριό επτά φορές παραδόθηκε στις φλόγες κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Όσοι Χριστιανοί γλίτωσαν από την καταστροφή, έστειλαν επιτροπή στην Κωνσταντινούπολη και ζήτησαν βοήθεια από το σουλτάνο Μαχμούτ Χαν, το Δίκαιο.

Ο Σουλτάνος, που από καιρό ήθελε να βάλει κάποιο εμπόδιο στις δραστηριότητες των γενίτσαρων της Κρήτης, που πολλές φορές στρέφονταν και εναντίον του, έστειλε το Χατζή Οσμάν Πασά, ο οποίος καθάρισε στην κυριολεξία τη Δυτική Κρήτη. Για τη δράση του αυτή οι γενίτσαροι τον ονόμασαν Πνιγάρη ενώ οι Χριστιανοί Παπαγιάννη (και αυτό γιατί κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν κρυπτοχριστιανός). Δυστυχώς όμως ανακλήθηκε από την Πύλη και έτσι η Ανατολική Κρήτη συνέχισε να υφίσταται τα μαρτύρια στα οποία την υπέβαλαν οι γενίτσαροι.

Οι Μελαμπιανοί, έχοντας επιδείξει τέτοια γενναιότητα, ήταν φυοικό να πάρουν μέρος και στους υπόλοιπους αγώνες του έθνους. Στην επανάσταση του 1866 αρκετοί Μελαμπιανοί θυσιάστηκαν μαζί με άλλους Κρήτες οτο Αρκάδι. Αργότερα πήραν μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους.

Στην προσπάθεια των Γερμανών αλεξιπτωτιστών να πατήσουν το πόδι τους στην Κρήτη, οι Μελαμπιανοί πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, μαζί πάλι με τους άλλους συμπατριώτες τους. Για την αντιστασιακή δράση του στη Γερμανική Κατοχή το χωριό υπέστη σοβαρές ζημιές.

Από την κοινότητα Μέλαμπες κατάγονταν οι τέσσερις μάρτυρες Μανόλης, Αγγελής του Ιωάννου Ρετζέπη, Γεώργιος Κ. Ρετζέπης και Νικόλαος Ιωάν. Ρετζέπης, που

ήταν κρυπτοχριστιανοί. Με το ένδυμα του Τούρκου πολλές φορές βοήθησαν τους Χριστιανούς. Τελικά όταν άρχισαν οι υποψίες των Τούρκων για τη δράση τους, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση γι’ αυτούς τους γενναίους μάρτυρες. Αφού με διάφορα μέσα προσπάθησαν να τους κάνουν να ομολογήσουν μόνοι τους χωρίς αποτέλεσμα, την 24η Οκτωβρίου του 1824 τους αποκεφάλισαν στον πλάτανο της Μεγάλης Πόρτας, στο Ρέθυμνο, όπου εκεί σήμερα έχει στηθεί ομώνυμη εκκλησία, αφιερωμένη στους τέσσερις μάρτυρες. Ομώνυμη εκκλησία υπάρχει και στην κοινότητα των Μελάμπων.

Άλλες εκκλησίες εκτός των Τεσσάρων Μαρτύρων είναι η εκκλησία του Αφέντη Χριστού και η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής.

Υπάρχει και σχετική παράδοση για την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Κάτω από το ιερό του ναού υπάρχουν πηγές νερού, και δίπλα από τις πηγές αυτές, υπάρχει ελάχιστη ποσότητα νερού, που είναι θαυματουργή για τα μάτια των πιστών. Κάποτε, κάποιος Τούρκος από το Βαθειακό, είχε ένα παιδί τυφλό. Μόλις άκουσε για το θαυματουργό νερό, πήρε αμέσως το παιδί του και το έφερε στην εκκλησία. Την ώρα που πλησίαζαν στο νερό το παιδί άρχισε σιγά – σιγά να βλέπει και μόλις πλύθηκε με το νερό βρήκε τελείως το φως του.

Μια άλλη παράδοση που διασώζεται, έχει σχέση με την άλλη εκκλησία του Αφέντη Χριστού: Ο ναός αυτός κτίστηκε ή συμπληρώθηκε από κάποιον Μελαμπιανό το Γεώργιο Μαμαλάκη ή Γυδεών (ασκητικό όνομα που πήρε αργότερα). Αυτός, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, είχε ένα παιδί που δεν μάθαινε τα γράμματα και για να το τιμωρήσει του φόρτωσε μια βαριά πέτρα για να τη μεταφέρει στην τοποθεσία Γιαλίτης. Το παιδί δεν άντεξε το βάρος της πέτρας και πέθανε. Ο Μαμαλάκης από τύψεις έγινε μοναχός και έκτισε την εκκλησία αυτή μεταφέροντας ένα ασκί με νερό από μεγάλη απόσταση.

Το μοναχό αυτόν τον βρήκαν οι Τούρκοι μετά το 1866 και τον έσφαξαν. Μια παραλλαγή της παράδοσης είναι ότι ο Μαμαλάκης ήρθε από τα Σφακιά, ως φυγόδικος επειδή είχε σκοτώσει κάποιον Τούρκο. Ενα από τα παιδιά του έγινε καταδότης στους Τούρκους και ο πατέρας του τον σκότωσε. Όμως από τύψεις ο πατέρας του έκτισε ή συμπλήρωσε την εκκλησία.

Στη θέση Άγιος Ευστράτιος σε μια σπηλιά λέγεται ότι είναι θαμμένα τα γυναικόπαιδα του οικισμού αυτού και των Μελάμπων, που είχαν καταφύγει εκεί μετά την επανάσταση του 1866 για να γλυτώσουν την εκδίκηση των Τούρκων.

*Στοιχεία από 15ετή έρευνα 1980-1995.

Φωτογραφία : https://www.apopsilive.gr